«Ο άνθρωπος είναι ένα φυγόπονο ζώο»

«Ο άνθρωπος  είναι ένα φυγόπονο ζώο»

-Οι θέσεις του Λέον Τρότσκυ το 1919-1921 για την καταναγκαστική εργασία και το ρόλο των συνδικάτων -Παρουσίαση-κριτική

Του Δημήτρη Μπελαντή

Εισαγωγή

«Θα καταλήγαμε… σε μια κατάσταση όπου όλες οι δηλώσεις μας, οι σημαίες, ο ύμνος της Διεθνούς, η σοβιετική  μορφή της κυβέρνησης , θα έμεναν εξωτερικά στην θέση τους, ενώ το εσωτερικό περιεχόμενο όλων αυτών θα είχε ήδη μεταμορφωθεί : το περιεχόμενο αυτό … θα ανταποκρινόταν στις προσδοκίες, στις ευχές, στις ελπίδες, στα συμφέροντα αυτού του καινούριου στρώματος της αστικής τάξης που διαρκώς μεγαλώνει, που γίνεται διαρκώς πιο ισχυρό και που, μέσα από αργές και οργανικές αλλαγές, θα κατάφερνε να μεταβάλει όλα τα χαρακτηριστικά του σοβιετικού κράτους και να το τοποθετήσει, σιγά –σιγά, στην τροχιά μιας καθαρά καπιταλιστικής πολιτικής. Η παλιά σαπισμένη αστική τάξη, που ζούσε από τις ελεημοσύνες της τσαρικής  κυβέρνησης… θα ήταν δυνατόν να αντικατασταθεί τότε, χάρη στην Ρώσικη επανάσταση, από μια καινούρια αστική τάξη  …. που δεν σταματάει μπροστά σε τίποτα και ανοίγει το δρόμο της κάτω από το έμβλημα του εθνικισμού, αλλά που κρύβεται κάτω από την φρασεολογία και τις σημαίες του διεθνισμού, με σκοπό να προχωρήσει προς μα καινούρια καπιταλιστική και αστική  Ρωσία, μεγάλη και δυνατή».    

Νικολάι Μπουχάριν, άνοιξη του 1923 , διάλεξή του στο  Πέτρογκραντ,  που περιλαμβάνεται στο έργο του «Προλεταριακή επανάσταση και κουλτούρα», και  παραπέμπεται στο Σ.Μπετελέμ «Ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ» , Τ.Ι,  1917-1923 , Αθήνα 1975, εκδόσεις  Ράππα, σελ. 294-295. Ο Μπουχάριν προχωρά σε αυτόν τον συλλογισμό, παρατηρώντας πώς αστικά διανοούμενα στρώματα, όπως οι λεγόμενοι  «Σμιενοβιεχόβτσι»,  αναζητούν πρόσβαση σε διευθυντικές θέσεις της σοβιετικής κοινωνίας και γίνονται έτσι ιδιόρρυθμοι  και ιδιοτελείς  «φίλοι του νέου καθεστώτος»   

——————————-

Οι θέσεις του κορυφαίου Μπολσεβίκου ηγέτη   Λέον Τρότσκυ για τα παραπάνω δύο κεφαλαιώδη ζητήματα κατά την τελική φάση του Εμφυλίου Πολέμου στη Ρωσία και τη φάση μετάβασης από τον Πολεμικό Κομμουνισμό ( ΠΚ) στην ΝΕΠ  παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ιστορικό αλλά και θεωρητικό.  Και από την άποψη της μελέτης της ιδεολογικής διαπάλης στο κόμμα των Μπολσεβίκων και στον ρώσικο –σοβιετικό κοινωνικό σχηματισμό για την σχέση ανάμεσα στο κόμμα της πρωτοπορίας, τις οικονομικές οργανώσεις της εργατικής τάξης και τελικά την ίδια την εργατική τάξη, όπως υπάρχει, ζει και δρα πραγματικά  σε  αυτήν την πρώτη μετεπαναστατική  περίοδο, όπου οργανώνεται η εξουσία της ή εναλλακτικά η εξουσία πάνω σε αυτήν . Της διαπάλης για τον μετασχηματισμό αλλά και τη διατήρηση των σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίασης.  Αλλά και από την άποψη της ίδιας της πολιτικής και ιδεολογικής  παρέμβασης του Λ. Τρότσκυ στο κόμμα των Μπολσεβίκων, στο οποίο προσχωρεί κατά τον χρόνο περίπου της άφιξης του Λένιν στη Ρωσία ( Απρίλιος 1917) και στα πλαίσια του οποίου παίζει απόλυτα  πρωταγωνιστικό ρόλο κατά την επαναστατική  επικράτηση της εξουσίας των Μπολσεβίκων ( Οκτώβριος 1917, ηγέτης του Σοβιέτ της Πετρούπολης) αλλά και κατά τον Εμφύλιο, την  πάλη δηλαδή  της σοβιετικής εξουσίας για την επιβίωσή της κατά των Λευκών αντεπαναστατών  και κατά της ιμπεριαλιστικής επέμβασης  (άνοιξη-καλοκαίρι 1918 ως και φθινόπωρο 1920). Ο Τρότσκυ, κατά την περίοδο αυτήν, είναι σαφώς η δεύτερη ηγετική προσωπικότητα  μέσα στο κόμμα των Μπολσεβίκων μετά τον Λένιν,  ιδίως ως ο ηγέτης του Κόκκινου Στρατού και ο υπεύθυνος για την άμυνα της επανάστασης, ενώ ο Στάλιν , χωρίς να είναι ασήμαντος,  έχει σαφώς υποδεέστερο πολιτικό κύρος  και θέση από τον Τρότσκυ και στο στρατιωτικό μέτωπο υπόκειται στις διαταγές  του.  Παρά το ότι ο Τρότσκυ δεν θα επανέλθει ποτέ ρητώς στις σχετικά ακραίες απόψεις του τού 1920-1921 , όπως θα εκτεθούν παρακάτω, για την καταναγκαστική εργασία και την κρατικοποίηση των συνδικάτων, θα υποστηρίξουμε τη  θέση ότι αυτές οι απόψεις είχαν διαρκέστερη επίδραση στον σχηματισμό των αντιλήψεων των Μπολσεβίκων στην εξουσία για την οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής. Επίσης, οι απόψεις αυτές  θα θέσουν  ένα  σαφές όριο στις αργότερα αντισταλινικές αντιλήψεις και τοποθετήσεις του Τρότσκυ και στην αντίληψή του για τη συνέχιση και τη διάσωση της Ρώσικης Επανάστασης, όριο, το οποίο ιδεολογικά και πρακτικά δεν θα ξεπεραστεί ποτέ.

Τέλος, ένας βασικός λόγος ενασχόλησης με τις αντιλήψεις του τότε ηγέτη του Κόκκινου Στρατού για αυτά τα δύο σημαντικά ζητήματα  είναι το γεγονός ότι αποτελούν ζητήματα «ταμπού»  για την ιστορική και ιδεολογική συζήτηση εντός του ευρύτερου μαρξιστικού ρεύματος σήμερα.  Κατά κανόνα , με το ζήτημα αυτό έχουν ασχοληθεί, εκτός από τους βασικούς βιογράφους του Τρότσκυ και τους ιστορικούς της Σοβιετικής Ένωσης ( κυρίως τον Ε.Χ.Καρρ, τον Ισαάκ Ντόυτσερ κ.α. ),   πρόσωπα και σχηματισμοί από τον αναρχικό και συμβουλιακό κομμουνιστικό χώρο, δηλαδή από έναν  χώρο καθαρά  εχθρικό προς τον μπολσεβικισμό. Είναι ίσως η ώρα και αυτό το «ταμπού» να σπάσει, ιδίως για το ελληνόφωνο  αριστερό  αναγνωστικό κοινό.

   Όπως έχουμε εξηγήσει και αλλού ( βλ.  Δ. Μπελαντή «Για τον τροτσκισμό, παλιό και νέο» σε ιστότοπο www.pandiera.gr, 2016) [1] , η κατά το δυνατόν αντικειμενική παρουσίαση του ιστορικού προσώπου του Τρότσκυ και του έργου του, όπως και άλλων κορυφαίων Μπολσεβίκων ηγετών ( του Λένιν, του Στάλιν, του Μπουχάριν  κλπ)  οφείλει να εκφεύγει από ταυτοτικού χαρακτήρα ανόητες σήμερα  στην απολυτότητά τους  αντιθέσεις ή ταυτίσεις  ( «σταλινικοί», «τροτσκιστές», ποιος είχε δίκιο, ποιος ήταν ήρωας και  ποιος κάθαρμα , ποιος αποκλειστικά «θύτης» και ποιος αποκλειστικά «θύμα» κλπ) και στοχεύει ακριβώς στο να διαφανεί τι υπήρξε, τι διακυβεύθηκε  και αν υπήρξε όντως κάτι που διακυβεύθηκε  πίσω από αυτές τις ιστορικές ταυτότητες και ανταγωνισμούς.    

  1. Η οργάνωση της εργασίας

Α. Το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της συζήτησης  για την οργάνωση  της εργασίας στη μετεπαναστατική Ρωσία

Όπως έχουμε εκθέσει σε άλλη μελέτη μας[2], το καλοκαίρι του 1918 αποτελεί κρίσιμο χρονικό ορόσημο για τη σοβιετική Ρωσία : είναι η περίοδος όπου πυκνώνουν  οι εξελίξεις που θα οδηγήσουν στον Εμφύλιο  ( άνοδος των αντεπαναστατικών στρατών των στρατηγών  Ντενίκιν και Αλεξέι στον Νότο, του στρατηγού  Κόλτσακ στην Ανατολή κ.α.) και στη διεθνή ιμπεριαλιστική   επέμβαση , όπου το κόμμα των Μπολσεβίκων σταδιακά αποξενώνεται από τα άλλα σοβιετικά  σοσιαλιστικά κόμματα ( Μενσεβίκοι, Αριστεροί και Δεξιοί Σοσιαλεπαναστάτες , Αναρχικοί),ιδίως μετά την απόπειρα κατά του Λένιν από  την σοσιαλεπαναστάτρια Φάνυ Κάπλαν,   και  προετοιμάζεται ένα πλαίσιο όπου οι Μπολσεβίκοι, σε σημαντικό  βαθμό αναγκαστικά,  θα μονοπωλήσουν τη νομιμότητα της σοβιετικής εξουσίας[3].   Ιδίως , όμως, στον τομέα της παραγωγής,  η άνοιξη και το καλοκαίρι του 1918 αποτελούν το ορόσημο τέλους, κατά  την πρώτη φάση  της σοβιετικής εξουσίας, του πειράματος του εργατικού ελέγχου στη σοβιετική βιομηχανία και της επιβολής της μονοπρόσωπης διεύθυνσης από τους αστούς ειδικούς και την κομματική διοίκηση αντί της συλλογικής διεύθυνσης από τις εργοστασιακές επιτροπές, όπως αυτή επιχειρήθηκε από το φθινόπωρο του 1917 ως και την άνοιξη του 1918[4].  Έχουμε ήδη επισημάνει  ότι το κίνημα του εργατικού ελέγχου, το οποίο υπερέβαινε την αντίληψη του λογιστικού ελέγχου ή του ελέγχου των συνθηκών εργασίας 9 απόψεις του Λένιν κατά το τέλος του 1917) και κατέτεινε στην έστω προβληματική ακόμη συλλογική αυτοδιεύθυνση των επιχειρήσεων από τις εργοστασιακές επιτροπές υποστηρίχθηκε –εκτός από τους αναρχικούς- και από μια μειοψηφική τάση  των Μπολσεβίκων, τους «Αριστερούς Κομμουνιστές» (Ν. Μπουχάριν, Κ. Ράντεκ. Β. Οσσίνσκυ, κ.α.) , ενώ η πλειοψηφία, και ιδίως ο ίδιος ο Λένιν,  από τις αρχές του 1918 τάσσονται καθαρά κατά του εργατικού ελέγχου με αυτήν την έννοια και υπέρ της μονοπρόσωπης  διεύθυνσης , θεωρώντας το πείραμα του εργατικού ελέγχου ως «αναρχοσυνδικαλιστικό» πείραμα ή ακόμη και ως πείραμα που οδηγεί σε ατομική ιδιοποίηση των παραγωγικών μονάδων από τους κατά τόπους εργάτες. Σε δυο βασικά κείμενά του ( “The immediate tasks of the soviet government” “ Left Wing Childishness and the Petit Bourgeois Mentality” , 1918 , www.marxists.org, Lenin Archive) , ο Λένιν τάσσεται καθαρά υπέρ μιας συγκεντρωτικής  κρατικής διεύθυνσης των βιομηχανικών επιχειρήσεων, μέσα από τη συνεργασία της μονοπρόσωπης διεύθυνσης και των αστών ειδικών με τον κεντρικό κρατικό μηχανισμό ( Συμβούλιο Οικονομικής Διεύθυνσης ή Βέσενκα, που ασκεί τον ενιαίο και συγκεντρωτικό «εργατικό έλεγχο»  αλλά και Υπουργείο-Συμβούλιο για την Εθνική Οικονομία, σοβναρχόζ  ). Όχι μόνο αυτό, αλλά η αντίληψη του Λένιν για την υπαγωγή όλο και μεγαλύτερων εργατικών δυνάμεων σε ένα και μόνο πρόσωπο δηλώνεται ανοιχτά , με πρότυπο την γερμανική πολεμική οικονομία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που χαρακτηρίζεται από τον Λένιν ως «κρατικός καπιταλισμός» . Ο Λένιν υποστηρίζει ότι το πρότυπο του «κρατικού καπιταλισμού», αποσυνδεόμενο από   τον καπιταλισμό/ιμπεριαλισμό  και υπαγόμενο σε μια τεχνολογικά προηγμένη σοβιετική οικονομία μπορεί να αποτελέσει το πρώτο στάδιο του σοβιετικού σοσιαλισμού.  Επισημαίνεται εδώ ότι η διαμάχη για τον εργατικό έλεγχο προηγείται της γενίκευσης του Εμφυλίου Πολέμου και κρίνεται ιδίως κατά  την άνοιξη του 1918, μετά την σύναψη της Συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ , και πριν από το άνοιγμα του συνολικού μετώπου του Εμφυλίου Πολέμου.           

            Η περίοδος  του Εμφυλίου Πολέμου χαρακτηρίζεται από τη συνολική  εθνικοποίηση της βιομηχανίας και ονομάζεται , όπως είναι γνωστό, Πολεμικός Κομμουνισμός.  Με το διάταγμα της 28ης Ιουνίου 1918 εθνικοποιούνται όλες οι βασικές βιομηχανίες της χώρας. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις οι παλιοί ιδιοκτήτες μένουν στη θέση τους ως διευθυντές ή μάνατζερ τω ν επιχειρήσεων, το ιδιοκτησιακό ζήτημα λύνεται υπέρ του  σοβιετικού κράτους.  Περίπου δύο χρόνια αργότερα , τον Νοέμβριο του 1920, η κρατική ιδιοκτησία θα προσδιορισθεί ειδικότερα ως   υποχρεωτική για όλες τις επιχειρήσεις  που χρειάζονται μηχανές και έχουν περισσότερους από πέντε (5) εργαζόμενους ή χωρίς μηχανές και με περισσότερους από δέκα (10)  εργαζόμενους[5]. Στην πραγματικότητα, δημιουργείται μια  κοινωνικοποιημένη οικονομία  έκτακτης ανάγκης  όπου υπερισχύει η μονοπρόσωπη συγκεντρωτική διεύθυνση (και Καρρ  τ. 2 οπ.π. σελ. 245) , όπου τα κεντρικά οικονομικά  σοβιετικά όργανα, το μεν σοβναρχόζ ( Κεντρικό Συμβούλιο Εθνικής Οικονομίας)  με τα τοπικά σοβναρχόζ και η Βέσενκα με τα τοπικά της όργανα , τα γκλαβτ και τα κέντρα[6],  διευθύνουν την οικονομία , διατηρώντας έναν βαθμό συνεργασίας με τα συνδικάτα, συγκεντρώνουν την οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής ( ας σημειωθεί εδώ ότι κατά  το 8ο Συνέδριο των Μπολσεβίκων ( 1919) αποφασίζεται η συγκέντρωση  της διοίκησης της εθνικής οικονομίας  στα χέρια των συνδικάτων ( σημείο 5 της πολιτικής αποφασης του Συνεδρίου), μια απόφαση που δεν θα έχει πρακτική συνέπεια, Καρρ. τ.2, οπ.π. σελ. 266 ). Κατά τον Πολεμικό Κομμουνισμό,   το εμπόριο και το χρήμα συρρικνώνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό  οδηγώντας στις πληρωμές σε είδος, στην παροχή των ειδών πρώτης ανάγκης με το δελτίο   ή στην απόσπαση αγροτικών αγαθών με την βία από κρατικά ένοπλα αποσπάσματα.  Παρά το ότι ο Πολεμικός Κομμουνισμός είναι μια μορφή κοινωνικοποίησης της στέρησης και της «ανάγκης» , η διαχείρισή του συνοδεύεται συχνά από την ψευδαίσθηση ότι πρόκειται όντως για μια οικονομία απαλλαγμένη από το χρήμα , το εμπόρευμα και τον μηχανισμό της αγοράς και, άρα, μια προωθημένη  μορφή οικονομίας σε σοσιαλιστική μετάβαση , προς τον «ανώριμο κομμουνισμό» , όπως αυτός περιγράφεται από τον Μαρξ στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα». Η αυταπάτη αυτή θα  εγκαταλειφθεί   κατά το Δέκατο Συνέδριο των Μπολσεβίκων τον Μάρτιο 1921, οπότε και αποφασίζεται η μετάβαση  στην Νέα Οικονομική Πολιτική, την ΝΕΠ, αφήνοντας σημαντικό χώρο στο ελεύθερο αγροτικό εμπόριο και ιδιοκτησία και μικρό  χώρο και στην ιδιωτική βιοτεχνία και βιομηχανία .          

  Η κατάσταση της  σοβιετικής βιομηχανίας αλλά και   όλης της εθνικής οικονομίας κατά τον Πολεμικό Κομμουνισμό είναι εξαιρετικά προβληματική και διακινδυνευμένη.  Η ίδια η μετατροπή των μεταποιητικών επιχειρήσεων σε επιχειρήσεις παραγωγής  για την πολεμική προσπάθεια ( οπλισμός, πολεμοφόδια και άλλα αναγκαία  είδη) αλλά και η ίδια η διάλυση της βιομηχανίας και της μεταποίησης στις  ζώνες του πολέμου ή και στα πλαίσια της πολιτικής «καμμένης γης» , όταν επίκειται η κατάληψη μιας  περιοχής από τον εχθρό,  αποτελούν βασικούς παράγοντες αποδυνάμωσης ή και μερικής καταστροφής της βιομηχανικής παραγωγής.  Όπως περιγράφει πολύ εύγλωττα ο Τρότσκυ  στο  βασικό κείμενό του  «Τρομοκρατία και Κομμουνισμός» [7] , η ίδια η πολιτικοστρατιωτική αναταραχή  και  οι διαδοχικές καταλήψεις περιοχών από τα αντίπαλα στρατεύματα αποτελούν βασικό παράγοντα  οικονομικής αποδιοργάνωσης μιας χώρας και οπισθοδρόμησής της μεταποιητικής της βιομηχανίας[8].   Αυτή είναι και η εμπειρία των ευρωπαϊκών χωρών κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ( τον «Μεγάλο Πόλεμο», όπως τον έλεγαν στον Μεσοπόλεμο) αλλά και η σοβιετική εμπειρία του 1918-1920.

   Πρώτα, απ’όλα ,  ο Εμφύλιος Πόλεμος, κατά την περιγραφή του Τρότσκυ, αποτέλεσε βασική  αιτία στέρησης της σοβιετικής οικονομίας σε κρίσιμες  πρώτες ύλες και καύσιμα  (“Terrorism and Communism”, κεφ. 8 , σελ. 1-2) :

Η περιοχή του Ντόνετς σε ξένα χέρια στέρησε τη Ρωσία από τον άνθρακα και το μέταλλο. Η περιοχή του Ντόνετς κάλυπτε το  94 %  των αναγκών της οικονομίας σε άνθρακα και το 74 %   των αναγκών της οικονομίας σε ακατέργαστο μετάλλευμα.

Η περιοχή του Καυκάσου από το πετρέλαιο. Όλες οι πετρελαιοπηγές πέρασαν στα χέρια του εχθρού.  

Η περιοχή του Τουρκεστάν από το μπαμπάκι.

Η περιοχή των Ουραλίων από τα πλούσια κοιτάσματά της σε μέταλλο. Η περιοχή των Ουραλίων κάλυπτε το  20 % των αναγκών  της οικονομίας σε μετάλλευμα και το 4 %  σε άνθρακα.

Η περιοχή της Σιβηρίας από ψωμί και κρέας.         

Η σοβιετική οικονομία στερήθηκε μισό εκατομμύριο λίμπρες άνθρακα, τον οποίο υποχρεώθηκε να εισαγάγει[9].

Σύμφωνα με την απογραφή του τέλους 1920, είχαν απομείνει  στη Σοβιετική Ένωση 404.000 βιομηχανικές μονάδες , από τις οποίες 350.000 σε λειτουργία. Τα 3/4  των επιχειρήσεων ήταν μονοπρόσωπες , ενώ μόνο το1/4 χρησιμοποιούσε μισθωτή εργασία . Σε αυτές εργάζονταν 2.200.000 μισθωτοί εργάτες, από τους οποίους  1.410.000 στις μεγάλες επιχειρήσεις. 6.908 επιχειρήσεις υπάγονταν στην Βέσενκα , ενώ  4.547 ήταν με την πλήρη έννοια του όρου εθνικοποιημένες[10].

   Σε σχέση με το 1913 ( σημείο σύγκρισης στις προεπαναστατικές απογραφές) :

Η παραγωγή  σιδηρομεταλλεύματος  και χυτοσίδηρου το 1920 ήταν σε σχέση με το 1913 στο 1,6 και 2,4 % αντίστοιχα. Η παραγωγή προϊόντων μεταποίησης το 1920 στο 12,9  % επί της αξίας του 1913 ( Καρρ τ.2  σελ. 254). Επίσης, το 1919 , ο αριθμός εργαζομένων στις βιομηχανικές επιχειρήσεις     είχε μειωθεί  στο 76 % του αντιστοίχου του 1917, στις οικοδομικές επιχειρήσεις στο 66 % αντίστοιχα και στις  σιδηροδρομικές στο 63 %. Στην βιομηχανία , εργάζονταν 2.600.000 εργαζόμενοι το 1913, 1.480.000 το 1920-21 και 1. 240.000 το 1921-22 , δηλαδή περίπου οι μισοί  (Καρρ,  τ. 2 σελ. 252).      

   Όμως, ακόμη πιο κρίσιμη ήταν η στέρηση της σοβιετικής οικονομίας σε διαθέσιμη εργατική δύναμη. Ο Εμφύλιος Πόλεμος αφήνει ανεξίτηλο ίχνος στο πεδίο της  μη διαθέσιμης εργατικής δύναμης. Με πολλούς τρόπους :   

Ένα πολύ σημαντικό τμήμα των βιομηχανικών εργατών επιστρατεύεται και φεύγει για το μέτωπο υπέρ της σοβιετικής εξουσίας. Πρόκειται, κατά κανόνα, για τα πιο ικανά αλλά και τα πιο συνειδητά στοιχεία της εργατικής τάξης. Πολλοί από αυτούς, πιθανόν η πλειοψηφία , θα χάσουν τη ζωή τους στον πόλεμο. Επίσης, ένα άλλο σημαντικό τμήμα των βιομηχανικών εργατών  «λιποτακτεί» και από  τον πόλεμο αλλά και από την υποχρεωτική εργασία και γυρνά στα χωριά της υπαίθρου είτε προκειμένου να καλλιεργήσει τα κτήματά του και να διατραφεί είτε να πουλήσει την εργατική του δύναμη στους αγρότες, οι οποίοι , συχνά, παρέχουν καλύτερο μισθό σε χρήμα ή σε είδος από την εθνικοποιημένη βιομηχανία[11]. Πρόκειται για το μαζικό διασκορπισμό του βιομηχανικού προλεταριάτου ή την «αποσύνθεσή» του,  όπως θα τη χαρακτηρίσει ο Νικολάι  Μπουχάριν. Οι πόλεις εκκενώνονται και ένα μέρος του πληθυσμού στα 1919-1921 επιστρέφει στην ύπαιθρο, που ήταν και η κοινωνική του αφετηρία. Ο Τόμσκυ , κεντρικός υπεύθυνος των συνδικάτων, θα ταξινομήσει τις αιτίες της «φυγής» των βιομηχανικών εργατών   ως εξής : α)  φυγή στην ύπαιθρο β) στρατός γ)  εργατικές κομμούνες και σοβιετικά αγροκτήματα δ) γεωργικές βιομηχανίες ε) στελέχωση   κρατικού μηχανισμού και δημοσίων υπηρεσιών , ιδίως από τους Μπολσεβίκους εργάτες.

    Η κρίση αυτή συνδέεται αναπόφευκτα με την έλλειψη τροφίμων στις πόλεις και την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να αγοράσει ή να αποσπάσει βίαια το αγροτικό πλεόνασμα   με αποτελεσματικό τρόπο, ώστε να διαθρέψει τις πόλεις[12].

  Στο κείμενό του «Τρομοκρατία και κομμουνισμός», απαντητικό  στο αντίστοιχο κείμενο «Τρομοκρατία και Κομμουνισμός» του σοσιαλδημοκράτη θεωρητικού Καρλ Κάουτσκυ (1918),   ο Τρότσκυ σαφώς ( και βασικά ορθά) αναφέρεται  στην αδυναμία κτήσης εργατικής δύναμης στα 1919-1920  με τις μεθόδους της αγοράς της εργατικής δύναμης. Γράφει ειδικότερα :

«Το κρίσιμο σημείο  για την οικονομική οργάνωση είναι η εργατική δύναμη. , ειδικευμένη, στοιχειωδώς εκπαιδευμένη, ημιεκπαιδευμένη, ανεκπαίδευτη ή ανειδίκευτη.  Το να επεξεργαστούμε  τις μεθόδους μας για την ακριβή καταγραφή, κινητοποίηση, , παραγωγική αξιοποίηση σημαίνει πρακτικά να επιλύσουμε το πρόβλημα της οικονομικής οικοδόμησης. Αυτό είναι το πρόβλημα μιας ολόκληρης εποχής, ένα γιγάντιο πρόβλημα. Η δυσκολία του επιτείνεται από το γεγονός ότι πρέπει να ανακατασκευάσουμε την εργασία πάνω σε σοσιαλιστικές αρχές σε συνθήκες έως τώρα άγνωστης φτώχειας και τρομακτικής εξαθλίωσης.

   » όσο περισσότερο ο μηχανικός εξοπλισμός μας είναι φθαρμένος, όσο περισσότερο οι σιδηρόδρομοί μας έχουν αποδιοργανωθεί, όσο λιγότερο υφίσταται η ελπίδα  να αποκτήσουμε μηχανές σε σημαντικό βαθμό από το εξωτερικό στο εγγύς μέλλον, τόσο πιο σημαντικό  γίνεται το ζήτημα της απόκτησης ζωντανής εργατικής δύναμης.  Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι υπάρχει μεγάλο απόθεμα από αυτήν.  Αλλά πώς θα αποκτήσουμε πρόσβαση σε αυτό ; Πώς θα την αξιοποιήσουμε και εφαρμόσουμε ; Πώς θα την οργανώσουμε με παραγωγικό τρόπο ;  Ακόμη και με το καθάρισμα του χιονιού από τις σιδηροδρομικές γραμμές, βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο με πολύ μεγάλες δυσκολίες. Ήταν απολύτως αδύνατο να τις υπερβούμε με το μέσο της αγοράς εργατικής δύναμης στην αγορά εργασίας , αν αναλογιστεί κανείς την  αδυναμία αγοραστικής αξίας του σοβιετικού χρήματος αυτήν την  περίοδο και την πιο πλήρη απουσία βιομηχανικών αγαθών.  Οι ανάγκες μας σε καύσιμα δεν μπορούν να ικανοποιηθούν , ούτε καν μερικά,  χωρίς μια μαζική διάθεση , σε ως τώρα άγνωστη κλίμακα,  της εργατικής δύναμης, ώστε να δουλέψει  στην ξυλεία, στα καύσιμα,  στην τύρφη και τον εύφλεκτο σχιστόλιθο. Ο Εμφύλιος Πόλεμος επέφερε καταστροφή  στους σιδηροδρόμους μας, τις γέφυρες, τα κτίρια , τους σταθμούς μας. Χρειαζόμαστε άμεσα δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες εργατικά χέρια για να αποκαταστήσουμε  αυτές τις καταστροφές.  Για παραγωγή σε μαζική κλίμακα στην ξυλεία, την τύρφη και άλλες επιχειρήσεις , χρειαζόμαστε κατοικίες για τους εργάτες μας, ακόμη και αν πρόκειται για προσωρινές καλύβες. Συνεπώς, χρειάζεται και να αφιερώσουμε υπολογίσιμο μέγεθος εργατικού δυναμικού στον κατασκευαστικό τομέα, Πολλοί εργάτες χρειάζονται για να οργανώσουν την ποτάμια ναυσιπλοία και λοιπά, και λοιπά…

   » Η καπιταλιστική  βιομηχανία χρησιμοποιεί βοηθητική εργατική δύναμη σε μεγάλη κλίμακα υπό την μορφή της εποχιακής εργασίας  των αγροτών . Το χωριό, πιασμένο στην παγίδα τη έλλειψης επαρκούς γης, πάντοτε τροφοδοτούσε την αγορά εργασίας με ένα απόθεμα πλεονασματικής εργατικής δύναμης.  Το κράτος υποχρέωνε το χωριό να το κάνει και μέσω της απαίτησης φόρων. Η αγορά προσέφερε στους αγρότες βιομηχανικά αγαθά και προϊόντα. Σήμερα, δεν  έχουμε τίποτε από όλα αυτά ως σοβιετικό κράτος. Το χωριό απέκτησε ( μέσω της επανάστασης) αρκετή γη. Δεν υπάρχει αρκετός αγροτικός μηχανικός εξοπλισμός. Οι εργάτες είναι απαραίτητοι για την γεωργία. Η βιομηχανία, αυτήν την στιγμή, δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε στο χωριό. Και  η αγορά  εργασίας δεν έχει καμία ελκτική επιρροή πάνω στην εργατική δύναμη.

» όμως, η εργατική δύναμη είναι απαραίτητη στο κράτος περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Όχι μόνο ο εργάτης αλλά και ο αγρότης πρέπει να παράσχουν σατο σοβιετικό κράτος την ενέργειά τους προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εργατική Ρωσία και μαζί της οι εργαζόμενες μάζες δεν θα συντριβούν. Ο μόνος τρόπος για να προσελκύσουμε την εργατική δύναμη που χρειάζεται για την επίλυση των οικονομικών μας προβλημάτων είναι η καταναγκαστική εργασία ( compulsory labour)..» ( “Terrorism and Communism”, Chapter 8, σελ.  5 και 6, μετάφραση  από τα αγγλικά δική μου)..

Σε αυτό το πολύ  ενδιαφέρον  απόσπασμα, ο αρχηγός του Κόκκινου Στρατού , μιλώντας  προς το Εθνικό Συνέδριο των συμβουλίων εθνικής οικονομίας και προς το 9ο Συνέδριο των Μπολσεβίκων ( Μάρτιος 1920) θέτει τα εξής ζητήματα :

Η εργατική δύναμη που εργάζεται υπό τις συνήθεις προϋποθέσεις στις βιομηχανίες είναι απολύτως ανεπαρκής για να επιλύσει τα μεγάλα παραγωγικά προβλήματα της χώρας στην  τελική φάση  του Εμφυλίου.

Ένα μεγάλο μέρος της εργατικής δύναμης διαφεύγει από την παραγωγή για λόγους που σχετίζονται με την σχέση πόλης-υπαίθρου και την πολεμική κρίση.

Το τμήμα αυτό δεν μπορεί να προελκυστεί με το δέλεαρ  του μισθού στην κανονική αγορά εργασίας, διότι α) δεν υπάρχουν επαρκή τρόφιμα β) το χρήμα είναι άνευ ουσιαστικής αγοραστικής δύναμης (Και Καρρ  τ. 2, σελ. 281) και δεν προσελκύει κανέναν  γ) δεν υπάρχουν  βιομηχανικά αγαθά έναντι των οποίων ο αγρότης ή ο εργάτης από το χωριό θα δούλευε για την κρατική αναδιοργάνωση της οικονομίας και ιδίως για την κτήση πρώτων υλών και τη βιομηχανική αναδιοργάνωση.   Ουσιαστικά, εδώ έχουμε μια πρώτη μορφή αυτού που αργότερα, στις συνθήκες της ΝΕΠ , θα χαρακτηριστεί κρίση της ψαλλίδας τιμών ( scissor crisis) και θα οδηγήσει τελικά στα Πεντάχρονα Πλάνα και την εγκατάλειψη της ΝΕΠ[13]. Αναντιστοιχία δηλαδή ανάμεσα  στις σχετικά φτηνές τιμές των αγροτικών προϊόντων και τις σχετικά ακριβές των βιομηχανικών, η οποία οδηγεί στην απροθυμία των αγροτών να πουλάνε τα προϊόντα τους στις πόλεις  και στην επισιτιστική κρίση των πόλεων ( 1925-1928).      

Η λύση, κατά τον Τρότσκυ, το 1920 δεν μπορεί παρά να είναι η γενίκευση της υποχρεωτικής εργασίας και η μετατροπή της  σε καταναγκαστική. Ας δούμε, όμως, πώς έχει εξελιχθεί το ζήτημα της υποχρεωτικής εργασίας, θεσμικά και πολιτικά, στη Σοβιετική Ένωση μετά την επανάσταση του Οκτώβρη.

Β. «Υποχρεωτική» και  «καταναγκαστική»  εργασία  στη σοβιετική Ρωσία μετά τον Οκτώβρη    – από την «υποχρέωση» στον «καταναγκασμό» και τη «στρατιωτικοποίηση της εργασίας»                

Το σοβιετικό Σύνταγμα του Ιουλίου 1918 πράγματι προέβλεπε την «υποχρεωτική εργασία» . Στο άρθρο 3  σημείο στ’ ορίζεται η αρχή της «καθολικής υποχρεωτικής εργασίας»   , ενώ ειδικότερα στο άρθρο 18 ορίζεται ότι : «Η ΣΔΟΣΡ ( Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ομοσπονδία των Συμβουλίων της Ρωσίας) εγκαθιστά την υποχρέωση της εργασίας για όλους τους πολίτες της Δημοκρατίας και διακηρύσσει την αρχή   «Ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω»[14].   

   Όμως, αυτή η «υποχρεωτικότητα» δεν είναι αναγκαστικά μια διοικητική ή βίαιη ή πάντως εξωοικονομική υποχρεωτικότητα  με την έννοια της διοικητικής υποχρέωσης του εργαζόμενου να παράσχει εργασία στο σοσιαλιστικό  κράτος. Είναι «υποχρεωτικότητα» αρχικά της πρόσβασης σε αγαθά μόνο μέσω της εργασίας και υπό αυτήν την έννοια είναι το «Ο μη εργαζόμενος  μηδέ εσθιέτω» σε αντίθεση με την πρόσβαση σε αγαθά βάσει των αναγκών και μόνο που ισχύει στον ώριμο κομμουνισμό.   Πρόκειται α) για τον ίσο μισθό για ίση εργασία , για την περίοδο της σοσιαλιστικής μετάβασης όπου ισχύει ακόμη η μισθωτή εργασία, άρα, ισχύουν ακόμη ως έναν βαθμό οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής [15] και β) για το ίσο δικαίωμα σε αγαθά και προϊόντα βάσει ίσης εργασίας  ( «αστικό δίκαιο « κατά τον Μαρξ)  που ισχύει στον σοσιαλισμό με την έννοια του ανώριμου κομμουνισμού, όπου δεν υφίσταται πια χρηματικός μισθός  αλλά ο χρόνος εργασίας, χωρίς να αντιστοιχεί στην παραγωγή ανταλλακτικής αξίας, είναι το μέτρο ακόμη για την απόκτηση αγαθών. Και στις δύο περιπτώσεις, η υποχρεωτικότητα στην εργασία είναι μια βασικά οικονομική υποχρεωτικότητα , όπως και στην κλασσική σχέση μισθωτής  εργασίας στον καπιταλισμό, και όχι μια εξωοικονομική-διοικητική   υποχρεωτικότητα σε παροχή εργασίας, όπως αυτή που ισχύει στους προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς[16] αλλά και σε περιόδους π.χ. κρίσης και   πολεμικής οικονομίας και  στον καπιταλισμό ( π.χ. Α’ΠΠ και Β’ ΠΠ). Η μετάβαση στον σοσιαλισμό /κομμουνισμό  στην πρώτη περίοδο αυτής γνωρίζει ακόμη την (καπιταλιστική ουσιαστικά)  μισθωτή εργασία βάσει του οικονομικού καταναγκασμού  ή την υποχρεωτική εργασία ως  αναγκαίο μέσο πρόσβασης σε αγαθά , αλλά δεν διακρίνεται γενικά από την επιστροφή στην εργασία βάσει εξωοικονομικού καταναγκασμού.    

   Παρ’όλα αυτά,  τόσο οι  γενικές ιδιομορφίες της οικονομίας μετάβασης ,μιας οικονομίας που ακόμη χειρίζεται καπιταλιστικά μέσα χωρίς συνολική καπιταλιστική αγοραία ρύθμιση  – όπως συμβαίνει στον Πολεμικό Κομμουνισμό και με πολύ διαφορετικό τρόπο πια στα Πεντάχρονα Πλάνα – και χρειάζεται συχνά να προσφύγει στη διοικητική απόκτηση εργατικής δύναμης ή ορθότερα ζωντανής εργασίας  όσο και οι ειδικές ιδιομορφίες μιας οικονομίας σε συνθήκες Εμφυλίου Πολέμου – όπως ο Πολεμικός Κομμουνισμός στη  Ρωσία της περιόδου 1918-1920- μπορούν να οδηγήσουν σε μια διοικητική και εξωοικονομική αναζήτηση  ζωντανής εργασίας. Επίσης, για τα μέλη των ιδιοκτητριών τάξεων και των δύο φύλων από 15-50 έτη γινόταν απολύτως δεκτό ότι μπορούσαν να εξαναγκασθούν σε παροχή εργασίας (Καρρ. τ. 2, σελ. 259). . 

   Σε συνάφεια με αυτές τις εμφανείς κοινωνικές αναγκαιότητες, γινόταν  δεκτό ως ερμηνεία της συνταγματικής ρύθμισης των άρθρων 3 και 18 του πρώτου σοβιετικού Συντάγματος  ότι  κάθε πολίτης μπορούσε να κληθεί να παράσχει  υποχρεωτικά «κοινωνικά χρήσιμη εργασία  προς το συμφέρον της σοσιαλιστικής κοινωνίας»  (Καρρ τ.2, σελ. 269-270).  Ο  Ρωσικός Κώδικας Εργασίας του 1918 κάνει αναφορά στην γενική και καθολική υποχρέωση εργασίας  χωρίς όμως ειδικότερες επισημάνσεις. Επίσης, είναι εμφανές ότι όψεις διοικητικού προσδιορισμού ή και καταναγκασμού της σχέσης εργασίας  υφίστανται στην παροχή μισθωτής εργασίας  μετά τον Οκτώβρη και ιδίως μετά το διάταγμα εθνικοποίησης  του Ιουνίου 1918 , που προαναφέρθηκε. Οι όροι εργασίας  και οι μισθολογικές κλίμακες δεν καθορίζονται με βάση την  ατομική σύμβαση  εργασίας  αλλά με  βάση το διακανονισμό ανάμεσα στα συνδικάτα και τους εργοδότες ( μετά τον 6.1918 , αποκλειστικά το κράτος) . Επίσης, δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας- η σχετική πρόταση απορρίπτεται στο Β’ Συνέδριο των συνδικάτων το 1919. Επίσης, ο Κώδικας Εργασίας αναφέρει ότι υφίσταται το δικαίωμα του   εργαζόμενου να αμείβεται με βάση τα προσόντα του και να απασχολείται ανάλογα, όμως, μη υπαρχούσης αντίστοιχης θέσης, υποχρεώνεται να απασχοληθεί σε άλλη θέση. Φαίνεται, λοιπόν, ότι διαμορφώνεται πριν από τον Εμφύλιο αλλά κυρίως κατά τον Εμφύλιο  ένα σύστημα διοικητικού καθορισμού των όρων εργασίας, με την επιφύλαξη, όμως, του ρόλου των συνδικάτων που είναι ακόμη ενεργός στην στήριξη των συμφερόντων των εργατών και αμβλύνει τον διοικητικό καθορισμό. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι η αγορά εργασίας αυτή που καθορίζει του που, πώς και υπό ποιους όρους θα εργαστεί κάποιος  στη σοβιετική Ρωσία. 

  Ο διοικητικός καθορισμός της εργασίας επιτείνεται και ολοκληρώνεται με το διάταγμα καθολικής επιστράτευσης της 4ης  Απριλίου 1919. Θεωρείται πια αυτονόητο ότι όπως κάποιος μπορεί να κληθεί στον στρατό και να σταλεί στο μέτωπο  έτσι ακριβώς  μπορεί να κληθεί να εργαστεί υποχρεωτικά για το πολιορκημένο  σοβιετικό κράτος. Στην περίπτωση αυτήν μπορεί να του παρέχεται αμοιβή είτε σε χρήμα είτε συνήθως σε είδος.  Η υποχρέωση αυτή παίρνει οξύτερη μορφή  με το διάταγμα του Σοβναρκόμ ( Υπουργικό Συμβούλιο) του Ιανουαρίου 1920, σύμφωνα με το οποίο  για τον εφοδιασμό της εθνικής οικονομίας μπορεί να κληθεί ο εργαζόμενος πληθυσμός να παράσχει αναγκαία εργασία σε διάφορους τομείς. Οι φορείς που αναλαμβάνουν την επιστράτευση υπό την εποπτεία τους είναι το Ναρκομτρουντ  (Υπουργείο Εργασίας), τα συνδικάτα και ο μηχανισμός του Υπουργείου Άμυνας με εποπτευόμενο φορέα το ΣΕΑ ( Συμβούλιο Εργασίας και Άμυνας), το οποίο αρχίζει να διαδραματίζει σημαντικό  ρόλο στην οργάνωση της εργασίας  –Καρρ τ. 2 σελ. 271-272. Με βάση αυτήν την κατεύθυνση, επιστρατεύονται  το 1920 για παροχή εργασίας  6.000.000 άτομα.

   Επίσης, η εισαγωγή των περίφημων «βιβλιαρίων εργασίας» το 1919, χωρίς τα οποία δεν μπορεί κάποιος να εργαστεί, σε συνδυασμό με την αρχή ότι όποιος δεν πάει να εργαστεί όπου τον τοποθετούν χάνει το επίδομα ανεργίας,  οδηγεί σε πιο σφιχτό έλεγχο και επιτήρηση του σοβιετικού κράτους πάω στη  διάθεση της ζωντανής εργασίας.

