Αποτυχία και επιτυχία του μαρξισμού

Του Δημήτρη Μπελαντή

  1. Το πρόβλημα

Υπάρχουν δύο επίπεδα με βάση τα οποία μπορεί να κρίνει κανείς  σήμερα, στον 21ο αιώνα, το εγχείρημα του μαρξισμού και ιδίως του επαναστατικού μαρξισμού στα τελευταία  διακόσια χρόνια, δηλαδή από την γέννηση του Μαρξ και από την περίοδο της πρώτης ανάπτυξης του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη μέχρι και σήμερα.  Το επίπεδο της ριζοσπαστικής κριτικής στον καπιταλισμό, καθώς και της κριτικής του κατανόησης,  και το επίπεδο της  πολιτικής ανατροπής του καπιταλισμού. Παρά την  προτεραιότητα του μαρξισμού στην «φιλοσοφία της πράξης», τα δύο αυτά επίπεδα έχουν διαχωρισθεί εδώ και πολύ καιρό.

Όλη αυτή η περίοδος των τελευταίων διακοσίων ετών  είναι μια περίοδος όπου αναπτύχθηκε ευρύτατα  το σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό πρόταγμα, είτε ως πρόταγμα επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και οικοδόμησης μιας κομμουνιστικής κοινωνίας είτε ως πρόταγμα φιλολαϊκού μεταρρυθμισμού και εξανθρωπισμού του καπιταλισμού χωρίς την ανατροπή του (σοσιαλδημοκρατία με την παλαιότερη έννοια). Στην Δύση, η επαναστατική  προσπάθεια διακρίνεται στον 19ο αιώνα  από  μια σειρά  λαϊκοδημοκρατικών -σοσιαλιστικών  επαναστάσεων, ιδίως στην Γαλλία  (Ιούνης 1848, Κομμούνα του 1871) και  εκδηλώνεται κατά τον 20ο αιώνα  σε  τρεις επαναστατικούς  σοσιαλιστικούς κύκλους [1]( κύκλος 1917-1923  με προέκταση μέχρι και την ισπανική  κοινωνική επανάσταση του 1936-1937, επιτυχία μόνο στην Ρωσία, κύκλος του 1945-1950, όπου  η επανάσταση πετυχαίνει μόνο σε Γιουγκοσλαβία-Αλβανία και ματαιώνεται ή ηττάται  σε Ιταλία-Γαλλία-Ελλάδα, διεθνής κύκλος του «Μάη» ,  1968-1973, όπου η επανάσταση  δεν πετυχαίνει στην Δύση  απολύτως  πουθενά και μάλιστα στην Χιλή δέχεται και ένα βίαιο εξοντωτικό  χτύπημα ). Το έτος 1979 είναι η τελευταία ιστορική  στιγμή όπου εμφανίζεται  πλανητικά μια μορφή δημοκρατικής αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης ( Ιράν, Νικαράγουα), για να χαθεί στην συνέχεια , προς την θεοκρατία στην πρώτη περίπτωση ή  προς την  ήττα και αναδίπλωση στην δεύτερη[2].   Είναι σαν ένα επαναστατικό κύμα  μέσα στον εικοστό αιώνα, που ξεκινά πολύ ορμητικά με τον «Οκτώβρη», εξαπλώνεται ιδίως στην περιφέρεια του καπιταλισμού,  σταδιακά χάνει όλο και παραπάνω  την  αρχική ορμή του και φτάνει στο τέλος να σβήνει μπροστά στην παραλία.  Το τέλος του τρίτου επαναστατικού κύκλου, με μια προέκταση ως τα τέλη της  δεκαετίας του 1970,  συμπίπτει χονδρικά και με το «1989», το τέλος του «Υπαρκτού  Σοσιαλισμού» και των υπολειμμάτων της εμπειρίας του 1917,  και το κλείσιμο στην Δύση του 200ετούς «κύκλου   των επαναστάσεων» ( 1789-1989).