  Παρατηρούμε  ότι η υποχρέωση προς εργασία με την έννοια του διοικητικού καταναγκασμού ( όχι το «ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω» που λογικά ήταν αυτονόητο)  αρχικά δεν συνοδεύεται από κυρώσεις και ειδικά μέτρα καταναγκασμού π.χ. ποινικά μέτρα ή μορφές διοικητικού καταναγκασμού όπως λ.χ. η εκτόπιση. Όμως, από την στιγμή που το σοβιετικό κράτος περνά σε καθολική  επιστράτευση εργασίας στα 1919-1920 , αναδύονται και τα μέτρα καταναγκασμού και κυρώσεις. Πλέον, δεν έχουμε διοικητικά υποχρεωτική εργασία αλλά καταναγκαστική εργασία με την στενή έννοια ( compulsory labour) . Ο εργάτης που φεύγει από την υποχρεωτική εργασία είναι  ένοχος λιποταξίας, που , βεβαίως, μπορεί να τιμωρηθεί με την επιβολή θανατικής ποινής σε καιρό πολέμου.  

   Στη δημιουργία των «στρατών εργασίας» παρεμβαίνουν άμεσα οι κύριοι μηχανισμοί κρατικού καταναγκασμού του σοβιετικού κράτους, δηλαδή ο Κόκκινος Στρατός και η πολιτική αστυνομία, η Τσεκά,  άμεσα ενταγμένη στο Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας ή NKVD.  

       Ο Κόκκινος Στρατός και κατά τον Εμφύλιο αλλά και κατά την αποστράτευση  (μετά το φθινόπωρο του 1920) αναλαμβάνει καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση της καταναγκαστικής εργασίας .Με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.  Είτε επιβάλλοντας τον καταναγκασμό σε μη στρατιωτικούς «στρατούς εργασίας» . Είτε επιβάλλοντας τον καταναγκασμό  και το σύστημα «κυρώσεων» σε τομείς εργαζομένων, που συνδέονται άμεσα με την πολεμική  προσπάθεια  (σιδηροδρομικοί, βλ. παρακάτω). Είτε  με την μετατροπή , μετά το τέλος του Εμφυλίου, ολόκληρων στρατιωτικών μονάδων σε «στρατούς εργασίας» με σκοπό την ανοικοδόμηση της  χώρας.

  Η περίπτωση της επιβολής καταναγκαστικής εργασίας , και μάλιστα με όρους στρατιωτικοποίησης της εργασίας ( militarization of labour), στους σιδηροδρομικούς από τον Τρότσκυ ως Αρχηγό του Κόκκινου Στρατού και υπεύθυνο των Μεταφορών , είναι αρκετά διαφωτιστική για αυτήν την τάση. Κατά τη διάρκεια του ρωσοπολωνικού πολέμου  (1920, από την άνοιξη ως το φθινόπωρο), ο Τρότσκυ, αφού επισημαίνει ότι σημαντικό μέρος  των ηττών οφείλεται στην ανεπαρκή εργασία των σιδηροδρομικών και στην κακή λειτουργία  των μεταφορών στη Σοβιετική Ρωσία, προχωρά στην επιβολή «στρατιωτικού νόμου» στους σιδηροδρόμους με διάταγμα του 1.1920  και επαπειλεί τους εργαζόμενους με μέτρα άμεσα  στρατιωτικών πειθαρχικών ποινών  σε περίπτωση απειθαρχίας- η πειθαρχική εξουσία ανατίθεται στην διοίκηση των σιδηροδρόμων. Έρχεται σε άμεση σύγκρουση με το συνδικάτο των σιδηροδρομικών , ανατρέπει ουσιαστικά την ηγεσία του και εγκαθιστά την λεγόμενη Τσεκτράν , δηλαδή το Κεντρικό Διοικητικό  Σώμα των Σιδηροδρόμων, καθώς και την Ανώτατη Πολιτική Διοίκηση Σιδηροδρόμων ( Γκλαβπολιτπουτ)  ως αντίβαρο  στο   συνδικάτο . Πρόκειται για μια αρχή όπου συγχωνεύονται  το Λαϊκό Κομισσαριάτο Μεταφορών ( που ανήκει στον Τρότσκυ μαζί με το Λαϊκό Κομισσαριάτο για την Άμυνα), οι κομματικές οργανωσεις και τα συνδικάτα στον τομέα των μεταφορών.     Η ΚΕ του κόμματος, αφού πρώτα εγκρίνει την πρακτική του, στην συνέχεια (Οκτώβριος 1920) διαμαρτύρεται κατά των «στρατιωτικοποιημένων και γραφειοκρατικών μορφών εργασίας» και ορίζει επιτροπή υπό  τον Ζηνόβιεφ γιανα διερευνήσει τις συνδικαλιστικές καταγγελίες σε βάρος του Τρότσκυ[17]

   Όπως αναπτύσσει την άποψή του ο Τρότσκυ  στο Πανρωσικό  Συνέδριο Οικονομικών Συμβουλίων  τον 1.1920 και στο 9ο Συνέδριο των Μπολσεβίκων τον 3.1920 ( τοποθέτηση σε 8ο Κεφάλαιο  του ‘Τρομοκρατία και Κομμουνισμός» , οπ.π.), η ίδια η μετατροπή μεγάλων μονάδων  του Κόκκινου Στρατού σε «στρατούς εργασίας» είναι ένα μεγάλο διοικητικό επίτευγμα . Για παράδειγμα, η 1η  και η 3η  στρατιά των Ουραλίων αφοσιώθηκε, από ένα σημείο και μετά, στην κοπή ξυλείας και στη μετατροπή μιας άγριας περιοχής σε ζώνη οικονομικής ανάπτυξης. Αυτά τα παραδείγματα συνδέονται με δύο ακόμη βασικές ιδέες του Τρότσκυ αυτής της περιόδου.  Την ιδέα ότι στην θέση της «στρατιωτικής θητείας» ή μετά το τέλος της «στρατιωτικής θητείας» μπορεί να εγκαθιδρυθεί το ανάλογο μιας «εργατικής θητείας» ( “labour duty”). Και ιδίως  την ιδέα ότι ο στρατός αποτελεί τον καλύτερο μηχανισμό οργάνωσης της εργασίας σε μαζική εθνική κλίμακα, την πιο παραγωγική «γραφειοκρατία» με την θετική βεμπεριανή έννοια του όρου. Ο στρατός χρειάζεται,  για να ανταπεξέλθει σε αυτόν τον ρόλο των «στρατών εργασίας», να διαθέτει τροφή, στέγαση των εργατών , έστω και υποτυπώδη, και μέσα μεταφοράς. 

   Όμως , και η Τσεκά αρχίζει στα 1920-21 να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον τομέα της καταναγκαστικής εργασίας.   Οργανώνει στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας   για τους αρνούμενους να  εργαστούν ( στους οποίους, στην πρώτη φάση, καταβάλλει μισθό) αλλά και στρατόπεδα  συγκέντρωσης  για άτομα εκτοπισμένα για διάφορα αδικήματα ή για άτομα ποινικά καταδικασμένα. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης , σε αντίθεση με τα στρατόπεδα εργασίας, δεν καταβάλλεται μισθός ή αμοιβή[18]. Τα στρατόπεδα της Τσεκά αποτελούν το έμβρυο μιας οικονομίας καταναγκαστικής εργασίας, η οποία θα συμβάλει σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη της σταλινικής περιόδου, ιδίως μετά το 1928 και την έναρξη των Πλάνων, με τεράστιο ανθρώπινο τίμημα . Επισημαίνεται εδώ ότι ήδη στην περίοδο αυτήν αποστέλλονται σε στρατόπεδα εργασίας ακόμη και ανήλικοι ή και παιδιά  (βλ.  δική μου υποσ. 17).

   Οι απόψεις για την ανάγκη επιβολής καταναγκαστικής εργασίας  σταδιακά υπερισχύουν στα συνέδρια των Μπολσεβίκων αλλά και των συνδικαλιστικών ενώσεων και συμβουλίων εθνικής οικονομίας. Ήδη , στα μέσα του 1919 , δημιουργούνται πειθαρχικά όργανα στα εργοστάσια για την καταπολέμηση της αδιαφορίας στην εργασία και άλλων εργασιακών παραπτωμάτων , τα «συντροφικά πειθαρχικά δικαστήρια  εργατών» ( Καρρ τ.2, σελ. 273 και υποσ. 210).

 Στο 9ο Συνέδριο του κόμματος των Μπολσεβίκων, τον Μάρτιο 1920, γίνεται αποδεκτή η θέση του Τρότσκυ για την καταναγκαστική δημιουργία «στρατών εργασίας» . Στο Συνέδριο αυτό, ο Τρότσκυ ως βασικός οργανωτής των «στρατών εργασίας» καυχιέται  για την «αυταρχική δράση του στρατού  με σκοπό τη μεταβολή μας ( δηλ του στρατού)  σε περιφερειακό οικονομικό κέντρο» και επισημαίνει ότι όσα είχαν γίνει σε αυτήν την κατεύθυνση» αποτελούσαν ένα εξαιρετικό αν και παράνομο έργο» [19] .  Προετοιμάζει, έτσι, την θέση που θα πρωτοδιατυπώσει  σαφώς  οκτώ μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο 1920 , σύμφωνα με την οποία :

«Η γραφειοκρατία δεν αποτέλεσε μια ανακάλυψη του τσαρισμού. Έχει αντιπροσωπεύσει ως ιδέα μια ολόκληρη ιστορική περίοδο ( epoch) στην ιστορία της ανθρωπότητας , η οποία σε καμία περίπτωση δεν έχει ακόμη  ολοκληρωθεί. Μια διοικητικά ικανή και ιεραρχικά οργανωμένη δημόσια υπηρεσία έχει σαφή πλεονεκτήματα. Η Ρωσία υπέφερε ως τώρα όχι από την υπερβολή των γραφειοκρατικών μεθόδων αλλά από την απουσία τους»[20] .           

  Όμως, η μεγάλη έμφαση στα πλεονεκτήματα της καταναγκαστικής και «στρατιωτικοποιημένης»  εργασίας  θα αναπτυχθεί από τον Τρότσκυ ιδίως στο 3ο Εθνικό Συνέδριο των ρωσικών συνδικάτων ( Απρίλιος 1920) , όπου θα έρθει σε σημαντική σύγκρουση με τους μενσεβίκους και ιδίως τον μενσεβίκο συνδικαλιστή   Raphael Abramovits, ο οποίος θα τον κατηγορήσει για την επανάληψη της δημιουργίας « στρατιωτικών αποικιών εργασίας  της  τσαρικής περιόδου, συγκρίνοντάς τον με τον ιδρυτή τους  τσαρικό  αξιωματούχο Αρακτσέγιεφ ( Deutscher οπ.π. σελ. 492).

Γ. Ο πυρήνας της άποψης του Τρότσκυ για την καταναγκαστική και τη στρατιωτικοποιημένη εργασία : σοσιαλιστική  ανάγκη ή προοίμιο ολοκληρωτισμού ;

Ο   πυρήνας των αντιλήψεων του Τρότσκυ, όπως εκτίθενται αναλυτικά στο 8ο Κεφάλαιο του «Τρομοκρατία και κομμουνισμός» περιστρέφεται γύρω από δύο εννοιολογικούς κόμβους : την αδιαφορία ή και αρνητικότητα του ανθρώπου προς  την εργασία και την παραγωγικότητα της καταναγκαστικής και στρατιωτικοποιημένης εργασίας.  Και στα δύο αυτά σημεία συγκρούεται με τους μενσεβίκους και άλλους αντιπολιτευόμενους συνδικαλιστές και τάσεις στο ρωσικό  εργατικό κίνημα.    

     Σύμφωνα με την αντίληψη αυτήν :

« Η γενική τάση είναι αυτή κατά την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να αποφύγει την εργασία. Η αγάπη για την εργασία δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα εγγενές χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Δημιουργείται από την οικονομική πίεση και την κοινωνική του εκπαίδευση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο άνθρωπος είναι ένα σχετικά φυγόπονο/τεμπέλικο ζώο . Σε αυτήν την ποιότητά του , στην πραγματικότητα, θεμελιώνεται σε υπολογίσιμο βαθμό όλη η ανθρώπινη πρόοδος . Γιατί, αν ο άνθρωπος δεν προσπαθούσε να δαπανά την ενέργειά του με οικονομικό τρόπο , δεν επεδίωκε να λάβει την μέγιστη δυνατή ποσότητα προϊόντων σε αντάλλαγmα για μια μικρή ποσότητα ενέργειας, δεν θα είχε υπάρξει ούτε τεχνική εξέλιξη ούτε κοινωνικός πολιτισμός. Φαίνεται, λοιπόν, από αυτήν την οπτική γωνία, ότι η ανθρώπινη τεμπελιά είναι μια προοδευτική δύναμη. Ο παλιός διανοητής Αντόνιο Λαμπριόλα , ο Ιταλός μαρξιστής,  συνήθιζενα παρουσιάζει τον άνθρωπο του μέλλοντος ως «μια ευτυχή και τεμπέλικη μεγαλοφυία». Δεν πρέπει, παρ’όλα αυτά, να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι το κόμμα και τα συνδικάτα πρέπει να προπαγανδίσουν αυτήν την ποιότητα του ανθρώπου ως ένα ηθικό καθήκον. Όχι, όχι. Έχουμε ήδη αρκετή από αυτήν την ποιότητα. Το πρόβλημα ενώπιον της κοινωνικής οργάνωσης είναι να θέσουμε αυτήν την «τάση   προς την τεμπελιά» μέσα σε ένα πλαίσιο, να την πειθαρχήσουμε  και να προωθήσουμε την ανθρωπότητα με την βοήθεια των μέσων και των μεθόδων που έχει επινοήσει η ίδια η ανθρωπότητα»[21].           

   Η εισαγωγή αυτής της θέσης  για την «τεμπελιά του ανθρώπινου είδους» μέσα  σε μια τοποθέτηση για την εισαγωγή της «καταναγκαστικής εργασίας»  είναι σχετικά παράδοξη. Κατ’ αρχάς, είναι μια τοποθέτηση , η οποία δεν «ιστορικοποιεί» αλλά παγιοποιεί την εικόνα για την ανθρώπινη φύση: ο άνθρωπος είναι ένα «αδρανές» και τεμπέλικο είδος (“lazy”, “labour striving”) .  Ο άνθρωπος είναι ένα είδος που θέλει να ξοδεύει όσο το δυνατόν λιγότερη ενέργεια και να δαπανά όσο το δυνατόν λιγότερο μόχθο και εργασία. Η τοποθέτηση αυτή παρακάμπτει σημαντικές τοποθετήσεις των κλασσικών του μαρξισμού ( των Μαρξ και Ένγκελς) για τη λειτουργία της εργασίας στην εξέλιξη του ανθρώπου  και του ανθρώπινου πολιτισμού καθώς και του περάσματος από την ασυνείδητη στη συνειδητή ζωϊκή μορφή.  Ιδίως, όμως, είναι μια τοποθέτηση, η οποία-μάλλον συνειδητά- παρακάμπτει και αγνοεί τη διάκριση ανάμεσα στην υποχρεωτική ( εδώ : με την έννοια του βιοπορισμού) και τη δημιουργική  εργασία του ανθρώπου.  Οι κλασσικοί του μαρξισμού  (λ.χ. ο Μαρξ στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844» ) επιμένουν στη διάκριση ανάμεσα σε μια υποχρεωτική εργασία , σε συνθήκες εκμετάλλευσης και καταπίεσης, η οποία αλλοτριώνει τον άνθρωπο από τα μέσα παραγωγής, από την εργασιακή διαδικασία  αλλά και από την ενσωματούμενη στο προϊόν  ιστορική ουσία του και σε μια δημιουργική εργασία, μέσα από την οποία ο άνθρωπος θα ξαναποκτούσε την χαμένη ουσία του και  θα συμφιλιωνόταν με τις ιστορικές δυνατότητές του[22].

  Ας δεχθούμε, όμως, ότι εδώ ο Τρότσκυ αναφέρεται όχι στη δημιουργική εργασία αλλά στην υποχρεωτική  αλλοτριωτική εργασία ( έστω με την έννοια της εργασίας για τον βιοπορισμό και για να μην πεθάνει ο άνθρωπος από την πείνα). Υπό μια έννοια , η άποψη του Τρότσκυ θα μπορούσε να φωτιστεί έτσι : απέναντι στην αλλοτριωτική και επίμοχθη  εργασία,  ο άνθρωπος κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να την αποφύγει ή να την ελαχιστοποιήσει.   Δεν θέλει να δαπανά άσκοπη ενέργεια έναντι ενός αλλοτριωτικού και  τελικά «ευτελούς» σκοπού. Με αυτό το νόημα, η θέση του Τρότσκυ δεν θα ήταν λανθασμένη.  Η τάση για αδράνεια όντως  συνδέεται με την επινόηση παραγωγικότερων μορφών οργάνωσης της εργασίας και τεχνολογικής προόδου. 

   Όπως και παρακάτω στο ίδιο κείμενο, ο Τρότσκυ ξεκινά από μια κριτική στην  αλλοτριωτική  εργασία της επιβίωσης , η οποία θα μπορούσε να τον εντάξει στο στρατόπεδο των, όπως θα λέγαμε σήμερα,  στοχαστών της «μη εργασίας» ή της κατάργησης της υποχρεωτικής-αλλοτριωτικής εργασίας. Είναι δε ενδιαφέρουσα η παρατήρησή του ότι η άνοδος της τεχνολογίας και της παραγωγικότητας ξεκινά από αυτήν την τάση της αποφυγής επέκτασης της εργασίας[23]. Εδώ, όμως, δεν γίνεται συζήτηση για τη μετάβαση στον ώριμο κομμουνισμό.  Η  πολιτική λογική του κειμένου δεν κατατείνει  καθόλου στον περιορισμό ή στην ελάφρυνση της εργασίας –και , πράγματι, σε συνθήκες πολεμικού κομμουνισμού δεν θα ήταν αναμενόμενο κάτι τέτοιο. Κινείται στην άκρως αντίθετη κατεύθυνση.

   Στην πραγματικότητα, αυτό που είναι η ουσία της άποψης δεν είναι ο περιορισμός της εργασίας  χάριν των εργαζομένων  ή η βελτίωση των συνθηκών της, αλλά αντίθετα  το απρόσφορο της ελεύθερης μίσθωσης εργασίας, τουλάχιστον στη συγκυρία που εξετάζουμε, να υπερβεί την αντίσταση στην εργασία και η ανάγκη διοικητικού καταναγκασμού με τη μορφή της «καταναγκαστικής εργασίας». Με λίγα λόγια, εκεί που ο μισθός δεν είναι ικανό κίνητρο για την κινητοποίηση  (mobilization) της ζωντανής εργασίας, το πρόσφορο μέσο είναι η στρατιωτική και διοικητική πειθαρχία. Όταν τα άλλα μέσα έχουν καταρρεύσει, η κινητοποίηση της εργασίας προϋποθέτει το κνούτο και την ξιφολόγχη πάνω στην ζωντανή εργασία. 

   Πώς εννοεί, όμως, ο Τρότσκυ την «καταναγκαστική εργασία» ; Απαντώντας στις αιτιάσεις ιδίως του  Μενσεβίκου συνδκαλιστή ηγέτη Αμπράμοβιτς , παρέχει ένα εκτενή ορισμό και περιγραφή  και την συγκρίνει με την «μη καταναγκαστική».  Ιδίως στην αιτίαση του Αμπράμοβιτς ότι η καταναγκαστική εργασία είναι μη παραγωγική. Θα παραθέσουμε ένα εκτενές απόσπασμα της ομιλίας του (Κεφάλαιο 8  σελ. 8-9, πάντοτε στο αρχείο του www.marxists.org)  , γιατί είναι πολύ διαφωτιστικό των αντιλήψεών του, λαμβάνοντας πάντοτε υπ’όψιν ότι ως καταναγκαστική ορίζεται η υποχρεωτική εργασία  ( με διοικητικούς όρους και όχι μόνο με βάση την οικονομική πίεση), η οποία υπόκειται σε κυρώσεις για την μη εκπλήρωσή της και σε φυσική-εξωοικονομική βία    :

« Η καταναγκαστική εργασία είναι πάντοτε μη παραγωγική εργασία» , αυτή είναι η ακριβής φράση που περιλαμβάνεται στο σχέδιο απόφασης των Μενσεβίκων  (εννοεί : στο Τρίτο Συνέδριο των Συνδικάτων τον 4.1920). Αυτή η κατάφαση  μας οδηγεί στην ουσία του προβλήματος. Καθώς, όπως το βλέπουμε, το ερώτημα δεν αφορά καθόλου το αν είναι σκόπιμο να κηρύξουμε αυτό ή εκείνο το εργοστάσιο ως «στρατιωτικοποιημένο» , ή αν είναι υποβοηθητικό ή μη να παραχωρήσουμε στρατιωτικές επαναστατικές πειθαρχικές εξουσίες για την τιμωρία διεφθαρμένων εργατών  ου κλέβουν υλικά και εξοπλισμό, τόσο πολύτιμα σ’ εμάς ή ασκούν σαμποτάζ στη δουλειά τους. Όχι, οι  Μενσεβίκοι πάνε πολύ πιό  πέρα από αυτό σχετικά με το μείζον ερώτημα.  Αποδεχόμενοι ότι η καταναγκαστική εργασία είναι πάντοτε αντιπαραγωγική, προσπαθούν να υποσκάψουν το έδαφος κάτω από τα πόδια της οικονομικής μας ανοικοδόμησης  στην παρούσα μεταβατική περίοδο. Καθώς είναι πέραν κάθε αμφιβολίας ότι το βήμα από την καπιταλιστική αναρχία ως την σοσιαλιστική οικονομία χωρίς μια επαναστατική δικτατορία[24] και χωρίς καταναγκαστικές μορφές οικονομικής οργάνωσης είναι αδύνατο.  

   » Στην πρώτη παράγραφο του μενσεβίκικου σχεδίου απόφασης  αναφέρεται ότι ζούμε στην περίοδο της μετάβασης από την καπιταλιστική μέθοδο παραγωγής προς τη σοσιαλιστική. Τι σημαίνει αυτό ; Και , πρώτα απ΄όλα, από πού προκύπτει αυτό; Από πότε οι καουτσκιστές μας παραδέχονται αυτήν τη μετάβαση ; Μας κατηγόρησαν –και αυτό αποτέλεσε το θεμέλιο των διαφορών μεταξύ μας- για σοσιαλιστικό ουτοπισμό και διακήρυξαν –πράγμα που αποτελούσε τον πυρήνα της πολιτικής τους διδαχής- ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για μετάβαση στο  σοσιαλισμό αυτήν την περίοδο, ότι η επανάστασή μας είναι μια αστική επανάσταση και  ότι εμείς οι κομμουνιστές απλώς διαλύουμε την αστική οικονομία, ότι οδηγούμε τη χώρα πίσω και όχι εμπρός , μια οπισθοδρόμηση δηλαδή.  Αυτή ήταν η θεμελιακή διαφορά – η πιο προφανής, η πιο ανεπίλυτη- από την οποία προέκυψαν όλες οι άλλες διαφορές. Τώρα, οι Μενσεβίκοι μας λένε , τυχαία,  στην εισαγωγική παράγραφο του σχεδίου τους  ως κάτι αυταποδεικτο ότι βρισκόμαστε στην περίοδο μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Και αυτή η σχετικά μη αναμενόμενη παραδοχή τους , η οποία μοιάζει, θα έλεγε κανείς, με πλήρη πολιτική συνθηκολόγηση γίνεται με τρόπο ελαφρό και αστόχαστο , καθώς, όπως φαίνεται και από το σχέδιο απόφασής τους  δεν επιβάλλει επαναστατικές υποχρεώσεις στους Μενσεβίκους. Παραμένουν απόλυτα αιχμάλωτοι στην αστική ιδεολογία.  Αφού παραδέχτηκαν ότι βρισκόμαστε στο δρόμο για το σοσιαλισμό, οι Μενσεβίκοι με όλη τους τη δύναμη  επιτίθενται σε εκείνες τις μεθόδους, χωρίς τις οποίες, στις δύσκολες  και σκληρές συνθήκες όπου βρισκόμαστε τώρα ,  δεν μπορεί να επιτευχθει η μετάβαση στο σοσιαλισμό.

» Η καταναγκαστική εργασία, μας λένε, είναι πάντοτε μη παραγωγική. Ρωτάμε εδώ, για ποια καταναγκαστική εργασία γίνεται λόγος και σε ποιάν εργασία  αντιτίθεται αυτή ;    Προφανώς, στην ελεύθερη εργασία. Τα πρέπει να κατανοήσουμε , στην περίπτωση αυτήν, ως ελεύθερη εργασία ; Αυτή η φράση διατυπώθηκε από τους προοδευτικούς φιλοσόφους της αστικής τάξης , στον αγώνα της κατά της «ανελεύθερης εργασίας», δηλαδή της δουλοπαροικιακής  εργασίας των αγροτών κα κατά της  τυποποιημένης και ρυθμισμένης εργασίας των συντεχνιών στις πόλεις.  Ελεύθερη εργασία που μπορούσε να αγοραστεί ελεύθερα  στην  αγορά. Ελευθερία που  συρρικνωνόταν σε ένα πλάσμα δικαίου , στην βάση της ελεύθερα ενοικιαζόμενης  σκλαβιάς. Δεν γνωρίζουμε άλλη μορφή ελεύθερης εργασίας στην Ιστορία. Ας μας εξηγήσουν οι πολύ λίγοι εκπρόσωποι των Μενσεβίκων στο Συνέδριο τι εννοούν με τον όρο ελεύθερη και μη καταναγκαστική εργασία  αν όχι την αγορά της εργατικής δύναμης.

» Η Ιστορία γνώρισε την εργασία των  δούλων.  Η Ιστορία γνώρισε την εργασία των δουλοπαροίκων. Η Ιστορία γνώρισε τη ρυθμισμένη εργασία των μεσαιωνικών  συντεχνιών. Παντού στον κόσμο τώρα επικρατεί η ( καπιταλιστική) μισθωτή εργασία, την οποία οι κίτρινοι δημοσιογράφοι παντού αντιπαραθέτουν ως την ύψιστη μορφή ελευθερίας  στη σοβιετική «δουλεία».  Εμείς, από την άλλη πλευρά, αντιπαραθέτουμε στην καπιταλιστική σκλαβιά  την κοινωνικά οργανωμένη εργασία  στην βάση  ενός οικονομικού σχεδίου,  υποχρεωτική για όλο τον πληθυσμό αλλά και καταναγκαστική για κάθε εργάτη της χώρας.  Χωρίς αυτό το δεδομένο, δεν μπορούμε καν να ονειρευτούμε  τη μετάβαση στο σοσιαλισμό.  Το στοιχείο της υλικής και  φυσικής καταπίεσης μπορεί να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο σε έκταση.  Αυτό εξαρτάται από πολλές συνθήκες , το βαθμό πλούτου ή φτώχειας στη χώρα,  την κληρονομιά του παρελθόντος,  το γενικό επίπεδο της πνευματικής ζωής, το ζήτημα των μεταφορών, του διοικητικού μηχανισμού κλπ. Αλλά η υποχρεωτικότητα και , κατά συνέπεια, ο καταναγκασμός  αποτελούν ουσιώδεις προϋποθέσεις  προκειμένου να δεσμευτεί η καπιταλιστική αναρχία , να διασφαλιστεί η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής  και εργασίας και να ανοικοδομηθεί η οικονομική ζωή στη βάση ενός μοναδικού και ενιαίου σχεδίου.

» Για τον Φιλελεύθερο, η ελευθερία μακροπρόθεσμα συνεπάγεται  την αγορά. Μπορεί ή δεν μπορεί ο καπιταλιστής να αγοράσει σε μια χαμηλή σχετικά τιμή την εργατική δύναμη ;  Αυτό είναι γι αυτόν το μόνο μέτρο της ελευθερίας εργασίας.  Αυτό  το μέτρο είναι εσφαλμένο όχι μόνο για το μέλλον αλλά και για το παρελθόν.

»    Θα ήταν εσφαλμένο να νομίσει κανείς ότι στην εποχή του δικαιώματος στην κτήση  δούλων η εργασία  εκτελούνταν αποκλειστικά κάτω από το ρόπαλο του  φυσικού καταναγκασμού, σαν ένας επιστάτης να στεκόταν  συνέχεια με ένα μαστίγιο πίσω από κάθε αγρότη. Οι μεσαιωνικές μορφές οικονομικής ζωής  αναπτύχθηκαν κάτω από πολύμορφες συνθήκες παραγωγής  και διαμόρφωσαν σαφείς μορφές  κοινωνικής ζωής, στις οποίες ο αγρότης προσαρμόσθηκε και τις οποίες σε ορισμένες περιόδους θεωρούσε δίκαιες ή πάντως  σε κάθε περίπτωση μη  μεταβλητές.     Όποτε αυτός, υπό την επίδραση μιας μεταβολής στις υλικές συνθήκες, επέδειξε εχθρότητα ( εννοεί ; προς τους εκμεταλλευτές του) , το κράτος στράφηκε εναντίον του με όλη την υλική του δύναμη ,  αντιπροσωπεύοντας έτσι τον καταπιεστικό χαρακτήρα της οργάνωσης της εργασίας.

  » Τα θεμέλια της στρατιωτικοποίησης της εργασίας είναι αυτές οι μορφές κρατικού καταναγκασμού, χωρίς τις οποίες η αντικατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας από μια σοσιαλιστική  θα παραμείνει για πάντα ένα κενό γράμμα.  Γιατί, όμως, μιλάμε για στρατιωτικοποίηση ; Προφανώς, αυτή είναι απλώς μια αναλογία , αλλά μια αναλογία πλούσια σε περιεχόμενο. Καμία κοινωνική οργάνωση εκτός του στρατού δεν έχει ποτέ θεωρήσει εαυτήν νομιμοποιημένη  να υπαγάγει τους πολίτες στον εαυτό της σε τέτοια κλίμακα  και να τους ελέγξει  με την βούλησή της από όλες τις πλευρές  και σε τέτοιον βαθμό, όπως μόνο το κράτος  της προλεταριακής δικτατορίας  θεωρεί τον εαυτό του νομιμοποιημένο να το κάνει, όπως άλλωστε και το κάνει. Μόνο ο στρατός- καθώς αυτός μόνο με τον τρόπο του είχε την εξουσία να αποφασίζει για ζωή ή θάνατο των  κρατών, εθνών και  κυρίαρχων τάξεων- μπορούσε να απαιτεί  από τον καθένα απόλυτη υποταγή  στα δικά του προβλήματα, σκοπούς, ρυθμίσεις και διαταγές.  Ια πετύχαινε τους σκοπούς του σε μεγαλύτερο βαθμό, όσο τα προβλήματα της στρατιωτικής οργάνωσης συνέπιπταν με τις ανάγκες της κοινωνικής ανάπτυξης ( υπογράμμιση δική μου).

» Το ζήτημα ζωής ή θανάτου αυτήν την στιγμή για τη σοβιετική Ρωσία  αντιμετωπίζεται   στο μέτωπο της εργασίας.Οι οικονομικές μας οργανωσεις και μαζί μ’ αυτές και οι επαγγελματικές μας και παραγωγικές μας οργανώσεις έχουν το δικαίωμα να απαιτούν από τα μέλη τους  αυτήν την αφοσίωση, πειθαρχία και εκτελεστική ευθυκρισία, την οποία ως τώρα απαιτούσε μόνο ο στρατός.

»  Από την άλλη πλευρά , η σχέση του καπιταλιστή προς τον εργάτη δεν θεμελιώνεται μόνο  στην «ελεύθερη» σύμβαση  αλλά περιλαμβάνει και τα πολύ ισχυρά στοιχεία  της κρατικής ρύθμισης  και του υλικού καταναγκασμού.

» Ο ανταγωνισμός του ενός προς τον άλλο καπιταλιστή ενσωμάτωνε μια πολύ περιορισμένη αντιστοιχία προς το πλάσμα της ελευθερίας εργασίας.  Όμως αυτόν τον ανταγωνισμό, ο οποίος στον καπιταλισμό είχε ελαττωθεί στο μίνιμουμ μέσα από τα μονοπώλια  και τα τραστ, εμείς τον καταργήσαμε καταστρέφοντας και αίροντας την  ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Η μετάβαση στο σοσιαλισμό, την οποία λεκτικά μόνο αναγνωρίζουν οι Μενσεβίκοι , σημαίνει τη μετάβαση από την αναρχική διανομή της εργατικής δύναμης  με τα μέσα του παιχνιδιού της αγοράς και της πώλησης,  στην συστηματική κατανομή των εργατών από τις οικονομικές οργανώσεις της   κομητείας, της  επαρχίας και όλης της χώρας. Μια τέτοια μορφή σχεδιασμένης κατανομής  προϋποθέτει την υπαγωγή/υποταγή  αυτών που κατανέμονται  στο οικονομικό σχέδιο του κράτους( υπογράμμιση δική μου) . Αυτή είναι και η ουσία της καταναγκαστικής εργασίας , η οποία αναπόφευκτα εντάσσεται  στο πρόγραμμα της σοσιαλιστικής οργάνωσης της εργασίας  ως θεμελιώδες στοιχείο του.

» Αν η οργανωμένη οικονομική ζωή είναι αδιανόητη χωρίς καταναγκαστική εργασιακή υπηρεσία, το τελευταίο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την κατάργηση του πλάσματος  της ελευθερίας της εργασίας και χωρίς την αντικατάσταση αυτής τα αρχής από την υποχρεωτικότητα της εργασίας , η οποία συμπληρώνεται από τον αληθή καταναγκασμό.

»   Το ότι η ελεύθερη εργασία είναι πιο παραγωγική από την καταναγκαστική είναι αληθινό, όταν αναφερόμαστε  στην περίοδο μετάβασης από τη φεουδαρχία σρτον καπιταλισμό . Αλλά, όμως, κάποιος πρέπει να είναι Φιλελεύθερος ή στην περίπτωσή μας Καουτσκιστής , για να ισχυριστεί ότι αυτό είναι διαρκές φαινόμενο και να μεταφέρει αυτήν την αλήθεια στη μετάβαση από  την καπιταλιστική στη σοσιαλιστική τάξη πραγμάτων.  Αν ίσχυε αυτό που λένε οι Μενσεβίκοι ότι η καταναγκαστική εργασία είναι μη παραγωγική κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες,  όλη η εργασία μας για την ανοικοδόμηση θα ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Γιατί δεν έχουμε άλλη οδό προς το σοσιαλισμό, εκτός από την αυταρχική  οργάνωση των οικονομικών δυνάμεων και πόρων της   χώρας και την κεντρική κατανομή  της εργατικής δύναμης  σε αρμονία με το κεντρικό κρατικό Σχέδιο. Το Εργατικό Κράτος θεωρεί εαυτό εξουσιοδοτημένο να στέλνει κάθε εργάτη εκεί όπου η εργασία  του είναι απαραίτητη.   Και κανείς σοβαρός Σοσιαλιστής δεν θα αρνηθεί ότι το Εργατικό Κράτος μπορεί να επιβάλει τιμωρία στον εργάτη που αρνείται  να εκτελέσει το εργασιακό  του καθήκον. Όμως, το κεντρικό πρόβλημα είναι το ότι ο Μενσεβίκικος τρόπος μετάβασης  στο σοσιαλισμό είναι ένας παραδείσιος τρόπος, χωρίς το μονοπώλιο του ψωμιού, χωρίς την κατάργηση της αγοράς, χωρίς την επαναστατική δικτατορία και χωρίς τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας.

» Χωρίς γενική εργασιακή θητεία , χωρίς το δικαίωμα να διατάζεις και να απαιτείς την εκτέλεση των διαταγών, τα συνδικάτα θα μεταβληθούν σε μια καθαρή μορφή χωρίς περιεχόμενο. Καθώς το σοσιαλιστικό κράτος  οφείλει να έχει συνδικάτα όχι για  την βελτίωση των συνθηκών εργασίας – αυτός είναι ο σκοπός όλων , άλλωστε, των κρατικών  και κοινωνικών οργανισμών- αλλά για την οργάνωση της εργατικής τάξης σε σχέση με τους σκοπούς της παραγωγής , την εκπαίδευση, πειθάρχηση , διανομή και ομαδοποίηση και παραμονή συγκεκριμένων κατηγοριών εργατών και συγκεκριμένων εργατών στις θέσεις τους  για συγκεκριμένες περιόδους – με λίγα λόγια, χέρι με χέρι με το κράτος να εξασκούν την εξουσία τους με σκοπό να οδηγήσουν τους εργάτες στα πλαίσια ενός κεντρικού οικονομικού σχεδίου ( υπογράμμιση δική μου)υ. Το να υπερασπίζεσαι, κάτω από αυτές τις συνθήκες , την ελευθερία εργασίας  σημαίνει να υπερασπίζεσαι άκαρπες , απρόσφορες και απολύτως αρρύθμιστες προσπάθειες για βελτίωση των συνθηκών εργασίας , μη συστηματικές και χαώδεις μετακινήσεις εργατών από το ένα εργοστάσιο στο άλλο, σε μια πεινασμένη χώρα, με απολύτως αποδιοργανωμένα τα μέσα μεταφοράς και το μηχανισμό  επισιτισμού. Τι άλλο πέρα από την απόλυτη κατάρρευση  της εργατικής τάξης και την απόλυτη οικονομική αναρχία θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα των ανόητων προσπαθειών α συμφιλιώσεις την αστική ελευθερία εργασίας με την προλεταριακή κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ;[25] ».

   Όμως, ο συλλογισμός του Τρότσκυ για την καταναγκαστική εργασία στο μετακαπιταλιστικό κράτος , τόσο σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, όσο και ως γενική αρχή,  συνοδεύεται στη συνέχεια και από σκέψεις για τη  χρήση της καταναγκαστικής εργασίας κατά την «πρωταρχική συσσώρευση» και τη μετάβαση στον καπιταλισμό.  Ουσιαστικά, αντιπαρατίθεται έτσι στην άποψη ότι ο καπιταλισμός γεννήθηκε σε συνθήκες «ελευθερίας εργασίας» σε σχέση με τη μη ελεύθερη εργασία των προκαπιταλιστικών σχηματισμών[26].   Γράφει σχετικά :

«Το σύνολο της ανθρώπινης Ιστορίας είναι η Ιστορία της οργάνωσης και εκπαίδευσης  της εργασίας και του συλλογικού εργάτη με σκοπό την επίτευξη ενός υψηλότερου βαθμού παραγωγικότητας.   Ο άνθρωπος, όπως επέτρεψα ήδη στον εαυτό μου να το διατυπώσει, είναι ένα φυγόπονο ον. Γι αυτό και προσπαθεί να αποκτήσει   την μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα αγαθών με την ελάχιστη επένδυση εργατικής δραστηριότητας και ενέργειας. Χωρίς αυτήν την προσπάθεια, δεν θα υπήρχε οικονομική ανάπτυξη. Η πρόοδος και μεγέθυνση του πολιτισμού μετριέται με την παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας  και κάθε νέα μορφή  κοινωνικών σχέσεων πρέπει να περάσει την δοκιμή σε αυτό το πεδίο.

»  Η «ελεύθερη», δηλαδή  η ελεύθερα μισθωμένη εργασία,  δεν εμφανίστηκε διαμιάς στον κόσμο, με όλες τις ιδιότητες της παραγωγικής εργασίας. Απέκτησε  ένα υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας, μόνο βαθμιαία, και ως αποτέλεσμα μιας παρατεταμένης εφαρμογής των μεθόδων εργατικής οργάνωσης και εργατικής εκπαίδευσης.  Σε αυτήν την εκπαίδευση εντάχθηκαν οι πιο διαφορετικές μέθοδοι και πρακτικές, οι οποίες επιπρόσθετα άλλαζαν από εποχή σε  εποχή. Πρώτα απ’όλα, η αστική τάξη έδιωξε τον αγρότη από το χωριό στην δημόσια οδό με το ρόπαλο, έχοντας προκαταρκτικά   ληστέψει την γη του, και όταν αρνιόταν να δουλέψει στο εργοστάσιο, έκαιγε το μέτωπό του με πυρωμένα σίδερα, τον κρέμαγε, τον έστελνε στις αγχόνες. Και πιο μακροχρόνια , δίδασκε τον αλήτη που είχε πεταχτεί δια της βίας από το χωριό του να στέκεται  στον τόρνο του εργοστασίου. Σε αυτήν την φάση, η «ελεύθερη  εργασία» ήταν πολύ λίγο διαφορετική από το κάτεργο και στις υλικές όψεις αλλά και στη νομική μορφή.

» Σε διαφορετικές εποχές, η αστική τάξη χρησιμοποίησε από το πυρωμένο σίδερο της καταστολής σε συνδυασμό , σε διάφορες αναλογίες, με την χρήση μεθόδων ηθικής επιρροής όπως ιδίως ήταν το κήρυγμα του παπά.  Κατά τον 16ο αιώνα , μεταρρύθμισε  την Καθολική Εκκλησία, η οποία υποστήριζε τη φεουδαλική τάξη πραγμάτων  και προσάρμοσε στις ανάγκες της το νέο θρησκευτικό δόγμα της Μεταρρύθμισης, το οποίο συνεδύαζε  την ελευθερία της ψυχής με το ελεύθερο  εμπόριο και την ελεύθερη εργασία.   Προσέλαβε νέους ιερείς, οι οποίοι έγιναν οι πνευματικοί εργοδηγοί της και οι ευσεβείς  υπάλληλοί της. Το σχολείο, ο τύπος, η αγορά και το κοινοβούλιο προσαρμόσθηκαν στις ανάγκες της αστικής τάξης για  την ηθική διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης.  Διαφορετικές μορφές μισθού, ημερομίσθιο, μισθός με το κομμάτι, ατομική και συλλογική διαπραγμάτευση-όλες αυτές είναι μορφές  και μέθοδοι στα χέρια της αστικής τάξης, εναλλασσόμενες , για την  εργασιακή κινητοποίηση  του προλεταριάτου.  Σε αυτές προστίθενται και άλλες μορφές ενθάρρυνσης της εργασίας και διέγερσης της ατομικής φιλοδοξίας. Τελικά, η αστική τάξη έμαθε πώς να ιδιοποιείται και τα συνδικάτα , δηλαδή τις οργανώσεις της εργατικής τάξης της ίδιας.  Εξημέρωσε τους εργατικούς ηγέτες και μέσω αυτών χειραγώγησε τους εργάτες με το πλάσμα  της ανάγκης για ειρηνική και οργανική στάση της μισθωτής εργασίας , για μια υπάκουη εκτέλεση των καθηκόντων της  και για μια ακριβή τήρηση των νόμων του αστικού κράτους.Το επιστέγασμα όλων αυτών είναι ο ταιυλορισμός , στον οποίον τα στοιχεία της επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας  συνδυάζονται με τις πιο συγκεντρωμένες μεθόδους του συστήματος απόσπασης του εργατικού μόχθου»[27].   

Όλη αυτή η επιχειρηματολογία του Τρότσκυ υπέρ της καταναγκαστικής και στρατιωτικοποιημένης εργασίας , καταλήγει σε ένα πολύ απτό  και διαφανές συμπέρασμα, το οποίο έχει διατυπώσει από την αρχή της τοποθέτησής του :

«Η μόνη λύση για την υπέρβαση των οικονομικών μας δυσχερειών  που είναι σωστή και από θέσεις αρχής αλλά και από την σκοπιά των πρακτικών καθηκόντων είναι η χρησιμοποίηση του συνολικού πληθυσμού της χώρας ως μιας δεξαμενής της αναγκαίας εργατικής δύναμης, ως μιας  σχεδόν αστείρευτης δεξαμενής , και η εισαγωγή μιας αυστηρής τάξης  στο έργο της καταγραφής, κινητοποίηης και χρησιμοποίησης της εργατικής δύναμης» ( οπ.π. σελ. 6).

Η κριτική παρουσίαση των αντιλήψεων αυτών του Τρότσκυ στα 1919-1920, όπως αναλυτικά εκτέθηκαν, εγείρει τα εξής ζητήματα: 

Δ. Η σχέση μεταξύ μισθωτής εργασίας και καταναγκαστικής εργασίας.

Όπως ήδη έχουμε εκθέσει, το σοβιετικό Σύνταγμα και η σοβιετική νομοθεσία δεν έχουν αρχικά ( ως την επιστράτευση του 4.1919 )  εισαγάγει κυρώσεις και μέτρα εκ της καταναγκαστικής  εργασίας. Γίνεται, όμως,  δεκτό εξαρχής  ότι σε κρίσιμες περιστάσεις μπορεί να υπάρξει όχι μόνο διοικητικός καθορισμός των όρων εργασίας – αυτός υπάρχει ούτως ή άλλως και μέσα από την ρύθμιση των όρων εργασίας στον Κώδικα Εργασίας, που βασικά δεν είναι συμβατική  – αλλά και απαίτηση καταναγκαστικής εργασίας, δηλαδή εργασίας σε χρόνο και τόπο που απαιτεί η σοβιετική διοίκηση, σε συνθήκες μονομερώς καθοριζόμενες από αυτήν και με παροχή βασικά αμοιβής σε είδος ( τροφή, στέγαση) και όχι μισθού, συνοδευόμενη και από την επιβολή κυρώσεων και κατασταλτικών μέτρων.

   Σε συνθήκες Εμφυλίου Πολέμου και συνθλιβής  μεγάλου μέρους της εργατικής τάξης , μια τέτοια απαίτηση από ένα κράτος που προέκυψε από επανάσταση και μιλά στο όνομα των εργατών  δεν μπορεί να θεωρηθεί από μόνη της υπερβολική ή παράλογη.  Αν ο Τρότσκυ επιχειρηματολογούσε μόνο πάνω στο έδαφος των αντικειμενικών αναγκών  του μαχόμενου σοβιετικού κράτους και της προσωρινότητας αυτών των συνθηκών , δεν θα μπορούσε κανείς να ψέξει εύκολα τις απόψεις του. Και δεν μπορεί , στον βαθμό και μόνο και στην έκταση που αναφέρεται  σε αυτές τις έκτακτες και εξαιρετικές συνθήκες και στην προσωρινότητά τους.  

   Το πρόβλημα –ιδεολογικό και θεωρητικό- ξεκινά από το σημείο όπου ο Τρότσκυ  επιχειρεί να σχετικοποιήσει απολύτως  την διαφορά μεταξύ «ελεύθερης» μισθωτής εργασίας και καταναγκαστικής εργασίας, για να δικαιολογήσει   την μόνιμη και από θέση αρχής υπεροχή της καταναγκαστικής εργασίας. Έτσι, ξεκινά από την φάση της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου στην Ευρώπη, όπως αυτή αποτυπώνεται στο Κεφάλαιο του Μαρξ. Πολύ σωστά εκθέτει ότι το κεφάλαιο κατά την  μετάβαση στον καπιταλισμό συσσώρευσε το αρχικό του πλεόνασμα και υπερεργασία κάνοντας εκτεταμένη χρήση της δουλείας, της αποικιακής καταλήστευσης και των μηχανισμών πειθάρχησης και εγκλεισμού, της καθαρής και αμείλικτης κρατικής καταστολής.

   Επίσης, πολύ σωστά επισημαίνει ότι το αστικό κράτος είναι άγρυπνος φρουρός της «ελεύθερης μισθωτής εργασίας» και ότι χωρίς τη διαρκή και πολύμορφη διοικητική του παρέμβαση η συμβατική σχέση κεφαλαίου- εργασίας  θα συναντούσε τόσες αναταράξεις, που δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει μ΄σα στην μονιμότητα.

   Σημαίνει, όμως, αυτό  ότι η μισθωτή εργασία, συνοδευόμενη από την ρύθμιση της ελεύθερης συναλλαγής, η οποία υποκρύπτει την άνιση θέση τω συμβαλλομένων και την οικονομική βία που ασκεί ως πίεση το κεφάλαιο πάνω στον μισθωτό εργαζόμενο , είναι σκέτη φενάκη και ουσιαστικά ταυτίζεται με την καταναγκαστική εργασία  των  προκαπιταλιστικών σχηματισμών ; ότι η δουλεία και δουλοπαροικία ταυτίζονται ως μορφές οικονομικής και ταξικής  καταπίεσης  με τη μισθωτή εργασία;

 Η θέση αυτή του Τρότσκυ είναι σαφώς αντιμαρξιστική  αλλά και λαθεμένη, μέσα  στην υπερβολή της.   Η «ελεύθερη συναλλαγή και αγορά της εργατικής δύναμης »  δεν αποτελεί απλώς μια φενάκη και ένα πλάσμα δικαίου. Ο Μαρξ σε όλο το έργο του αλλά ιδίως στο «Εβραϊκό  Ζήτημα» – ένα σημαντικό από τα  έργα του της νεότητας- επισημαίνει τη μεγάλη ιστορική πρόοδο που αποτελεί η μισθωτή  εργασία σε σχέση με την εργασία  στους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς. Ο εργάτης δεν είναι κοινωνικά και ταξικά ελεύθερος αλλά είναι πιο «ελεύθερος» από  τον δούλο, τον δουλοπάροικο ή τον εργαζόμενο στην μεσαιωνική συντεχνία. Είναι υποκείμενο δικαίου και φορέας δικαιωμάτων.   Έχει δικαίωμα στην διάθεση του όποιου ελεύθερου χρόνου του , έχει ελευθερία μετακίνησης και μπορεί – έστω νομικά και μόνο- να επιλέξει το αφεντικό του. Σε συνθήκες κινητικότητας της εργασίας και ιδίως όταν η ζήτηση εργατικής δύναμης είναι μεγαλύτερη από την  προσφορά, αυτό το νομικό δικαίωμα είναι  σημαντικό πραγματικό δικαίωμα.   Υπό την επιφύλαξη πάντοτε της ανάπτυξης των εργατικών οργανώσεων και της ταξικής πάλης, των εργατικών  κατακτήσεων απέναντι στην εργοδοσία. Υπό την επιφύλαξη επίσης και  των πολιτικών δικαιωμάτων που αποκτά η εργατική τάξη στην βάση των αγώνων της και που θα ήταν αδιανόητα , αν οι εργάτες δεν είχαν προσωπική και συμβατική ελευθερία και ήσαν δούλοι ή δουλοπάροικοι.             

   Στο σημείο αυτό , παρά τις έκτακτες συνθήκες, ο Τρότσκυ αντλεί μια γενική σοσιαλιστική  αρχή, η οποία, επίσης, είναι αντιμαρξιστική και λανθασμένη. Αν ο εργάτης είναι «ελεύθερος» στην εκμετάλλευσή του  στον καπιταλισμό και κάτω από την εξουσία των καπιταλιστών, κάτω από  τη δικτατορία του προλεταριάτου, όπου το πλάσμα δικαίου της «ελεύθερης εργασίας» εξαφανίζεται, ο εργάτης  αποκτά το κοινωνικό πλεονέκτημα να μην είναι  «ελεύθερος» ούτε καν με την σχετική και αμφιλεγόμενη  έννοια του καπιταλισμού. Έτσι, κάτω από την αρχή της «καταναγκαστικής εργασίας»  στην εφαρμογή της :

Ο εργάτης , ως τμήμα της εθνικής «αστείρευτης» δεξαμενής εργασίας, πηγαίνει να εργαστεί υποχρεωτικά  όπου τον στείλουν οι κρατικές υπηρεσίες.

Λαμβάνει ως «αμοιβή» τροφή και στέγαση και κατ’ εξαίρεση μόνο μισθό .

Υπηρετεί ένα είδος εργασιακής θητείας , υποκείμενος σε πειθαρχικά μέτρα στρατιωτικού τύπου.

Σε περίπτωση φυγής από την  εργασία επιτηρείται παντού βάσει του εργασιακού του βιβλιαρίου και μπορεί να θεωρηθεί  «λιποτάκτης»  και να τιμωρηθεί ανάλογα.    

Δεν έχει καμία εργασιακή και συνδικαλιστική προστασία, αφού κατά τον ίδιο τον Τρότσκυ τα συνδικάτα δεν ασχολούνται με την βελτίωση των συνθηκών εργασίας πια  αλλά μόνο με την πειθάρχηση των εργαζομένων και την υπαγωγή τους στο κρατικό σχέδιο.

-Όλα αυτά , βεβαίως, προϋποθέτουν  ότι ο εργάτης εμπιστεύεται αυτό το δεσποτικό κράτος ότι συνιστά όντως  «δικτατορία του προλεταριάτου» και, άρα, ερήμην του, ενδιαφέρεται για το γενικό του συμφέρον ως τάξης.  Όμως, το σχήμα αυτό είναι λίγο σχήμα λήψης του ζητουμένου, αφού η φύση του κράτους ως προλεταριακής δικτατορίας  , ακόμη και αν χρησιμοποιεί μόνιμα και όχι συγκυριακά την καταναγκαστική εργασία , δεν φαίνεται να επηρεάζεται ούτε κατά μια ιώτα από το γεγονός αυτό. Η άποψη αυτή συνδέεται και με την αντίληψη του Τρότσκυ ότι η μονοπώληση της κυβερνητικής εξουσίας από τους Μπολσεβίκους αποτελεί  πλήρη εγγύηση της εργατικής ταξικής φύσης του σοβιετικού κράτους. Προϋποθέτει δηλαδή , μέσα στη σοφιστεία «ελεύθερη μισθωτή εργασία» ή  πραγματική ελευθερία παρά την συνδρομή διαρκούς καταναγκαστικής εργασίας, ένα γεγονός αν όχι παντελώς αναπόδεικτο πάντως ένα γεγονός  ερειδόμενο και αμφισβητούμενο.  Είναι ένα κράτος χωρίς εργατική δημοκρατία,  με ήδη έντονη γραφειοκρατική παραμόρφωση ,  με αποδυνάμωση των σοβιέτ , με απόλυτα κεντρικά διευθυνόμενη παραγωγή χωρίς καμία διάσταση εργατικού έλέγχου  ή εργατικής συλλογικής διεύθυνσης, με ισχυρό ρόλο της κομματικής γραφειοκρατίας και των αστών ειδικών ένα κράτος  αναμφίβολα εργατικό;    Ή είναι, αν όχι ήδη ένα κράτος νέας ταξικής κυριαρχίας, πράγμα που χωρίς  ιστορική έρευνα δεν μπορεί να αποκλεισθεί, πάντως οπωσδήποτε   ένα εργατικό κράτος με ήδη παγιωμένα  γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά ; Αυτά που αργότερα θα θέσει ως προβλήματα ο Τρότσκυ της «Προδομένης Επανάστασης»-αν και όχι με επάρκεια- δεν τολμά να τα ακουμπήσει  καθόλου και τα απωθεί έντονα ο Τρότσκυ του  «Τρομοκρατία και Κομμουνισμός», 15 χρόνια νωρίτερα.  Ίσως γιατί είναι πιο κοντά ακόμη στον πυρήνα της  εξουσίας αυτού του κράτους, είναι βασικός συγκυβερνήτης του μπολσεβίκικου κράτους.

Διαφορετικά, αν η φύση αυτού του κράτους θα μπορούσε να επηρεαστεί από την χρήση της καταναγκαστικής εργασίας, ιδίως την μόνιμη, και να τεθεί σε αμφισβήτηση , θα μπορούσε  να θεωρηθεί ότι σε όλα τα παραπάνω επίπεδα ο «ελεύθερα συμβαλλόμενος εργάτης» της καπιταλιστικής ομαλότητας  στον 20ο αιώνα ( πλην πολέμων, φασιστικών ή στρατιωτικών δικτατοριών κλπ)   θα είχε περισσότερα δικαιώματα –παρά το πλάσμα της  ελεύθερης εργασίας- από τον εργαζόμενο στο πρότυπο του Τρότσκυ για την οργάνωση της καταναγκαστικής εργασίας.  Συνεπώς, εδώ ο Τρότσκυ στην θέση του «πλάσματος της ελεύθερης εργασίας»  επιστρατεύει το πλάσμα «του εργατικού κράτους σε συνθήκες μόνιμης καταναγκαστικής εργασίας».     

Παρά το ότι ο Τρότσκυ αντλεί αυτήν την  γενική αρχή της «καταναγκαστικής εργασίας»   σε συνθήκες ακόμη πολέμου, από την φύση τους έκτακτες, και παρά το ότι την  αντλεί σε συνθήκες Πολεμικού Κομμουνισμού, που αποτελεί ούτως ή άλλως μια διοικητικά κατευθυνόμενη οικονομία, στηριγμένη όχι όπως ο πραγματικός κομμουνισμός στην ελευθερία των κοινωνικών αναγκών αλλά στον δεσποτισμό και τη  δικτατορία πάνω στις ανάγκες,   σε πάρα πολλά σημεία του κειμένου του επαναλαμβάνει ότι η καταναγκαστική εργασία αποτελεί  μοντέλο για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό/κομμουνισμό και όχι ευκαιριακή ή μεταβατική μόνο επιλογή.  Στο σημείο αυτό ο Τρότσκυ συγκλίνει με την αντίληψη του Λένιν στα χρόνια μετά την επανάσταση –και ιδίως μέχρι την επιβολή της ΝΕΠ – για το μοντέλο του «κρατικού καπιταλισμού» . Ο ντιριγκισμός και η αντίληψη μιας οικονομίας διοικητικά/κρατικά  κατευθυνόμενης «από τα επάνω», χωρίς καμία σημαντική συλλογική συμμετοχή, πλην των κομματικών συλλογικών λειτουργιών, που είναι ακόμη ενεργές,     υπό τον έλεγχο μιας μικρής διοικητικής μειοψηφίας είναι κοινή βάση και των δύο πεποιθήσεων.   Τις απόψεις αυτές τις διατυπώνει ο Λένιν  το 1918 σε δύο βασικά κείμενά του που έχουμε προαναφέρει , το κείμενο “The immediate tasks of the soviet government” και το κείμενό του “Left Wing Childishness and the Petty Bourgeois Mentality” , το οποίο αργότερα θα ενσωματώσει (1921)  στο νεοτερο κείμενό του  “Tax in Kind”, που αφορά πια το πέρασμα από τον Πολεμικό Κομμουνισμό στην ΝΕΠ. Και τα δύο κείμενα του  Λένιν στρέφονται κατά του πειράματος του εργατικού ελέγχου  και κατά των «Αριστερών Κομμουνιστών», ως τάσης των Μπολσεβίκων που υπερασπίζεται τότε (1918) αυτό το πείραμα συλλογικής παραγωγικής διεύθυνσης.        

Ε.  Ο «κρατικός καπιταλισμός»  στον Λένιν το 1918

 Οι απόψεις του Λένιν για την μονοπρόσωπη διεύθυνση και κατά του συλλογικού  εργατικού  ελέγχου αναπτύσσονται σε δύο βασικά κείμενά του, στα «Βασικά  Καθήκοντα της Σοβιετικής Εξουσίας» ( εκδόσεις Ειρήνη, χ.χρ., Άπαντα Λένιν  τ. 27 σελ. 243 επ., επίσης στα αγγλικά σε  Immediate Tasks of the Soviet Government, www.marxists.org, Lenin Archive 3. 1918) και στο « Για τον μικροαστισμό και τα αριστερά παιδιαρίσματα» , περιλαμβανόμενο ολόκληρο  και στο  μεταγενέστερο  «Φόρος σε Είδος» Απαντα Λένιν  τ. 43 σελ. 205-245, επίσης   στα αγγλικά σε  Left Wing Childishness and the Petty Bourgeois Mentality, www.marxists.org, Lenin Archive, 4.1918 και σε The Tax in Kind , Lenin Archive 1921  ) . Στα δύο αυτά κείμενά του ο Λένιν επικρίνει την υπεράσπιση του εργατικού ελέγχου τόσο από τις εργοστασιακές επιτροπές όσο και από την τάση των «Αριστερών Κομμουνιστών» στο Μπολσεβίκικο κόμμα ως «αναρχοσυνδικαλιστική» θέση, απολύτως αναντίστοιχη με τις ανάγκες τις σοβιετικής εξουσίας. Ως μια θέση που εξιδανικεύει την εργατική αυτοδιεύθυνση, που είναι ουσιαστικά στην φάση αυτήν το ισοδύναμο του ερασιτεχνισμού και της αποδιάρθρωσης της παραγωγής .  

Όχι μόνο υποστηρίζει την μονοπρόσωπη  διεύθυνση, αλλά στο έργο του «Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας» υποστηρίζει και την εφαρμογή χάριν της αποδοτικότητας πρακτικών του καπιταλιστικού εργοστασίου όπως ο ταιυλορισμός, ο μισθός με το κομμάτι, τα πριμ κλπ [28] .Θεωρεί ότι αυτά τα μέτρα υπό την σοβιετική εξουσία αποκτούν ριζικά άλλο χαρακτήρα και μάλιστα συμβάλλουν  όχι μόνο στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας αλλά και …στην εκπαιδευτική αναμόρφωση της εργατικής τάξης.

   Ακόμη χειρότερα, στο έργο του  «Για τον μικροαστισμό και τα  αριστερά παιδιαρίσματα»  (Απρίλιος 1918), που στρέφεται σαφώς  και ειδικότερα κατά των «Αριστερών Κομμουνιστών»  , ο Λένιν λαμβάνει μια ακόμη πιο ακραία θέση. Υποστηρίζει ότι η σοβιετική εξουσία πρέπει να αντιγράψει τα επιτεύγματα του γερμανικού πολεμικού «κρατικού καπιταλισμού»  ( δηλαδή της γερμανικής συγκεντρωτικής πολιτικής οικονομίας υπό τον Κάιζερ και τον στρατηγό Λούντεντορφ στα 1916-1918), τον οποίο θεωρεί ως προοίμιο του σοσιαλισμού,  λόγω της ακραία συγκεντρωτικής κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και διεύθυνσής τους από πολύ λίγους και ικανούς διευθύνοντες  .           

   Όχι μόνο δεν είναι ο «κρατικός καπιταλισμός» μια  αποκλειστικά καπιταλιστική τεχνολογία παραγωγής και εξουσίας.  Aντιθέτως,  την στιγμή αυτή πρέπει να υποστηριχθεί ο κρατικός καπιταλισμός σε βάρος του συνδυασμού ιδιωτικός κερδοσκοπικός καπιταλισμός-μικροϊδιοκτησία, όπου η μικρή ιδιοκτησία εμφανίζεται ως ο βασικός κοινωνικός πράκτορας και βάση του καπιταλισμού. Ο κρατικός καπιταλισμός περιέχει τα στοιχεία του «κρατικού μονοπωλίου»  και του «εθνικού υπολογισμού, και ελέγχου της παραγωγής και διανομής» (The Tax in Kind οπ.π.  σελ. 7 ). Επιπλέον δε :

« Για να κάνουμε τα πράγματα πιο σαφή, ας λάβουμε υπ’όψιν μας το πιο συγκεκριμένο παράδειγμα του κρατικού καπιταλισμού, Όλοι γνωρίζουν ποιο είναι αυτό. Είναι η Γερμανία. (αυτά γράφονται μήνες πριν από την Γερμανική Επανάσταση του 11.1918 και αναφέρονται στο καθεστώς Λούντεντορφ ). Εδώ έχουμε την τελευταία λέξη στον σύγχρονο μεγάλης κλίμακας καπιταλιστικό οργανωτικό  σχεδιασμό (“ engineering”) και στην  σχεδιασμένη οργάνωση, υποτεταγμένη στον Γιούνκερ-αστικό ιμπεριαλισμό.   Ας διαγράψουμε τα πλάγια γράμματα και ας θέσουμε στην θέση του κράτους που είναι φεουδαλικό, αστικό, ιμπεριαλιστικό, ένα κράτος  διαφορετικού κοινωνικού τύπου, με διαφορετικό ταξικό περιεχόμενο-ένα Σοβιετικό κράτος , δηλαδή ένα προλεταριακό κράτος και θα έχουμε όλες τις συνθήκες που αποτελούν προϋποθέσεις του σοσιαλισμού. Ο σοσιαλισμός είναι  αδιανόητος χωρίς έναν μεγάλης κλίμακας καπιταλιστικό οργανωτικό  σχεδιασμό , βασισμένο στις τελευταίες ανακαλύψεις της  σύγχρονης επιστήμης.  Είναι αδιανόητος χωρίς την σχεδιασμένη κρατική  οργάνωση, η οποία διατηρεί εκατομμύρια ανθρώπων κάτω από την πιο αυστηρή επιτήρηση ενός ενιαίου προτύπου στην παραγωγή και διανομή. Εμείς οι μαρξιστές πάντοτε μιλούσαμε γι’ αυτό και δεν αξίζει να ξοδέψεις λίγα δευτερόλεπτα μιλώντας σε ανθρώπους, που δεν κατανοούν ούτε κα αυτό  ( αναρχικούς και τους μισούς από τους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες[29]). Ταυτόχρονα, ο σοσιαλισμός είναι αδιανόητος, αν δεν έχει το προλεταριάτο την κρατική εξουσία. Αυτό είναι, επίσης,  το  βασικό  αλφάβητο. Και η Ιστορία ( ως προς την οποία κανείς εκτός από τους κουφιοκέφαλους πρώτης τάξεως  Μενσεβίκους δεν περίμενε να «ολοκληρώσει» τον σοσιαλισμό ήπια, ευγενικά, εύκολα και απλά) έχει πάρει αυτόν τον ιδιαίτερο δρόμο, ώστε να δώσει γέννηση σε δύο διαφορετικές  και ασύνδετες  ημίσειες μορφές ( half forms) σοσιαλισμού  το 1918, υπάρχουσες η μια δίπλα στη άλλη, σαν δύο μελλοντικά κοτόπουλα μέσα από το ίδιο  αυγοκέλυφος του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Το 1918 , η Γερμανία και η Ρωσία έγιναν η πιο εντυπωσιακή πραγματοποίηση    των οικονομικών, παραγωγικών, και κοινωνικοοικονομικών  όρων του σοσιαλισμού από την μια πλευρά, και των πολιτικών όρων από την άλλη…… Καθώς η επανάσταση στην Γερμανία είναι ακόμη κινούμενη αργά προς την επίθεσή της, το καθήκον μας είναι να μελετήσουμε τον κρατικό καπιταλισμό των Γερμανών, να μην παραλειψουμε καμία προσπάθεια να τον αντιγράψουμε και να μην απέχουμε από το να εφαρμόσουμε δικτατορικές μεθόδους για να επιταχύνουμε την αντιγραφή του δυτικού τεχνικού πολιτισμού από την βάρβαρη Ρωσία, χωρίς να διστάσουμε να εφαρμόσουμε βάρβαρες μεθόδους για να πολεμήσουμε την βαρβαρότητα. Αν  υπάρχουν αναρχικοί ή αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες (θυμάμαι πρόχειρα τις ομιλίες του Καρέλιν και του Τζε στην συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου)  που καταλήγουν σε σκέψεις σαν αυτές του Καρέλιν και λένε ότι δεν είναι σωστό εμείς οι επαναστάτες να πάρουμε μαθήματα από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, ένα πράγμα έχουμε να απαντήσουμε : η επανάσταση που θα έπαιρνε σοβαρά αυτούς τους ανθρώπους, θα καταστρεφόταν αμετάκλητα ( και δικαίως)…».  ( Tax in Kind , οπ.π. σελ. 5-7,μεταφραστική απόδοση Δ.Μπ. )     

Και πιο κάτω, ο Λένιν αναφέρεται σε παλιότερα κείμενά του :

«Γιατί ο σοσιαλισμος είναι απλώς το επόμενο στάδιο από το κρατικοκαπιταλιστικό μονοπώλιο..» .Και, επίσης, :

«Ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πλήρης υλική προετοιμασία του σοσιαλισμού,  το κατώφλι του σοσιαλισμού, ένα άλμα στην κλίμακα της Ιστορίας, ανάμεσα στο οποίο και στο άλμα που ονομάζεται «σοσιαλισμός» δεν υπάρχουν ενδιάμεσα άλματα»

«Δεν είναι σαφές ότι το ταχύτερο που ανεβαίνουμε στην πολιτική κλίμακα, το ταχύτερο που ενσωματώνουμε το σοσιαλιστικό κράτος και την δικτατορία του προλεταριάτου στο σύστημα των σοβιέτ ( εννοεί σε σχέση με το καθεστώς  Κερένσκυ , όταν έγραψε τα παλιότερα κείμενα) , το λιγότερο έχουμε να φοβόμαστε τον κρατικό καπιταλισμό; (σελ. 8)»     

«(βρισκόμαστε) σε μια εξαιρετική περίπτωση όπου εμείς, το ρώσικο προλεταριάτο, είμαστε μπροστά από την Βρετανία ή την Γερμανία ως πολιτικό σύστημα, όσον αφορά την δύναμη της πολιτικής εξουσίας των εργατών, αλλά είμαστε πιο πίσω από την πιο καθυστερημένη ευρωπαϊκή χώρα όσον αφορά την οργάνωση ενός καλού κρατικού καπιταλισμού, όσον αφορά το επίπεδο του τεχνικού μας πολιτισμού και τον βαθμό της υλικής και παραγωγικής ετοιμότητας για την «εισαγωγή» του σοσιαλισμού.  Δεν είναι σαφές ότι η ειδική φύση της παρούσας κατάστασης δημιουργεί την ανάγκη  για την πιο ειδική μορφή  επιχείρησης «εξαγοράς» ( buying off), κατά την οποία οι εργάτες  πρέπει να προσφέρουν στους πιο καλλιεργημένους, στους πιο ταλαντούχους από τους οργανωτές ανάμεσα στους καπιταλιστές  , οι οποίο είναι έτοιμοι να τεθούν στην διάθεση της σοβιετικής εξουσίας, και να βοηθήσουν τίμια  στην οργάνωση της «κρατικής» παραγωγής στην μεγαλύτερη δυνατή κλίμακα; Δεν είναι σαφές ότι σε αυτήν την ειδική συγκυρία πρέπει να αποφύγουμε δύο λάθη , τα οποία είναι αμφότερα λάθη μικροαστικής φύσης ; Από την μια πλευρά, θα ήταν κορυφαίο λάθος να πούμε ότι, αφού υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα στις οικονομικές μας δυνάμεις και στην πολιτική μας δύναμη, «συνεπάγεται» ότι δεν θα έπρεπε να έχουμε καταλάβει την εξουσία.  Ένα τέτοιο επιχείρημα μπορεί να διατυπωθεί μόνο από έναν άνθρωπο «μέσα σε ένα κάλυπτρο», που ξεχνάει ότι πάντοτε θα υπάρχει μια «αναντιστοιχία» , ότι αυτή υπάρχει και  στην εξέλιξη της φύσης και στην εξέλιξη της κοινωνίας , ότι μόνο μέσα από μια σειρά από απόπειρες, κάθε μια από τις οποίες θα είναι μονόπλευρη  και θα υποφέρει από κάποιες ανεπάρκειες- θα δημιουργηθεί ολοκληρωμένα ο σοσιαλισμός  από τους την επαναστατική συνεργασία των προλεταρίων όλου του κόσμου..» ( Tax in Kind οπ.π. σελ. 9-10, μεταφραστική απόδοση Δ.Μπ.).

   Εκτός από επικύρωση της καπιταλιστικής επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας, ο «κρατικός καπιταλισμός» είναι κάτι το πολύ βαθύτερο. Είναι η τάση «κοινωνικοποίησης» ή «συγκέντρωσης των παραγωγικών δυνάμεων», η οποία έρχεται όλο και πιο κοντά στον «σοσιαλισμό», είναι το έμβρυο και το κατώφλι του. Ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός στην καϊζερική εμπόλεμη Γερμανία  δεν είναι κάτι το διαφορετικό από έναν μπολσεβίκικα οργανωμένο «κρατικό καπιταλισμό» υπό τα σοβιέτ. Ο κεντρικός έλεγχος από τα πάνω και ιεραρχικά/γραφειοκρατικά  , ο σχεδιασμός από τα πάνω, η καθολική επιτήρηση εν είδει ενός «σοσιαλιστικού πανοπτικού»,  ο έλεγχος από όλο και λιγότερους  ή και ακόμη από έναν σε όλο και περισσότερους, η κεντρικότητα του κράτους έναντι της αγοράς,  μπορούν να εφαρμοστούν από διαφορετικά ταξικά καθεστώτα.  Αυτή η θέση του Λένιν συνεπάγεται ότι τα χαρακτηριστικά αυτά του  κρατικού καπιταλισμού μπορούν ως εργαλεία να χρησιμοποιηθούν από κάθε διαφορετική ταξική εξουσία. Ακόμη περισσότερο, ο Λένιν ονομάζει τον καϊζερικό «κρατικό καπιταλισμό» ως «σοσιαλισμό», ως το ήμισυ του ολοκληρωμένου σοσιαλισμού: αυτό που λείπει είναι η εξουσία των γερμανών μαρξιστών  στην Γερμανία.   Κάτι παραπάνω δηλαδή από ένα στοιχείο του καπιταλισμού που θα αναλάβει και θα χρησιμοποιήσει ο σοσιαλισμός,  το θεμελιώδες ήδη υπάρχον «περιεχόμενο του σοσιαλισμού» μέσα στον καπιταλισμό. Άρα, ο σοσιαλισμός πριν από την κατάληψη της εξουσίας ενυπάρχει στον «οργανωμένο» καπιταλισμό των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό. Ενυπάρχει ως η ενίσχυση των κρατικών γραφειοκρατών πάνω στην καπιταλιστική οικονομία και η ενίσχυση των «αστών ειδικών» πάνω στην εργατική δύναμη εκατομμυρίων παραγωγών. Ενυπάρχει ως η πραγματική πια και όχι απλώς τυπική υπαγωγή των εργατών στο κεφάλαιο, πράγμα που όντως προχωρά στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα[30].  Ως η κατάσταση όπου πια το κεφάλαιο παρεμβαίνει στην εργασιακή διαδικασία και την οργανώνει με ενεργητικό τρόπο, δεν αποσπά πια παθητικά πλεόνασμα/υπεραξία  από αυτήν.  Ουσιαστικά, η ιδεολογία του Λένιν στο σημείο αυτό είναι μια  ειδική μορφή  αστικής ιδεολογίας που αντιστοιχεί α) στην αναγκαιότητα  πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο στην Ρωσία της εποχής του και β) στην κρίσιμη ενίσχυση του ρόλου των κρατικών/κομματικών  αξιωματούχων και των  «αστών ειδικών» σε συνεργασία με τους πρώτους στα πλαίσια των αναδιοργανώσεων του καπιταλισμού σε συνθήκες πολέμου και  της άμβλυνσης  ή και άρσης της αυτορρύθμισης της καπιταλιστικής αγοράς.  Στην οριακή τάση αντικατάστασης των καπιταλιστών από μια συγχώνευση σε ένα ενιαίο ταξικό στρώμα, σε μια ενιαία τάξη,  κομματικών, κρατικών και διευθυντικών στελεχών , διατηρώντας ανέπαφο τον μηχανισμό διεύθυνσης-εκτέλεσης και επιφέροντας καθοριστικές αλλαγές στην σχέση αγοράς και  κρατικού σχεδιασμού[31] .  Βεβαίως, στον  Λένιν, οι γραφειοκρατικές ή και τεχνοκρατικές  αυτές αντιλήψεις  αποτελούν εκδήλωση ενεργού  τάσης  και όχι σταθεροποίηση ακόμη της γραφειοκρατικής ταξικής κυριαρχίας και του γραφειοκρατικού καπιταλισμού. Επίσης, από τα τελευταία κείμενα του Λένιν του 1923 ( «Κάλιο λιγότερα και καλύτερα», «Για την εργατοαγροτική επιθεώρηση»  κλπ ) , προκύπτει ότι προς το τέλος  της ζωής του κατανοεί πολύ καλύτερα τους κινδύνους της γραφειοκρατικοποίησης   από ό,τι στην περίοδο του «πολεμικού κομμουνισμού» .

   Να διευκρινίσουμε, πάντως, ότι η σύγκλιση των αντιλήψεων Λένιν και Τρότσκυ για τη διεύθυνση της οικονομίας μεταξύ 1918 και 1921 – και με σημαντικές πιο αντιγραφειοκρατικές τοποθετήσεις του Λένιν έναντι αυτών του Τρότσκυ-  αφορά βασικά τον «κρατικό καπιταλισμό» όχι ως ολοκληρωμένη μορφή σχέσεων παραγωγής ή ως μορφή ταξικής κυριαρχίας, αλλά ως μορφή κυρίως τεχνολογίας της παραγωγής και της εξουσίας . Βασισμένη στη μονοπρόσωπη και μη συλλογική διεύθυνση της παραγωγής, στην συγκέντρωση τεράστιων ποσοτήτων ζωντανής εργασίας υπό την διεύθυνση μιας μικρής ομάδας ανθρώπων, στη στρατιωτικοποίηση  και την εκτεταμένη χρήση καταναγκαστικών μεθόδων,  στην πρόβλεψη σοβαρών κυρώσεων για την άρνηση της καταναγκαστικής εργασίας. Στην εκτεταμένη χρήση του συστήματος Ταίυλορ και, όπου υπάρχει μισθωτή σχέση, και του μισθού με το κομμάτι, των πριμ κλπ. Αυτή η κοινωνική τεχνολογία και αντίληψη για την οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόμη κρατικός καπιταλισμός ως μορφή παραγωγικών σχέσεων και ταξικής κυριαρχίας : πρώτον, γιατί στην ενδιάμεση μορφή του Πολεμικού Κομμουνισμού το μέγεθος  χρηματικός μισθός, χωρίς το οποίο δεν νοείται ο κρατικός  καπιταλισμός,  είναι σε πολύ περιορισμένη χρήση και δεύτερον, ιδίως διότι η επιβολή του κρατικού καπιταλισμού ως ολοκληρωμένου συστήματος είναι αποτέλεσμα μακρών ταξικών αγώνων, η πλήρης έκβαση των οποίων, όπως θα περιγράψουμε πιο κάτω, δεν έχει κριθεί πλήρως το 1918-1921.Σε κάθε περίπτωση, όμως, η πλήρης αποδοχή του «κρατικού καπιταλισμού» ως κοινωνικής τεχνολογίας δεν είναι ουδέτερη, αλλά αντίθετα θα συμβάλει ιδεολογικά πολύ σημαντικά στην επικράτηση του κρατικού καπιταλισμού ως μορφής ταξικής κυριαρχίας.        

Στ.  Οι αντιλήψεις του Τρότσκυ το 1919-1921  ως αντιλήψεις κυμαινόμενες  ανάμεσα στον κρατικό καπιταλισμό,  τον γραφειοκρατικό κολλεκτιβισμό, την πολεμική οικονομία  και τους προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς/οικονομικούς  σχηματισμούς

Όπως έχουμε πολλές φορές ήδη επισημάνει, οι αντιλήψεις του Τρότσκυ για την «καταναγκαστική εργασία», αν και παγιώνουν αυτήν την αρχή, οφείλουν  να  αναγνωστούν μέσα στο ιστορικό πλαίσιο του Πολεμικού Κομμουνισμού. Αποτελούν την πιο ακραία διατύπωση  των αξιώσεων του σοβιετικού κράτους προς την εργατική τάξη αυτήν την περίοδο,  από το πόστο της διοίκησης της εθνικής άμυνας, η οποία κινητοποιεί  σε μεγάλο βαθμό και την όλη εθνική οικονομία ως στρατιωτική-πολεμική οικονομία. Μετά την επιβολή της ΝΕΠ (Μάρτιος 1921  ως σημείο αφετηρίας) , και ενώ ιδίως στον κρατικό τομέα η υποχρεωτική εργασία και με κάποιες όψεις καταναγκασμού συνεχίζει να ισχύει ( βλ. και Καρρ οπ.π. τ. 2), η οξύτητα αυτών των απόψεων  τις καθιστά προσωρινά ανεπίκαιρες- σε συνθήκες όπου επιστρέφει η μισθωτή εργασία , δεν κάνεις πολιτική με έμφαση στον καταναγκασμό. Όμως, όταν θα έρθει η εποχή των  Πεντάχρονων Πλάνων, η χρήση της καταναγκαστικής εργασίας στην ύπαιθρο και η ενίσχυση καταναγκαστικών όψεων και στη βιομηχανική εργασία,  θα καταστήσει τις πρόωρες  απόψεις του Τρότσκυ ιδιαίτερα επίκαιρες. Ο μεν Στάλιν δεν θα αποδώσει βεβαίως την «επιτυχή» πρακτική του στον κορυφαίο αντίπαλό του.   Ο δε  Τρότσκυ,  στην αντιπολίτευση και στην εξορία πια,  δεν θα ξανααναφερθεί σε αυτές, παρά το ότι , όπως επισημαίνει ο σημαντικός  βιογράφος του  Isaac Deutscher , o Στάλιν θα εφαρμόσει σε μεγάλο βαθμό αυτά που έχει  προαναγγείλει ο κορυφαίος ιστορικός αντίπαλός του[32], ιδίως κατά την περίοδο του Πρώτου και του Δεύτερου Πενταετούς Πλάνου..      Μέτρα, όπως, η στρατολόγηση «στρατών εργασίας», η χρήση καταναγκαστικής εργασίας στην ύπαιθρο και τα εργοστάσια, η ιδιαίτερη λειτουργία των στρατοπέδων εργασίας και συγκέντρωσης ως τόπων δουλοκτητικής  καθαρά   εργασίας των εξορίστων και των καταδίκων, η χρήση επίλεκτων αποσπασμάτων εργασίας για να ανεβαίνουν οι νόρμες ( ζήτημα που έχει ήδη προαναγγελθεί στο «Τρομοκρατία και Κομμουνισμός» με την αναφορά στα αποσπάσματα των udarniks  ) , η απόλυτη εξουσία των διευθυντών και των ειδικών, περιοριζόμενη μόνο από την ηγεσία της κομματικής-κρατικής γραφειοκρατίας, η χρήση/γενίκευση  του σοβιετικού ταιυλορισμού και του μισθού με το κομμάτι επιβεβαιώνουν απόλυτα τις θέσεις του Λένιν το 1918 και του Τρότσκυ το 1919-1921 περί «καταναγκαστικής εργασίας» και περί της αξιοποίησης του «κρατικού καπιταλισμού» ως πρώτιστα πολεμικής αλλά και απόλυτα συγκεντρωτικής κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης. 

   Μια πρώτη και σημαντική παρατήρηση  στην ταξική φύση των αντιλήψεων  του Τρότσκυ το 1919-1921 . Υπάρχει μια υπερτροφία αβάσιμων  αναφορών  του  στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ο όρος ουσιαστικά είναι λανθασμένος, με τον τρόπο που τον χρησιμοποιεί. .  Όπως  έχει δείξει ο Μαρξ , ιδίως στον Α’ τόμο του Κεφαλαίου,  το ζήτημα της απολύτως εκτατικής ή εντατικής χρήσης της εργατικής δύναμης ή πάντως της ζώσας εργασίας  δεν επιλύει μόνο του το ζήτημα της παραγωγικότητας, η οποία αναφέρεται , κυρίως, στην αύξηση της παραγόμενης αξίας τον ίδιο εργάσιμο χρόνο χάρη στην ανάπτυξη κυρίως  της τεχνολογίας και του ανανεούμενου μηχανολογικού εξοπλισμού.  Ο Τρότσκυ με σαφήνεια αναπτύσσει  το επιχείρημα  ότι ο μηχανικός  εξοπλισμός έχει καταστραφεί ή, πάντως,  είναι απρόσφορος για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας.  Στην ουσία, ο Τρότσκυ μιλά για την εντατικοποίηση της  εργασίας  και την απόσπαση μεγάλης ποσότητας απόλυτης υπεραξίας, αν μιλάμε για μισθωτή εργασία ή υπερεργασίας αν μιλάμε για μη μισθωτή αλλά εξωοικονομική ( διοικητική, αστυνομικο-στρατιωτική)  μορφή εκμετάλλευσης.  Το γεγονός ότι όλα αυτά τα χειρίζεται ένα εργατικό κράτος με γραφειοκρατική παραμόρφωση, δεν αναιρεί ούτε τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, αν μιλάμε για βασικά μισθωτή σχέση, ούτε τον προκαπιταλιστικό χαρακτήρα της σε μαζική κλίμακα απόσπασης υπερεργασίας, αν μιλάμε για ουσιαστικά προκαπιταλιστική ταξική εκμετάλλευση, ερειδόμενη στον αστυνομικο-στρατιωτικό καταναγκασμό.

   Η έμφαση στη μεγάλης κλίμακας καταναγκαστική εργασία και ιδίως στην αξιοποίηση όλου του πληθυσμού ως ρεζερβουάρ εργατικής δύναμης ή ζώσας εργασίας παραπέμπει σαφώς στο φαινόμενο της πολεμικής οικονομίας στον Α’ΠΠ και Β’ΠΠ , όπου αυτό συνέβη ακόμη και στις δημοκρατικές καπιταλιστικές χώρες και όχι μόνο στις φασιστικές[33] . Παραπέμπει, όμως, με την  πολύ σημαντική  επιφύλαξη  της   τεχνολογικής και επιστημονικής ανάπτυξης και ορθολογικοποίησης της εργασίας στην νεωτερικότητα,  και στην Ιστορία των μεγάλων δεσποτικών βασιλείων της αρχαιότητας.   Η  προσέγγιση του  Μεγάλου κράτους, το οποίο κινητοποιεί τον τεράστιο πληθυσμό του για  τον πόλεμο, αλλά πρωτευόντως για τα μεγάλα δημόσια έργα,  για την μεγάλη και ουσιαστικά δωρεάν συνεισφορά του για την επίτευξη κρατικών σκοπών  είναι ουσιαστικά η βάση αυτού που ο Μαρξ προσδιορίζει ως ασιατικό δεσποτισμό ή ως ασιατικό τρόπο παραγωγής.    Στον  τρόπο παραγωγής αυτόν[34] , όχι μόνο η νομική ιδιοκτησία είναι σαφώς κρατική και κανείς ουσιαστικά, πλην του ηγεμόνος, δεν έχει νομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας, αλλά επιπλέον τα όποια δικαιώματα ιδιοκτησίας απορρέουν από  την κρατική παραχώρηση . Όπως γράφει ο Μαρξ ( «Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί μηχανισμοί» οπ.π. σελ. 94) :

« Εφ’όσον η ενότητα είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης και το πραγματικό  προαπαιτούμενο της συλλογικής ιδιοχτησίας –αυτή η ενότητα μπορεί η ίδια να εμφανίζεται σαν ένα ξεχωριστό στοιχείο υπεράνω  των πολυάριθμων ιδιαίτερων πραγματικών κοινοβίων. Έχουμε την περίπτωση όπου το μεμονωμένο άτομο είναι επομένως πραγματικά χωρίς ιδιοκτησία, ή μάλον που η ιδιοκτησία εμφανίζεται μπροστά του σαν διαμεσολαβημένη από την παραχώρηση (που γίνεται) εκ μέρους της γενικής  περιέχουσας κοινότητας  (που υλοποιείται στο πρόσωπο του δεσπότη, πατέρα των πολυάριθμων κοινοτήτων ) προς χάρη του μεμονωμένου ατομου  και με τη διαμεσολάβηση της καθεμιάς  επιμέρους κοινότητας».