Μαζί με το τέλος του «κύκλου των επαναστάσεων» (που αφορά όχι μόνο την υπαρκτή επαναστατική τάση αλλά και την εκκαθάριση των υπολειμμάτων της επανάστασης του 1917- «Υπαρκτός  Σοσιαλισμός»),  και χάρη στην πλανητική νίκη του καπιταλισμού το 1989, εξαντλείται στην πραγματικότητα  και ο κύκλος των  σοσιαλδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Ο κύκλος δηλαδή της μεταπολεμικής  αναδιανεμητικής κεϋνσιανής σοσιαλδημοκρατίας, που εν μέρει στηριζόταν στα ισχυρά συνδικάτα και στα μαζικά  κόμματα της Αριστεράς (ΣΚ και ΚΚ)  και εν μέρει στην αρχιτεκτονική του Ψυχρού Πολέμου, στην ύπαρξη του της ΕΣΣΔ και του «Υπαρκτοσοσιαλιστικού»  μπλοκ[3].   Ο λόγος που η «επανάσταση» ηττάται μαζί με την μεταρρύθμιση συνδέεται με μια στρατηγική νίκη του κεφαλαίου επί της μισθωτής εργασίας και με μια βαθιά υποχώρηση της  εργασίας ως συνειδητού και ενεργού κοινωνικού υποκειμένου. Με έναν πολυκερματισμό του και απώλεια της υποκειμενικής/ιδεολογικής  αλλά και της  υλικής παραγωγικής συνοχής του. Κατά μιαν έννοια, δεν χάνεται μόνο η επαναστατικότητα ( αυτή πιθανόν να έχει χαθεί στην Δύση το αργότερο κατά και αμέσως μετά τον Β’ΠΠ, γύρω στο 1945) αλλά και η ισχυρή ή έντονη κοινωνική ανταγωνιστικότητα  της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη  παύει να βιώνει τον εαυτό της κυρίως  ως  «ανταγωνιστικό προλεταριάτο», δηλαδή ως τάξη που έχει έναν πρακτικό αλλά και έναν ιστορικό ρόλο, να  ανταγωνισθεί το κεφάλαιο και να φέρει στον κόσμο την κοινωνική δικαιοσύνη είτε ως σχετική (σοσιαλδημοκρατία) είτε ως απόλυτη  (επανάσταση-κομμουνισμός)..  Ακόμη και η παραδοσιακή εργατική κοινότητα  χάνεται σε μεγάλο βαθμό,  ανάμεσα στην αποβιομηχάνιση, τον καταναλωτισμό, τα ΜΜΕ  και τον φυλετισμό των ταυτοτήτων, των ΜΚΔ και του φμπ- η κοινότητα της εργατικής οικογένειας, γειτονιάς, κοινωνικότητας., συλλογικής βίωσης και αντίστασης.   Όλο και πιο πολύ η «αντικειμενικά υπαρκτή»  εργατική τάξη επιστρέφει στην άλλη όψη της, την όψη  της σιωπής, του  παράγοντα που συναινεί στην εκμετάλλευσή του και συνεργάζεται με το κεφάλαιο για την αναπαραγωγή και μακροημέρευση της κεφαλαιοκρατικής σχέσης παραγωγής και εξουσίασης. Συχνά μάλιστα όπου η εργατική κοινότητα διατηρεί ακόμη έναν συλλογικό λόγο, αυτός είναι πιο κοντά στην  λεγόμενη «λαϊκή Δεξιά»  παρά στην μεσοστρωματική  Αριστερά που της έχει στρέψει την πλάτη ιδίως μέσα από την «πολιτική ταυτοτήτων», θεωρώντας την  ή βαφτίζοντάς την ρατσιστική, σεξιστική  ξενόφοβη κλπ  (δες ΗΠΑ, Γαλλία , Βρετανία κλπ) .