 Σε κάθε περίπτωση, η έννοια του ασιατικού τρόπου παραγωγής, η οποία έχει τύχει αντικείμενο ειδικής  επεξεργασίας   από τον Γερμανό  ιστορικό Karl August Wittvogel ( “Oriental Despotism – a comparative analysis of total power”, 1957[35]), έχει συνδεθεί σημαντικά με την απόλυτη διάθεση όλου του πληθυσμού για τη δημιουργία μεγάλων δημοσίων έργων στην αρχαιότητα και ιδίως φραγμάτων και υδραυλικών έργων- λόγω αυτής της συσχέτισης ο Wittvogel χαρακτηρισε τις ανατολικές δεσποτείες ( Κίνα, Περσία, Αίγυπτος, προκολομβιανά κράτη της Λατινικής Αμερικής  κλπ)  ως κράτη των «υδραυλικών πολιτισμών» ( “hydraulic civilizations”). .  Χωρίς να μπορεί να χαραχθεί μια ευθεία αναλογία   ανάμεσα στα σταλινικά καθεστώτα ή στο καθεστώς που έχει υπ΄’όψιν του ο Τρότσκυ στο «Τρομοκρατία και Κομμουνισμός» και στις ασιατικές δεσποτείες , υπάρχουν σημαντικά σημεία σύγκλισης.     Ένα κράτος χωρίς  νομική ιδιοκτησία, πλεονεκτήματα  και αξιώματα που απορρέουν  από την θέση  στην ιεραρχία της   κρατικής μηχανής, όχι κατά κανόνα  αγοραίοι μηχανισμοί, ευρεία καταναγκαστική εργασία,   βασικά μη παραγωγή εμπορευμάτων, μικρή ελίτ διοικητικής γραφειοκρατίας , η οποία κινητοποιεί τον πληθυσμό, κανένα συλλογικό δικαίωμα αντιπροσώπευσης στον πληθυσμό κλπ . Ιδίως, η περίοδος των Πενταετών Πλάνων στη δεκαετία του 1930 παρουσιάζει σημαντικές αναλογίες με τις ασιατικές δεσποτείες. Δεν είναι, άλλωστε , τυχαίο το γεγονός ότι η έννοια του ασιατικού τρόπου παραγωγής εγκαταλείπεται στη Σοβιετική Ένωση στις αρχές της δεκαετίας του 1940, μετά τις ιστορικές και φιλοσοφικές   συζητήσεις του Λένινγκραντ για τη διαδοχή των τρόπων παραγωγής,  κυρίως για όλα όσα αυτή παραπέμπει στην τότε σοβιετική συγκυρία. Επίσης, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ένα μικρό αλλά διανοητικά όχι ασήμαντο    ρεύμα που φεύγει  από τον αμερικάνικο τροτσκισμό στην αρχή του Β’ΠΠ (1940) στις ΗΠΑ ( Μ. Shachtmann, J.  Burnham, CLR James κ. α. ) χρησιμοποιεί για την ΕΣΣΔ το κοντινό στην ασιατική δεσποτεία ερμηνευτικό σχήμα μιας κρατιστικής  ταξικής κοινωνίας, την οποία ορίζει ως «γραφειοκρατικό κολλεκτιβισμό»  (“bureaucratic collectivism”). Αυτή είναι και η αρχική θέση του Καστοριάδη και της ομάδας του το 1947-48, όταν αποχωρούν από την Τέταρτη Διεθνή.

   Ο γραφειοκρατικός κολλεκτιβισμός θα ήταν , έτσι,  μια  μη καπιταλιστική μορφή ταξικής κυριαρχίας όπου μια κρατικά ενοποιημένη κυρίαρχη τάξη θα αποσπούσε πλεόνασμα με εξωοικονομικό καταναγκασμό αποκλειστικά και θα το διένεμε μεταξύ της . Αυτή η μορφή θα μπορούσε να  έχει ομοιότητες, όπως προαναφέρθηκε, με τη φεουδαρχία ή και με τη δουλοκτησία ακόμη ή λόγω της «κρατικής μεταμφίεσης» της άρχουσας τάξης  και με  τις φοροεισπρακτικές –στρατοκρατικές  κοινωνίες  του ανατολικού δεσποτισμού ή αλλοιώς του Ασιατικού Τρόπου Παραγωγής.

  Ομοίως, το σχήμα μιας γραφειοκρατικής ταξικής κοινωνίας, της οποίας  το σημείο ισχύος θα ήταν το κράτος  και η γραφειοκρατία και όχι  οι οικονομικές σχέσεις,  έχει προταθεί από τον εγελιανό στοχαστή και φιλόσοφο  Κώστα Παπαϊωάννου στο βιβλίο του «Η γένεση του ολοκληρωτισμού» (  1955-1956, Αθήνα 1994, Εναλλακτικές Εκδόσεις)  , ο οποίος δίνει την έμφαση στη σχέση συνέχειας ανάμεσα στη ρωσική επαναστατική διανόηση και στον μπολσεβικισμό ως ιδεολογία ανόδου της  γραφειοκρατίας με επίκεντρο την διανόηση[36]. Στο ίδιο έργο,  ο Παπαϊωάννου    επιμένει και αυτός στον πρωτοπόρο ρόλο του Τρότσκυ στην γέννηση της γραφειοκρατικής εξουσίας  (αναλυτικά σελ.  262-274), τον οποίον χαρακτηρίζει   ως «θεωρητικό του ολοκληρωτισμού».  Στο σχήμα του Παπαϊωάννου, ο σοβιετικός Λεβιάθαν είναι ένα γραφειοκρατικό υπερκράτος, το οποίο, αν και άμεσα  εκμεταλλευτικό επί των εργατών και αγροτών, δεν εργάζεται για τους σκοπούς της οικονομίας αλλά, αντίθετα, απορροφά την οικονομία  χάριν των δικών του εξουσιαστικών σκοπών.  Το σχήμα αυτό έχει κάποιες αναλογίες με τα δυτικά «αντιολοκληρωτικά σχήματα» εκείνης της εποχής, παρά το ότι εξακολουθεί, κατά την γνώμη μας , να συζητά κριτικά  με την εγελομαρξιστική παράδοση και δεν ξεπέφτει σε έναν  αγοραίο    αντικομμουνισμό.  

   Κατά την γνώμη μας , το σύνολο των αντιλήψεων που συναποτελούν τον «κρατικό καπιταλισμό» ως μορφή υψηλής κοινωνικοποίησης και συγκέντρωσης/συγκεντροποίησης των παραγωγικών δυνάμεων , με δυνητική υπαγωγή τους στην κρατική ιδιοκτησία και σε ένα εκτεταμένο γραφειοκρατικό κράτος  δεν οδηγεί αναγκαστικά  ή μονοσήμαντα στον κρατικό ή γραφειοκρατικό καπιταλισμό. Μπορεί , σε μια κλασσική καπιταλιστική χώρα , π.χ. σε συνθήκες πολεμικής οικονομίας, όπως η Γερμανία στον Α’ και τον Β’ ΠΠ , να οδηγήσει σε έναν κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό , όπου η παραδοσιακή αστική τάξη συγκλίνει με μια διευθυντική  κρατική  αστική τάξη, θα μπορούσε μεταβατικά να αναπαράξει μορφές όπως ο γραφειοκρατικός κολλεκτιβισμός  (όχι μακροχρόνια όμως σε μια σύγχρονη οικονομία και κοινωνία), και, τέλος, μπορεί να οδηγήσει, σε συνδυασμό με την έκβαση της ταξικής πάλης στην αναπαραγωγή ενός δομικότερου στην νεοτερικότητα  συστήματος ταξικής κυριαρχίας, όπως ο κρατικός ή γραφειοκρατικός καπιταλισμός. Ορισμένοι θεωρητικοί του Μεσοπολέμου, επηρεασμένοι ιδίως από τον τροτσκιστικό μαρξισμό αλλά και σε ρήξη με αυτόν,  όπως ιδίως ο Br.Rizzi ( “The Bureaucratization of the world”, 1929)  J. Burnham  (“The managerial revolution”, 1941) προσπάθησαν να εντάξουν ,ανεπιτυχώς, όλα τα «κρατιστικά καθεστώτα» , δηλ. το σταλινικό, το φασιστικό, το ναζιστικό και το New Deal σε ια ενιαία κοινωνική μορφή, που θα καθόριζε και το μέλλον του κόσμου.    

  Ιδίως, το ζήτημα της μονοπρόσωπης διεύθυνσης των επιχειρήσεων και της απόρριψης της αρχής της συλλογικής αυτοδιεύθυνσης όχι μόνο τοπικά αλλά και σε συνάρτηση με την συμμετοχή των εργαζομένων σε ένα εθνικό κοινωνικό-κρατικό σχέδιο , είναι σημαντικός κρίκος για το σταδιακό πέρασμα  της ΕΣΣΔ από μια άμορφη οικονομία  σοσιαλιστικής μετάβασης όπου, όπως δέχεται και ο Λένιν το 1918, συνυπάρχουν σχέσεις ιδιωτικού καπιταλισμού , σοσιαλισμού- ανώριμου κομμουνισμού, κρατικού καπιταλισμού, απλής εμπορευματικής παραγωγής κλπ και διαμέσου αρχικά του Πολεμικού Κομμουνισμού και στην συνέχεια  διαμέσου μιας ΝΕΠ εύθραυστης, μεταβατικής και υπό αναίρεση      σε μια   κρατιστική-γραφειοκρατική οικονομία , ιδίως μετά το 1928, όπου κυριαρχούν όχι μόνο αντικειμενικά (αυτές υπάρχουν ούτως ή άλλως στην αρχή κάθε σοσιαλιστικής μετάβασης) αλλά και υποκειμενικά σχέσεις παραγωγής και εξουσίασης , που αντιστοιχούν  στον κρατικό ή γραφειοκρατικό καπιταλισμό. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός  ότι ο Τρότσκυ αφιερώνει ένα υποκεφάλαιο από το 8ο κεφάλαιο του «Τρομοκρατία και Κομμουνισμός»  (“Collegiate and One Man Management”, Συλλογική ή Μονοπρόσωπη οικονομική διεύθυνση, σελ 20 επ.) για να αντικρούσει την άποψη ότι η εργατική φύση της εξουσίας  δεν συνεπάγεται καθόλου τον εργατικό έλεγχο ή την συλλογική διεύθυνση της παραγωγής και ότι η ύπαρξη τριών ή πέντε εργατών στην κορυφή της επιχείρησης στην θέση του γνώστη και πεπειραμένου διευθυντή ( συνήθως, αστού ειδικού)   όχι μόνο δεν ενισχύει την ταξική φύση του κράτους και της παραγωγής, αλλά απλώς οδηγεί στο διοικητικό χάος. Στο ζήτημα αυτό αντιγράφει τις απόψεις του Λένιν το 1918, οι οποίες θα επιβεβαιωθούν από μια σειρά συλλογικά όργανα του κράτους, των συνδικάτων  και του κόμματος, όπως το 7ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ το 1920, το 3ο Πανρωσικό Συνέδριο των Εθνικών Οικονομικών Συμβουλίων,  το 3ο Πανρωσικό Συνέδριο των Συνδικάτων τον 4.1920 και το 9ο Συνέδριο των Μπολσεβίκων τον 3.1920. Σε όλα αυτά τα όργανα, οι Λένιν και Τρότσκυ όπως και η μεγάλη πλειοψηφία των Μπολσεβίκων συγκλίνουν. Σε όλα αυτά τα όργανα θα επικυρωθεί η άποψη των Τρότσκυ και Λένιν περί μονοπρόσωπης διεύθυνσης στα εργοστάσια και την παραγωγή.       

   Η προσέγγισή μας στο ζήτημα του κρατικού ή γραφειοκρατικού  καπιταλισμού στον σοβιετικό σχηματισμό ακολουθεί κατά κανόνα την έρευνα και θεωρητική παρουσίαση του Σ. Μπετελέμ στο έργο του «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ» τ. 2 (1923-1930) και τ. Γ’ (1930-1941)[37],  γραμμένο στη δεκαετία του 1970 και τις αρχές του 1980, στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί.. Δευτερευόντως , στο έργο του Τόνυ Κλιφφ «Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία» , γραμμένο στη δεκαετία του 1950 καθώς και στα κείμενα του Καστοριάδη από το 1948 ως το 1964, οπότε και εγκαταλείπει πλήρως τον μαρξισμό.

Η  νομική κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής μετά από μια επιτυχημένη σοσιαλιστική επανάσταση αποτελεί την αφετηρία για τη μετάβαση σε μια σοσιαλιστική και κομμουνιστική κοινωνική ιδιοκτησία και όχι τη λήξη αυτής της διαδικασίας.  Η ταύτιση κρατικής νομικής ιδιοκτησίας και σοσιαλιστικής κοινωνικής ιδιοκτησίας  και γενικότερα η ταύτιση νομικής ιδιοκτησίας ( νομικού δικαιώματος στην ιδιοκτησία) και πραγματικής ταξικής  ιδιοκτησίας είναι εσφαλμένη, πράγμα που έχει ήδη εκφρασθεί  ως κριτική από τον Μαρξ στον Προυντόν στο έργο του Μαρξ «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας»[38] αλλά και  από τον Ένγκελς στον ‘Ουτοπικό και Επιστημονικό Σοσιαλισμό».  .Ο Τονυ Κλιφφ , επικαλούμενος απόψεις στα πλαίσια της σοβιετικής μαρξιστκής σκέψης ( ιδίως την Σχολή Πασουκάνιτς) αλλά και την ίδια την «Κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου» του Μαρξ, υποστηρίζει εύλογα ότι υπάρχει καθυστέρηση/ετεροχρονισμός  ή και μη ομολογία ανάμεσα στην κοινωνική παγίωση των παραγωγικών σχέσεων και , άρα, της πραγματικής κυριότητας των αρχουσών τάξεων και της νομικής αποκρυστάλωσης των παραγωγικών σχέσεων ( σελ. 182-186).  

   Πράγματι, η νομική ιδιοκτησία γενικότερα στον  κριτικό-επαναστατικό μαρξισμό ( σε αντίθεση με τον σοβιετικό μαρξισμό) δεν θεωρείται επαρκές κριτήριο για την πιστοποίηση της πραγματικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής . Η Χιλιανή μαρξίστρια  Μάρτα Χάρνεκερ  επισημαίνει στο ενδιαφέρον εκλαϊκευτικό  έργο της «Οι βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού» ( Αθήνα, εκδόσεις Παπαζήση) ότι το νομικό  δικαίωμα στην ιδιοκτησία δεν ταυτίζεται πλήρως ή αναγκαστικά  με  την πραγματική κυριότητα υπό την έννοια της πραγματικής εξουσίας χρήσης, κάρπωσης, διάθεσης και ελέγχου πάνω στα μέσα παραγωγής, η οποία οδηγεί βεβαίως και στην ιδιοποίηση ή μη του παραγωγικού πλεονάσματος και υπερπροϊόντος (σελ. 37-39). Επίσης , η πραγματική κυριότητα/ιδιοκτησία επί των μέσων παραγωγής συνήθως-αλλά όχι πάντοτε – συμπίπτει με τον έλεγχο και την διεύθυνση επί της κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής .

  Η Χάρνεκερ  ορθά διαφοροποιεί την νομική κυριότητα ( στην πραγματικότητα θα έπρεπε να διαφοροποιεί και την  πραγματική κυριότητα)  από την νομή ως φυσική εξουσίαση  των μέσων παραγωγής. Πράγματι,  ο έλεγχος και η εξουσία στην οικονομική λειτουργία των μέσων παραγωγής   μπορεί να διασπάται και να περιορίζεται από το γεγονός ότι οι κυριαρχούμενες τάξεις κατέχουν φυσικά την γη ή τα εργαλεία τους  και δουλεύουν με αυτά. Διάκριση πραγματικού οικονομικού ελέγχου και άμεσου φυσικού ελέγχου πάνω στα μέσα παραγωγής και ιδίως τα μέσα εργασίας.   Αυτή είναι η κατάσταση όσον αφορά την φεουδαρχία και μάλλον γενικότερα  τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, όπου η συναρμογή  κυρίαρχων   και κυριαρχούμενων τάξεων απαιτεί και την χρήση εξωοικονομικού και βασικά στρατιωτικού και βίαιου εξαναγκασμού των κυριαρχούμενων από τους κυρίαρχους.

   Η βασική ερμηνεία της ορθής  σχέσης νομικής και πραγματικής κοινωνικής ιδιοκτησίας και , κατά συνέπεια, νομικής ιδιοκτησίας και κοινωνικών σχέσεων παραγωγής μπορεί να αναχθεί σε δύο βασικά ρεύματα. Στο τροτσκιστογενές  ρεύμα στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ( ένα σκέλος του ο Καστοριάδης, ένα   σκέλος του  το ρεύμα Μπρούνο Ρίτζι , Μαξ Σάχτμανν και εν μέρει  Τζαίημς Μπάρναμ και ένα τρίτο σκέλος του ο Τόνυ Κλιφφ και οι μαθητές του  ) και , αρκετά επιτυχέστερα και πιο ολοκληρωμένα,  στο σκέλος του ευρωπαϊκού μαοϊσμού – Σχολής  του Παρισιού με  βασικό και «λησμονημένο» πια  από τους σύγχορνους μαρξιστές εκφραστή τον Σαρλ Μπετελέμ.    

     Θα ξεκινήσουμε με τον βασικό συλλογισμό του Μπετελέμ στο έργο του «Οι Ταξικοί Αγώνες στην ΕΣΣΔ» και θα θέσουμε στην πορεία και παράλληλα ζητήματα που προκύπτουν από τα τροτσκιστογενή ρεύματα.     

   Σύμφωνα με τον Μπετελέμ[39] , η επιβολή της κρατικής ιδιοκτησίας μετά την σοσιαλιστική επανάσταση αποτελεί κατ’ αρχήν  μια πρώτη μορφή σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας . όμως, αυτή η μορφή δεν είναι σταθεροποιημένη και εξελίσσεται με βάση την πορεία της ταξικής πάλης.  Η σταθεροποίησή της θα προκύψει- αν προκύψει- από  την ταξική  πάλη για τον μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής από καπιταλιστικές  και κρατικοκαπιταλιστικές σε σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές ή ορθότερα σε πρώιμες κομμουνιστικές και ώριμες κομμουνιστικές. Στην πραγματικότητα, η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής δημιουργεί μια πρώτη και ασταθή μορφή σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας ως τάση , υπό την κυριαρχία, όμως, ακόμη καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στην πραγματικότητα, η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής από το εργατικό κράτος,  χωρίς άλλες ακόμη κατακτήσεις της ταξικής πάλης από την πλευρά της εργατικής τάξης και των συμμάχων της  που κατέχουν την κρατική εξουσία, μετασχηματίζει τις ιδιωτικοκαπιταλιστικές σε κρατικοκαπιταλιστικές , υπό την έννοια ότι πια φορέας του κεφαλαίου ως σχέσης είναι το κράτος και όχι οι ατομικοί καπιταλιστές, οι οποίοι έχουν απαλλοτριωθεί. Το συλλογικό/συνολικό  κεφάλαιο εκπροσωπείται από το κράτος.  Μια βασική διαφορά των ιδιωτικοκαπιταλιστικών από τις κρατικοκαπιταλιστικές σχέσεις αποτελεί και  α) η διαφορετική λειτουργία της αγοράς εργασίας  στον κρατικό καπιταλισμό, συνεπικουρούμενη από σημαντικά στοιχεία  διοικητικής επιβολής β) ο ρόλος ειδικά της καταναγκαστικής εργασίας  γ)   ο ρόλος του Πλάνου και η , από ένα σημείο και μετά, επιβολή διοικητικών τιμών δ) η ύπαρξη συνολικού μάνατζμεντ σε εθνική κλίμακα.    Όμως, οι αντικειμενικά κρατικοκαπιταλιστικές σχέσεις δεν παράγουν αυτόματα μια κυρίαρχη  κρατικοκαπιταλιστική τάξη για τον εαυτό της , η οποία συνειδητά διευθύνει  την παραγωγική διαδικασία και ιδιοποιείται την παραγόμενη υπεραξία. Για ένα μεταβατικό διάστημα , οι αντικειμενικά υφιστάμενες  κρατικοκαπιταλιστικές σχέσεις δεν αναιρούν τη σοσιαλιστική-εργατική εξουσία , αλλά συνυπάρχουν αντιφατικά αλλά και ανταγωνιστικά με αυτήν[40]. Υπάρχουν δηλαδή αντικειμενικά κυρίαρχες κρατικοκαπιταλιστικές σχέσεις , αλλά στον βαθμό που υφίσταται εργατική εξουσία, ακόμη και γραφειοκρατικά παραμορφωμένη, και που η διαδικασία μετάβασης στον κομμουνισμό παραμένει ανοιχτή στην διαλεκτική εξέλιξη της ταξικής πάλης, μπορούμε να μιλάμε για ισχύ ακόμη της σοσιαλιστικής μετάβασης, του σοσιαλισμού. Κατά την γνώμη μας, μια τέτοια κατάσταση ίσχυσε στην Σοβιετική Ένωση ως την αρχή των σταλινικών πεντάχρονων πλάνων στα 1928-1929, στην Κίνα, με πολλές παραλλαγές που έχω εξηγήσει αλλού,  ως το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης το 1972 περίπου  και με ανάλογες μορφές και για περιορισμένο διάστημα  και σε άλλες χώρες που νίκησε, έστω και ιδιόμορφα , η σοσιαλιστική επανάσταση ως αντιιμπεριαλιστική επανάσταση συνάμα    (Γιουγκοσλαβία, Βιετνάμ, Κούβα κλπ).     

   Όπως επισημαίνει ο Μπετελέμ, η κρατικοκαπιταλιστική μορφή όχι μόνο επιβιώνει αλλά και  αναπαράγεται κάτω από το αρχικά εργατικό κράτος στον βαθμό που η φορά της ταξικής πάλης προς τον κομμουνισμό δεν οξύνεται/επιταχύνεται, καθώς :

Η εργατική τάξη παραμένει χωρισμένη από τα μέσα παραγωγής  είτε υπό   την έννοια της μη ισχύος ή της κατάργησης του εργατικού ελέγχου ανά επιχείρηση  και της συνειδητής παρέμβασης της εργατικής τάξης προς την διεύθυνση της παραγωγικής διαδικασίας  και προς την ανατροπή του καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού  της εργασίας ( διάκριση χειρωνακτικής/διανοητικής εργασίας και διάκριση διευθυνόντων και  εκτελεστών) . Η κατάργηση του εργατικού ελέγχου στην μετεπαναστατική Ρωσία (παραπάνω)  , η επιβολή του ταιυλορισμού μέσω της εντατικοποίησης της εργασίας, της ενίσχυσης των ειδικών και του κινήματος Σταχάνοφ[41], , η εργασία με το κομμάτι και η σταθεροποίηση της τάξης των «ειδικών-διευθυντών»  και της μονοπρόσωπης διεύθυνσης αναπαρήγαγαν τις κρατικοκαπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής/εξουσίας και κατέληξαν  στην κοινωνική τους σταθεροποίηση ως  παγιωμένης ταξικής κυριαρχίας από ένα σημείο και μετά και στην ανατροπή της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Είτε η νίκη του σοσιαλιστικού δρόμου αποδιαρθρώνει τις κρατικοκαπιταλιστικές σχέσεις σε κομμουνιστική διέξοδο είτε νικάει ο καπιταλιστικός δρόμος και οι κρατικοκαπιταλιστικές ή γραφειοκρατικές καπιταλιστικές σχέσεις παγιώνονται με αποτέλεσμα την παύση/διάλυση  του σοσιαλισμού ως μεταβατικής περιόδου. Ιδίως η πλήρης απόρριψη της αυτοδιεύθυνσης σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο σηματοδοτεί την όξυνση της αντίθεσης μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας και της αντίθεσης μεταξύ διεύθυνσης και εκτέλεσης.  

-Σε ένα ανώτερο επίπεδο, η εργατική τάξη παραμένει χωρισμένη από τα μέσα παραγωγής, στον βαθμό που δεν συμμετέχει συλλογικά και δημοκρατικά στην διαδικασία του εθνικού οικονομικού και παραγωγικού σχεδιασμού, στο κεντρικό Σχέδιο,  (Μπετελέμ ΙΙ , σελ. 279-280) και υποκαθίσταται από την κρατική-κομματική γραφειοκρατία και τους αστούς ειδικούς. Όπως είδαμε πιο πάνω στην ΕΣΣΔ ο εργατικός έλεγχος αρχικά συγκεντροποιήθηκε στο όργανο της Βέσενκα ( παραπάνω για τον εργατικό έλεγχο αναλυτικά)  και στην συνέχεια παραδόθηκε πλήρως στην κρατική-τεχνοκρατική διεύθυνση κα οργάνωση (Γκοσπλαν κλπ).

Οι κρατικοκαπιταλιστικές σχέσεις, επίσης, ενισχύονται και επιβιώνουν στον βαθμό που  συνεχίζουν να υπάρχουν «διαχωρισμένοι παραγωγοί»- κρατικές επιχειρήσεις που ανταλλάσσουν εμπορεύματα , όπου συνεχίζει να υπάρχει εμπορευματική ανταλλαγή και χρήμα , όπου η ανταλλακτική αξία υπερισχύει ακόμη πάνω  στην αξία χρήσης , που οι ανάγκες της συσσώρευσης  αξίας υπερισχύουν πάνω στην οργάνωση των κοινωνικών αναγκών. Στην πραγματικότητα, αυτό θα ίσχυε κατά την μετάβαση  ως ένα προωθημένο  σημείο ( ως την έναρξη του πρώιμου κομμουνισμού ή «σοσιαλισμού»  κατά την έννοια  του Προγράμματος της Γκότα) ακόμη και αν οι παραπάνω περιορισμοί θα είχαν εξαλειφθεί.   Στην αρχική έκδοση του «Εγχειριδίου Πολιτικής Οικονομίας» των Λάπιντους και Οστροβιτιάνοφ  (1928) αναφέρεται ότι στον σοσιαλισμό υπό την έννοια του «πρώιμου κομμουνισμού» δεν υφίστανται πλέον εμπορευματικές σχέσεις και ανταλλακτική αξία[42].  Αντίθετα, στο Εγχειρίδιο του 1943  αλλά και στα μεταγενέστερα έργα του Στάλιν ορίζεται σαφώς  ότι στον σοσιαλισμό ( ουσιαστικά όχι μόνο στην μετάβαση αλλά και  στον «σοσιαλισμό» ως ανώριμο κομμουνισμό )  εξακολουθεί να ισχύει, αν και με τροποποιήσεις , ο νόμος της αξίας.                

Ορθά, ο Τ. Κλιφφ ,  επαναλαμβάνοντας τις θέσεις του Μαρξ στο «Κεφάλαιο»,  εντοπίζει ότι η ανταλλακτική αξία ως κοινωνικά αφηρημένη εργασία ενοποιεί τις ατομικές εργασίες και τις κοινωνικοποιεί και ότι οι εμπορευματικές σχέσεις και η παραγωγή και συσσώρευση αξίας και η ανταλλαγή της στην αγορά  αποτελούν βασική μορφή κοινωνικοποίησης της εργασίας στους ταξικούς τρόπους παραγωγής , στον βαθμό που αναπτύσσεται η εμπορευματική οικονομία, και ιδίως στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ( σελ. 205).   

Στον βαθμό που υπάρχει ακόμη ιδιωτική παραγωγή και ιδιωτική ιδιοποίηση , πράγμα που εκφράζεται  συχνά και στην διαβάθμιση και ανισότητα της διανομής του πλεονάσματος    κάτω από την εργατική εξουσία.

Οι παραπάνω τάσεις παραμένουν όλες ενεργές και ενισχυόμενες  κατά την δεκαετία του ’20 , με αποτέλεσμα  την συνεχή  ενίσχυση  του πόλου της κυριαρχίας στις κρατικοκαπιταλιστικές σχέσεις ( κρατική-κομματική γραφειοκρατία, διευθυντές και ειδικοί, συνδικαλιστική γραφειοκρατία, κομματική διανόηση κλπ), την σταδιακή ήττα της  τάσης προς τον κομμουνισμό    και την σταδιακή μετατροπή του κυρίαρχου πόλου  από τάξη καθ’ εαυτήν   (αντικειμενική τάξη) σε τάξη για τον εαυτό της και σε νέα κυρίαρχη τάξη στον σοβιετικό κοινωνικό σχηματισμό.  Αυτό ενισχύεται για μία σειρά από ιστορικούς  λόγους[43], όπως :

Η απομόνωση της Σοβιετικής Ρωσίας  και η συντριπτική  ήττα της επανάστασης στην Δύση. Στο σημείο αυτό, είναι σαφές ότι η επιμονή του Τρότσκυ στην μη υποταγή του διεθνούς κινήματος στα συμφέροντα του σοβιετικού κράτους ( «σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα») όντως άνοιγε μια πιο ριζοσπαστική εκδοχή για το διεθνές κίνημα αλλά, σε ένα βαθμό, και για την ίδια την ΕΣΣΔ. Αυτή η άποψη συνυπάρχει αντιφατικά με μια στρατηγική , η οποία δεν αμφισβητεί εσωτερικά σε βάθος την αυξανόμενη κυριαρχία της γραφειοκρατίας ως δυνάμει τάξης και τελικά ως  νέας κυρίαρχης τάξης.    

Η  φυσική/αριθμητική  συντριβή της  παλιάς ρωσικής εργατικής τάξης στον Εμφύλιο και η απορρόφηση πολλών μαχητικών στοιχείων της στο κράτος.

Η  ήδη από το 1918 έλλειψη σοσιαλιστικής δημοκρατίας, αποτελεσματικής και αυτόνομης συνδικαλιστικής οργάνωσης  και εργατικού ελέγχου. Η έλλειψη αυτοδιεύθυνσης και ουσιαστικής λειτουργίας των σοβιέτ και των συνδικάτων  συνδυάζεται και με την κατάλυση – για αντικειμενικούς αλλά και εμπρόθετους λόγους- του σοσιαλιστικού πλουραλισμού από τους Μπολσεβίκους.

Η διπλότητα σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης  των κοινωνικών  και ταξικών σχέσεων ( υπάρχουν στρώματα που είναι- και- δεν- είναι- εργατική τάξη).  Ας σημειωθεί και η θέση  του Λένιν το 1920-1921 ότι η παραγωγική εργατική τάξη αγροτικής προέλευσης δεν είναι πραγματικά εργατική τάξη, ότι η εργατική τάξη είναι βασικά  πλέον το Κόμμα  ( Μπετελέμ ΙΙ , σελ. 316).

Η αναπαραγωγή κυρίαρχων αστικών αντιλήψεων στο Μπολσεβίκικο Κόμμα και την ηγεσία του.

Η διαρκής ενίσχυση αστικών/γραφειοκρατικών τάσεων στο κράτος. Η ουσιαστική «μη συντριβή» ή «μη επαναστατικοποίηση»  των αστικών-γραφειοκρατικών όψεων του σοβιετικού κράτους.   

   Ουσιαστικά, η διαδικασία των Πεντάχρονων Πλάνων σταθεροποιεί την νέα κυρίαρχη τάξη και την νέα μορφή ταξικής κυριαρχίας  υπό την έννοια α) της αγροτικής «σοσιαλιστικής» συσσώρευσης και της μεγάλης μεταφοράς  αξίας από την ύπαιθρο στην πόλη και στο κρατικό-διοικητικό κέντρο και β) υπό την έννοια της πειθάρχησης και σχεδόν «στρατιωτικοποίησης» της βιομηχανικής εργατικής τάξης στα πλαίσια της εντατικής εκβιομηχάνισης της χώρας[44].

  Όπως έχουμε δείξει, η προσήλωση του Τρότσκυ σε ένα συγκεντρωτικό, μη συμμετοχικό και καταναγκαστικό μοντέλο οργάνωσης της εργασίας τον καθιστά πρωτοπόρο στοχαστή  και ηγέτη  –σε έναν  βαθμό μαζί με τον Λένιν αλλά όχι απόλυτα – της τάσης  μετάβασης  από την  ασταθή εξ αρχής εργατική εξουσία στην σταθεροποίηση  μιας μορφής κρατικού καπιταλισμού ( βλ. και σε Κ. Παπαϊωάννου  οπ.π. σελ. 262-274). Και σε προπομπό της ηγεσίας Στάλιν σε αυτό το επίπεδο.

  Στα πλαίσια αυτής της μελέτης, δεν θα υπεισέλθουμε  αναλυτικά στα «ενδιάμεσα χρόνια»  ανάμεσα στο 1921 και στην έναρξη των Πεντάχρονων Πλάνων το 1928 και στη στάση του Τρότσκυ απέναντι τόσο στην κοινωνική τεχνολογία του κρατικού καπιταλισμού  όσο και στην ίδια την αναπαραγωγή  των κρατικοκαπιταλιστικών σχέσεων στην ενδιάμεση περίοδο. Θα αρκεστούμε να παρατηρήσουμε , μόνο, ότι :

Στη διαμάχη του 1923-1924,  ανάμεσα στον Τρότσκυ και την τρόικα Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ-Στάλιν  , η θέση του Τρότσκυ  και των συμμάχων του επικεντρώνεται στο ζήτημα της δημοκρατίας μέσα στο Κόμμα των Μπολσεβίκων και σε μια πιθανή χαλάρωση του αντιδημοκρατικού εσωκομματικού καθεστώτος που επέβαλε το 10ο Συνέδριο του κόμματος (1921). Το ζήτημα της οικονομικής δημοκρατίας στις επιχειρήσεις  , όπως, άλλωστε, και συνολικά της κοινωνικοπολιτικής  εργατικής δημοκρατίας στη σοβιετική κοινωνία δεν τίθεται καν[45].   Άλλωστε, και το ζήτημα  του πολυκομματισμού σε σοβιετικά πλαίσια θα εμφανιστεί στις θέσεις του Τρότσκυ αρκετά αργότερα , στην «Προδομένη Επανάσταση» (1936)  και στο «Μεταβατικό Πρόγραμμα» 91938).  

Στα κείμενα του Τρότσκυ για την «Νέα Πορεία», που ακολουθούν τον συμβιβασμό στην ΚΕ  τον 11. και 12.23,  δεν γίνεται καμία αναφορά σε αναβίωση των μορφών εργατικού ελέγχου ή οικονομικής δημοκρατίας.   Στο κείμενό του “Theses on Industry” του 1923, ενταγμένο στα κείμενα για την «Νέα Πορεία»,  ο Τρότσκυ αναφέρεται εκτεταμένα  σε ζητήματα οικονομικής και βιομηχανικής οργάνωσης και αποτελεσματικότητας[46].    Ο ρόλος των μάνατζερς και των διοικητικών στελεχών επικρίνεται αποκλειστικά από την πλευρά της σωστής τους εκπαίδευσης,  της ικανότητάς τους για διοίκηση αλλά και της έλλειψης….. επιχειρηματικού πνεύματος ( λόγω της ΝΕΠ). Ουσιαστικά, ο ρόλος τους στον κοινωνικό καταμερισμό  εργασίας  δεν αμφισβητείται καθόλου.  Καμία νύξη δεν γίνεται σε μορφές εργατικών επιτροπών ή έστω συμμετοχής των εργατών σε κάποιες αποφάσεις που τους αφορούν. Αυτό δεν είναι περίεργο. Ο Τρότσκυ, που από το 1917 και μετά ποτέ δεν τάχθηκε υπέρ των πειραματισμών εργατικής αυτοδιεύθυνσης,  θα ήταν περίεργο, αντίθετα, να ανοίξει αυτό το ζήτημα το ’23  σε αντιπαράθεση με τον Στάλιν, με τον κίνδυνο να θεωρηθεί σύμμαχος απαγορευμένων  κομμουνιστικών τάσεων όπως η Εργατική Αντιπολίτευση ή η Ομάδα Εργατών του Μιάσνικοφ  ή η ομάδα του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού.

Συνολικά, η κριτική του Τρότσκυ το 1923-1924  γίνεται από μια οπτική πολύ καχύποπτη προς την ΝΕΠ και την ανάδυση ενός- εν πολλοίς φανταστικού και σε μικρό βαθμό υπαρκτού- κινδύνου αποκατάστασης του ιδιωτικού καπιταλισμού. Η τάση προς την γραφειοκρατικοποίηση και το Θερμιδώρ θεωρείται συμπληρωματική  προς την επάνοδο του ιδιωτικού καπιταλισμού.  Ο Στάλιν και οι σύμμαχοί του θεωρούνται ως μια κεντρώα-βοναπαρτιστική  γραφειοκρατική δύναμη ανάμεσα στην προλεταριακή  Αριστερή Αντιπολίτευση και τον αναδυόμενο εκ νέου αστικοαγροτικό ιδιωτικό καπιταλισμό της ΝΕΠ[47]. Ουσιαστικά, η γραμμή της Αριστερής Αντιπολίτευσης είναι το χτύπημα των νέων  αστικών στοιχείων σε πόλη και ύπαιθρο  και μια  ισχυρή τάση προς την υπερεκβιομηχάνιση και την αγροτική κολλεκτιβοποίηση,   η οποία θα άμβλυνε ή και θα ήρε την ΝΕΠ.  Αυτή η τάση διαγράφεται πολύ καθαρότερα, αυτήν την περίοδο, στα κείμενα του Πρεομπραζένσκι. Στο έργο του συνεργάτη του Τρότσκυ  Εβγκένι  Πρεομπραζένσκι   «Η Νέα Οικονομική»  (1925-1926, αγγλική έκδοση,  “The new economics” , Oxford University Press, 1965, σελ. 77-145, επίσης κριτικά στον Πρεομπραζένσκι  και σε Κ. Παπαϊωάννου  οπ.π. σελ. 366-367), υποστηρίζεται ότι πρέπει να επιχειρηθεί μια μορφή «σοσιαλιστικής πρωταρχικής συσσώρευσης» , κατά την οποία η σοβιετική  εξουσία θα απόσπάσει /μεταφέρει πλεόνασμα από τους αγρότες  υπέρ των πόλεων χάριν της  εντατικής εκβιομηχάνισης της χώρας. Η θέση αυτή, η οποία παραπέμπει στην καπιταλιστική πρωταρχική συσσώρευση του 16ου αιώνα και αναφέρεται στην αγροτική ύπαιθρο ως κάτι το αντίστοιχο των παλαιών αποικιών των καπιταλιστικών χωρών  όχι μόνο δεν είναι κάτι το ριζικά διαφορετικό , αλλά ουσιαστικά προετοιμάζει  ιδεολογικά την κολλεκτιβοποίηση του 1928-1932 , η οποία λειτούργησε όχι μόνο κατά των κουλάκων αλλά και κατά των φτωχομεσαίων αγροτών σε σημαντική κλίμακα ( Μπετελέμ , τ. ΙΙ και ΙΙΙ-ΙV , αναλυτικά).  Η θέση του Πρεομπραζένσκυ είναι μια θέση άρσης της εργατοαγροτικής συμμαχίας ήδη από το 1924 , και δεν είναι τυχαίο που η επικράτηση της Τρόικα κατά του Τρότσκυ στο 13ο  και το 14ο Συνέδριο ( 1923, 1924) και η εξασθένηση των απόψεών του συμπίπτουν-πέρα από τα πολύ σοβαρά ζητήματα της διεθνούς οικοδόμησης του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας μέσα στους Μπολσεβίκους, όπου ο Τρότσκυ έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό δίκιο-  με την υπεράσπιση της εργατοαγροτικής συμμαχίας από την πλειοψηφία έναντι μιας προοπτικής ραγδαίας εκβιομηχάνισης-κολλεκτιβοποίησης-άρσης της ΝΕΠ[48].   Η διαμάχη αυτή ξεκινά από την «Πλατφόρμα τω ν 46» τον 10.1923, περνά από  το 14ο Συνέδριο, όπου ουσιατικά ο Τρότσκυ είναι απών,  και καταλήγει στο 15ο , πάντοτε με ήττα των τροτσκιστών και στην συνέχεια της «Ενωμένης Αντιπολίτευσης» , τάσεων που έχουν και μία «εκβιομηχανιστική» ισχυρή διάσταση ( 1925)[49]. Δεν είναι τυχαίο το ότι πολλοί ηγετικοί τροτσκιστές συμφιλιώνονται μετά το 1928 με τον Στάλιν επί της λογικής ότι ο Στάλιν υλοποιεί πιά την δική τους πολιτική γραμμή.  Αυτό δεν αίρει , βέβαια, το σοβαρότατο ιστορικό  ενδεχόμενο μια υλοιποίηση αυτής της γραμμής από τον Τρότσκυ στην εξουσία να ήταν λιγότερο ωμή και αιματηρή.  

Η γραμμή της Ενωμένης Αντιπολίτευσης ( Τρότσκυ-Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ) κατά της συμμαχίας Στάλιν και Μπουχάριν    θέτει και αυτή το ζήτημα της σύγκρουσης με τις παλιές ιδιοκτήτριες τάξεις και της εντατικής εκβιομηχάνισης ως τρόπο επίλυσης της οικονομικής κρίσης και ιδίως της κρίσης των τιμών-σε συνδυασμό πάντοτε με την κριτική στο κομματικό μονοπώλιο εξουσίας του Στάλιν και των συμμάχων του και στην απουσία δημοκρατίας μέσα στο κόμμα  καθώς και στα σοβαρά στρατηγικά σφάλματα στην πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς  (ιδίως στην Κίνα) . Η ΕΑ θεωρεί ότι η λύση στην κρίση των τιμών ( υψηλές τιμές βιομηχανικών αγαθών και χαμηλές των αγροτικών που οδηγούν σε μη τροφοδοσία της πόλης σε αγροτικά αγαθά και της υπαίθρου σε βιομηχανικά)  είναι η φυγή προς  τα εμπρός με έμφαση στην επιτάχυνση της παραγωγής μέσων παραγωγής  και με υψηλούς φόρους στους εύπορους ιδίως αγρότες[50]. Παρά το ότι  αποκλειστικά  ο Ζηνόβιεφ  ανοίγει το ζήτημα   ότι οι σχέσεις  παραγωγής στις κρατικές επιχειρήσεις είναι ενδεχομένως κρατικοκαπιταλιστικές και όχι σοσιαλιστικές[51] ήδη από το 1925-1926, η ΕΑ δεν μεταθέτει το πεδίο της σύγκρουσης από το εσωτερικό του κόμματος στην κοινωνία . Και αυτό παρά το γεγονός ότι η  γραφειοκρατική ομάδα Ζηνόβιεφ επικοινωνεί  στο Λένινγκραντ με ένα σχετικά ριζοσπαστικό τμήμα της εργατικής τάξης,  συνδέει την εκβιομηχάνιση με προσδοκίες  υλικής ανόδου  αλλά και δημοκρατικής συμμετοχής με κάποιο τρόπο των εργαζομένων στις επιχειρήσεις ( R. Fischer  σελ. 566), καθώς και ανοίγει ζήτημα περισσότερων σοβιετικών κομμάτων ( των Μενσεβίκων και ενός αγροτικού κόμματος- R. Fischer σελ. 545-546). Όμως, στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής , η ΕΑ εκφράζει μια «βιομηχανιστική –κολεκτιβιστική» τάση , η οποία εν πολλοίς ακολουθεί  ακόμη την πλατφόρμα του Πρεομπραζένσκι περί «σοσιαλιστικής πρωταρχικής συσσώρευσης» ( Daniels οπ.π. σελ. 288-289) . Η  ηγεσία Στάλιν-Μπουχάριν  επιμένει στη διατήρηση της ΝΕΠ , προτείνοντας, επιπλέον, τη μείωση των τιμών βιομηχανικών αγαθών έναντι των αγροτών ώστε να έχουν αυτοί κίνητρο να παράγουν και να τροφοδοτούν τις πόλεις[52]. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι  η μείωση των τιμών βιομηχανικών αγαθών θα οδηγήσει σε αναγκαίες περικοπές κόστους και σε προσπάθεια για άνοδο της παραγωγικότητας . Απαντώντας στην  Ενωμένη Αντιπολίτευση, ο Στάλιν ,μιλώντας σε μια εργατική  συγκέντρωση στο Λένινγκραντ , είπε  για το πλαίσιο των απόψεων Πρεομπραζένσκι:

« Υπάρχουν  άνθρωποι   στο κόμμα, σύντροφοι, οι οποίοι θεωρούν τις εργαζόμενες μάζες  της αγροτιάς ένα ξένο σώμα, ένα αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης χάριν της βιομηχανίας, σαν να διαμορφώναμε μια αποικία που θα συγκέντρωνε πόρους για τη βιομηχανία. Αυτοί είναι επικίνδυνοι άνθρωποι, σύντροφοι»[53].  Συνέχισε δε, λέγοντας ότι ήταν αδύνατο να συμφωνήσει κανείς με την άσκηση κι άλλης πίεσης πάνω στους αγρότες μέσω εντατικής φορολόγησης ή και της πώλησης των βιομηχανικών αγαθών σε υψηλές τιμές. Γιατί αυτό θα υπέσκαπτε την εργατοαγροτική συμμαχία και θα τίναζε στον αέρα τα θεμέλια της δικτατορίας του προλεταριάτου».                

Βεβαίως, η ειρωνεία της Ιστορίας επιβεβαίωσε αυτήν την κριτική σε μια αδιέξοδη πολιτική  που είχε προτείνει αρχικά ο Πρεομπραζένσκι και τελικά εφάρμοσε ο ίδιος ο Στάλιν.

  Επίσης, το γεγονός ότι ο Τρότσκυ προέκρινε την «εκβιομηχανιστική» πολιτική, παρακάμπτοντας πλήρως όχι μόνο το κρίσιμο ζήτημα της εργατοαγροτικής συμμαχίας αλλά και την ίδια την αμείλικτη υπαγωγή των εργατών σε ένα σύστημα μάνατζερ-κρατικής γραφειοκρατίας , όχι μόνο χωρίς καμία συμμετοχή την οργάνωση της παραγωγής αλλά και χωρίς στοιχειώδη συνδικαλιστικά και εργασιακά  δικαιώματα, εξηγεί σε σημαντικό βαθμό την ανοχή του ή και την μάλλον ήπια κριτική του στην πολιτική των Πεντάχρονων Πλάνων, ιδίως κατά την περίοδο 1928-1932. 

Ζ. Η  μεταγενέστερη συνηγορία  του Τρότσκυ  υπέρ των ταξικών   εκμεταλλευτικών  πρακτικών του σοβιετικού κράτους στα 1928-1932 ( Α’ Πεντάχρονο Πλάνο)

 Ειδικότερα ο Τόνυ  Κλιφφ στο σημαντικό  έργο του «Τρότσκυ τ. 4- 1927-1940, όσο πιο σκοτεινή η νύχτα, τόσο πιο φωτεινό το αστέρι» ( Αθήνα 2010, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο), τον οποίο κανείς δεν θα μπορούσε να μεμφθεί ως αντιτροτσκιστή,   παρατηρεί τα ακόλουθα[54]:

Κατά την περίοδο 1925-1928 , ο Τρότσκυ θεωρεί ότι η σύγκρουση δειεξάγεται μεταξύ της Δεξιάς των Μπουχαρινικών ( φιλονεπ και φιλοκουλάκοι, η πιο καθαρή μορφή του Θερμιδώρ, που τείνει στην παλινόρθωση του καπιταλισμού), την Αριστερά του δικού του μπλοκ και για μια περίοδο του μπλοκ της Ενωμένης Αντιπολίτευσης πριν από το 15ο Συνέδριο το 1927, μαζί με Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ)  και της κεντρώας, αυταρχικής και βοοναπαρτιστικής ομάδας Στάλιν.   Η βασική του εκτίμηση ,κατά τον Κλιφφ, είναι η νίκη των μπουχαρινικών  και η ανατροπή του Στάλιν από αυτούς (σελ. 63). Όταν αυτό ανατρέπεται στις αρχές του 1928, ο Τρότσκυ σαφώς θεωρεί ότι η πολιτική που οδηγεί στην κολλεκτιβοποίηση είναι μια «αριστερή» στροφή»  Αναφέρει μάλιστα  ο Τρότσκυ  στις 23-5-1928:

«Το  έργο  “Σε Νέο Στάδιο”   (εννοει : το πλαίσιο συμφωνίας “New Course”  στην ΚΕ στα τέλη του 1923 και τα κείμενά του Τρότσκυ  πάνω σε αυτό ) ,  μιλάει γιά  μια επικείμενη μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής  προς τα δεξιά, κάτω από την πίεση  των οικονομικών προβλημάτων. Όπως αποδείχτηκε, η στροφή έγινε προς τα αριστερά.  Αυτό σημαίνει ότι εμείς  οι ίδιοι είχαμε υποτιμήσει  την καλή,  δυνατή σφήνα που είχαμε βάλει. Ναι, ήταν η σφήνα που είχαμε βάλει εμείς. , αυτό που τους εμπόδισε στη παρούσα φάση, να αναζητήσουν διέξοδο από τις αντιφάσεις τους στο δεξιό μονοπάτι. Δεν χωράει καμία αμφιβολία ( μόνο ένας χοντροκέφαλος μπορεί να το αρνηθεί πλέον) ότι αν δεν είχε υπάρξει όλο το προηγούμενο έργο μας –οι αναλύσεις μας, οι προβλέψεις, οι κριτικές, οι αποκαλύψεις και οι νέες προβλέψεις –τότε κάτω από την πίεση της κρίσης στη συγκέντρωση σιτηρών θα είχε εκδηλωθεί μια απότομη στροφή προς τα δεξιά»[55].

Ο Τρότσκυ, εδώ, όντας απόλυτα ηττημένος κομματικά και ήδη τραγικός εξόριστος στην Άλμα Άτα, θεωρεί ότι δια του Στάλιν η γραμμή του για την υπερεκβιομηχάνιση-κολλεκτιβοποίηση έχει νικήσει και η «δεξιά»  γραμμή του Μπουχάριν- μια γραμμή που παρά τις μικροκαπιταλιστικές όψεις της είναι η μοναδική που διασώζει κάτι από την εργατοαγροτική συμμαχία , το θεμέλιο δηλαδή των δύο επαναστάσεων του 1917- έχει ευτυχέστατα νικηθεί.  Στα 1928-1929, όπως περιγράφει ο Ciliga , ο Κλιφφ και πολλοί άλλοι, στην βάση αυτής της εκτίμησης περί νίκης της «γραμμής  της Αριστερής Αντιπολίτευσης» για την οικονομική πολιτική ,  πολλοί τροτσκιστές από τα πιο χαμηλά ως τα πιο ψηλά κλιμάκια  (π.χ. Ράντεκ, Πρεομπραζένσκι κ.α) συνθηκολογούν με το σταλινικό καθεστώς. Η προσπάθεια του Τρότσκυ να τους συγκρατήσει αρχικά στέφεται από σημαντική αποτυχία.  Μόνο οι δυσκολίες της κολεκτιβοποίησης και η τραχεία καταστολή πάνω  στους τροτσκιστές κρατουμένους θα μειώσει σταδιακά αυτό το φαινόμενο των «συμφιλιωτών» ( “Conciliators”).

     O ρόλος της «Αριστεράς» , κατά τον Τρότσκυ το 1928-1929,  θα είναι η στήριξη    του «Κέντρου» ( δηλ. της ομάδας Στάλιν) κατά της «Δεξιάς» ( ομάδα Μπουχάριν) « ασκώντας κριτική στην πλήρη ανεπάρκεια αυτών των βημάτων, και στην απουσία εγγυήσεων συνολικά αυτής της επίσημης στροφής, αφού εξακολουθεί να στηρίζεται στις άνωθεν εντολές και δεν πηγάζει πραγματικά πό το κόμμα .. Η Αντιπολίτευση θα συνεχίσει να αποκαλύπτει ασυμβίβαστα  στο κόμμα τους μεγάλους κινδύνους, που πηγάζουν από  αυτή την ασυνέπεια, την απουσία θεωρητικού προβληματισμού, και τις πολιτικές αντιφάσεις της τωρινής γραμμής ,η οποία εξακολουθεί να βασίζεται στη συμφωνία τουκέντρου με τη δεξιά εναντίον της αριστεράς..» ( Κλιφφ, σελ. 65).

Είναι φανερό ότι στα 1928, σε συνέχεια της παλιότερης γραμμής του ίδιου και  του Πρεομπραζένσκι, δεν τοποθετείται καθόλου  κατά της νέας γραμμής επιτάχυνσης της εκβιομηχάνισης στην βάση της αφαίρεσης πλεονάσματος από τους αγρότες  (κουλάκους αλλά κυρίως μη κουλάκους), η ανησυχία του δεν είναι καθόλου οι αρνητικές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής ( που στα 1929-1932 θα φανούν πάρα πολύ καθαρά) πάνω στους φτωχομεσαίους αγρότες ή έστω η πάλη για την οργάνωση των φτωχομεσαίων κατά των κουλάκων  (Μπετελέμ οπ.π.  τ. ΙΙ και III-IV, ο οποίος σε πολλά σημεία συμφωνεί με την άποψη του Μπουχάριν), ούτε οι κίνδυνοι για το ξεζούμισμα των βιομηχανικών εργατών από  την προτεινόμενη ταχύρρυθμη εκβιομηχάνιση «από τα πάνω»  . Τελείως αντίθετα, η ανησυχία του  επικεντρώνεται  στην  ασυνέπεια της γραμμής Στάλιν, ο κίνδυνος να τα ξαναβρεί ο Στάλιν με τον Μπουχάριν και τελικά να παραμείνει η χώρα στην ΝΕΠ, να παλινδρομήσει στον «ψωραλέο καπιταλισμό» της ΝΕΠ.  Δεν  χρειάζεται επιχειρηματολόγηση για το ότι αυτή ήταν η γραμμή του Τρότσκυ,  αφού ο ίδιος λέει επανειλημμένα ότι η νέα γραμμή είναι,  αντικειμενικά και ευτυχώς , «στροφή προς τα αριστερά».

   Επίσης, όταν ο Στάλιν μετά την ΚΕ του Ιουλίου 1928, όπου έκανε κάποιες υποχωρήσεις  έναντι των ρυθμών και μόνο της Κ-Ε (Κολλεκτιβοποίησης- Εντατικής Εκβιομηχάνισης), κλιμακώνει   την πάλη κατά της Δεξιάς Τάσης στο κόμμα ( της τάσης υπέρ των αγροτών και των νεπμεν) , ο Τρότσκυ τον Οκτώβριο 1928 χαρακτηρίζει αυτήν την τοποθέτηση-που φτάνει στο ανώτατο σημείο της- ως διστακτική και υποχωρητική. Όπως εξηγεί ο Κλιφφ (σελ. 66) , ο Τρότσκυ εναγώνια περιμένει το σταμάτημα της νέας γραμμής ώστε να δημιουργηθεί   πολιτικό κενό υπέρ της Κ-Ε που δεν υλοποιείται συνεπώς,  και, έτσι, να δημιουργηθεί έδαφος να επιστρέψει ηγεμονικά η Αριστερή Αντιπολίτευση στην πολιτική σκηνή.   Ήδη, τον Απρίλη 1929 , ο Τρότσκυ υποστηρίζει ότι ο Τρότσκυ προχωρά μπροστά στην Κ-Ε   « κάτω από το συνεχές μαστίγωμα της  «Αριστερής Αντιπολίτευσης».  Ο Κλιφφ στο έργο του αυτό ( Τρότσκυ- τ. 4) εξηγεί πολύ πειστικά ότι ο Τρότσκυ δεν κατανοεί καθόλου την ταξική μηχανική στην ΕΣΣΔ του 1928-1932 , ότι βλέπει έναν σταλινικό κεντρισμό μεταξύ προλεταριάτου και παλιών ιδιοκτητριών τάξεων ( είναι φανερό  ότι οι μη κουλάκοι αγρότες δεν παίζουν κανέναν ρόλο στο σχήμα του) , ενώ η σταλινική πολιτική δεν είναι καθόλου «κεντριστική» αλλά παγιώνει  την γραφειοκρατία όχι πια ως παρασιτικό στρώμα αλλά ήδη καθαρά ως τάξη εκμεταλλευτική πάνω στους εργάτες και αγρότες και στην βάση αλά και στο εποικοδόμημα.

  Αλλά και αργότερα, στα 1931-1932, ο Τρότσκυ, πέρα από αποχρώσεις , δν σταματά να υποστηρίζει την Κ-Ε. Ο Κλιφφ αναφέρει   την τοποθέτηση του Τρότσκυ στην μπροσούρα του «Προβλήματα ανάπτυξης στην ΕΣΣΔ» ( Απρίλιος 1931) ότι :

«Η εμπειρία ολόκληρης της μετά τον Λένιν περιόδου είναι αδιάψευστος μάρτυρας    της επιρροής που έχει ασκήσει η Αριστερή Αντιπολίτευση στην πορεία ανάπτυξης  της ΕΣΣΔ. Ό,τι  είναι δημιουργικό  στην επίσημη γραμμή –και έχει παραμείνει δημιουργικό-  είναι ένας καθυστερημένος απόηχος  των ιδεών και των συνθημάτων της Αριστερής Αντιπολίτευσης… σε γενικές γραμμές, η δύναμη αυτής της κριτικής , παρά την αριθμητική  αδυναμία της αριστερής πτέρυγας, , είναι η δύναμη του μαρξισμού:  η ικανότητα δηλαδή να απολύει και να προβλέπει….Συνεπώς, η φράξια των μπολσεβίκων-λενινιστών αποτελει ακόμη και τώρα έναν από τους  πιο σημαντικούς παράγοντες   στην ανάπτυξη της θεωρίας και πρακτικής   της  σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και της παγκόσμιας επανάστασης» ( Κλιφφ οπ.π. σελ. 72).

Ουσιαστικά, και εδώ ο Τρότσκυ θεωρεί ότι παρά την πολιτικοοργανωτική ήττα της τάσης του ηγεμονεύει πάνω στην κυμαινόμενη πρακτική της σταλινικής πτέρυγας, της δείχνει τον δρόμο προς τα «αριστερά». Και όλα αυτά σε μια περίοδο όπου οι βιομηχανικοί εργάτες δουλεύουν υπερεντατικά  χωρίς κανένα εργασιακό  και συνδικαλιστικό δικαίωμα, με τις νόρμες να ανεβαίνουν  σε ξέφρενους ρυθμούς, και οι αγρότες ( οι πρώην  κουλάκοι είναι εξαιρετικά λίγοι ανάμεσά τους) αποτελούν αντικείμενο μιας ακραίας «στρατιωτικοφεουδαρχικής εκμετάλλευσης», σύμφωνα με τον Μπουχάριν.

   Θα ήταν άδικο να αποδώσει κανείς στον Τρότσκυ την ενσυνείδητη γνώση των συνεπειών της Κ-Ε στα Πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο, όταν ακριβώς αυτό εξελίσσεται  ( για παράδειγμα , ο Μπετελέμ στον  ΙΙΙ –IV τομο του έργου του  (γερμανική έκδοση, σελ.   215 επ., κεφάλαιο «Τρόμος και μαζική καταπίεση», σελ. 217)  υποστηρίζει, βάσει στοιχείων ότι στο Πρώτο Πλάνο εκτοπίζονται 241.000 αγροτικές οικογένειες, δηλ. 1,2 εκατομμύρια άτομα στο πρώτο και μόνο κύμα καταπίεσης , οι οποίες, λογικά, δεν απαρτίζονταν βασικά από κουλάκους, δεν υπήρχαν τόσοι κουλάκοι ).Όμως, και στην Πρίγκηπο αλλά και στις επόμενες εξορίες του ο Τρότσκυ είναι δέκτης επισκέψεων και ενημερώσεων και Ρώσων συντρόφων του αλλά  και συντρόφων του από όλο τον κόσμο. Είναι απίθανο να του διέφυγε ότι αυτή η πολιτική που έστω και κριτικά υπερασπίζεται είναι μια πολιτική βουτηγμένη στο αίμα και τηνν ανελευθερία και ότι η καταστολή στην ΕΣΣΔ, σύμφωνα με την διάκριση του Μπετελέμ, δεν είναι μόνο «Τρόμος» δηλ. καταστολή κατά αντιπολιτευόμενων κομμουνιστών αλλά και «μαζική καταπίεση» δηλαδή ένα όργιο βίας και ανελευθερίας κατά των καθημερινών ανθρώπων των λαϊκών  τάξεων.

  Στο κεφάλαιο   της «Προδομένης Επανάστασης» για το κολλεκτιβοποιημένο χωριό ( Αθήνα 2008,  Διεθνές Βήμα, σελ  180 επ.) δεν θα βρούμε καμία κριτική για τις μορφές ταξικής πάλης από τα πάνω που δημιούργησαν το «κολλεκτιβοποιημένο χωριό», λες και αυτό έγινε ….με την ευγενική μετακίνηση κάποιων κουλάκων και μόνο. Όχι όμως μόνο αυτό. Ο Τρότσκυ αβάσιμα θεωρεί τα κολχόζ αγροκτήματα  ομαδικής ιδιοκτησίας και όχι κρατικά αγροκτήματα, δίνοντας για άλλη μια φορά βάση   στην νομική και όχι στην πραγματική ιδιοκτησία. Επιπλέον, όπως συμβαίνει και με την πλήρη επιβολή της κρατικής ιδιοκτησίας στην μεταποίηση-βιομηχανία,  θεωρεί ότι εδώ έχουμε μια θετική κοινωνική μεταβολή, με την στροφή από τους ατομικούς κλήρους στα ομαδικά αγροκτήματα. Θεωρεί, δηλαδή, ότι η κρατική ιδιοκτησία, η οποία εμπεδώνεται  το 1928-1932 παντού είναι ενίσχυση της κατάκτησης της κοινωνικής ιδιοκτησίας, άμεσου  καρπού και προϊόντος της  επανάστασης   του Οκτώβρη.  Όσο υπάρχει κρατικοποιημένη ιδιοκτησία, το Θερμιδώρ δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.  Δέχεται, βέβαια, σε άλλο σημείο ότι οι γραφειοκράτες των κολχόζ επιβάλουν ατομικά συμβόλαια στους αγρότες σαν αυτά που επέβαλαν οι φεουδάρχες στους δουλοπάροικους .Όμως, ενώ , αν και όχι πολύ καθαρά,  αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει κοινωνική διαφοροποίηση και κοινωνική εκμετάλλευση, δεν επιλύει την κραυγαλέα αντίθεση ανάμεσα σε αυτήν την έστω όχι ταξική αλλά κοινωνική εκμετάλλευση και σε μια γενική τοποθέτηση που ακόμη και το 1936-37 αποδέχεται τα κολχόζ-σοβιέτ ως νίκη της συλλογικής/κοινωνικής ιδιοκτησίας πάνω στην ατομική  και επικεντρώνει στα προβλήματα κυρίως παραγωγικότητας και σωστής διοίκησής τους. 

         Θεωρώντας την διαδικασία Κ-Ε , παρά τα προβλήματα στον τρόπο πραγματοποίησής της, μεγάλη κοινωνική νίκη της εργατικής τάξης, τον 1. 1932 θα υποστηρίξει :

«Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της Σοβιετικής Ένωσης είναι το πιο κολοσσιαίο φαινόμενο  της σύγχρονης Ιστορίας. .Τα γιγάντια πλεονεκτήματα της σχεδιασμένης  καθοδήγησης της οικονομίας  έχουν αποδειχτεί περίτρανα με μια δύναμη που δεν μπορεί να αρνηθεί  κανείς».  ( Κλιφφ σελ. 72, παραπομπή σε Works of Leon Trotsky  1932, σελ. 42). Έναν  μήνα αργότερα, θα υποστηρίξει ότι τα επιτεύγματα της εργατικής τάξης στην ΕΣΣΔ  ( ότι δηλαδή η εργατική τάξη δουλεύει για ένα Πλάνο , στο οποίο δεν μετέχει καθόλου, κάτω από όρους εντατικοποίησης, στέρησης εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, και σε συνδυασμό με ήπιες ή σκληρές μορφές καταναγκαστικής εργασίας – βλ. Μπετελέμ τ. IV για τις συνθήκες στον βιομηχανικό τομέα, σελ. )  είναι τόσο σημαντικά και η αυτοπεποίθησή της τόσο αναβαθμισμένη, σε σχέση με αυτά , ώστε οξύνεται η κριτική του γραφειοκρατικού καθεστώτος, του οποίου ηγείται ο Στάλιν ( Κλιφφ οπ.π. σελ. LT Works 1932, 53-54) .

   Στην βάση αυτών των αντιλήψεων, οι οποίες ηγεμονεύονται από τον οικονομισμό και την κυριαρχία των παραγωγικών  δυνάμεων επί των παραγωγικών σχέσεων, από την  ταύτιση κρατικής νομικής ιδιοκτησίας με την συλλογική κοινωνική πραγματική ιδιοκτησία, από την αποδοχή του πιο ιεραρχικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και από μια σχετική επανάληψη της άποψης του 1920-21 ότι το κρίσιμο ζήτημα ίναι η αποτελεσματικότητα ( efficiency)  των μηχανισμών και όχι η συμμετοχή και η δημιουργική πρωτοβουλία των μαζών, ο Τρότσκυ θεωρεί ότι το Θερμιδώρ του Σταλιν, ακόμη και μετά την Κ-Ε , είναι κυμαινόμενο και όχι οριστικό. Ότι το οριστικό Θερμιδώρ θα έρθει, όταν η Ρωσία γυρίσει στον κλασσικό ιδιωτικό καπιταλισμό και αποκατασταθεί  νομικά  η ατομική ιδιοκτησία και περιουσία στα μέσα παραγωγής ( Κλιφφ σελ. 86). Με αυτήν την  έννοια, ο Τρότσκυ εισέρχεται  στρατηγικά  σε ένα  διαρκές πολιτικό αδιέξοδο : οφείλει να υποστηρίξει τους εργάτες κατά του Στάλιν ( πολιτική επανάσταση), για να ανατραπεί η παρασιτική του κυριαρχία πάνω   σε μια βασικά κοινωνικοποιημένη παραγωγή . Από την άλλη, μια έντονη πάλη για την ανατροπή αυτού του παρασιτισμού θα θέσει σε κίνδυνο τον ρόλο της γραφειοκρατίας ως εγγυητή της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Παρά την διακριτή σχετικά στρατηγική του τροτσκισμού στο διεθνές  εργατικό κίνημα στα «αριστερά» του σταλινισμού, με σχετικά  θετικό αλλά πολιτικά αναποτελεσματικό  τρόπο,  η θέση του Τρότσκυ για την ΕΣΣΔ,  ακόμη και μετά την ίδρυση της Δ’ Διεθνους το 1938, εκφράζει μια παγίδευση. Αν ο κύριος κίνδυνος είναι η επιστροφή στο ν  ιδιωτικό καπιταλισμό ( τον μόνο καπιταλισμό στο σχήμα του Τρότσκυ) , η κριτική στην ΕΣΣΔ παραμένει πάντοτε μια λειψή και αναποτελεσματική, από επαναστατική άποψη, κριτική. Παραμένει μια  πολύ θαρραλέα και ηρωϊκή, πλην  εσωτερική Αντιπολίτευση της γραφειοκρατίας και του σταλινικού φαινομένου.            

    Για λόγους διανοητικής τιμιότητας, θα αναφέρουμε και την τοποθέτηση του Κλιφφ στο ίδιο έργο για τις δημοκρατικές ενστάσεις του Τρότσκυ σχετικά με την διαδικασία Κ-Ε. Θα υποστηρίξει ο Τρότσκυ ( Κλιφφ οπ.π. σελ. 76-77, παραπομπή σε WLT 1932 σελ.  274-75 , WLT 1931, σελ. 228-229):

« Οι αναρίθμητοι ζωντανοί συντελεστές που συμμετέχουν στην οικονομία, κρατικοί και ιδιωτικοί, ατομικοί και συλλογικοί, πρέπει να εκφράζουν τις ανάγκες και τη  σχετική ισχύ τους όχι διαμέσου των στατιστικών  εκτιμήσεων των επιτροπών σχεδιασμού , αλλά με την απευθείας  πίεση της προσφοράς και της ζήτησης.  Το πλάνο ελέγχεται και σε σημαντικό βαθμό υλοποιείται δια της αγοράς. Η ίδια η ρύθμιση της αγοράς  πρέπει να στηρίζεται  στις τάσεις ου αναδεικνύουν οι μηχανισμοί της. Τα εγχειρίδια των διαφόρων υπηρεσιών πρέπει να αποδεικνύουν την οικονομική τους αποτελεσματικότητα μέσω του εμπορικού υπολογισμού….Η πάλη ανάμεσα στα ζωντανά συμφέροντα, που είναι ο βασικός παράγοντας του σχεδιασμού , μας οδηγεί στο βασίλειο της πολιτικής , η οποία είναι συμπυκνωμένη οικονομία. Τα όργανα των κοινωνικών ομάδων της σοβιετικής κοινωνίας είναι ή θα πρέπει να είναι τα σοβιέτ, τα συνδικάτα, οι συνεταιρισμοί και πιο σημαντικό από όλα το κυβερνών κόμμα. Μόνο δια της αλληλοσυσχέτισης   αυτών των τριών στοιχείων , δηλαδή του κρατικού σχεδιασμού, της αγοράς,  και της σοβιετικής δημοκρατίας, μπορεί να  χαραχτεί η σωστή κατεύθυνση της οικονομίας στη μεταβατική περίοδο».

Με βάση αυτό το απόσπασμα, ο Κλιφφ υποστηρίζει ότι η δημοκρατία δεν είναι στον Τρότσκυ κάτι το εξωτερικό στον οικονομικό σχεδιασμό, είναι το άλφα και το ωμέγα του.

   Το επιχείρημα του Κλιφφ, αν και συμπαθές στην διατύπωσή του, δε απορρέει λογικά από αυτό   το εκτενές απόσπασμα του Τρότσκυ το 1932. Απορρέει από την  αμφίθυμη, αν και βασικά θετική  ψυχολογική στάση του προς το έργο του Τρότσκυ.  

Πρώτον, διότι το πρώτο  μισό απόσπασμα δεν αναφέρεται στη δημοκρατία στην παραγωγή αλλά  στη συσχέτιση σχεδίου και αγοράς. Και πράγματι, σε μια μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στον ανώριμο και στον ώριμο κομμουνισμό, υπάρχει, σε συνδυασμό με το σχέδιο, η αγορά και στην πώληση της εργατικής δύναμης, αλλά και στην αγορά και πώληση των εμπορευμάτων, στην κυκλοφορία χρήματος κλπ- υπάρχει υπό κοινωνικό έλεγχο, αλλά πάντως υπάρχει.. Όμως, η οικονομία στην οποία αναφέρεται ο Τρότσκυ- εν αγνοία του, προφανώς και καλή τη πίστη- δεν είναι μια οικονομία μετάβασης  στον κομμουνισμό αλλά σταθεροποίησης κρατικών καπιταλιστικών σχέσεων, οι οποίες και μετά από μια σοσιαλιστική επανάσταση συνεχίζουν «αντικειμενικά» να υφίστανται συνυπάρχοντας με τις τάσεις ανατροπής τους. Και αν όμως τα πράγματα    πήγαιναν, όπως πίστευε ο Τρότσκυ,   η συμμετοχή της αγοράς αναδεικνύει τους εργάτες, μεταξύ άλλων, όχι ως φορείς εργατικής εξουσίας, αλλά ως παραγωγούς, αγοραστές και πωλητές εμπορευμάτων.

   Ο  Τρότσκυ προχωρά το συλλογισμό του και μιλά για σύνδεση κράτους  (κεντρικής διοίκησης) και  σοβιετικών θεσμών. Σε λίγα χρόνια ( στην «Προδομένη επανάσταση») θα δεχθεί ότι τα σοβιέτ και τα συνδικάτα είναι πια  ανύπαρκτα και διακοσμητικοί θεσμοί στην ΕΣΣΔ και πρέπει να αναγεννηθούν . Είναι δυνατόν το 1932 να πίστευε ότι τα σοβιέτ και τα συνδικάτα, κάτω από την καταπίεση του Στάλιν , ήταν ζωντανοί θεσμοί εργατικής δημοκρατίας , που μέσω μιας μεταρρύθμισης θα ανέβαιναν ξανά  στο φως ;Πιθανόν και να το πίστευε. Όμως, ο ίδιος ήταν αυτός που στα 1918-1921 πάλεψε λυσσαλέα κατά του εργατικού ελέγχου, της δημοκρατικής λειτουργίας των σοβιέτ και των εργοστασιακών επιτροπών ( τις οποίες θεωρεί το 1919-1921 αναρχοσυνδικαλιστικό και αποδιοργανωτικό της παραγωγής θεσμό, πολύ πιο έντονα και εμφατικά  από ό,τι ο Λένιν ) . Ακόμη και ως το 1932 δεν θέτει ως κεντρικό ζήτημα την αναβίωση και ενδυνάμωση αυτών των θεσμών. Το κεντρικό ζήτημα εργατικής δημοκρατίας είναι το κυβερνών κόμμα, είναι η απουσία δημοκρατίας «εντός των τειχών του κόμματος». Άρα, η ανάδειξη από τον Κλιφφ του δημοκρατικού  στοιχείου στη σκέψη του Τρότσκυ σε σχέση με τον παραγωγικό σχεδιασμό είναι πιο πολύ  θέση καλής θέλησης προς τον Τρότσκυ, παρά απορρέει από τις παραπομπές σε αυτόν.

 Στο δεύτερο απόσπασμα του Τρότσκυ από το 1931 , επισημαίνεται ότι :

« Προτεραιότητα της συνολικής πολιτικής  πρέπει να γίνει το δυνάμωμα της πολιτικής ανεξαρτησίας του προλεταριάτου και της πρωτοβουλίας του σε όλα τα μέτωπα. Η γνήσια επίτευξη αυτού του στόχου είναι αδιανόητη χωρίς πάλη ενάντια στα υπερβολικά  προνόμια  ατόμων και στρωμάτων, τις ακραίες ανισότητες στο βιοτικό επίπεδο, και πάνω απ’όλα στα πελώρια  προνόμια και την ευνοημένη θέση της ανεξέλεγκτης γραφειοκρατίας».

Το σχόλιο του Τ.Κλιφφ στο απόσπασμα αυτό είναι το εξής ( Κλιφφ οπ.π. σελ. 77):   

«Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει καμία ομοιότητα ανάμεσα στην αντίληψη του Τρότσκι για το σοσιαλιστικό σχεδιασμό  και στη γραφειοκρατική κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία που επέβαλε ο Στάλιν φορώντας της το μανδύα του Πλάνου».

  Το σχόλιο του Τόνυ  Κλιφφ θα μπορούσε ,δυνητικά,  να είναι σωστό. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Τρότσκυ στην «Προδομένη Επανάσταση» θα δεχθεί ότι οι εκλογές για τα σοβιέτ δεν εκφράζουν αυτό όπου θέλει ο σοβιετικός λαός, άρα, δεν είναι γνήσιες  ούτε ελεύθερες   ( σελ. 358 επ.) και ότι, επίσης, πρέπει να υπάρχει ελευθερία των σοβιετικών κομμάτων και όχι μόνο του Κόμματος  των Μπολσεβίκων ( σελ. 365 επ.) , γεγονός που συνέβη στην Ρωσία όχι για λόγους αρχής αλλά λόγω των «εκτάκτων συνθηκών»[56].   Όμως, πουθενά στην «Προδομένη Επανάσταση»  αλλά ούτε και στο «Μεταβατικό Πρόγραμμα» ( εδώ ίσως δικαιολογημένα,  αφού είναι ένα μεταβατικό  πρόγραμμα προς την κατάκτηση της πολιτικής  εξουσίας και όχι ένα πρόγραμμα οικοδόμησης της δικτατορίας του προλεταριάτου» , δεν τίθεται με τρόπο ξεκάθαρο το θέμα της ιδιαίτερης θεσμοποίησης της οικονομικής δημοκρατίας  και της εργατικής διεύθυνσης της παραγωγής και ανά επιχείρηση αλλά και σε επίπεδο πανεθνικού σχεδιασμού. Στην πραγματικότητα, μάταια θα ψάξει κανείς να βρει ένα συνολικό  μοντέλο   συλλογικής αυτοδιεύθυνσης της παραγωγής    στον ίδιο τον  Τρότσκυ – η διαχείριση από τους «επίγονους» είναι πολύμορφη, αλλά δεν αξίζει εδώ να ασχοληθούμε με αυτήν.  Όπως δεν υπάρχει στον Τρότσκυ  με σαφήνεια ένα μοντέλο των σοβιέτ , με όρους πολιτικής ελευθερίας και πολυκομματισμού, σε σοσιαλιστικά συνταγματικά πλαίσια[57],   υπάρχει ακόμη λιγότερο ένα σχέδιο που να στηρίζεται στις εργοστασιακές ή επιχειρησιακές   επιτροπές και να είναι σταθερό και τοπικά αλλά και κεντρικά και μη ελεγχόμενο ( όπως ούτε και το συστημα των σοβιέτ)    από το «πάνσοφο» και «παντοδύναμο»  λενινιστικό κόμμα. Η αναφορά στον εργατικό έλεγχο διατηρεί την αξία της , υπό έναν όρο , όμως : να μην αντικατασταθεί ο εργατικός έλεγχος ως «λογιστικός έλεγχος»  πάνω στο κεφάλαιο ή ως έλεγχος προσλήψεων και απολύσεων πριν από την κατάληψη τα εξουσίας ( βλ. σε  Λένιν « Μπορούν οι μπολσεβίκοι να κρατήσουν την εργατική εξουσία;», 1917 )   από την επίσης «πάνσοφη» εξουσία των αστών ειδικών και του κράτους-κόμματος  μετά την επανάσταση.   

Η. Η κρίση της Αριστερής Αντιπολίτευσης  το 1928-1932 :  Αν και ηττηθήκαμε κομματικά, όμως, η γραμμή μας έχει νικήσει…..

Ο τροτσκιστής τότε,  αντιπολιτευόμενος Γιουγκοσλάβος κομμουνιστής Ante Ciliga στο σχεδόν  διάσημο έργο του The Russian Enigma (1937, υπάρχει στο διαδίκτυο σε μορφή  pdf) , περιγράφει με τρόπο συγκινητικό την ζωντανή συζήτηση  μεταξύ των τροτσκιστών πολιτικών κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις φυλακές απομόνωσης του σταλινικού καθεστώτος όπου έζησε  από το 1930 ως το 1935  .

   Περιγράφει ένα πλαίσιο όπου υπάρχουν στους τόπους εγκλεισμού αφενός μεν εκπρόσωποι παράνομων εδώ και μια δεκαετία περίπου ( από τα 1920) σοσιαλιστικών κομμάτων ( Μενσεβίκοι και Σοσιαλεπαναστάτες) , αναρχικών ρευμάτων και ομάδων και ιδίως εκπρόσωποι Αντιπολιτεύσεων   των Μπολσεβίκων : της Εργατικής Αντιπολίτευσης, του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού και της Ομάδας Εργατών του Μιάσνικοφ  από την περίοδο 1921-1923 και της τροτσκιστικής Αριστερής Αντιπολίτευσης από το 1925-26 και μετά. Ο Ciliga περιγράφει πολύ αναλυτικά τις  αντιθέσεις, διαφοροποιήσεις και αποχρώσεις τους στα πλαίσια  της ανάλυσης του τι ήταν το σταλινικό καθεστώς και πριν από τα Πλάνα και ιδίως  στην διάρκεια των  Πλάνων ( από το 1928 και εξής).

  Οι τροτσκιστές, κατά τον συγγραφέα, διακρίνονται σε τρεις ομάδες , την Δεξιά ( Right Wing), το Κέντρο  (Center Wing)  και την Αριστερή   (Left Wing). Στα πλαίσια της  ριζοσπαστικής –Αριστερής πτέρυγας των  Τροτσκιστών αναπτύσσεται και μια Υπεραριστερή τάση ( Ultra Left Wing) , η οποία θεωρεί –όπως, ακριβώς,  και η μη τροτσκιστική  Ομάδα Εργατών- ότι η σταλινική Ρωσία αποτελεί ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία, είτε χρησιμοποιώντας το σχήμα του κρατικού καπιταλισμού είτε άλλα παρεμφερή σχήματα που προσδιορίζουν την άρχουσα γραφειοκρατία ως ταξική εκμεταλλευτική ομάδα,  επικρίνοντας ως περιοριστικό και λαθεμένο το σχήμα του «παραμορφωμένου γραφειοκρατικά εργατικού κράτους» του Τρότσκυ.

  Πιο πολύ ενδιαφέρον, όμως, στην αφήγηση του Σίλιγκα, είναι το πλαίσιο ερμηνειών της Δεξιάς τάσης των τροτσκιστών, της τάσης, δηλαδή, που αναγνωρίζει ως δική της γραμμή την σταλινική γραμμή από το 1928 και εξής  και βασανίζεται με την σκέψη μήπως πρέπει να συνθηκολογήσει με το καθεστώς, αφού ήδη άντεξε τόσα βάσανα και κακουχίες. Ας λάβουμε  εδώ υπ’όψιν μας και την συνθηκολόγηση των Ράντεκ καιΠρεομπραζένσκι και άλλων ηγετικών στελεχών της ΑΑ[58] .    Σε μια πολύ αναλυτική περιγραφή αυτών των τάσεων ( σελ. 211-212) , αυτές προσδιορίζονται ως εξής :

Δεξιά τάση: Η κολλεκτιβοποίηση-εκβιομηχάνιση  αποτελεί  επιβεβαίωση της γραμμής μας, αφού  εμείς διεκδικούμε αυτούς τους στόχους ήδη από το 1923. Πάλη για μεταρρύθμιση του Κόμματος  από τα μέσα. Κριτική σε α) απουσία δημοκρατίας στο Κόμμα β) υπερβολική εφαρμογή των καταπιεστικών μέτρων και γ) κίνδυνος να αξιοποιήσει η αστική αντίδραση την οδύνη από τα μέτρα αυτά.

Κεντρώα τάση :   Έμφαση όχι τόσο στην καταπίεση εργατών και αγροτών[59], αλλά στην τεχνική αναποτελεσματικότητα των χρησιμοποιούμενων από το καθεστώς μεθόδων.

Αριστερή τάση : η τάση αυτή απαντά στην νέα στρατηγική μέσα από την «ψυχικη άρνηση του γεγονότος». Η κολλεκτιβοποίηση δεν συμβαίνει πραγματικά, είναι μια στατιστική απάτη. Η ίδια τάση αρνείται ακόμη και την ύπαρξη οικονομικής κρίσης διεθνώς μετά το 29. Είναι κατά της συνθηκολόγησης, θεωρούν το Κόμμα χαμένο οριστικά και ζητούν τη διάσπαση του και τη δημιουργία νέου επαναστατικού κόμματος.

   Σταδιακά, η Αριστερή τάση σπάει και διαφοροποιείται. Τόσο ο  Σίλιγκα όσο και άλλα στελέχη ( όπως ο Densov, πρωην κομματικός ηγέτης του Γκοσπλαν στην Ουκρανία ) κινούνται προς την εκτίμηση του κρατικού καπιταλισμού με αποχρώσεις, επικυρώνοντας την παλιότερη θέση της «Ομάδας Εργατών» από το 1923[60] . Ο Σίλιγκα , αν και τάσσεται πια με την άποψη ότι η ΕΣΣΔ είναι ταξική κοινωνία, θεωρεί ότι  ο τροτσκισμός δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί ως πεδίο πολιτικής αντίστασης στον σταλινισμό. Παρ’όλα αυτά, αργότερα θα γράψει ότι τα κείμενα του Τρότσκυ στα 1928-32 απευθύνονται στην κομματική ηγεσία και την καλούν να σεβαστεί το εργατικό και ανθρώπινο κεφάλαιο και ποτέ δεν  απευθύνονται στην εργατική τάξη , καλώντας την να δράσει ανεξάρτητα πό το Κόμμα-κράτος ( Russian Enigma σελ. 230). Ο Densov υπενθυμίζει  εμφατικά την τοποθέτηση του Λένιν για τον πολεμικό κρατικό καπιταλισμό   ως «υπόδειγμα». Επίσης, βάσει και της  σημαντικής οικονομικής εμπειρίας του, εκτιμά ότι διαψεύστηκαν πλήρως οι καταστροφολογικές εκτιμήσεις  του Τρότσκυ για την πορεία της σοβιετικής οικονομίας  και για το ότι η Ε-Κ θα αναστραφεί.

      Επίσης, στο ίδιο έργο επισημαίνεται ότι το καλοκαίρι 1932 , κάτω από τραγικές συνθήκες κράτησης, η δεξιά τάση των τροτσκιστών κρατουμένων  (Solatoev, Jakovin, Melnais) προτείνει μια συμπόρευση κράτους και Αριστερής Αντιπολίτευσης στην βάση της ελάφρυνσης των καταναγκαστικών  μέτρων κατά των αγροτών και της επιβράδυνσης της κολλεκτιβοποίησης   αλλά και του σταθερού μετώπου προς την Μπουχαρινική Δεξιά . Αντίθετα, η κεντρώα τάση προτείνει-για λόγους που δεν εξηγεί αναλυτικά ο συγγραφέας- την επιστροφή στην ΝΕΠ ( πιθανόν αυτό να έχει σχέση με την τάση συνεργασίας ορισμένων τροτσκιστών με τους μπουχαρινικούς κατά του Στάλιν, το περίφημο μπλοκ του 1932 που θα τονιστεί υπερβολικά στις Δίκες της Μόσχας 1936-1938- στην γραμμή επιστροφής στην ΝΕΠ  συγκλίνει και ο πολύ σημαντικός Κρ. Ρακόφσκυ)- Ciliga σελ.  260-263 οπ.π..    