Υπό αυτήν την έννοια, οφείλει να διαχωρίσει κανείς, έστω σχηματικά,  ανάμεσα στον  μαρξισμό ως ρεύμα  ριζοσπαστικής κριτικής και κατανόησης του καπιταλισμού και ιδεολογικής κριτικής του (ή και πρακτικής αντίστασης στον καπιταλισμό)  και στον μαρξισμό ως θεωρία και πρακτική της κοινωνικής και πολιτικής  ανατροπής τουκαι ακόμη παραπάνω  οικοδόμησης του κομμουνισμού.  Ως ρεύμα  ριζοσπαστικής κριτικής στον καπιταλισμό, ο μαρξισμός έχει δικαιωθεί ιστορικά.  Η  καπιταλιστική εκμετάλλευση όχι μόνο δεν  έπαψε να υπάρχει, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες οξύνθηκε. Το ίδιο ισχύει για την αλλοτρίωση του άμεσου παραγωγού σε σχέση με την εργασία του και τα αποτελέσματα ή προϊόντα αυτής. Το σύνολο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, καθώς και της πολιτιστικής ζωής, έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς  τις ανάγκες και την υποκειμενικότητα των συγχρόνων ανθρώπων, παρά το γεγονός ότι η υποκειμενικότητα δεν μένει ως ιστορικό φαινόμενο ανεπηρέαστη από την περιβάλλουσα βαρβαρότητα.    Επίσης, η επιστήμη και η τεχνική, ως άμεσες παραγωγικές δυνάμεις, έχουν μεν σαφώς  και όψεις βελτίωσης της ζωής, αλλά όλο και περισσότερο στρέφονται ως προϊόντα του ελέγχου πάνω στην φύση κατά της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.    Ακόμη, στα πλαίσια της καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων ως στρατηγικής αντιμετώπισης της κρίσης εκ μέρους του κεφαλαίου, η αποβιομηχάνιση και η ανεργία οξύνθηκε στην Δύση, με μια μετάθεση των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στην Ανατολή και στις ΝΒΧ, όπου η εργατική τάξη υπόκειται σε άγρια εκμετάλλευση.  Ένα τμήμα της μισθωτής εργασίας στην Δύση  μετατρέπεται σε πληβείους- αποδέκτες επιδομάτων  και σε μόνιμο εφεδρικό  στρατό. Ένα άλλο, κυρίως μεταναστευτικό, απασχολείται ακόμη σε μη διαφοροποιημένες και μονότονες χειρωνακτικές εργασίες. Ένα τρίτο δουλεύει στο πιο πληροφορικοποιημένο και γνωσιακά  αναπτυγμένο τμήμα της καπιταλιστικής παραγωγής,  καθώς επίσης στις υπηρεσίες και στον δημόσιο τομέα.     Οι μεγάλες τεχνολογικές αναδιαρθρώσεις που επιχειρούνται  (βιοτεχνολογία, πλήρης πληροφορικοποίηση, τεχνητή νοημοσύνη, ρομποτοποίηση, νανομηχανική  κλπ  ) θα οξύνουν  την διάσταση της ανεργίας και της πληβειοποίησης. .

Επίσης, από την άποψη της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, των ασθενειών που συνδέονται με την διατάραξη των οικολογικών ισορροπιών, και της ιδιωτικοποίησης και καταστροφής των δημοσίων και κοινών αγαθών, ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι πιο βίαιος, επιθετικός και καταστροφικός από κάθε άλλη φορά. Οι άνθρωποι γίνονται πιο μόνοι, εξατομικευμένοι, ναρκισσιστές, επιδειξιομανείς,  ανταγωνιστικοί  και βίαιοι. Τα φύλα όλο και περισσότερο αποδομούνται ως εμπειρίες.  Η δε διεθνοποίησή του  καπιταλισμού είναι διεθνοποίηση της δυστυχίας και της κρίσης του ανθρώπινου πολιτισμού. Όπως σωστά έχει επισημάνει ο Μάριο Τρόντι (Mario Tronti “I am a defeated  man”, συνέντευξή του το 2012) , η υποχώρηση της εργατικής τάξης ως στρατηγικού   αντιπάλου του κεφαλαίου  καταστρέφει μια διαλεκτική ισορροπία που προϋπήρχε  εντός του καπιταλιστικού  συστήματος και καθιστά το  σύστημα μονολιθικότερο και καταστροφικότερο από καπιταλιστική άποψη. Είναι σαν να ζούμε σε έναν καπιταλιστικό και νεοφιλελεύθερο  «Υπαρκτό Σοσιαλισμό».  Τα ίδια μπορούν να επισημανθούν  για την υποβάθμιση και σταδιακή άρση της αστικής δημοκρατίας, για την υποβάθμιση του πολιτισμού, για την ακραία φυλετοποίηση των δυτικών κοινωνιών (πόλεμος ταυτοτήτων) κλπ -όλα πάνε προς την κατεύθυνση της  παρακμής και της βαρβαρότητας .