   Όσον αφορά τέλος την Αριστερή Τάση των τροτσκιστών κρατουμένων [61], στα 1931-1932 μαίνεται μια διαμάχη ανάμεσα στην εκτίμηση της δικτατορίας του προλεταριάτου με γραφειοκρατική παραμόρφωση και  στην εκτίμηση του ταξικού εκμεταλλευτικού κράτους ( σελ.264).  Μετά το 1932, ένα τμήμα της οξύνοντας την κριτική στα κείμενα του Τρότσκυ αυτήν την εποχή για την Κ-Ε , ιδίως το προαναφερθέν κείμενο του 2.1931 “Problems of the development of the USSR” , καταλήγει να έλθει σε πλήρη ρήξη με τον τροτσκισμό και στην συνέχεια και με τον λενινιστικό-μπολσεβίκικο μαρξισμό.  Αυτή η τροπή καταγράφεται σε ένα κρίσιμο σε σημασία  κεφάλαιο   του The Russian Enigma   (σελ. 274-301) με τον χαρακτηριστικό τίτλο “You, also, Lenin” ( «Κι εσύ, Λένιν»).    

     Η βαθιά πολιτικοϊδεολογική  αλλά και ηθική κρίση της ΑΑ λόγω της μαζικής στροφής του 1928 προς την Κ-Ε, την οποία, έστω και με διαφορετικό τρόπο- είχε εισηγηθεί ο Τρότσκυ ως κεντρικό σημείο του προγράμματός του στα 1923-1928, αναδεικνύεται ιστορικά και στο προαναφερθέν έργο του Κλιφφ ( Τρότσκι-4 – ) , με έμφαση στις αντιπαραθέσεις αλλά και τις τάσεις συνθηκολόγησης που προκάλεσε αυτή η στρατηγική στροφή στην ΕΣΣΔ[62].  O Kλιφφ περιγράφει μια εκτεταμένη δράση της ΑΑ στα 1928-1929 με σκοπό την αντιπληροφόρηση στα μεγάλα σοβιετικά εργοστάσια, την διανομή φυλλαδίων  και στην Μόσχα-Λένινγκραντ αλλά και σε άλλες σοβιετικές πόλεις κλπ. Το γεγονός ότι η ΑΑ ήταν κυρίως  στην σύνθεσή της μια κοινωνική  συμμαχία εργατών-διανοουμένων-κρατικών στελεχών, όπως και όλο το Κόμμα των Μπολσεβίκων στα τέλη του 1920 και αρχές του 1930, παρείχε ως προς το εργατικό σκέλος   σημαντικές δυνατότητες και ευνοϊκό  κοινωνικό έδαφος, καθόσον η ταχεία εκβιομηχάνιση που ξεκινούσε είχε ως στοιχεία την εντατικοποίηση της εργασίας, την απουσία συλλογικών  εργασιακών δικαιωμάτων αλλά  και την επίθεση της κρατικοκομματικής ηγεσίας στον μισθολογικό εξισωτισμό και το περαιτέρω άνοιγμα της ψαλλίδας των μισθών[63], καθώς και την ένταση του εργοστασιακού δεσποτισμού. 

   Όμως, εκτός από τις αντικειμενικές δυσκολίες  μιας πάλης κατά μιας αμείλικτης εξουσίας, η ΑΑ  αυτουπονομεύθηκε από την ίδια την σημαντική της πολιτική συγγένεια με  τον σταλινισμό στη στροφή του 1928-1929. Όπως παρατηρεί ο Κλιφφ (σελ. 104-106) , ο Πρεομπραζένσκι που έχει υπάρξει κορυφαίος θεωρητικός της ΑΑ σε ζητήματα οικονομίας και ανάπτυξης, συνθηκολογώντας ήδη από τις αρχές του 1928, θεωρεί ότι η κολλεκτιβοποίηση είναι μια «αριστερή στροφή» χωρίς επιστροφή, ότι η ΑΑ πρέπει να στηρίξει την ηγεσία κατά των κουλάκων και των Δεξιών στο Κόμμα και ότι οφείλει, όμως, να ζητήσει δημοκρατία στις λειτουργίες του Κόμματος και συνευθύνη για την νέα πολιτική. Ο Πρεομπραζένσκι  θεωρεί ότι η ΑΑ έχει υπερεκτιμήσει την συμμαχία Μπουχάριν και Στάλιν, που τώρα σπάει και αποκαλύπτεται ότι δεν είχε διαρκείς και στρατηγικές βάσεις.

  Η διαδικασία συμφιλίωσης σημαντικού τμήματος του  σοβιετικού τροτσκισμού  μ τον Στάλιν θα κορυφωθεί τον Απρίλιο του 1929 με την γνωστή Διακήρυξη 400 στελεχών της ΑΑ, η οποία χαιρετίζει ουσιαστικά την νέα πολιτική των Πεντάχρονων Πλάνων (αποσπάσματα σε Κλιφφ  οπ.π.  σελ. 125-127) :

«Θεωρούμε ότι η πάλη  για την εφαρμογή του πεντάχρονου πλάνου είναι η πιο σοβαρή σύγκρουση από τον Εμφύλιο Πόλεμο. … Η εκπλήρωση των στόχων που έχουν τεθεί , θα ενισχύσει σημαντικά τη θέση του προλεταριάτου στην πάλη του με το εχθρικό περιβάλλον στο εσωτερικό και το εξωτερικό..»

Παρά τις αντιρρήσεις προς το περιεχόμενο του Πλάνου :

«Οι προλεταριακές και πλατιές εργαζόμενες μάζες μπορούν να εμπλακούν  γνήσια στο πεντάχρονο πλάνο εκβιομηχάνισης, μόνο αν σημειωθεί μια συνεχής βελτίωση  της υλικής τους θέσης. Μαζί με το κόμμα, αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα της πάλης για το δυνάμωμα της εργασιακής πειθαρχίας και ενάντια σε συντεχνιακές , τοπικιστικές και εσωστρεφείς διαθέσεις στις γραμμές των εργατών..Μαζί με την πλειοψηφία του κόμματος, αναγνωρίζουμε ότι η ανάπτυξη των κολχόζ και των κρατικών αγροκτημάτων  είναι ένα αποτελεσματικό μέσο για την υπερνίκηση του αγροτικού καπιταλισμού[64] και την εφαρμογή του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής στην γεωργία».

Παρόλα αυτά, η πολιτική κολλεκτιβοποίησης… ευνοούσε τους πλούσιους αγρότες :

« Πιστεύουμε ότι η απόφαση να επιτραπεί στους πλούσιους αγρότες η είσοδος στα κολχόζ εισάγει ένα αποσταθεροποιητικό  στοιχείο  και συνιστά μια απόπειρα να εφαρμοστεί η λανθασμένη θεωρία της «βαθμιαίας εξέλιξης του κουλάκου προς τον σοσιαλισμό». Οι πλούσιοι αγρότες προσπαθούν πάλι να κάνουν  αυτό που δεν κατάφεραν στην  διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, να γκρεμίσουν την προλεταριακή δικτατορία . Αυτή τη φορά προσπαθούν να το πετύχουν σε συνθήκες πολύ περισσότερο ευνοϊκές για αυτούς…Εκτιμούμε ότι το καθήκον που έθεσε  Δέκατη Έκτη Συνδιάσκεψη  του κόμματος για πλαη ενάντια  στην κυριαρχία των πλούσιων αγροτών μπορεί να υλοποιηθεί μόνο με τη δημιουργία συνδικάτων φτωχών αγροτών».

Και εδώ, πρώην ηγετικά στελέχη του τροτσκισμού μοιράζονται με τον Τρότσκυ τις εξής λάθος εκτιμήσεις : 1) ότι η κολλεκτιβοποίηση είναι κυμαινόμενη και μπορεί να μην  χτυπήσει ριζικά τους κουλάκους 2) ότι η κολλεκτιβοποίηση χρειάζεται την ενίσχυση της ΑΑ για να νικήσει αποφασιστικά   και 3) ότι οι φτωχομεσαίοι αγρότες θα ωφεληθούν από την κολλεκτιβοποίηση. Ενώ η πραγματικότητα που διαφαινόταν ήταν ότι οι μεν κουλάκοι ( αλλά και πολλοί μη κουλάκοι)  θα εκτοπίζονταν στην Σιβηρία , ενώ οι φτωχομεσαίοι αγρότες θα μετατρέπονταν σε περίπου δουλοπάροικους  υπέρ της εκβιομηχάνισης αλλά και των συμφερόντων της γραφειοκρατίας. Ή  και αν δεν διαφαινόταν ακόμη πλήρως, πάντως αυτό συνέβη- χωρίς να καταγγελθεί, όταν συνέβαινε, από τον Τρότσκυ και την ηγεσία της ΑΑ.  Παρά το ότι αυτοί «συνθηκολογούν», ενώ οι πιο πιστοί τροτσκιστές συνεχίζουν τον αγώνα, η πολιτική εκτίμηση μεταξύ των δύο ομάδων είναι πιο πολύ συγκλίνουσα παρά αποκλίνουσα.      

Και παρακάτω :

«Σε συνθήκες καπιταλιστικής περικύκλωσης ,   τη δικτατορία του προλεταριάτου την εφαρμόζει το κομμουνιστικό κόμμα  με την βοήθεια των συνδικάτων. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα , ένα μεγάλο μέρος της εξουσίας  θα είναι συγκεντρωμένο στα χέρια του κόμματος και της ηγεσίας του. Το κόμμα πρέπει να είναι μια εκλεγμένη εξουσία και ια εξουσία της οποίας οι αξιωματούχοι  είναι δυνατόν να αντικατασταθούν  και να βρίσκονται κάτω από τον άγρυπνο έλεγχο  και την ελεύθερη κριτική όλου του κόμματος».

Και παρακάτω :


« Σε αυτή τη διακήρυξη έχουμε περιλάβει όλα τα σημαντικά ζητήματα  για τα οποία η άποψη της αριστερής αντιπολίτευσης συμπίπτει με τη γνώμη της κομματικής πλειοψηφίας και την ίδια στιγμή δεν συγκαλύψαμε από την τελευταία και την ηγεσία της  τις διαφωνίες που συνεχίζουν να υφίστανται. Άμεσο καθήκον κάθε Μπολσεβίκου-Λενινιστή  είναι να  δώσει στο κόμμα και την Κεντρική Επιτροπή   πλήρη και άνευ όρων βοήθεια  στην εφαρμογή των πλάνων για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση , συμμετέχοντας άμεσα στην οικοδόμηση και βοηθώντας τα κομματικά όργανα να  ξεπεράσουν τα    εμπόδια που ορθώνονται στην πορεία…

   »Οι νέες συνθήκες πρέπει να  οδηγήσουν σε  απάλυνση της πικρίας που είχε καθορίσει τις σχέσεις ανάμεσα στην λενινιστική αντιπολίτευση και την κομματική ηγεσία. Αυτή η πικρία ήταν προϊόν των δικών μας πράξεων κατά την περίοδο που η νέα πολιτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μόλις διαμορφωνόταν και κάτω από το βάρος της καταστολής που η ηγεσία είχε εξαπολύσει εναντίον της  αντιπολίτευσης….Η απέλαση του Λ.Ντ.Τρότσκι από τη Σοβιετική Ένωση, μια πράξη που θεωρούμε το σοβαρότερο πολιτικό λάθος της κομματικής ηγεσίας, έκανε αυτήν την πικρία πολύ εντονότερη…».

 Όπως παραθέτει αναλυτικά ο Κλιφφ (σελ. 130-131) , ο Τρότσκυ τοποθετήθηκε επικριτικά-όπως ήταν φυσικό- σε αυτήν  την διακήρυξη. Όμως, δεν την απέρριψε καθόλου. Αντίθετα, υποστήριξε ότι ήταν μια ενιαιομετωπική κίνηση μέσα στο Κόμμα, η οποία θα αύξανε την πολιτική επιρροή  της Αντιπολίτευσης στα κομματικά μέλη και στους εργάτες. 

Κλείνοντας :

Τόσο οι απόψεις του ίδιου του Τρότσκυ και όσων πιστά τον ακολούθησαν  στην περίοδο των Πεντάχρονων Πλάνων , καθώς και όσων στελεχών της ΑΑ συνθηκολόγησαν προσωρινά ή πιο μόνιμα με το καθεστώς   Στάλιν ακριβώς λόγω των συγκλίσεων της νέας στρατηγικής με τις πάγιες απόψεις της ΑΑ,   αυστηρά στο πεδίο της εσωτερικής οικονομικής στρατηγικής της   ΕΣΣΔ ήταν απόψεις κριτικής υποστήριξης της διαδικασίας Κ-Ε και του σταλινικού καθεστώτος.  Αυτό δεν αίρει καθόλου το  πολιτικό και ηθικό μεγαλείο των τροτσκιστών που καταστάλθηκαν στις φυλακές και τα στρατόπεδα ή και  εκτελέστηκαν. Υποδεικνύει, όμως, πολύ καθαρά ότι ο Τρότσκυ  δεν εγκατέλειψε ποτέ τις πατερναλιστικές-δεσποτικές αντιλήψεις του τόσο όσον αφορά την οργάνωση της παραγωγής στην μεταβατική περίοδο     αλλά  και τη σοσιαλιστική κοινωνικοπολιτική οικοδόμηση γενικότερα. Για να μην είμαστε,όμως, ιστορικά μονόπλευροι ή άδικοι.   Στο πεδίο αυτό οι αντιλήψεις του Στάλιν – στην  ύστερη πρακτική τους υλοποίηση- ή του Τρότσκυ –στην πρώιμη πρακτική τους υλοποίηση και στην κραυγαλέα διακηρυκτική τους πρώιμη διατύπωση- ήταν η συνέχεια των καποραλιστικών  και αυταρχικών  αντιλήψεων της πλειοψηφίας του ρεύματος του μπολσεβικισμού. Εκεί βρίσκεται η άκρη του νήματος.               

Θ.  Επιστρέφοντας στο 1919-21 : η θεώρηση του Τρότσκυ  για τη γραφειοκρατία ως κοινωνικό οργανισμό

Ο παραπάνω τοποθετήσεις του Τρότσκυ το 1919-1921 για τη  γραφειοκρατία και ιδιαίτερα την κρατική/ διοικητική  γραφειοκρατία  είναι πολύ διαφοροποιημένες από τη μεταγενέστερη  αντιπολιτευτική κριτική του στο γραφειοκρατικό φαινόμενο στη Σοβιετική Ένωση και στην έκφραση αυτού του φαινομένου διά του Στάλιν και του σταλινισμού ως παραμορφωμένου εργατικού κράτους και ως παρασιτικού κοινωνικού στρώματος ( όχι κοινωνικής τάξης) .

   Στο μεταγενέστερο έργο του Τρότσκυ και ιδίως  στην «Προδομένη Επανάσταση», η γραφειοκρατία εμφανίζεται ως ένα παρασιτικό κοινωνικό στρώμα , το οποίο δεν έχει μεν καταργήσει την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής , που αποτελεί τη βασική  κοινωνική κατάκτηση του Οκτώβρη, αλλά την διαχειρίζεται με τρόπο παρασιτικό , από την οποία διαχείριση  προσπορίζεται και τα κοινωνικά της προνόμια.  Είναι ένα είδος νοσηρότητας, ένα είδος καρκίνου, το οποίο έχει δηλητηριάσει  το σώμα της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του εργατικού κράτους, χωρίς, όμως, να τα έχει αφανίσει.  Η έδρα του είναι το κράτος, το νομικοπολιτικό επικοκοδόμημα και η απόληξή του μόνο η οικονομία.   Όπως γράφει ο Τρότσκυ :

«Στις πολιτισμένες κοινωνίες οι σχέσεις  ιδιοκτησίας επικυρώνονται από την νομοθεσία. Η εθνικοποίηση της γης των μέσων βιομηχανικής παραγωγής , των μεταφορών και των ανταλλαγών, μαζί με το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, αποτελούν τη βάση του σοβιετικού οικοδομήματος. Οι σχέσεις  που εδραιώθηκαν από την προλεταριακή επανάσταση για μας καθορίζουν σαφώς τη φύση της Σοβιετικής Ένωσης ως προλεταριακού κράτους».  («Η Προδομένη..» σελ.342).

«Είναι το λιγότερο πρόωρο να μιλάμε σήμερα για ένα τέτοιο ενδεχόμενο  (εννοεί : τον μετασχηματισμό της γραφειοκρατίας σε κυρίαρχη τάξη).  Το προλεταριάτο δεν έχει πει ακόμη τον τελευταίο του λόγο. Η γραφειοκρατία δεν έχει ακόμη δημιουργήσει τα κοινωνικά στηρίγματα  για την κυριαρχία της με την μορφή ιδιαίτερων μορφών ιδιοκτησία. Είναι υποχρεωμένη να υπερασπίζεται  την κρατική ιδιοκτησία, η οποία αποτελεί την πηγή της εξουσίας και των εισοδημάτων της. Από αυτήν την πλευρά της δραστηριότητάς της , είναι ακόμη ένα όργανο της δικτατορίας του προλεταριάτου.  Η απόπειρα να παρουσιαστεί  η σοβιετική γραφειοκρατία ως μια τάξη «κρατικών καπιταλιστών»  είναι προφανές ότι εν ανήκει στην κριτική. Η γραφειοκρατια δεν έχει ούτε μετοχές ούτε ομόλογα  Στρατολογείται, συμπληρώνεται και ανανεώνεται όπως μια διοικητική ιεραρχία, χωρίς να έχει ιδιαίτερα ιδιοκτησιακά δικαιώματα».   ( Η Προδομένη..» σελ.344).       

    Στο σημείο αυτό, ο Τρότσκυ, σε σημαντικό βαθμό,  επαναφέρει τους φόβους του Λένιν τα τελευταία  του για την άνοδο της γραφειοκρατίας ως παρασιτικού στρώματος και την διακύβευση της επανάστασης από αυτήν την άνοδο.

   Ανεξάρτητα από το γεγονός  ότι η κριτική αυτή του Τρότσκυ στη γραφειοκρατία  είναι κοινωνικά αβαθής και εσφαλμένη και από το ότι ο προσδιορισμός του σοβιετικού κράτους το 1936-1937 αλλά και ως τη δολοφονία του  ως παραμορφωμένου εργατικού κράτους ( βλ. λ.χ. την αντιδικία με την ομάδα Shachtmann  στο έργο του  “Defense of Marxism”, 1939-1940, πάλι πάνω στη φύση της Σοβιετικής Ένωσης)  λειτουργεί ως κοινωνικός και ψυχικός δεσμός του με το σοβιετικό καθεστώς, παρά την απηνή καταδίωξή του , αυτού και των οπαδών του από το σταλινικό καθεστώς, αξίζει να συγκρίνουμε  και να αντιπαραβάλουμε αυτήν την περιγραφή της γραφειοκρατίας με εκείνη  που έκανε το 1919-1921 .    

Θυμίζουμε εδώ :

-Η γραφειοκρατία δεν  αποτέλεσε μια αρνητική κληρονομιά του τσαρισμού  (παραπάνω, Κεφάλαιο 8  σελ. 12) . Χάρη στη γραφειοκρατία, ο τσαρισμός εκπολίτισε διοικητικά το ρωσικό κράτος. Υπήρξε ιστορικά προοδευτικό φαινόμενο για μια ολόκληρη περίοδο, η οποία δεν έχει καθόλου κλείσει ακόμη.   

– Το σοβιετικό κράτος χρειάζεται μια σφικτή ολιγαρχική διοικητική οργάνωση, βασισμένη στον «αυταρχισμό» και στην υπαγωγή τεραστίων εργατικών δυνάμεων σε λίγα διευθυντικά στελέχη ( άποψη Λένιν και Τρότσκυ στα 1918-1921). Είναι αυτονόητο ότι πρόκειται για το όχημα της γραφειοκρατίας.   

– Ο στρατός αποτέλεσε πάντοτε τον βασικό κρατικό μηχανισμό, ο οποίος οργανωτικά και ηθικά μπορεί να κινητοποιήσει πολύ μεγάλες μάζες και , ουσιαστικά, ολόκληρο τον πληθυσμό της χώρας. Αυτόν τον μηχανισμό βάζουμε τώρα μπροστά ( μέσα στον Πολεμικό Κομμουνισμό)  ως μηχανισμό κινητοποίησης της ζωντανής εργασίας. Όπως χαρακτηριστικά  λέει ο Τρότσκυ στο 9ο Συνέδριο του Κόμματος  ( Μάρτιος-Απρίλιος 1920) :

«Η χρησιμοποίηση των ενόπλων δυνάμεων ως ταγμάτων εργασίας απέχει λίγο μόνο  την οργάνωση της εργασίας των πολιτών σε στρατιωτικές μονάδες….Την εργατική τάξη δεν μπορούμε να την αφήσουμε να περιφέρεται   σε όλη τη Ρωσία. Πρέπει να πάμε τους εργάτες σε συγκεκριμένα μέρη, να τους διορίσουμε , να τους διατάξουμε,  ακριβώς όπως τους στρατιώτες. Ο καταναγκασμός της εργασίας  θα φτάσει στον ψηλότερο βαθμό κατά τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό…όσοι λιποτακτούν από την εργασία πρέπει να σχηματίσουν σωφρονιστικά τάγματα ή να μπουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης» ( αποσπάσματα από το έργο του Ι.Ντόυτσερ «Τα σοβιετικά συνδικάτα» (1950), αναφέρεται σε Μ.Μπρίντον «Οι μπολσεβίκοι και ο εργατικός έλεγχος» οπ.π.σελ. 153-154).

Κατ’ αρχάς, στην τοποθέτηση αυτήν του Τρότσκυ, η γραφειοκρατία, παρά την ιεραρχικότητα, τον συγκεντρωτισμό και τον αυταρχισμό της, δεν έχει τίποτε το νοσηρό και   το παρασιτικό. Αποτελεί μια  ενάρετη οργανωτική και διοικητική δομή, θετική κληρονομιά  του τσαρικού κράτους. Εδώ, ο Τρότσκυ είναι περισσότερο βεμπεριανός παρά μαρξιστής. Η νεωτερικότητα και όχι η σκοτεινή τσαρική υπανάπτυξη είναι αυτή που γεννά το δώρο της γραφειοκρατίας και εμείς ως κρατικοί αξιωματούχοι πρέπει να κάνουμε την βέλτιστη χρήση του δώρου αυτού. Βέλτιστη ,βέβαια, για τους σκοπούς του κράτους και όχι για τους ίδιους τους διοικούμενους. Οι διοικούμενοι είναι απλά μέσα ή μάλλον ούτε καν αυτό : είναι πιόνια μέσα σε μια μεγάλη σκακιέρα και κινητοποιούνται από αυτόν τον γιγάντιο μηχανισμό  . Ο Τρότσκυ δεν βλέπει, ακόμη, καμία αντίφαση ανάμεσα σε αυτήν την πραγματικότητα και τις αρχές του σοσιαλισμού. Χλευάζει , μάλιστα, τον Μενσεβίκο ηγέτη  Ραφαέλ  Αμπράμοβιτς ή όποιον άλλο βλέπει να αναπτύσσεται μια τέτοια αντίφαση.

   Όμως, ο Τρότσκυ στο «Τρομοκρατία και Κομμουνισμός» δεν είναι απλώς ένας γραφειοκράτης βεμπεριανού τύπου, όπως λ.χ. είναι την ίδια περίοδο ο  Μιχαήλ Τόμσκυ στα συνδικάτα  ή ο  Φελίξ Τζερτζίνσκυ  στον  μηχανισμό αστυνόμευσης και ασφάλειας. Είναι κάτι πολύ παραπάνω.  Η ιδιότητά του ως αρχηγού του Κόκκινου Στρατού,  όπου αναμφισβήτητα διακρίνεται και πετυχαίνει σπουδαίες νίκες, περιφρουρώντας την επανάσταση, σε  συνδυασμό πιθανόν και  με την εγγενή αλαζονεία του τον οδηγούν, έστω και συγκυριακά, να  υιοθετήσει ένα όραμα και μια τοποθέτηση, η οποία όχι αβάσιμα θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως «ολοκληρωτική» ή μιλιταριστική-υπεραυταρχική, με την έννοια του απόλυτου ελέγχου  του στρατιωτικά επικεντρωμένου κράτους πάνω στο κοινωνικό σώμα . Ο Τρότσκυ είναι ένας κρατικοστρατιωτικός μάνατζερ, ένας Κόκκινος Βοναπάρτης.     Η  ιδέα ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό ή και ο ίδιος ο σοσιαλισμός είναι το καθεστώς κυριαρχίας του στρατώνα και της στρατιωτικής μονάδας δεν είναι μια συνηθισμένη ιδέα στη σοσιαλιστική παράδοση. Η  ιδέα ότι το σοσιαλιστικό κράτος βασίζεται στη στρατιωτική θητεία και τον στρατιωτικό μηχανισμό, σε πολύ μεγάλο βαθμό,  για να εκπληρώσει τα οικονομικά του καθήκοντα , καθώς και  στη στρατιωτικοποίηση των  εργατών,  συγγενεύει όχι τόσο με τον Μαρξ ή και με τον Λένιν παρά με τις αντιλήψεις μιας πτέρυγας του γερμανικού συντηρητισμού και ιδίως με τον Όσβαλντ Σπένγκλερ.    Ιδίως στο έργο του “ Preussentum und Sozialismus”  («Πρωσσισμός και σοσιαλισμός», Μόναχο 1920),  o  ακραίος συντηρητικός αυτός  διανοητής επιχειρεί μια προσέγγιση του σοσιαλισμού, αποδεσμευμένου από το προλεταριάτο και τον μαρξισμό .Κατά την άποψη αυτήν, ο σοσιαλισμός είναι η συνέχιση των αυταρχικών κοινοτικών αξιών , της υπακοής και  του πρωσσικού μιλιταρισμού.  Η  κοινότητα του στρατώνα , βασισμένη σε έναν συνδυασμό συντροφικότητας και σχέσεων ιεραρχίας,   καθώς και οι πατριαρχικές  προστατευτικές αξίες της βιλελμινικής Γερμανίας, σε συνδυασμό και με  τις όψεις κοινωνικού κράτους του Μπίσμαρκ,  είναι ο μόνος βιώσιμος σοσιαλισμός, ο οποίος δεν οδηγεί στο χάος και την αναρχία. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί –και αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο σύγκλισης με τις απόψεις του Τρότσκυ το 1919-1921`- ότι ο Σπένγκλερ ασκεί οξεία κριτική στον ατομικισμό και την υποκρισία των φιλελεύθερων αξιών.

   Δεν είναι καθόλου τυχαίο  ότι ο Όσβαλντ Σπένγκλερ δημοσιεύει αυτό το βιβλίο του και αυτός  την ίδια χρονιά με το «Τρομοκρατία και  Κομμουνισμός», το 1920, την επαύριο του Α’ΠΠ και  καταμεσίς της γερμανικής επανάστασης και ιδεολογικής κρίσης.  Το κοινό σημείο με τον Τρότσκυ, παρά τις κατά τα άλλα αβυσσαλέες  ιδεολογικές διαφορές τους, είναι ακριβώς μια έντονη έλξη από την στρατοκρατία  καθώς και η πεποίθηση ότι ο κλασσικός αυταρχικός και πυραμιδωτός  στρατός  (αυτό  που ο Λένιν παλιότερα όριζε ως αστικό στρατό στο «Κράτος και Επανάσταση»)  είναι το πιο ικανό και ενδεχομένως και το πιο ηθικό όχημα  για την επίλυση των προβλημάτων της κοινωνίας.  Υπό αυτήν την έννοια, ο απόμακρος από την κομματική γραφειοκρατία και τον ιστορικό πυρήνα των Μπολσεβίκων Τρότσκυ φαίνεται να εκπροσωπεί στα 1919-1921 μια τάση ανόδου της  επαγγελματικής στρατιωτικής κρατικής γραφειοκρατίας αλλά μια τάση ( σε σύνδεση και με την σύσφιξη σχέσεων του Τρότσκυ με τους διευθυντές της παραγωγής και τους ανώτερους αξιωματούχους του κράτους) ανόδου της μη κομματικής ή μη άμεσα κομματικής ανώτερης κρατικής γραφειοκρατίας.      

2. Η θέση του Τρότσκυ στο 10ο  Συνέδριο των  Μπολσεβίκων για τον ρόλο των συνδικάτων ( Μάρτιος 1921)

Α. Η συζήτηση εν όψει του 10ου Συνεδρίου ( Νοέμβριος 1920-Φεβρουάριος 1921)

Όπως επισημαίνει ο Καρρ ( οπ.π. («Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης» τ. 2 σελ.  282) , το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου και της ιμπεριαλιστικής επέμβασης κατά της σοβιετικής Ρωσίας επανατοποθετεί το ζήτημα του ρόλου των συνδικάτων κάτω από την σοβιετική Ρωσία. Τα σοβιετικά συνδικάτα έχουν αποδεχτεί, λόγω της έκτακτης ανάγκης, καταστάσεις όπως η καταναγκαστική εργασία, η υπαγωγή στις στρατιωτικές ανάγκες , όπως ορίζονται από το Λαϊκό Κομισσαριάτο για την Άμυνα ( Τρότσκυ),  η επιστράτευση εργασίας και σε κάθε περίπτωση η μονοπρόσωπη διεύθυνση αντί της  συλλογικής  διεύθυνσης στην παραγωγή.  Η περίπτωση της σύγκρουσης   του Τρότσκυ με το συνδικάτο των σιδηροδρομικών υπαλλήλων  την άνοιξη του 1920 , η καθαίρεση της ηγεσίας του συνδικάτου και η σύσταση της Τσεκτράν , όπως έχουν περιγραφεί, αναδεικνύουν όψεις μιας τάσης των συνδικάτων και της ηγεσίας τους να παλέψουν μετά την αποστράτευση για μια αναβάθμιση του ρόλου τους στον καιρό της ειρήνης.  Συναφές με την ανεξαρτησία τους , είναι και το ζήτημα της παρέμβασης των συνδικάτων στη διεύθυνση της παραγωγής, που ξαναβάζει, με καινούριο τρόπο,  το ζήτημα της συλλογικής διεύθυνσης, το οποίο έχει επανειλημμένα απορριφθεί στα 1918-1920. 

    Αντιθέτως,  εκείνες οι τάσεις μέσα στο Κόμμα, ιδίως ο Τρότσκυ και οι συνεργάτες του, που έχουν δώσει τη μάχη στο μέτωπο της υποχρεωτικής και καταναγκαστικής οργάνωσης  της εργασίας, είναι οι ίδιες δυνάμεις που αντιτίθενται στον ανεξάρτητο σχετικά και αναβαθμισμένο ρόλο των συνδικάτων και  επιμένουν στην απορρόφηση των συνδικάτων από την κρατική μηχανή της Σοβιετικής Ρωσίας, την κρατικοποίησή τους.

   Ήδη, στο 9ο Συνέδριο, τον 4. 1920, σε συνάρτηση και με την επιβεβαίωση της αρχής της μονοπρόσωπης διεύθυνσης, έχει  αποφασιστεί ρητώς ότι «καμία συνδικαλιστική ομάδα δεν επιτρέπεται να παρεμβαίνει  στη βιομηχανική διαχείριση» και ότι «οι εργοστασιακές επιτροπές πρέπει να  αφοσιωθούν στα ζητήματα της εργασιακής  πειθαρχίας,, της προπαγάνδας και της διαπαιδαγώγησης των εργατών» . Ηγετικά στελέχη του Κόμματος, όπως οι Ράντεκ και Μπουχάριν διορίζονται στο Πανρωσικό Κεντρικό συμβούλιο των Συνδικάτων  για να επιβλέψουν τη συμμόρφωσή του στις κατευθύνσεις του Κόμματος[65].  

      Στην ΚΕ  του Κόμματος, στις 22-25 /9/1920, ανοίγει το ζήτημα του ρόλου  των συνδικάτων (“trade unions’ debate”). . Πρωτοεμφανίζεται   συγκροτημένα η τάση της Εργατικής Αντιπολίτευσης ( Αλεξάντερ Σλιάπνικοφ, Γιούρι Λουτοβίνοφ,  Σ.Μεντβέντεφ , συνδικαλιστές ηγέτες,   Αλεξάντρα Κολλοντάι, διαννοούμενη  κα.)[66].  Επίσης, επανακάμπτει η τάση  του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού ( Σαπρόνοφ) .  Η Εργατική  Αντιπολίτευση  αποτελεί την συνέχεια της ηγεσίας της φράξιας  των Μπολσεβίκων  μέσα στην Πανρωσική Κεντρική Επιτροπή  των συνδικάτων  (ARCCTU), η οποία ήδη από το 1919 δίνει μάχη για την σχετική αυτονόμηση  της παρέμβασής της στα συνδικάτα από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος. Είναι μια τάση με πολλή πυκνή επιρροή στην εργατική τάξη και ιδίως  στου μεταλλωρύχους και μεταλλεργάτες   του Ντον, της λεκάνης του Ντόνετς, του Κουμπάν, της Σαμάρα και εν μέρει της Ουκρανίας.    Ο Γ.  Λουτοβίνοφ, εκ μέρους της Εργατικής Αντιπολίτευσης, ζητά την ενίσχυση της εσωκομματικής δημοκρατίας,  την χρήση εκλογών και όχι διορισμών στα διάφορα όργανα και ιδίως την μικρότερη κρατική ανάμειξη στα συνδικάτα και τα σοβιέτ.  Στη συνέχεια στην 6η Πανρωσική  Συνδιάσκεψη των Συνδικάτων ( 2-5/11/1920) , ο Τρότσκυ ζητά να αντικατασταθούν τα επαγγελματικά από τα παραγωγικά συνδικάτα και έτσι  να ταρακουνηθούν όλα τα συνδικάτα  όπως «ταρακουνήθηκαν» οι σιδηροδρομικοί[67].   

Ο Τρότσκυ θα επανέλθει πιο ολοκληρωμένα  στο ζήτημα του ρόλου των σοβιετικών συνδικάτων. Στην ΚΕ του Νοέμβρίου 1920 υποβάλλει ένα προσχέδιο θέσεων με τον τίτλο «Τα συνδικάτα και ο μελλοντικός τους ρόλος», που αργότερα θα δημοσιευθεί ως ξεχωριστή μπροσούρα με τον τίτλο «Ο ρόλος και τα καθήκοντα των συνδικάτων» ( “Role and tasks of the trade unions”). Σε αυτό το κείμενο , ο Τρότσκυ θα επικεντρωθεί στην  αναγκαία στροφή του ρόλου των   συνδικάτων από την στενή υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων έναντι  του κράτους στην ενίσχυση των  στόχων της παραγωγής.  Χρειαζόταν η αντικατάσταση των «ανεύθυνων αγκιτατόρων»  από υπεύθυνους οργανωτές της παραγωγής . Οι θέσεις του Τρότσκυ παραλίγο να εγκριθούν. Καταψηφίστηκαν με 8 ψήφους έναντι 7. 

   Η άποψη του Τρότσκυ θεωρήθηκε ακραία «κρατιστική» από τον Λένιν, ο οποίος υπέβαλε  αντιπρόταση, η οποία υπερψηφίστηκε με 10 ψήφους έναντι  4. Στην πρόταση  αυτή αναφερόταν ότι «χρειάζεται ένα νέο είδος συνδικαλιστή, δραστήριου  και επινοητικού οικονομικού  οργανωτή, ο οποίος θα αντιμετωπίζει τα οικονομικά προβλήματα όχι  από τη σκοπιά της διανομής και της κατανάλωσης  αλλά από τη σκοπιά της  επεκτεινόμενης παραγωγής»[68] . Η πλειοψηφία απαγορεύει στον Τρότσκυ να μιλά δημόσια πάνω στην άποψή του για τα συνδικάτα. Προφανώς, οι απόψεις του Τρότσκυ δεν είναι εκ  διαμέτρου αντίθετες προς εκείνες του Λένιν. Όμως, ο εξτρεμισμός των διατυπώσεων του Τρότσκυ, το τράβηγμα της κρατικοποίησης στα άκρα,  δημιουργεί σαφές πρόβλημα στο Κόμμα,  σε μια περίοδο όπου πολλοί εργάτες εκφράζουν μάλλον  την δυσπιστία τους προς αυτό.  Επίσης, ηγέτες των συνδικάτων, όπως ο Τόμσκυ, εκφράζουν την έντονη αντίθεσή τους στην πλατφόρμα του Τρότσκυ  Είναι η ίδια στιγμή που ο Τρότσκυ μιλά για τα εγγενή πλεονεκτήματα της γραφειοκρατίας αλλά και διατυπώνει την άποψη ότι «αυτό που λέτε αυταρχική διοίκηση (“bossing” ) και δράση μέσω διορισμών  είναι αντιστρόφως ανάλογο προς τα πνευματικά στάνταρντς των μαζών» ( Deutscher,   Prophet armed, σελ. 502-503)-άποψη απολύτως υποτιμητική προς  τους εργάτες της βάσης.    Επίσης, υποστήριξε ότι «η στρατιωτικοποίηση  των συνδικάτων και  η στρατιωτικοποίηση των μεταφορών, είναι, πάνω απ’όλα, μια εσωτερική ιδεολογική στρατιωτικοποίηση, η οποία υπαγορεύεται  από μια κατάσταση αγωνίας, φυσικής αλλά και λυτρωτικής αγωνίας σχετικά με την ερήμωση /καταστροφή της χώρας…»[69].  Στην πραγματικότητα, και   οι δύο απόψεις των Λένιν και Τρότσκυ  κατατείνουν στην κρατικοποίηση των συνδικάτων, με ήπιο ή με σκληρό τρόπο.    Ο Λένιν θα αρθρογραφήσει επανειλημμένα κατά της πλατφόρμας του Τρότσκυ και της δημοσιοποίησής της,   ιδίως με το άρθρο του “The trade unions, the present situation and Trotsky’s mistakes “ της 30-12-1920,  και στην συνέχεια ξανά   τον  1.1921  με τον τίτλο “Once again on the trade unions – the current situation and the mistakes of Trotsky and Bukharin” , Lenin Archive). Επικεντρώνοντας πιο πολύ όχι στην ουσία του ζητήματος, αλλά  στον κίνδυνο πόλωσης μέσα στο κόμμα και στα συνδικάτα και ειδικότερα τον κίνδυνο διάσπασης.   Είναι η αφετηρία μιας συζήτησης που θα καταλήξει στην απαγόρευση των τάσεων-φραξιών  εντός του Κόμματος στο 10ο Συνέδριο, λίγους μήνες αργότερα.

  Η πλειοψηφία γύρω από τον Λένιν συστήνει μια υποεπιτροπή , η οποία θα διερευνήσει ειδικότερα το θέμα   και θα ετοιμάσει εισήγηση στην ΚΕ, υπό την προεδρία του Ζηνόβιεφ. Ο Τρότσκυ αλλά και  οι Σλιάπνικοφ και Μεντβέντεφ που προτείνονται να συμμετάσχουν, αρνούνται.  Ο Ζηνόβιεφ ασκεί μια έντονη αλά καιροσκοπική κριτική κατά του Τρότσκυ και ζητά την κατάργηση της Τσεκτράν και την ανασύσταση του κανονικού συνδικάτου στις μεταφορές. Ο Τρότσκυ αντιδρά υποστηρίζοντας ότι οι προτάσεις του και η πρακτική του για την «συγκεντρωτική» διοίκηση των συνδικάτων  ανατρέπονται  με γραφειοκρατικό και αντιδημοκρατικό τρόπο από τα πάνω.

   Στη  διάρκεια  του Δεκεμβρίου 1920 , οι Τρότσκυ και Μπουχάριν  οριστικοποιούν τη συμμαχία τους πάνω στο ζήτημα της ανάγκης  πλήρους κρατικοποίησης των συνδικάτων, καθώς μάλιστα ο Μπουχάριν έχει διατυπώσει ανάλογες θέσεις και στο 9ο Συνέδριο το 1920  (Daniels  σελ. 125). Η άποψη του Μπουχάριν είναι πολύ ιδιαίτερη και βαθιά αντιφατική : βιομηχανική δημοκρατία και συμμετοχή στις αποφάσεις μέσω συνδικάτων άμεσα ενσωματωμένων στο κράτος.  

   Στα τέλη Δεκεμβρίου  1920 ( 22-29/12) , συνέρχεται το 8ο Πανρωσικό Συνέδριο των Συνδικάτων .Ο Ζηνόβιεφ, εισηγούμενος  την γραμμή του κόμματος, κάνει ένα εντυπωσιακό δημοκρατικό άνοιγμα, υποστηρίζοντας ότι με το τέλος του πολέμου ήρθε η εποχή να αναπνεύσουν ελεύθερα οι εργαζόμενοι, να λειτουργήσουν πάλι ελεύθερα οι κοινωνικές και οικονομικές τους οργανώσεις και να καταπέσουν οι ως τώρα περιορισμοί και αυταρχικά μέτρα. Είναι εμφανές ότι πρόκειται , κυρίως,  για μια φραξιονιστική παρέμβαση κατά του Τρότσκυ, των απόψεών του και της ομάδας του ( Μπρίντον οπ.π. σελ. 172).

Στις 30 Δεκεμβρίου 1920, πραγματοποιείται στην Μόσχα  σύσκεψη στο θέατρο Μπολσόι  της κομματικής φράξιας του Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ, κομματικών μελών του Πανρωσικού Κεντρικού Συμβουλίου των Συνδικάτων και κομματικών μελών σε διάφορες άλλες οργανώσεις. Κεντρικό ζήτημα η σχέση κόμματος και συνδικάτων  (Ντόυτσερ «Τα σοβιετικά συνδικάτα» οπ.π. σελ. 45-52, όπως παραπέμπεται σε  Μπρίντον οπ.π.  σελ.  173-179). 

   Ο Λένιν προσδιορίζει τα συνδικάτα ως «σχολεία του κομμουνισμού» , ως όργανα μη κρατικά, τα οποία θα μεσολαβούν ανάμεσα στο κόμμα και την μη κομματική ευρύτερη εργατική τάξη» , ως «ιμάντες μεταβιβασης  μεταξύ κόμματος και εργατών».  Εδώ καταθέτει και την γνωστή άποψή του ότι τα συνδικάτα δεν μπορούν να είναι κρατικά, δεδομένου ότι το σοβιετικό κράτος δεν είναι ένα καθαρό εργατικό κράτος, αλλά  ένα γραφειοκρατικοποιημένο εργατικό κράτος ή ορθότερα ένα γραφειοκρατικοποιημένο κράτος εργατών και αγροτών. Ως αποτέλεσμα οι εργάτες πρέπει να μπορούν να προστατευθούν από το κράτος τους, αλλά και το κράτος τους από τους εργάτες ( Μπρίντον σελ. 175).

  Τα συνδικάτα θα έπρεπε να δεχθούν μια περιορισμένη στρατιωτικοποίηση της εργασίας, αλλά και να μετέχουν με υποδείξεις τους στον βιομηχανικό σχεδιασμό.  Επίσης, τάχθηκε κατά της μισθολογικής εξίσωσης , που πρότεινε η Εργατική Αντιπολίτευση, με το σκεπτικό ότι η εξίσωση βλάπτει  την «αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας» ( Ντόυτσερ  οπ.π.  σελ. 51). Η περιορισμένη ανεξαρτησία τους  είχε μια σημασία ως μέτρο άμυνας κατά των γραφειοκρατικών υπερβάσεων και της τάσης  προς τον «κρατικό καπιταλισμό».   Γύρω από τον Λένιν συγκροτήθηκε η πλειοψηφική «Πλατφόρμα των Δέκα»  (Λένιν, Στάλιν, Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Τόμσκυ, Καλίνιν, Ρούτζουτακ, Λοζόφσκυ, Πετρόφσκυ, Αρτέμ-Σεγκέγιεφ )  . Η «πλατφόρμα των δέκα»  αναφέρεται σε μια αργή συγχώνευση  συνδικάτων και κράτους, για τον πολιτικό ρόλο των συνδικάτων ως ενδιάμεσων θεσμών ( «ιμάντων μεταβίβασης» μεταξύ κόμματος και ευρύτερων εργαζόμενων μαζών, για το ρόλο τους ως «σχολείων του κομμουνισμού» και ως οργάνων που υποστηρίζουν μέσα στην παραγωγή τις αρχές της δικτατορίας του προλεταριάτου. 

   Ο Τρότσκυ   επανέλαβε τη θέση του για την πλήρη στρατιωτικοποίηση και την πλήρη κρατικοποίηση των συνδικάτων, αν και σταδικά την παρουσίαζε με πιο μετριοπαθή τρόπο. Σε απολύτως αντίθετη κατεύθυνση, ο Μπουχάριν-παρά τη συμμαχία του με τον Τρότσκυ, κατά τρόπο παράδοξο- μίλησε για τη «δημοκρατία της παραγωγής» ή «βιομηχανική δημοκρατία» και την εξισορρόπηση κόμματος και συνδικάτων, αφού και οι δύο μορφές θα εξαλείφονταν στον κομμουνισμό. Ο Λένιν χαρακτήρισε τις απόψεις του Μπουχάριν ως αναρχοσυνδικαλιστικές.  Την Εργατική Αντιπολίτευση εκπροσώπησε ο Σλιάπνικωφ. Κατήγγειλε την κομματική ηγεσία ότι αναίρεσε το σημείο 5 του 8ου Συνεδρίου των Μπολσεβίκων για τον εργατικό έλεγχο  και διοίκηση της παραγωγής και , επίσης, ότι δεν προχώρησε πλήρως στην εθνικοποίηση της παραγωγής και ότι έδωσε ισχυρή εξουσία στους διευθυντές και αστούς ειδικούς, οι οποίο έχουν βασικά αντεπαναστατικό προσανατολισμό.  Ζήτησε τη «συγκέντρωση της διεύθυνσης της βιομηχανίας στα χέρια των συνδικάτων».  Ήδη, έχει εκδοθεί η μπροσούρα της Αλ.  Κολλοντάι «Η εργατική αντιπολίτευση», όπου και η κεντρική λογική της τάσης αυτής[70].     

  Η κεντρική λογική της Εργατικής Αντιπολίτευσης  έγκειται  στον κίνδυνο γραφειοκρατικοποίησης  της κοινωνίας και της οικονομίας και οικοδόμησης ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού διοίκησης της παραγωγής , στον οποίο οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποί τους δεν έχουν καμία πρόσβαση. Όπως εξηγεί η Κολλοντάι, όσο πιο χαμηλά κατεβαίνεις στην ιεραρχία του κόμματος και του κράτους, τόσο περισσότερους εκπροσώπους της ΕΑ συναντάς. Όσο πιο  ψηλά, τόσο λιγότερους. Τα συνδικάτα δεν πρέπει να είναι υποταγμένα στο κράτος ή ενσωματωμένα  σε αυτό. Πρέπει να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους και όχι μόνο αυτό. Πρέπει να πρωτοστατήσουν στη συγκρότηση ενός Συνεδρίου των Παραγωγών σε πανρωσική κλίμακα, το οποίο αυτό θα διοικεί την παραγωγή κεντρικά , αποφεύγοντας δύο σκοπέλους. Το μονοπώλιο εξουσίας των διευθυντών επιχειρήσεων και αστών ειδικών και το συμπληρωματικό μονοπώλιο εξουσίας του κόμματος-κράτους[71].  

 Η Εργατική Αντιπολίτευση, στην μπροσούρα της και στο σχέδιο απόφασης που υποβάλλει στο κόμμα θέτει τέσσερις αρνήσεις :

Την εμπιστοσύνη στις μάζες αντί για τον συγκεντρωτικό έλεγχο και διοίκηση πάνω σε αυτές . Εδώ εντάσσεται και η πρόταση για το Πανρωσικό Συμβούλιο ή Συνέδριο Παραγωγών.  

Το δίπολο γραφειοκρατία ή πρωτοβουλία των μαζών. Σε συνδυασμό με την πάλη για πιο εργατική σύνθεση του Κόμματος, των οργάνων και στελεχών του, ένα είδος εκκαθάρισης υπέρ μιας πιο εργατικής σύνθεσης.  Εδώ εντάσσεται και το αίτημα για μισθολογικό εξισωτισμό.

Τον εκδημοκρατισμό των διαδικασιών του κόμματος και την αποφυγή ενός γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού στην θέση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.  

  Τέλος,  την αποδοχή του συστήματος  εκλογής και όχι διορισμού οργάνων στο κράτος και το Κόμμα και την ελευθερία έκφρασης απόψεων, τάσεων[72] κλπ.

Πέραν των άλλων,  είναι αρκετά φανερό ότι πρόκειται για μια τάση, κυρίως στρεφόμενη κατά των μεθόδων  Τρότσκυ , Λαϊκού Κομισσαριάτου Άμυνας-Μεταφορών και Τσεκτράν,  η οποία διεκδικεί αναβάθμιση και των συνδικάτων αλλά και του ρόλου ιδίως των συνδικαλισμένων εργατών στη διοίκηση και διαβάθμιση της παραγωγής. Συγγενεύει κατά τούτο με την τάση των «Αριστερών Κομμουνιστών» του 1918 και  με το τότε πείραμα εργατικού ελέγχου και εργατικής αυτοδιεύθυνσης.  Παρ’όλα αυτά, έχει μια στάση σαφώς αντιαγροτική και , επίσης, αν και αμφισβητεί τον ρόλο των οικονομοτεχνικών ειδικών-κρατικών γραφειοκρατών, δεν φτάνει στο σημείο να αμφισβητήσει βαθύτερα τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, τη σχέση επιστήμης και τεχνικής   και τη σχέση ειδικών και εργαζομένων[73].   Όμως, μαζί με τους «Αριστερούς Κομμουνιστές» του 1918  (μια τάση στελεχών, η οποία γρήγορα διαλύεται), την προερχόμενη στη συνέχεια από αυτήν «Ομάδα Εργατών» γύρω από τον Ε. Μιάσνικοφ , επίσης εργάτη-μεταλλουργό ( 1923), και λιγότερο και την «Ομάδα του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού» αποτέλεσαν την πραγματική «Αριστερά» των Μπολσεβίκων στα 1919-1923 , δηλαδή εκείνη ακριβώς την τάση που υπερασπιζόταν την κοινωνική, οικονομική και πολιτική εργατική δημοκρατία στη Σοβιετική Ένωση. Γι αυτό, άλλωστε, και τα κεντρικά στελέχη αλλά και απλά μέλη αυτών των ομάδων θα διωχθούν από την Τσεκά και τους κατασταλτικούς  μηχανισμούς μετά το 1921  και θα βρεθούν μαζί με τους αναρχικούς και τους σοσιαλεπαναστάτες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις φυλακές, με την πλήρη συναίνεση και του ίδιου του Τρότσκυ[74], και τελικά –μετά από διάφορα ζικ ζακ τους, ιδίως την προσχώρηση κάποιων από αυτούς  στην Αριστερή Αντιπολίτευση ή και την συμφιλίωση ακόμη με το σταλινικό καθεστώς- θα εκτελεστούν στις εκκαθαρίσεις του 1936-1938.

Για να επιστρέψουμε στις θέσεις του Τρότσκυ. Η ομάδα Τρότσκυ-Μπουχάριν , λεγόμενη και «Ομάδα των Οκτώ» εισηγείται στην ΚΕ και το Συνέδριο το κείμενο “Role and tasks of the trade unions” , συντομευμένη μορφή της σχετικής μπροσούρας του Τρότσκυ. Η πλατφόρμα υπογράφεται από   τους Τρότσκυ, Μπουχάριν,  Αντρέγιεφ,  Φ.Τζερτζίνσκυ, Κρ.Ρακόφσκι, Λ. Σερεμπριακοφ, Ε.Πρεομπραζένσκι, Ν.Κρεστίνσκι ως μελών της ΚΕ και από άλλα κομματικά και συνδικαλιστικά στελέχη.   Τα βασικά της σημεία :

Η πλατφόρμα Λένιν δεν απαντά στο αίτημα για ριζική αλλαγή της σχέσης του κράτους με τα συνδικάτα καθώς και του ίδιου του ρόλου τους . Δεν απαντά στην κρίση που έχει ξεσπάσει όσον αφορά το ρόλο των συνδικάτων. Ιδίως, στην αντίφαση ανάμεσα σε έναν ρόλο διεκδικητικό και έναν  ρόλο παραγωγικό. Η πλατφόρμα πάλι της «Εργατικής Αντιπολίτευσης είναι μια πλατφόρμα αναρχοσυνδικαλιστική. Πέραν του ότι υποβαθμίζει τον εργατικό ρόλο του σοβιετικού κράτους, ζητά την πλήρη αλλαγή πορείας  στην οργάνωση της παραγωγής, με την συμμετοχή ευρύτατων μαζών στη διοίκηση των επιχειρήσεων και τον κεντρικό σχεδιασμό. Μια τέτοια μεταβολή θα οδηγούσε την παραγωγή στην αναρχία και την αποδιοργάνωση( εδώ εννοούν : ότι η επίτευξη μιας απόλυτα συγκεντρωτικής  και από τα επάνω οργάνωση της παραγωγής πρέπει να θεωρείται δεδομένη, μέσα από τη συνεργασία τεχνοκρατών και κρατικής γραφειοκρατίας).

Ναι μεν, το κομματικό πρόγραμμα ( βάσει του 8ου Συνεδρίου) απαιτεί την διοίκηση της κοινωνικοποιημένης οικονομίας από τον μηχανισμό των συνδικάτων. Όμως, αυτή η αρχή δεν είναι άμεσης ισχύος  αλλά  αρχή  στρατηγική καθαρά, αφού η εφαρμογή της  προϋποθέτει τη μακρά  εκπαίδευση και εκμάθηση δεξιοτήτων των εργαζόμενων μαζών μέσω των συνδικάτων.         

Ως αποτέλεσμα της ανάληψης διοικητικών αρμοδιοτήτων από τα συνδικάτα μετά την επανάσταση και της ενεργού δράσης των τοπικών τους οργάνων, υπάρχει στην παραγωγή ένας δυισμός εξουσίας ανάμεσα στα συνδικαλιστικά και τα κρατικά όργανα. Αυτός ο δυισμός οφείλει να αντιμετωπισθεί, καθώς οδηγεί σε σύγκρουση   αρμοδιοτήτων και σε αποδιοργάνωση.

Στη σημερινή φάση, πρέπει να αυξηθεί σημαντικά η συμμετοχή  εκατομμυρίων εργαζομένων στα συνδικάτα και μέσω αυτών στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας .Έτσι, θα αντιμετωπισθεί και η απομόνωση των κομματικών δυνάμεων  στον χώρο της παραγωγής και της διοίκησης.

Η εκπαίδευση των εργαζομένων μέσω των συνδικάτων οδηγεί ε μια νέα πρόσληψη τους ρόλου τους ως ρόλου παραγωγικού( σημεία 5,6 και 7 της πλατφόρμας).  Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει κυρίως να διεκδικούν τα υλικά τους συμφέροντα ( “their own welfare”) , αλλά την άνοδο της παραγωγής και της παραγωγικότητας. Το ταξικό τους συμφέρον έγκειται κυρίως στην άνοδο της παραγωγικότητας. Μαζί με την στήριξη της παραγωγής, άνοδος της παραγωγικής προπαγάνδας ώστε οι εργαζόμενοι με ενθουσιασμό να μετάσχουν στα παραγωγικά τους καθήκοντα.

Ανάγκη για εντατικοποίηση της συγχώνευσης συνδικάτων και κράτους. Το συνδικάτο να γίνει το όχημα του κράτους, το οποίο καταγράφει τους εργαζόμενους, τους ορίζει στην θέση τους, ορίζει τα καθήκοντα και τον μισθό τους καθώς και τις νόρμες παραγωγής , τους τιμωρεί για παραμέληση της  παραγωγής ή για άλλα παραπτώματα (  και πειθαρχικός θεσμός).

– Η συγκέντρωση της διοίκησης της οικονομίας στα χέρια των συνδικάτων συνεπάγεται ότι αυτά χάνουν κάθε διακριτότητα από  το κράτος και συγχωνεύονται θεσμικά με αυτό.

Τα συνδικάτα λειτουργούν με βάση την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού-από κάτω προς τα πάνω, από πάνω προς τα κάτω. Ασκούν διοικητικό και πειθαρχικό έλεγχο στα μέλη τους. Ενώ κατά κανόνα απευθύνονται στα μέλη τους με τη μέθοδο της πειθούς,  είναι απόλυτα κατανοητό ότι σε συνθήκες κρίσης θα χρησιμοποιούν και τον προλεταριακό καταναγκασμό  ( επιστράτευση μεγάλων εργατικών μαζών για υποχρεωτική εργασία, εργατική κινητοποίηση κλπ).    

Επιβεβαίωση του κεντρικού ελέγχου του κόμματος και τν οργάνων του πάνω στις κομματικές φράξιες μέσα στα συνδικάτα ( προφανώς, αυτό προτάθηκε κατά της πρακτικής της ΕΑ να αυτονομείται από την ΚΕ στην  πολιτική δουλειά της μέσα στα συνδικάτα). 

Επιβεβαίωση του θετικού ρόλου που έπαιξαν η Τσεκτράν και η Γκλαβιπολιπουτ  στις μεταφορές και τερματισμός τους. .

Κατάργηση των ξεπερασμένων «επιτροπών από τα κάτω» και ανάδειξη  του καθοδηγητικού ρόλου της Πανρωσικής Κεντρικης Επιτροπής των Συνδικάτων για όλα τα σοβιετικά συνδικάτα. 

– Δεν πρέπει να υπάρχει δυισμός μεταξύ ειδικών στην παραγωγή και ειδικών στο συνδικαλιστικό κίνημα[75]. Η πλατφόρμα επιβεβαιώνει την αρχή της μονοπρόσωπης διεύθυνσης ως αρχή διοίκησης των επιμέρους επιχειρήσεων ( σημ. 36). 

Κατά την γνώμη μας,  η «πλατφόρμα των οκτώ» προσχηματικά και μόνο αναφερόταν στην απόφαση του 8ου Συνεδρίου των Μπολσεβίκων ( σημείο 5) για την ανάληψη της διοίκησης της παραγωγής από τα συνδικάτα. Στον βαθμό που η ίδια η πλατφόρμα  δεν δέχεται καν την διάσταση της διεκδίκησης ανεξάρτητων εργασιακών συμφερόντων ως αρμοδιότητα των  συνδικάτων αλλά τα τοποθετεί στο πεδίο ενθάρρυνσης τα παραγωγής/παραγωγικότητας, θα ήταν παράλογο να θεωρηθεί ότι τα συνδικάτα θα αναλάμβαναν καθήκοντα διοίκησης της παραγωγής έστω και στο επίπεδο του κεντρικού σχεδιασμού.  Αυτό μπορεί να θεωρηθεί δεκτό μόνο υπό την έννοια ενσωμάτωσης επιλεγμένων ηγετικών  κομματικών συνδικαλιστών στο μηχανισμό διοίκησης , κάτι που δεν θα  άλλαζε τη φυσιογνωμία και το ρόλο των συνδικάτων.  Η κρατικοποίηση των συνδικάτων τα καθιστά συμπληρωματικό θεσμό της κρατικής μηχανής και επόπτη της εργασιακής πειθαρχίας και απόδοσης. Μάλιστα, αναθέτοντάς τους και  το ρόλο της θεσμοποίησης και επιβολής  νορμών παραγωγής , εισάγει σαφώς ένα στοιχείο όχι προστασίας των εργαζομένων αλλά εχθρότητας μεταξύ   συνδικάτων και απλών εργαζομένων. Με τη σοβαρή  επιφύλαξη του γραφειοκρατικού εργατικού κράτους αυτήν την εποχή ως σημείου ισορροπίας αλλά και έντασης μεταξύ των εργατών και του «κράτους τους», η λογική του  Τρότσκυ  και της «ομάδας των Οκτώ»  είναι το αντίστοιχο αυτού που θα καθιερωθεί πλήρως στην σταλινική περίοδο  ως «διορισμός των συνδικάτων» και  πλήρης  αντίθεση μεταξύ διορισμένων συνδικάτων και  εργατικών άμεσων οικονομικών συμφερόντων ( π.χ. στρατηγική  συμμαχία συνδικάτων με σταχανοβισμό και διοικήσεις επιχειρήσεων)  αλλά και το αντίστοιχο αυτού που στη Δύση θα ονόμαζε κανείς εργοδοτικό ή κίτρινο συνδικάτο. Είναι η λογική αυτού του μορφώματος που κάθε εργοδοσία  (ιδιωτική ή κρατική) θα ήθελε να λειτουργεί ως μηχανισμός δήθεν εκπροσώπησης των εργατικών συμφερόντων και στην ουσία νομιμοποίησης και προώθησης αποκλειστικά των σκοπών  της εργοδοσίας  (παραγωγικών, νομιμοποιητικών, πειθαρχικών και ευρύτερα εξουσιαστικών ) σε σχέση με τη διαχείριση της εργατικής δύναμης  και γενικότερα της ζωντανής εργασίας.    

Β. Η έκβαση του 10ου Συνεδρίου στο ζήτημα του ρόλου των συνδικάτων ( 8-16 Μαρτίου 1921) 

  Kαθώς ξεκινά το 1921 και η πορεία προς το κομματικό Συνέδριο , η κρίση νομιμοποίησης της σοβιετικής εξουσίας και του Κόμματος επιδεινώνεται ριζικά. Ξεκινούν απεργίες, διαδηλώσεις και άλλες  μορφές κοινωνικής και εργατικής δυσαρέσκειας που θα κορυφωθούν στα τέλη Φεβρουαρίου και αρχές Μαρτίου με το εξεγερτικό  κίνημα της Κρονστάνδης .

   Η πορεία προς  το 10ο Συνέδριο είναι πορεία όξυνσης των αντιθέσεων . Στη διάρκεια του Ιανουαρίου , η ελεγχόμενη από τον Ζηνόβιεφ οργάνωση του Πέτρογκραντ παρεμβαίνει  σε όλο ουσιαστικά το κόμμα ώστε να φιλτράρει την νίκη της πλατφόρμας  Λένιν και  την συρρίκνωση των δύο μειοψηφιών  (Τρότσκυ, Εργατική Αντιπολίτευση). Σε γενικές γραμμές, ο κομματικός μηχανισμός επιστρατεύεται ακόμη και με διοικητικά μέτρα ( διαγραφές) για την  συρρίκνωση των μειοψηφιών στο τελικό σώμα, ιδιαίτερα της Εργατικής Αντιπολίτευσης. Ο Λένιν αρθρογραφεί  στα τέλη Ιανουαρίου στην Πράβντα , επισημαίνοντας τον ιδιαίτερο κίνδυνο από τον αναρχοσυνδικαλισμό της Εργατικής Αντιπολίτευσης. Υποστηρίζει ότι η επαναστατική- συνδικαλιστική παρέκκλιση της ΕΑ αρνείται πλήρως τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας και τον ηγετικό ρόλο του κόμματος και η αποδοχή των απόψεών της  θα οδηγούσε στην πτώση του σοβιετικού κράτους ( Μπρίντον οπ.π. σελ. 181-182).

  Σε ορισμένες περιοχές και κλάδους με έντονα εργατική σύνθεση, η εργατική Αντιπολίτευση παρουσιάζει σημαντική ισχύ. Παίρνει  το ¼ των ψήφων  στην οργάνωση Μόσχας    καθώς και πολλούς αντιπρόσωπους στο Σωματείο των Μεταλλωρύχων. Επίσης, στο Πανρωσικό Συνέδριο Ανθρακωρύχων λαμβάνει 62 ψήφους έναντι 137 για την άποψη Λένιν και 8 για την άποψη Τρότσκυ.

  Στη συνέχεια, ασκείται πίεση πάνω στην «τάση των οκτώ» από την πλειοψηφία να ενωθεί μαζί της για την από κοινού αντιμετώπιση της ΕΑ. Οι Ν. Κρεστίνσκυ και  Φ. Τζερτζίνσκυ περνούν τον Φεβρουάριο στην τάση του Λένιν. Ο κομματικός μηχανισμός οργανώνει μια εκστρατεία απόλυτου ελέγχου του τελικού σώματος με επιχειρήματα άμεσου κινδύνου για το καθεστώς ( τα οποία όντως ήταν πολύ υπαρκτά αντικειμενικά, αλλά υποκειμενικά οφείλονταν σημαντικά     στην αντεργατική πολιτική των Μπολσεβίκων και σε πολιτικά τους σφάλματα ή και επιλογές)[76].

   Στο τελικό σώμα , η υπερίσχυση της τάσης Λένιν είναι πάρα πολύ μεγάλη και η συζήτηση περιορισμένη ως υποτυπώδης. Το σώμα διεξάγεται παράλληλα προς την καταστολή της  εξέγερσης της Κρονστάνδης, στην οποία μετέχουν και σύνεδροι, ακόμη και από την ΕΑ.  Η εισήγηση του Ζηνόβιεφ εγκρίθηκε με 336 ψήφους έναντι 50 για την άποψη Τροτσκυ και  8  για την ΕΑ. Ανοίγει μια περίοδος εκτεταμένης οικονομικής φιλελευθεροποίησης και ανοιγμάτων στην αγορά και την ιδιωτική οικονομία, η οποία θωρακίζεται και αντισταθμίζεται  με συντριπτικό συγκεντρωτισμό και αντιδημοκρατικότητα  στο πολιτικό και κρατικό πεδίο. 

   Το Κόμμα έπρεπε  μέσα από  τη διαδικασία του 10ου  Συνεδρίου να ομογενοποιηθεί και να  ατσαλωθεί,  να αποδείξει ότι η δικτατορία του ήταν το μόνο αναγκαίο μέσο για τη διάσωση    της δικτατορίας του προλεταριάτου και ότι, αντίστοιχα,  κάθε προσπάθεια ανοίγματος ή εκδημοκρατισμού ή συμβιβασμού με την Κρονστάνδη  θα οδηγούσε στη νίκη της αντεπανάστασης. Από την άλλη πλευρά, το μπλοκ της Κρονστάνδης  υποστήριζε ότι η Τρίτη Ρώσικη  Επανάσταση θα έφερνε μια πραγματική λαϊκή εξουσία σε βάρος των κομμουνιστών και    ότι θα  έπρεπε να τερματιστεί η κυριαρχία των κομμουνιστών στα σοβιέτ. Πρότεινε και ορισμένα μέτρα ελεύθερης αγοράς σε μικρή κλίμακα, πολύ ταπεινότερα από την έκταση της ΝΕΠ, η οποία θα εισαγόταν με το 10ο ΄Συνέδριο στη Σοβιετική Ρωσία. Στα πλαίσια αυτού του κειμένου,  δεν θα αξιολογήσουμε το ζήτημα της  εξέγερσης  της Κρονστάνδης, παρά το ότι είναι βέβαιο ότι ανεξάρτητα από το αν αυτό το κίνημα είχε δίκιο ή λάθος εξέφραζε και εργατικές και αγροτικές αλλά και μικροαστικές ευρύτατες μάζες που δεν αναγνωρίζονταν   πια στο σοβιετικό καθεστώς, όπως λειτουργούσε κάτω από τη δικτατορία των Μπολσεβίκων. Επίσης,  δεν ήταν καθόλου δεδομένου ότι  οι Κρονστανδιανοί ήθελαν μια αντιδραστική επίλυση, όπως ισχυρίστηκαν οι Μπολσεβίκοι[77] , και συνεχίζουν σήμερα να ισχυρίζονται οι σταλινικοί και οι τροτσκιστές “επίγονοι”[78]-καθώς μάλιστα ένα μέρος αυτών των Κρονστανδιανών λίγα χρόνια πριν είχε πρωτοστατήσει  στην επανάσταση του Οκτώβρη.         

    Η εισήγηση του Λένιν στο Συνέδριο ήταν μια παθιασμένη  τοποθέτηση υπέρ της ανάγκης να αντιμετωπίσει το Κόμμα ενωμένο την αντεπανάσταση και την αναρχοσυνδικαλιστική τάση  εντός του, η οποία αντικειμενικά ευνοούσε την αντεπανάσταση.  Στην συγκυρία αυτήν , οι εκπρόσωποι  της ΕΑ, αμφισβητώντας την ηγεσία του Κόμματος και σε τελική ανάλυση το μονοπώλιο εξουσίας του Κόμματος , αντικειμενικά υποβοηθούσαν , ανεξαρτήτως καλών προθέσεων, την πτώση του Κόμματος και των σοβιέτ. Συνεπώς, η πολεμική του Λένιν κατά της ΕΑ ουσιαστικά την καλούσε να διαλέξει στρατιωτικό χαράκωμα.     

   Σε αυτό το πλαίσιο «ατσαλώματος» και μονολιθικής ανασυγκρότησης  του Κόμματος- είναι αυτό το Συνέδριο που αποφασίζει  την κατάργηση των τάσεων-φραξιών και του ελεύθερου εσωκομματικού διαλόγου, ουσιαστικά επικυρώνοντας το μονοπώλιο  νόμιμης άποψης  της εκάστοτε ηγετικής ομάδας, η οποία διαμορφώνεται βασικά με στεγανές και αδιαφανείς εσωκομματικές διαδικασίες, σε κλίμα πνιγηρής γραφειοκρατίας πλέον- η συζήτηση για τον ρόλο των συνδικάτων χάνει  την αξία της. Η υπερίσχυση της άποψης Λένιν με μεγάλη πλειοψηφία επικυρώνει την de facto κρατικοποίηση των συνδικάτων, αν και όχι με τις εξτρεμιστικές διατυπώσεις του  Τρότσκυ.

   Η ΕΑ επέμεινε στις θέσεις της για τη ανεξαρτησία των συνδικάτων και  την ισχυρή θέση τους στη συλλογική  διεύθυνση των επιχειρήσεων. Επέμεινε,  παρά τον κίνδυνο ανοιχτά πια της δίωξης των μελών της  από την Τσεκά, η οποία από το 10ο Συνέδριο και μετά ανέλαβε και την εξουσία δίωξης των εσωκομματικών Αντιπολιτεύσεων των Μπολσεβίκων. Ο Σ. Μεντβέντεφ κατηγόρησε την πλειοψηφία ότι εκφράζει γραφειοκρατικές τάσεις και  δεν έχει πια καμία εμπιστοσύνη στη δημιουργική πρωτοβουλία των εργατικών μαζών. 

  Οι κεντρικές ομιλίες ήταν αυτές του  Αλεξάντερ Σλιάπνικοφ και της Αλεξάντρα  Κολλοντάι. Ο Σλιάπνικοφ μίλησε στο πνεύμα των παλιότερων θέσεών του και ιδίως της τοποθέτησής του στο 8ο Πανρωσικό  Συνέδριο των συμβουλίων στις 30-12-1920 :  «Η ουσία της σύγκρουσης βρίσκεται στο ποιόν δρόμο θα ακολουθήσει το κομμουνιστικό μας κόμμα κατά την μεταβατική περίοδο , για το πώς θα ασκήσει την οικονομική πολιτική του, αν θα το κάνει μέσω των ενώσεων των οργανωμένων εργατικών μαζών   ή με γραφειοκρατικό τρόπο πάνω σε αυτές μέσω των διατεταγμένων υπαλλήλων»[79].

   Επίσης, η Κολλοντάι θα συγκεντρώσει την κριτική της  στο 10ο Συνέδριο όχι μόνο στις κομματικογραφειοκρατικές μεθόδους διεύθυνσης της παραγωγής αλλά και στην αναβάθμιση της συμμαχίας των κρατικοκομματικών γραφειοκρατών με την αποκατεστημένη εξουσία των αστών ειδικών-τεχνοκρατών. Με έναν τρόπο που θυμίζει αρκετά τον λόγο ( discourse)  της Πολιτιστικής Επανάστασης   στην Κίνα , σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, θα πει:

«Και βέβαια, αυτοί που αναλαμβάνουν την διοίκηση των επιχειρήσεων δεν είναι οι μεγάλοι καπιταλιστικοί  μεγιστάνες….οι οποίοι εξαλείφθηκαν από το κύμα της επανάστασης …οι αστοί τεχνικοί αντιπροσωπεύουν ως οι ταλαντούχοι υπηρέτες του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής , το μυαλό, την  ιδιοφυία του καπιταλισμού, είναι οι πραγματικοί δημιουργοί και γονιμοποιητές του . Αυτή η ομάδα  ασκεί στο πεδίο της οικονομίας της συγκεντρωτικές τάσεις της σοβιετικής πολιτικής και ιδιοποιείται το πλήρες όφελος από την τραστοποίηση και κρατική ρύθμιση της παραγωγής για τον εαυτό της-εκπροσωπώντας τον ρόλο του κεφαλαίου εδώ αλλά και στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Όλοι αυτοί αγωνίζονται για ένα και μόνο,  να αφαιρεθεί από τους εργάτες η μεταμφιεσμένη ρύθμιση της οικονομίας μέσω των εργατικών οργανώσεων ( βιομηχανικών ενώσεων) και  να την ιδιοποιηθούν οι ίδιοι   κάτω από την μάσκα των μηχανισμών διοίκησης της σοβιετικής οικονομίας , των κεντρικών και κύριων διοικήσεων του μηχανισμού της πολιτικής οικονομίας , όπου οι ίδιοι έχουν βάλει σταθερό πόδι και διοικούν.  Η επιρροή αυτών των κυρίων στην νηφάλια πολιτική των ηγετών μας είναι πολύ μεγάλη, ακόμη μεγαλύτερη από όσο θα έπρεπε να είναι..» ( Willy Huhn , οπ.π. , V, σελ. 19).  

  Παρ’όλα αυτά,   ορισμένες  διατυπώσεις των Λένιν και Τρότσκυ σε αυτό το συνέδριο, των τότε βασικών ηγετών  του Μπολσεβικισμού,  έχουν πολύ μεγάλη ιστορική αξία, στα πλαίσια της  αποτίμησης της κληρονομιάς του επαναστατικού μαρξισμού ή από ό,τι έχει διασωθεί από αυτήν.

     Είναι ο Τρότσκυ, ο  οποίος υποστηρίζει στο τελικό σώμα ότι :

« Η Εργατική Αντιπολίτευση έχει φετιχοποιήσει τις αρχές της  δημοκρατίας. Έχουν τοποθετήσει το δικαίωμα των εργατών  να εκλέγουν  αντιπροσώπους πάνω από το Κόμμα, σαν το Κόμμα να μην ήταν εξουσιοδοτημένο να ασκεί την  δικτατορία, ακόμη και αν αυτή η δικτατορία προσωρινά αντέκειτο στις κυμαινόμενες  (πλειοψηφικές)  διαθέσεις της εργατικής δημοκρατίας…. Το Κόμμα έχει επαναστατική ληξιαρχική πράξη γέννησης . Το Κόμμα  είναι υποχρεωμένο να διατηρήσει τη δικτατορία του, , ανεξάρτητα από τις παροδικές ταλαντεύσεις  ακόμη και της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από τους προσωρινούς δισταγμούς στην αυθόρμητη  διάθεση των μαζών . Η δικτατορία δεν στηρίζεται πάντοτε  και κάθε δεδομένη στιγμή στην τυπική αρχή της εργατικής δημοκρατίας»(απόδοση, υπογράμμιση, δική μου).  

Και συνεχίζει[80]

«Χωρίς αυτήν την συνείδηση , το κόμμα  μπορεί να καταστραφεί άσκοπα σε μια από τις πολλές καμπές , από τις οποίες περνά….. Το κόμμα ως ενότητα κρατιέται σε συνοχή από την ενότητα της κατανόησης ότι πάνω και πέρα από τον τυπικό παράγοντα ( εννοεί : τον κανόνα της τυπικής δημοκρατίας,  την αρχή της πλειοψηφίας ουσιαστικά)  υπερισχύει η αρχή της δικτατορίας  του κόμματος, το οποίο εγγυάται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ακόμη και όταν  η διάθεση της τελευταίας είναι κυμαινόμενη ή ταλαντευόμενη…» (απόδοση, υπογράμμιση δική μου). 

Τι μας λέει εδώ :

Ότι η δικτατορία της εργατικής τάξης βασικά –και όχι μόνο στις στιγμές κρίσης- ταυτίζεται με τη δικτατορία του κόμματος.  Ότι οι αρχές της εργατικής δημοκρατίας – ελευθερία έκφρασης τω εργατών και αγροτών, ελευθερία οργάνωσης των σοβιετικών κομμάτων- είναι μια τυπική αρχή και μόνο, αρχή που δεν έχει ιδιαίτερη αξία-τα ίδια με την καπιταλιστική «ελευθερία εργασίας». Ότι η βούληση της πλειοψηφίας των εργαζόμενων μαζών  έχει αξία μόνο , όταν συμφωνεί  με τη βούληση του Κόμματος. Και μάλιστα της ηγεσίας του Κόμματος.   Ότι το Κόμμα δεν υπόκειται στην ταξική πάλη και δεν μπορεί ποτέ να αντιταχθεί στα στρατηγικά συμφέροντα τ ων εργαζομένων, γιατί εκ της γεννήσεώς του έχει «επαναστατική ληξιαρχική πράξη γέννησης». Αποθέωση της μεταφυσικής και της αντιδιαλεκτικής σκέψης[81].   

  Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την μαρτυρία  του  Γιουγκοσλάβου κομμουνιστή κρατούμενου στα σταλινικά στρατόπεδα Ante Ciliga  επί τροτσκισμώ ( στα 1930-1935) ,  ήταν ο Λένιν αυτός που υποστήριξε στο 10ο Συνέδριο ότι αν οι μη κομματικοί εργάτες των συνδικάτων διεύθυναν  την παραγωγή  , οι οποίοι είναι τα 9/10 των συνδικαλισμένων εργατών, τότε τι θα απέμενε από τον ηγετικό ρόλο του Κόμματος [82]

Συμπεράσματα

   Δεδομένου ότι οι στιγμές κρίσης και «έκτακτης ανάγκης» δεν αναδεικνύουν μόνο τα «έκτακτα μέτρα» και τις κατ’ εξαίρεση αντιλήψεις των πολιτικών που παρεμβαίνουν σε αυτές αλλά και τις πάγιες  αντιλήψεις αρχών τους σε σημαντικό βαθμό , σαν η «εξαίρεση» να είναι η μόνη πραγματική ομαλότητα,  προκύπτει ότι :

Τόσο στο ζήτημα της καταναγκαστικής εργασίας το 1919-1920 όσο και στο ζήτημα της κρατικοποίησης των συνδικάτων το 1920-1921 , η αντίληψη του Τρότσκυ υπήρξε μια βαθιά γραφειοκρατική και συγκεντρωτική αντίληψη, με έντονα στοιχεία θεοποίησης της γραφειοκρατίας αλλά και  του στρατιωτικού μηχανισμού ειδικότερα. Στην φάση αυτήν, αν μπορεί να γίνει λόγος για «κόκκινο βοναπαρτισμό»,  ο όρος θα αντιστοιχούσε  στον Τρότσκυ και μόνο.

Σε αντίθεση με τον Λένιν, που παρουσιάζει, παρά την δική του , επίσης, υπερσυγκεντρωτική κρατική στρατηγική , μια ταλάντευση στα ζητήματα της γραφειοκρατίας και ακόμη παραπάνω μια ισχυρή ταλάντευση προς την μη κρατική εκμετάλλευση της αγροτιάς [83], ο Τρότσκυ είναι συνεκτικότατος, σαφέστατος  και  ακραίος στις διατυπώσεις του. Όπως ακριβώς τον  κατηγορεί η ΕΑ ( εναντίον αυτού στρέφεται στο 10 ο Συνέδριο κατά κύριο λόγο) δεν εμφανίζει καμία εμπιστοσύνη ούτε στη εργατική δημοκρατία ούτε στη δημιουργική πρωτοβουλία  των εργατικών μαζών. Αντίθετα, διατυπώνει απόψεις έντονα αλαζονικές για τους απλούς εργαζόμενους, απόλυτα θετικές για τον ιεραρχικό κοινωνικό  καταμερισμό εργασίας και για όσα δεσποτικά μορφώματα  κληροδοτούν οι ταξικοί κοινωνικοί σχηματισμοί στον σοβιετικό. 

Η τοποθέτησή του , λόγω του ιστορικού του χάσματος με το Κόμμα των Μπολσεβίκων, δεν γίνεται από την σκοπιά κυρίως μιας κομματοκρατικής γραφειοκρατίας ( όπως συμβαίνει κυρίως με τον Λένιν) αλλά από την σκοπιά του κρατικού μάνατζερ, του απίστευτα ικανού και αναμφισβήτητου κρατικού οργανωτή, που αξιοποιεί και συσπειρώνει γύρω του και μια σειρά ικανών αστών ειδικών στον στρατό, τις μεταφορές και την παραγωγή .   

Η κριτική του στην ελευθερία εργασίας  στον καπιταλισμό  είναι μια κριτική όχι από την θέση της ελεύθερης δημιουργικής εργασίας στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική προοπτική αλλά  από τη θέση της επικύρωσης του δεσποτισμού των προκαπιταλιστικών κοινωνιών  ή από την οπτική της δυστοπίας μιας  μορφής «κομμουνισμού του στρατώνα».

Στην πραγματικότητα, Ο Τρότσκυ της περιόδου αυτής είναι ένας υπερσυγκεντρωτικός   Γιακωβίνος με την έννοια της πρόταξης της ιεραρχικής οργάνωσης   του κράτους-τάξη απέναντι στην τάξη  για τον εαυτό της. Γι αυτό και ισχύει απόλυτα γι αυτόν η κριτική που ο ίδιος  διατύπωσε στον Λένιν ως Γιακωβινιο ηγέτη το 1904 απαντώντας στο έργο του Λένιν «Ένα Βήμα Μπρος, δύο Βήματα Πίσω» με το δικό του έργο «Τα πολιτικά μας καθήκοντα» ( σε σχέση πάντοτε με την κρίση του 2ου Συνεδρίου του ΡΣΔΕΚ το 1903). Πραθέτουμε συνδυαστικά το αγγλικό και το ελληνικό κείμενο.   

“When Lenin in his definition speaks deliberately and seriously (and not for effect) of ‘the organisation of the proletariat now conscious of its class interests’ there is nothing heretical in this; it is simply a pleonasm. It goes without saying that one who is linked to the proletariat which has become conscious of its class interests is a social democrat. But then in Lenin’s definition one can put, instead of Jacobin: liberal, populist, Tolstoyan or anything you want. For once the Jacobin, Tolstoyan or whatever link their fate to the ‘organisation of the proletariat now conscious of its class interests,’ they cease to be Jacobins, Tolstoyans, Mennonites etc., and become revolutionary Social Democrats. But if Lenin intended something more profound by his definition than that a Social Democrat is a Social Democrat, then it must be taken as follows: without ceasing to be a Jacobin in the general methodology of his political thinking and by his organisational conceptions in particular, the Jacobin becomes a revolutionary Social Democrat once he ‘links’ himself to the revolutionary proletariat”. 

«Όταν ο Λένιν στον δικό του ορισμό μιλά με την θέλησή του και με τρόπο σοβαρό ( και όχι για εντύπωση) για «την οργάνωση του προλεταριάτου, ήδη συνειδητού ως προς τα συμφέροντά του»  δεν υπάρχει τίποτε το αιρετικό σε αυτό. Απλώς, πρόκειται για πλεονασμό. Είναι αυτονόητο ότι κάποιος που συνδέεται με το προλεταριάτο, το οποίο έχει αποκτήσει συνείδηση των συμφερόντων του, είναι ένας σοσιαλδημοκράτης.  Αλλά τότε, μπορεί, κάποιος, να αντικαταστήσει  την λέξη «Γιακωβίνος» με τις λέξεις φιλελεύθερος, λαϊκιστής,  Τολστοικός ή ό,τι άλλο θέλετε. Καθώς αυτοί που ήταν κάποτε Γιακωβίνοι, Τολστοικοί, ή οτιδήποτε άλλο, από την στιγμή που συνδέουν τη μοίρα τους με την «οργάνωση του προλεταριάτου, το οποίο έχει αποκτήσει συνείδηση των συμφερόντων του», παύουν να είναι Γιακωβίνοι, Τολστοικοί, Μεννονίτες, κλπ και γίνονται επαναστατικοί σοσιαλδημοκράτες.  Αλλά, αν ο Λένιν, εννοούσε κάτι πιο θεμελιακό από το γεγονός  ότι ένας σοσιαλδημοκράτης είναι σοσιαλδημοκράτης,  τότε πρέπει να γίνει δεκτό το εξής:  χωρίς να παύει να  είναι Γιακωβίνος στην γενική μεθοδολογία της πολιτικής του σκέψης και ειδικότερα των οργανωτικών του αντιλήψεων, ο Γιακωβίνος γίνεται ένας  επαναστάτης  σοσιαλδημοκράτης  από την στιγμή που συνδέεται με το επαναστατικό προλεταριάτο» (απόδοση από τα αγγλικά  δική μου) . 

   Εδώ, κάπου δέκα επτά  χρόνια πριν από το 1921, ο Τρότσκυ υποστηρίζει ότι ο γιακωβινισμός, στον οποίο εκτενώς αναφέρεται θετικά ο Λένιν,   είτε δεν προσθέτει κάτι παραπάνω στην ιδιότητα του  σοσιαλιστή επαναστάτη ή ( κάτι που στο απόσπασμα αυτό δεν φαίνεται πολύ καθαρά) προσθέτει κάτι το αρνητικό και , άρα, πρέπει να εγκαταλειφθεί . Η Ιστορία απέδειξε ότι ο Τρότσκυ του 1904 είχε  από αρνητική-κριτική θέση  δίκιο όχι μόνο για τον Λένιν του 1903,  αλλά και  για τον Τρότσκυ του 1919-1921.      

Ι. Βιβλιογραφία στα ελληνικά

Π. Άβριχ- Ρ.Γκομπέν- Ρ.Ρόκερ «Η Ρώσικη Επανάσταση-η αποτυχία του κρατικού καπιταλισμού», Αθήνα 1997, Ελεύθερος Τύπος.

Π. Άντερσον «Το απολυταρχικό κράτος» (1974), Αθήνα 1986, Οδυσσέας, το κεφάλαιο «Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής» , σελ. 460 επ. 

Βολίν «Η άγνωστη επανάσταση» τ. Α’ και Β’ , Ελεύθερος Τύπος.

Έμμα Γκόντμαν «Η απογοήτευσή μου από την Ρωσία. Δύο χρόνια στην Ρωσία», Αθήνα 2009, Απόπειρα.   

Ε. Χ. Καρρ «Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης» τ. 2, Αθήνα 1978, Υποδομή.

Κ. Καστοριάδης «Ο ρόλος της μπολσεβίκικης ιδεολογίας στην γέννηση τητης γραφειοκρατίας» (1964) στον τόμο «Η πείρα του εργατικού κινήματος 2- Προλεταριάτο και οργάνωση» , Αθήνα 1984, Ύψιλον. 

Κ. Καστοριάδης «Η γραφειοκρατική κοινωνία-οι παραγωγικές σχέσεις στη Ρωσία», Αθήνα 1985, Ύψιλον 

Κείμενο-Πρόταση της « ομάδας των Οκτώ»  (τάση «Τρότσκυ-Μπουχάριν») για τον ρόλο των συνδικάτων στο 10ο συνέδριο των Μπολσεβίκων, βλ. παραπάνω σελ. 67 του κειμένου.  

Τ. Κλιφφ «Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία» , Αθήνα 1983, Εργατική Δημοκρατία. 

Τ. Κλιφφ «Τρότσκυ -2- Το ξίφος της επανάστασης», Αθήνα   , Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.  

Τ. Κλιφφ « Τρότσκυ-4 – όσο πιο σκοτεινή η νύχτα, τόσο πιο φωτεινό το αστέρι», Αθηνα 2010, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.

Α. Κολλοντάι «Η Εργατική Αντιπολίτευση», Αθήνα 1975, Βέργος. 

Μπ. Κοριά ( σχετικά με  τον ταιυλορισμό) «Ο εργάτης και το χρονόμετρο- τεϊλορισμός, φορντισμός και μαζική παραγωγή» , Αθήνα, Κομμούνα.

Β.Ι. Λένιν «Ένα  Βήμα Μπρος, Δύο Βήματα Πίσω-η Κρίση μέσα στο Κόμμα μας » (1904), Αθήνα  1982, Θεμέλιο.

Β.Ι. Λένιν «Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας»(1918) , τ. 27 σελ. 243 επ.

Β. Ι. Λένιν «Για τα υπεραριστερά παιδιαρίσματα και την μικροαστική νοοτροπία» (1918), περιλαμβάνεται όλο στο «Ο φόρος σε είδος» (1921) . Άπαντα τ.43 σελ.  205-245. 

Β.Ι.Λένιν «Ο φόρος σε είδος», Άπαντα ( Σύγχρονη Εποχή)  τ.  43 σελ. 205-245.

Ρ. Λινάρ « Ο Λένιν, οι αγρότες, ο Ταίυλορ» , Αθήνα 1982, Μηνιαία Επιθεώρηση. 

Κ. Μαρξ (1843) «Το Εβραϊκό Ζήτημα», Αθήνα 1978, Οδυσσέας.

Κ. Μαρξ (1844) «Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα « , Αθήνα 1975, Γλάρος.

Κ. Μαρξ (1847)«Η αθλιότητα της φιλοσοφίας», 1990, Αναγνωστίδης. 

Κ. Μαρξ-Φρ. Ένγκελς «Κριτική των προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης» , Αθήνα 1976, εκδόσεις Κοροντζή.

Κ. Μαρξ  Το Κεφάλαιο τ. Α’, Αθήνα 1978, Σύγχρονη Εποχή, μετάφραση Π. Μαυρομάτη , ιδίως το κεφάλαιο για την Πρωταρχική Συσσώρευση ( σελ. 735 επ.) και το κεφάλαιο για την εντατικοποίηση της εργασίας σελ. επ.

Κ. Μαρξ «Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί ( τμήμα των Grundrisse)», Αθήνα 1983, Κάλβος.       

I. Mεσάρος  «Η έννοια της αλλοτρίωσης στον Μαρξ» (1974), Αθήνα 2016,Κουκίδα.

Ίντα Μετ (1948) «Η Κομμούνα της Κρονστάνδης» , Διεθνής Βιβλιοθήκη , χ.χρ.

Τζ. Μπάρναμ   (1941) «Η επανάσταση των διευθυντών», Αθήνα 2010, μεταφρ.Παναγιώτη Κονδύλη.

Δ. Μπελαντή «Μπολσεβίκοι εναντίον του Λένιν- η περίπτωση των «Αριστερών Κομμουνιστών» το 1918 και ο εργατικός έλεγχος» , περ.Ουτοπία 122/2017, σελ. 63 επ. 

Δ. Μπελαντή «Το επαναστατικό κόμμα στον Λένιν», περ. Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής , τ. 68/2017, σελ. 101 επ.

Δ.Μπελαντή «Το ίχνος του Οκτώβρη : μεγαλείο και τραγωδία μιας μεγάλης επανάστασης», Φεβρουάριος 2017,ιστότοπος www.pandiera.gr, ββλ. Στο λινκ : http://pandiera.gr/%CF%84%CE%BF-%CE%AF%CF%87%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BF%CE%BA%CF%84%CF%8E%CE%B2%CF%81%CE%B7-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%B5%CE%AF/ .      

Aλ. Μπέρκμαν (1920-21) «Ο μπολσεβίκικος μύθος», Αθήνα 2016, Πανοπτικόν.

Σ. Μπετελέμ «Οι ταξικοί Αγώνες στην ΕΣΣΔ, Α’ Περίοδος 1917-1923», Αθήνα 1975,   εκδόσεις Ράππα,  Αθήνα 2005, εκδόσεις Κουκίδα.

Σ. Μπετελέμ «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ , Β’περίοδος ,  1923-1930»,

Α. Αθήνα 1977, εκδόσεις Ράππα ( στο κείμενο χρησιμοποιείται αυτή η έκδοση).

Β. Αθήνα , 2005, εκδόσεις Κουκίδα.  

Σ. Μπετελέμ «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ 1930-1941, Γ’ Περίοδος», Αθήνα 2017, Κουκίδα ( είναι η ελληνική έκδοση του 2017, αντίστοιχη στην γερμανική του 2016, την οποία (γερμανική) παραθέτω στο ξενόγλωσσο τμήμα της βιβλιογραφίας και όπου στηρίζονται κατά σελίδα  οι αναφορές μου με την ένδειξη τόμοι III-IV) .

Γ1 –Οι κυριαρχούμενοι.

Γ2-Οι κυρίαρχοι. 

Μ. Μπρίντον «Οι Μπολσεβίκοι και ο εργατικός έλεγχος –Το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών 1917-1921» , Αθήνα 1977, Διεθνής Βιβλιοθήκη.

Ι.  Ντόυτσερ «Στάλιν» , Αθήνα 1972, εκδόσεις Χρησμός.

Κ. Παπαϊωάννου «Η γέννηση του ολοκληρωτισμού», Αθήνα 1994, Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Ν. Πουλαντζά « Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις» , τ.Α’, Αθήνα 1975, Θεμέλιο.  

Β. Σερζ «Απομνημονεύματα ενός επαναστάτη» , Αθήνα 2008, scripta.

Ι.Β. Στάλιν «Ζητήματα Λενινισμού», χ.χρ. , έκδοση ΚΕ ΚΚΕ.      

Φ. Τοκάι « Για τον ασιατικό τρόπο παραγωγής», Αθήνα χ.χρ. , Αναγνωστίδης.  

Λ. Τρότσκυ (1920) « Τρομοκρατία και κομμουνισμός» , Αθήνα 1979, Αλλαγή.

Λ.  Τρότσκι  (1937)«Η προδομένη επανάσταση», Αθήνα 2008, Διεθνές Βήμα.

Λ. Τρότσκυ (1931) «Διαρκής Επανάσταση», Αθήνα  2010, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.

Μ. Χάρνεκερ «Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού», Αθήνα χ.χρ., Παπαζήσης.  

 ΙΙ. Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία  ( η αναφορά στην ΜΙΑ αφορά τo Internet Marxist Archive ή αλλοιώς τον ιστότοπο  www.marxists.org, κάθε  συγγραφέας  έχει και το αρχείο του).

Ch. Bettelem “Klassenkaempfe in der UdSSR 1930-1941  Baende iii -iv”, die Buchmacherei 2016. ( γερμανική έκδοση του 3ου και 4ου τόμου).

N. Bukharin (1920)“The politics and economics of the transition period”, MIA , Bukharin Archive.

                      C.Castoriadis “Political and Social Writings vo. 2 , 1955-1960”, ιδίως το κεφάλαιο

                       “The revolution against bureaucracy”, University of Minessota Press, 1988,διαθέσιμο σε PDF στο διαδίκτυο.     

 Β. Chavance “Le Capital Socialiste. Histoire Critique  de’l economie poitique de socialisme  1917-1954”, Paris 1980.    

A.Ciliga “The Russian Enigma” , 1937-1938, αρχείο PDF στο διαδίκτυο (σελίδες 550, περιλαμβάνει και τον Β’ Τόμο). Βλ. και την γερμανική έκδοση “Im Land der verwirrenden Luege” 92010).  

R. Conquest “ The Great Terror- A Reassessment”, Pimlico 1998.

R. V. Daniels “ The Conscience of the Revolution- Communist Opposition in Soviet Russia”, Harvard University Press, 1969.

G. Dauve “Notes on Trotsky, Pannekoek , Bordiga” in Libcom.org, δες το λινκ : https://libcom.org/library/notes-trotsky-pannekoek-bordiga-gilles-dauv%C3%A9   Συμπίπτει μερικά με το βιβλίο σε ελληνική μετάφραση G. Dauve «Έκλειψη και  επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος», Αθήνα 2002, Κόκκινο Νήμα. Ο Dauve είναι ένας πολύ σημαντικός στοχαστής του συμβουλιακού κομμουνισμού, κατά τις τελευταίες τέσσερις με πέντε δεκαετίες.    

Ι. Deutscher “Trotsky I – The prophet armed”(1954) , Oxford University Press , 1987.

R. Dunayevskaya  (1958)“ Marxism and Freedom –from 1776 until today”, Humanity Books 2000, σελ. 215-240 ( “Soviet state capitalism vs workers’revolt”). 

R. Fischer :Stalin and German Communism”, NY 1948-49.

S. Heym “Radek”, 1995, btb Verlag ( λογοτεχνική βιογραφία).

W. Huhn (1951, 1973) “Trotsky, der gescheiterte Stalin” («Tρότσκυ,ο αποτυχημένος Στάλιν»)  ,  MIA , Willy Huhn Archive.

K. Kautsky  1918) “Terrorismus  und Communismus” , Wien 1918, στα αγγλικά «Τerrorism and Communism”, MIA, Kautsky Archive.

V.I.Lenin (1918) “The immediate tasks of the soviet government”, MIA, Lenin Archive.

V.I.Lenin (1918) “Left Wing Childishness and the Petit Bourgeois Mentality”, MIA,Lenin Archive.

V.I.Lenin “The proletarian revolution and renegade Kautsky” ( 10.-11.1918) , MIA, Lenin Archive.

                     V.I.Lenin (30-12-1920) “The trade unions, the present situation and Trotsky’s           mistakes”,  MIA, Lenin Archive.

                     V.I. Lenin “Once again n the trade unions- the current situation and the mistakes of Trotsky and Bukharin, MIA, Lenin Archive.       

V.I.Lenin (1923)“Better fewer and better”, MIA , Lenin Archive. 

Ε. Μandel  “The formation of the economic thought of Karl Marx : from 1843 to Capital” (1967), Verso 2015, Chapter 8 , “The Asiatic Mode of Production and the Historical  Pre-conditions for the Rise of Capital” .

Ε. Miasnikov “The latest deception” 1930, MIA, Miasnikov Archive.

“Neither Capitalism, nor Socialism- Theories of Bureaucratic Collectivism” , συλλογικός τόμος, 1996, εκδότες Ε. Haberkern, A. Lipow. Αναφέρεται βασικά σε κείμενα και προσεγγίσεις της ομάδας Μ. Shactmann , J, Burnham, Hal Draper  κ.α , που συγκρότησαν το 1940 το Workers Party , σ ρήξη με τνην επίσημη Δ’ Διεθνή.       

R. Pipes “Russia under the Bolshevic Regime 1919-1924” , Harvill Press 1997. 

R. Pipes “Lenin’s Gulag” 2014, , PDF, link: https://www.academicresearchjournals.org/IJPSD/PDF/2014/June/Pipes.pdf.

Ο Pipes, χωρίς να αποσιωπά  ποτέ την αντικομμουνιστική του τοποθέτηση, έχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την συγκρότηση στρατοπέδων εργασίας πριν από τον Στάλιν , με έμφαση στην περίπτωση των νησιών Σολόβσκι στον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό.   

Fr.(iedrich) Pollock ( Σχολή Φραγκφούρτης-έργο του 1941) State Capitalism-Its Possibilities and Limitations”, στο διαδίκτυο , σε μορφή PDF.

                       Ε.Preobrazensky  (1924), “The New Economics” , όλο το βιβλίο σε αρχείο PDF,  στον     ιστότοπο Libcom.org. Εκτίθεται η στρατηγική της «σοσιαλιστικής πρωταρχικής συσσώρευσης» κατά των αγροτών, οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπισθούν ως αποικιοκρατούμενος λαός, δεδομένου ότι η Ρωσία στερείται  κανονικών αποικιών.   

                      K. Radek  (1920)“Terrorism and Communism”,  MIA , Radek Archive.

                      Br. Rizzi “The bureaucratization of  the world” ( 1929-1938), MIA, Rizzi Archive. Η μορφή αυτή είναι συντομευμένη σε σχέση με το πλήρες βιβλίο του Rizzi, που υπερβαίνει τις 100 σελίδες , βλ.  Free Press Edition, 1985 .

                        L. Shapiro “The origin of  the Communist autocracy : political opposition in the Soviet  state – the first phase 1917-1922”, Harvard University Press, 1977.       

                       O. Spengler “Preussentum und Sozialismus”, 1920, σελ. 99, στο διαδίκτυο , και ειδικότερα στο λινκ :  https://ia601408.us.archive.org/21/items/preussentumundso00spenuoft/preussentumundso00spenuoft.pdf  

                     R. Tucker “Stalin” Vol. I,  “Stalin  as a  revolutionary  1879-1929”, Norton Library, 1973. 

L. Trotsky  (1920)“Terrorism and Communism” ( “Dictatorship vs Democracy”), MIA, Trotsky Archive, ιδίως το 8ο Κεφάλαιο για την οργάνωση της παραγωγής στην βιομηχανία( η αρίθμηση των σελίδων στην παρούσα  μελέτη  γίνεται από το 8ο Κεφάλαιο στα αγγλικά, όπως υπάρχει στο ηλεκτρονικό  αρχείο ΜΙΑ  (Marxists Internet Archive) των κειμένων του Λ. Τρότσκυ)..

L. Trotsky (1924) “The New Course”,  MIA, Trotsky Archive.

L. Trotsky (1904) “Our Political Tasks”, MIA, Trotsky Archive .  

L. Trotsky (1940) “In defense of Marxism” , MIA, Trotsky Archive.

 Κ.Α.Wittvogel “Oriental  despotism- a comparative study of total power”,  1959.


[1] Βλ. στο λινκ http://pandiera.gr/%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%84%CF%83%CE%BA%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C-%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%8C-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BD%CE%AD%CE%BF/.

[2]   Δ. Μπελαντή «Μπολσεβίκοι εναντίον του Λένιν- η περίπτωση των «Αριστερών Κομμουνιστών» το 1918 και ο εργατικός έλεγχος», σε περ. Ουτοπία 122/ 2017 ( «Αφιέρωμα στην Οκτωβριανή  Επανάσταση»), σελ. 63-80. 

[3]  Βλ. σε Δ. Μπελαντή « Η προστασία του λενινιστικού σοβιετικού καθεστώτος (1917-1924: από την αναγκαία αυτοάμυνα στην καθολική  μαχητικότητα» περ. Θέσεις , Μέρος Α’  τ. 67/1999 , σελ.   , Μέρος Β’ τ. 69/1999 , σελ. .

[4] Δ. Μπελαντή «Μπολσεβίκοι κατά του Λένιν..», Ουτοπία τ. 122 , οπ.π. σελ. 63-67 , Μ. Μπρίντον «Οι  μπολσεβίκοι και ο εργατικός έλεγχος-το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών 1917-1921», Αθήνα 1977, Διεθνής Βιβλιοθήκη, σελ. 55-133, με αναλυτική παράθεση των εξελίξεων στο ζήτημα της ανόδου και της κατάργησης του εργατικού ελέγχου. 

[5]  Ε.Χ.Καρρ «Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923», (1952),  τ.Β’, Αθήνα 1978, Υποδομή, σελ.  227 και 229—230. Επίσης, στο 3ο πανρωσικό συνέδριο συμβουλίων εθνικής οικονομίας τον 1.1920 , οι επιχειρήσεις διακρίνονται σε τραστοποιημένες, επιχειρήσεις εθνικής σημασίας και τοπικής σημασίας.

[6] Η Βέσενκα και το Σοβναρχόζ αποτελούν τα έμβρυα του πιο κατοπινού οργάνου εθνικού οικονομικού σχεδιασμού, του Γκοσπλάν.  Η Βέσενκα από όργανο που συντονίζει τις εργοστασιακές επιτροές ( διάταγμα Νοεμβρίου 1917) γίνεται σταδιακά καθαρά κρατικό όργανο με υψηλόβαθμό συμμετοχής γραφειοκρατών και αστών ειδικών .   

[7] “Terrorism and Communism” , 1919-1920 , www.marxists.org, Trotsky Archive.  Υπάρχει και στα ελληνικά   από τις εκδόσεις Αλλαγή («Τρομοκρατία και κομμουνισμός»),  Αθήνα 1979,  αλλά και στην ελληνική βερζιόν του Marxist Internet Archive.  Το κείμενο αυτό θα αποτελέσει βασικό σημείο αναφοράς αυτού του άρθρου.  Γραμμένο από τον Τρότσκυ ,  προκειμένου  να απαντηθεί η κριτική του σοσιαλδημοκράτη ηγέτη  Κ. Κάουτσκυ στη Ρώσικη Επανάσταση με τον ίδιο τίτλο  («Τρομοκρατία και Κομμουνισμός» , Βιέννη  1918) , περιλαμβάνει και το κεφάλαιο 8  που μας ενδιαφέρει ειδικά με τον τίτλο «Προβλήματα της οργάνωσης της εργασίας – η σοβιετική κυβέρνηση και η βιομηχανία»  (“Problems of  the organization of labour- The soviet government and industry” ) . Οι σελίδες παραπομπής είναι αυτές του ηλεκτρονικού αρχείου του Marxist Internet Archive. Μεγάλο μέρος του κεφαλαίου 8 αποτελεί τη σχετική εισήγηση του Τρότσκυ στο  3ο Εθνικό Συνέδριο των σοβιετικών συνδικάτων, Απρίλιος 1920.        

[8]  “Terrorism and Communism” , Chapter 8, σελ.  1-3.

[9] Για τις μεγάλες υλικές ελλείψεις βλ. και σε I. Deutscher  “The prophet armed” , Oxford University Press  (1954) , 1987 , σελ. 488.

[10]  Ε.Χ.Καρρ οπ.π. τ. 2, σελ. 229-230.

[11] Ε.Χ.Καρρ οπ.π. τ. 2, σελ. 250-251.

[12] Οπ.π. σελ. 257.

[13] Βλ. αναλυτικά σε Σ. Μπετελέμ «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ τ.Β’ 1923-1930», Αθήνα 1977, εκδοσεις Ράππα, «ΟΙ ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ τ. Γ’  1930-1941» , Αθήνα 2017, εκδόσεις Κουκίδα. 

[14]  Βλ. σε Α. Ι. Τάχου «Το πρώτο  σοβιετικό σύνταγμα του 1918-Εισαγωγή-Κείμενα», Θεσσαλονίκη 1989, Παρατηρητής.

[15] Ο σοσιαλισμός με την ευρύτερη έννοια είναι η μεταβατική περίοδος ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό, στην οποία αντιστοιχεί ως πολιτική μορφή η δικτατορία του προλεταριάτου  (βλ. και Κ. Μαρξ-Φρ. Ένγκελς  «Κριτική των προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης», Αθήνα 1976, εκδόσεις Κοροντζή, σελ. 41  ).  Ο σοσιαλισμός με την στενότερη έννοια είναι η πρώτη ανώριμη μορφή κομμουνισμού, όπου αναφέρεται ο Μαρξ στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, οπ.π. σελ. 23-28.  

[16] Κ. Μαρξ «Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί», Αθήνα 1983, Κάλβος, σελ. 110, 114-120 . Επίσης, σε  Μ. Χάρνεκερ «Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού» , Αθήνα χ.χρ.1980, Παπαζήσης, σελ. 34 επ., Ν. Πουλαντζά «Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις», Αθήνα 1975, Θεμέλιο, τ. Α’ σελ. 33-40, όπου εξηγεί ότι το οικονομικό στοιχείο στον καπιταλισμό δεν στηρίζεται στην πολιτικοστρατιωτική βία, λόγω της ομολογίας ανάμεσα στην ιδιοκτησία και στην νομή πάνω στα μέσα εργασίας και παραγωγής, τα οποία ανήκουν ταυτόχρονα στην καπιταλιστική τάξη και την πλήρη απομόνωση των μισθωτών εργατών  από τα αυτά. 

[17]  I. Deutscher “The prophet..” , οπ.π. σελ. 501-502.

[18] Καρρ οπ.π. τ. 2 σελ. 272.

[19]  Καρρ οπ.π. τ. 2, σελ. 274 και υποσ. 212

[20] Deutscher “The prophet armed” οπ.π. σελ. 503 . Στο 9ο κομματικό συνέδριο, ο Λένιν θα επαναφέρει τις απόψεις του τού 1918 περί διοικητικής και πειθαρχικής συγκεντρωτικής αποτελεσματικότητας, τονίζοντας ότι τώρα χρειάζεται μια ακόμη πιο αναβαθμισμένη εργατική πειθαρχία. 

[21]  Trotsky “Terrorism.” Οπ.π. κεφ. 8 σελ. 4-5. Μετάφραση Δ.Μπ.

[22]  Ι. Μεσάρος « Η θεωρία του Μαρξ  για την αλλοτρίωση» (1974) , Αθήνα 2016, Κουκίδα, σελ. 131-160 ( «Οι οικονομικές πλευρές»).

[23] Αν και βέβαια η τάση για παραγωγικοποίηση της εργασίας δεν ξεκινά  σε μια ταξική κοινωνία από τόσο «ευγενή ελατήρια» αλλά από την εξάντληση-ιδίως στον καπιταλισμό- των ορίων της εντατικοποίησης της εργασίας ή από την μη διάθεση σημαντικής εργατικής δύναμης ή από λόγους που σχετίζονται με το ποσοστό κέρδους. Βλ. και την διαφορά μεταξύ παραγωγικοποίησης και εντατικοποίησης της εργασίας στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου του Μαρξ  (Αθήνα 1978,  Σύγχρονη Εποχή). . 

[24] Ενδιαφέρουσα εδώ η συσχέτιση ανάμεσα στην επαναστατική δικτατορία και στην εισαγωγή μορφών  καταναγκαστικής εργασίας. 

[25]  Terrorism and Communism, οπ.π. , κεφ. 8 σελ. 9-11 , απόδοση στα ελληνικά δική μου.

[26]  Γενικότερα για τις συνθήκες της «πρωταρχικής συσσώρευσης» ( 15ος – 17ος αιώνας)  όπου όντως η καταναγκαστική ή και δουλική εργασία έπαιξε κεντρικό ρόλο βλ. αναλυτικά σε Κ. Μαρξ «Το Κεφάλαιο», Αθήνα 1978, Σύγχρονη Εποχή, τ. Α’ , σελ. 735 επ.  

[27]  Terrorism and Communism,  οπ.π. κεφ. 8 σελ. 12-13, δική μου απόδοση. 

[28] Βλ.. σε Immediate Tasks οπ.π. σελ. 1-38 , ιδίως σελ. 17-19 ( “Raising the Productivity of Labour” ). 

[29] Εδώ  ο Λένιν μάλλον απευθύνεται  κεκαλυμμένα στην τάση των «αριστερών κομμουνιστών» στο κόμμα του παρά σε άλλα «αριστερά» ή ανατρεπτικά  κόμματα.

[30] Μπ.Κοριά «Ο εργάτης και το χρονόμετρο», Αθήνα 1985, εκδόσεις Κομμούνα. Για την διάκριση τυπικής και πραγματικής υπαγωγής  της  εργασίας στο κεφάλαιο βλ. και σε Κ. Μαρξ «Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής», Αθήνα 1990, Α/Συνέχεια.

[31] Ως προς την κοινωνική-ταξική  μορφή του κρατικού καπιταλισμού βλ. μεταξύ πολλών Τ. Κλιφφ «Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσσία», Αθήνα 1983, Εργατική Δημοκρατία και Σ.Μπετελέμ  «Ταξικοί Αγώνες στην ΕΣΣΔ» τ. 2,  1923-1930, Αθήνα 1977 , Ι σελ. 204 επ. ( Οι μορφές ιδιοκτησίας στον κρατικό τομέα και η δομή της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας) , επίσης,  σελ.280-282,  292-294, 351, 353, 498 κ.α.). Ήδη, αναλυτικά και στον Γ’ τόμο ( περίοδος 1930-1941)  που έχει εκδοθεί στα ελληνικά   το 2017 από τις εκδόσεις Κουκίδα. 

[32]  “The prophet armed” ,το τελευταίο ιδίως κεφάλαιο με τον τίτλο “Defeat in Victory”, σελ. 515-516. Ο Ντόυτσερ με σαφήνεια αναδεικνύει την βασική συνέχεια ανάμεσα στον Τρότσκυ του «Τρομοκρατία και Κομμουνισμός» και των απόψεών του στο 10ο Συνέδριο των Μπολσεβίκων ( 1921) και στην σταλινική κρατική στρατηγική των Πεντάχρονων Πλάνων.     

[33] Βλ. και Ι.Δ. Σαλαβράκου : «Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος: η γερμανική οικονομία», Αθήνα 2009, Ιωλκός. 

[34]  Βλ. και σε Γ. Μηλιού ‚Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής», περ. Θέσεις τ. 57/1996 .

[35]  Επίσης, Φ. Τοκάι «Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής» , 1963, Αθήνα χ.χρ., εκδόσεις Αναγνωστίδη,  Ε. Μαντέλ « Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής και οι ιστορικές προϋποθέσεις ανάπτυξης του κεφαλαίου»,  περιοδικό Praxis , Ιούλιος 2016, κ.α. Με τον ασιατικό τρόπο παραγωγής έχει ασχοληθεί επισταμένα και ο Γάλλος μαρξιστής εθνολόγος Μ. Γκοντελιέ  («Για τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες» , Παρίσι 1978).  Bλ. ακόμη την πυκνή ανάλυση, κριτική στις απόψεις του Μαρξ , του Π.Άντερσον στο έργο του «Το απολυταρχικό κράτος» (1974), Αθήαν1986, σελ. 460 επ.          

[36]  Για τη σχέση μπολσεβικισμού και ανάδυσης της  γραφειοκρατικής εξουσίας πρβλ. και το σημαντικό  κείμενο του Κ. Καστοριάδη « Ο ρόλος της μπολσεβίκικης ιδεολογίας στη γέννηση της γραφειοκρατίας» (1964) , στον τόμο  Κ. Καστοριάδη «Η πείρα του εργατικού κινήματος» τ. 2-προλεταριάτο και οργάνωση, Αθήνα 1984 , εκδόσεις ύψιλον, σελ. 271 επ. 

[37] Σε σχέση με τον τρίτο ( ή τρίτο-τέταρτο) τόμο, οι παραπομπές μας όχι στην ελληνική μετάφραση από τις εκδόσεις Κουκίδα αλλά στην γερμανική του 2016 από τις εκδόσεις Die Buchmacherei  “Klassenkaempfe in der UdSSR 1930-1941”, 3.-4. Band.  

[38] Σ. Μπετελέμ Ταξικοί Αγώνες ΙΙ , 1977, σελ. 205.  

[39] Τ. ΙΙ, σελ. 205-210, 257-258, 279-280, 293, 299-302, 305-307. Επίσης στους  τόμους ΙΙΙ- IV , γερμανική έκδοση , ( Die Klassenkaempfe in der UDSSR , 1930-1941, Βerlin 2016, Die Buchmacherei)), σελ. 301 επ., 501 επ, ( «η ιδιαιτερότητα της νέας άρχουσας τάξης»)  στο εξής Μπετελέμ, τόμοι ΙΙ, ΙV. Επίσης, πιο ειδικά, και σε   τ. Ι ( περίοδος 1917-1923), σελ. 456-457.   

[40] Η θέση του Λένιν το 1918 στα ”Immediate Tasks of the Soviet Government” , αν και κατανοεί τον «κρατικό καπιταλισμό» ( βλ. παραπάνω)  κυρίως ως μορφή τεχνοοικονομικής οργάνωσης, αποδέχεται πλήρως ότι στην  μετεπαναστατική Ρωσία κυριαρχούν σχέσεις και μορφές κρατικού καπιταλισμού. Όμως, κατ’ αυτόν, αυτό δεν αντιβαίνει στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού ούτε προτείνεται μια  σαφής στρατηγική για την έξοδο από τον αναγκαίο αρχικά κρατικό καπιταλισμό.  Ο Λένιν συνήθως ήταν πολύ ειλικρινής και ρεαλιστής  στα γραπτά του. 

[41] Το κίνημα Σταχάνοφ  ( Μπετελέμ ΙΙΙ-IV  σελ. 166-170) υπήρξε , πέραν των άλλων, κλασσικό κίνημα εντατικοποίησης της εργασίας, όπως αυτή περιγράφεται από τον Μαρξ στον 1ο Τομο του Κεφαλαίου ( Σύγχρονη Εποχή, 1978, σελ. 541 επ., 543 επ.).  Πρόγονος του κινήματος Σταχάνοφ είναι οι ‘καταδρομικές ομάδες εργασίας»  ή οι  ουντάρνικ που περιγράφει το 1920 ο Τρότσκυ  και- σε έναν βαθμό- και ο θεσμός των Κομμουνιστικών Σαββάτων.

[42] Βλ. σε Τ. Κλιφφ  «Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία», Αθήνα 1983, Εργατική Δημοκρατία  (εκδοτικό της ΟΣΕ) , σελ.  200-205.

[43] Μπετελεμ Ταξικοί Αγώνες ΙΙ σελ. 305-307. Για τους λόγους αυτούς, από μια άλλη σκοπιά,  βλ. σε Br. Rizzi The Bureaucratization of the World, 1939,  in www.marxists.org (συντομευμένη μορφή του έργου). Επίσης, βλ. σε Τρότσκυ «Η προδομένη επανάσταση» ,  Αθήνα 2008, Διεθνές Βήμα, σχετικά με τους λόγους κοινωνικής και πολιτικής ενίσχυσης της γραφειοκρατίας  σελ. 124 επ., «Το σοβιετικό Θερμιδόρ». 

[44] Μπετελέμ, Ταξικοί Αγώνες ΙΙ , σελ. 311-312. Επίσης  σε ΙΙΙ-ΙV , αναλυτικά.

[45]  Βλ. και την Πλατφόρμα των 46  που κατατίθεται στην ΚΕ τον Οκτώβριο 1923 και απηχεί, σε γενικές γραμμές, την άποψη Τρότσκυ, The Platform of the 46, www.marxists.org.

[46]  Trotsky Archive , 1923, Τhe New Course, Theses on Industry,   www.marxists.org , σελ. 1-16, ιδίως  σελ. 13-15.

[47]  Βλ. και σε Λ. Τρότσκι «Η προδομένη επανάσταση-τι είναι και που βαδίζει η Σοβιετική Ένωση» (1937), Αθήνα 2008, Διεθνές Βήμα, σελ. 129.

[48]  Βλ. και σε Ι.Β. Στάλιν «Ζητήματα Λενινισμού» οπ.π.  , «Οι βάσεις του λενινισμού», ειδικότερα «Για το αγροτικό ζήτημα» του  Απριλίου 1924, σελ. 45 επ. Η μη επίθεση στους αγρότες της ΝΕΠ παρουσιάζεται ως αυτονόητη σοβιετική αρχή από τον Στάλιν σε αυτό το κείμενο, με τρόπο αρκετά πειστικό.  

[49] Βλ. και σε R.V.Daniels “The Conscience of the Revolution-Communist Opposition in Soviet Russia”, Harvard University Press, 1969, σελ. 218-25.

[50]  R.V.Daniels : The Conscience of the Revolution- Communist Opposition in Soviet Russia” , Harvard UP 1969, σελ.  275, 288 επ.   

[51]  R. Fischer “ Stalin and   German Communism” , NY 1949,  σελ. 479.

[52] Σε αυτό το σημείο συμφωνούμε με την κριτική του Μπετελέμ στον ΙΙ τόμο του , ότι  δηλαδή η σοβιετική ηγεσία στο σύνολό της δεν είχε μια γραμμή μαζών που θα παρενέβαινε στο χωριό και θα αποσπούσε ταξικά η μικρομεσαία αγροτιά από τον κλοιό των συμφερόντων της ανώτερης , ενισχύοντας την τροφοδοσία του χωριού και χωρίς να καταλήξει στο τέλος στην «καταλήστευσή» του.  Που θα ενίσχυε τον συνεργατισμό της περιόδου της ΝΕΠ, στοχεύοντας κυρίως στην αυτοοργάνωση της φτωχομεσαίας αγροτιάς και κατά της (μικρής ποσοτικά)  τάξης των κουλάκων και ακόμη περισσότερο κατά της τελικής τραγικής   υπαγωγής όλων των αγροτών σε ένα είδος κατασταλτικής κρατικοκαπιταλιστικής εκμετάλλευσης.  . 

[53]  R. C. Tucker “Stalin as a revolutionary 1879-1929” , Norton Library 1974, σελ. 397.

[54] Κλιφφ, Τρότσκυ- 4 ο.π. σελ. 62 επ. Οι διαδοχικές εξιστορήσεις του Κλιφφ, παρά το ότι αυτός δεν φτάνει στο συμπέρασμα αυτό για ψυχολογικούς κυρίως λόγους,  παρουσιάζουν και αυτόν τον πιο ύστερο Τρότσκυ ως βασικό υποστηρικτή του γραφειοκρατικού καπιταλισμού στην Σοβιετική Ένωση. 

[55] Κλιφφ σελ. 63, παραπομπή στον Trotsky “Challenge” 1928-1929 , σελ. 98.

[56]  Αυτό, κατά την γνώμη μας, έχει πολυϋποστηριχτεί, αλλά  δεν ισχύει ιστορικά :  δεν μπορούμε εδώ να καλύψουμε αυτό το ζήτημα,  αλλά μόνο να κάνουμε μια νύξη. Η κατάργηση των άλλων «αριστερών-σοσιαλιστικών» κομμάτων  (Μενσεβίκοι, Σοσιαλεπαναστάτες) και των αναρχικών ρευμάτων  ξεκινά ήδη πριν από τον Εμφύλιο, την άνοιξη του 1918. 

[57] Βλ., όμως, τις πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις για τη  σοσιαλιστική δημοκρατία  του αείμνηστου  Ντ. Μπενσαίντ , ενός από τα καλύτερα και εντιμότερα στελέχη αυτού του ρεύματος, με τον τίτλο «Ευρωκομμουνισμός, αυστρομαρξισμός και μπολσεβικισμός» στο περ. Μαρξιστικό Δελτίο, τεύχος . 17/1983 σελ. 67 επ., για την σχέση κόμματος, αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας, που αποτελεί και μια γόνιμη αντιπαράθεση με τις απόψεις του Ν. Πουλαντζά. Υπάρχουν και αρκετά κείμενα του Ε. Μαντέλ πάνω στο ζήτημα, τα οποία χρήζουν μελέτης και προσοχής.      

[58]  Μια πολύ παραστατική περιγραφή της συνθηκολόγησης του Ράντεκ στο μυθιστόρημα του Stefan Heym  “Radek”, σελ. 445-470. Την  πρόταση «συνθηκολόγησης» μετέφερε στον Ράντεκ ο διάσημος μαρξιστής οικονομολόγος Ε. Βάργκα.  

[59] Ζήτημα εκμετάλλευσης δεν θεωρούν ότι υφίσταται , ούτως ή άλλως.

[60] Κατά την γνώμη μας, η Εργατική Αντιπολίτευση και ιδίως η Ομάδα Εργατών είχαν δίκιο να βλέπουν την τάση προς τον κρατικό καπιταλισμό ήδη από το 1921, αλλά είχαν άδικο – υποτιμώντας τον αγροτικό παράγοντα- στο ότι οι σχέσεις αυτές είχαν παγιωθεί και νικήσει ήδη πριν από το 1928.  

[61]  Η οποία , κατά ένα τμήμα της, ορίζεται και ως «Μαχητικοί Μπολσεβίκοι» ( “Militant Bolshevics”)..

[62] Οπ.π. Κεφάλαιο Τρίτο σελ.93 επ. Βασική πηγή του η μελέτη της Is. Longuet “La crise de l’ opposition de gauche en 1928-1929

[63] Σε Κλιφφ «Τρότσκυ- τ. 4» οπ.π.  σελ. 93 επ., κυρίως, όμως σε Μπετελέμ –Ταξικοί Αγώνες ( γερμ. Έκδοση) τ. ΙΙΙ –IV, Τόμος ΙΙΙ, Μέρος ΙΙ Κεφ.  2 «Η διαδικασία της μισθωτοποίησης  και η όξυνση του εργοστασιακού δεσποτισμού»   σελ. 125 επ.   

[64]  Είναι ενδιαφέρον ότι αυτά τα ως τότε ηγετικά στελέχη της ΑΑ δεν αντιμετωπίζουν καμία διαφοροποίηση στον αγροτικό πληθυσμό , σαν όλοι οι αγρότες που είχαν κτήματα ως το 1928 να ήταν κουλάκοι, ενώ ο Μπετελέμ αναλυτικά και στον ΙΙ και στον ΙΙΙ- IV τόμο του παρουσιάζει τις  σοβαρές ταξικές διαφορές μεταξύ κουλάκων, μεσαίων χωρικών  και μικρών χωρικών. Πριν από την κολλεκτιβοποίηση, παρά το ειδικό βάρος των κουλάκων, είναι κυρίως οι μεσαίοι χωρικοί, που κυριαρχούν στα όργανα του χωριού, στο μιρ και στο σχοντ.   

[65] Μ. Μπρίντον οπ.π.  σελ. 158.

[66]  Αναλυτικά σε Daniels οπ.π. σελ. 126-128.

[67]  Ο π.π. σελ. 167-168.

[68] Μπρίντον οπ.π. σελ. 169, αναφορά και σε Ντόυτσερ «Τα σοβιετικά συνδικάτα» , σελ. 41, σελ. 42-59. 

[69] Μπρίντον οπ.π. σελ. 170, παραπέμπει στα  Έργα  Τρότσκυ, ρώσικη έκδοση, τόμος XV σελ. 422-423. Στα αγγλικά, η φράση είναι “ Militarization of the trade unions and militarization of  transport, which is moreover an    internal , ideological militarization , is dictated by a situation of  anxiety, a natural and salutary anxiety, about the ruin of the country”,  R.V. Daniels,  οπ.π. σελ. 131,  υπογράμμιση δική μου. .   

[70]  Αθήνα 1975, εκδόσεις Βέργος.

[71] Daniels οπ.π.σελ. 128-130,

[72]  Κολλοντάι «Η Εργατική Αντιπολίτευση», οπ.π. σελ. 41 επ., 64 επ., κ.α. 

[73] Ρ. Λινάρ  σε Ρ. Λινάρ-Σαρλ Μπετελέμ «Ιστορικότητα και επικαιρότητα του μαρξισμού», Αθήνα 1980, Ρηξίπυλον, σελ. 55-56.   

[74] Πολύ αναλυτικά για την θέση αυτών των ομάδων στα σοβιετικά στρατόπεδα μετά το 1923  σε A.Ciliga “The Russian Enigma”, 1937, 1940,  υπαρκτό σε μορφή pdf στο διαδίκτυο.  

[75] Για το  κείμενο βλ. σε http://soviethistory.msu.edu/1921-2/militarization-of-labor/militarization-of-labor-texts/trotsky-on-the-controversy/. Μια πολύ μεγαλύτερη και πληρέστερη βερζιόν στα ελληνικά στην επιθεώρηση Praxis https://praxisreview.gr/%CE%B7-%CF%80%CE%BB%CE%B1%CF%84%CF%86%CF%8C%CF%81%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CF%81%CF%8C%CF%84%CF%83%CE%BA%CE%B9-%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%87%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%BF-10%CE%BF-%CF%83%CF%85/.  

[76] Μπρίντον οπ.π. σελ. 184-185.

[77] Βλ. ενδεικτικά από την άποψη των αναρχικών,  Ι.Μετ «Η κομμούνα της Κρονστάνδης» , Αθήνα χ.χρ., Διεθνής Βιβλιοθήκη, Ρ. Γκομπέν,  Π. Άβριχ,  Ρ.Ρόκερ κ.α «Η ρώσικη επανάσταση-η αποτυχία του κρατικού καπιταλισμού», Αθήνα 1997, Ελεύθερος Τύπος. Από την πλευρά των Μπολσεβίκων βλ. K. Radek “The Kronstadt Uprising” ( April 1921) in www.marxists.org. Ορισμένα σημαντικά στοιχεία  υπέρ της  εξέγερσης της Κρονστάνδης και σε Β. Σερζ «Απομνημονεύματα ενός Επαναστάτη» ,  scripta, Aθήνα  2008, σελ. 190-200. 

[78] Bλ. Εδώ τελείως ενδεικτικά, το άρθρο ‘Kronstadt 1921- Bolshevism against Counterevolution”, in Spartacist 59/2006 , pp. 6 et seq. 

[79]  Willy Huhn “Trotsky, der gescheiterte Stalin” , Berlin 1973 , κεφ. «Ο Τρότσκυ και η ρώσικη επανάσταση» , υποκεφάλαιο V., σελ. 15,  σε Willy Huhn  Archive, www.marxists.org. O Huhn υπήρξε μια σημαντική διανοητική  μορφή του γερμανικού συμβουλιακού κομμουνισμού, άγνωστη τελείως στην χώρα μας. .    

[80]  Βλ. όλο το αγγλικό κείμενο σε R.Pipes “ Russia under the Bolshevic Regime 1919-1924” , 1997, Harvill Press, σελ. 453.

[81]  Πάντως, και  στο αυτοβιογραφικό έργο «Η ζωή μου», ο Τρότσκυ ειλικρινώς δέχεται ότι στις θέσεις του το 1920-21 δεν υπήρχε καμία   θέση για την ανεξαρτησία των συνδικάτων. Βλ. σε Huhn οπ.π., κεφ. «Ο βοναπαρτισμός του Τρότσκυ από το 1917 ως το 1923» , σελ. 13.   

[82] Τhe Russian Enigma,  οπ.π. σελ. 285-286.   

[83] Ιδίως στα τελευταία έργα του «Καλύτερα λιγότερα και καλύτερα», «Για την εργατοαγροτική επιθεώρηση» «Για τον συνεταιρισμό» .