Όμως, η καλύτερη κατανόηση χάρη στον μαρξισμό  και γενικά την κριτική κοινωνική θεώρηση του σύγχρονου καπιταλισμού  και των κρίσεών του καθώς και της συμβολής του καπιταλισμού στην παρακμή και πτώση του ανθρώπινου πολιτισμού  δεν γεννά (αυτόματα  τουλάχιστον) τον νεκροθάφτη του.  Ο νεκροθάφτης δεν είναι παρών  τώρα, κοιμάται  και μπορεί  να μην ξυπνήσει  και ποτέ. Εκεί εντοπίζεται ( μέχρι τώρα τουλάχιστον) η ιστορική αποτυχία του μαρξισμού.  Καθώς, επίσης, του αναρχισμού και όλων των ριζοσπαστικών αντικαπιταλιστικών θεωρήσεων-στην πραγματικότητα, τα αναρχικά ρεύματα, παρά τις σωστές κριτικές τους σε όψεις της σοβιετικής εμπειρίας, επηρέασαν την κοινωνική πραγματικότητα πολύ λιγότερο από ό,τι οι μαρξιστές.    Γιατί , όμως ; Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί η 200ετία των επαναστάσεων έληξε με το τέλος της επανάστασης και όχι με την νίκη της ή έστω με έναν επωφελή συμβιβασμό με το κεφάλαιο  για τις δυνάμεις της εργασίας ; Θα μπορούσε να είχε συμβεί  διαφορετικά ;

 

  1. Η εργατική τάξη ως επαναστατικό υποκείμενο
  • Η εργατική τάξη υπερεκτιμήθηκε από τον Μαρξ και τους μαρξιστές ως επαναστατικό υποκείμενο. Ιδίως μάλιστα στην νομοτελειακή- μηχανιστική πρόσληψη   (Ένγκελς-Κάουτσκυ- Στάλιν)  ή την  ιστορικιστική-μεσσιανική (Λούκατς)  πρόσληψη του επαναστατικού της ρόλου[4].  Η θα ήταν το όχημα  νομοτελειακής επίλυσης των θανατηφόρων αντιφάσεων του καπιταλισμού ή θα ήταν  το εγελιανό  « όχημα της Ιστορίας», «ο νέος Μεσσίας» . Αυτή η υπερεκτίμηση ήταν πιθανώς αναπόφευκτη και λογική  μέσα στο πλαίσιο της εμπειρίας  των μεγάλων και ένδοξων  εργατικών αγώνων και επαναστάσεων του 19ου και του 20ου αιώνα.   Σήμερα, όμως, μετά το κλείσιμο  της κλασσικής εποχής των επαναστάσεων  (1789-1989), και χωρίς να διαφαίνεται ακόμη ένας νέος κύκλος, αυτή η θέση πρέπει να  επανεκτιμηθεί-ίσως και ριζικά.   Η εργατική τάξη μετέχει ι στην λειτουργία και αναπαραγωγή  της κεφαλαιοκρατικής σχέσης (σε κάποιον ισχυρό βαθμό και συναινετικά και όχι μόνο λόγω της ανάγκης)   αλλά και στην αμφισβήτησή της.  Η επαναστατικότητα  της τάξης αυτής είναι εξαρχής μόνο ένα ιστορικό ενδεχόμενο.  Σταδιακά στην Δύση, η τάση της αμφισβήτησης , πολύ περισσότερο της επανάστασης, ατρόφησε και υποχώρησε  μέσα στην εργατική τάξη. Ο φασισμός ως ωμή  καταστολή  και τρομοκρατία επί του παλιού εργατικού κινήματος   και ο  μεταπολεμικός «δημοκρατικός» καταναλωτισμός ως βάση υλικής συναίνεσης  έπαιξαν σημαντικό πολιτικό  ρόλο. Η νομιμοποίηση δια της αστικής δημοκρατίας επίσης έπαιξε έναν ρόλο.  Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι η βαναυσότητα των Δύο Παγκοσμίων Πολέμων , το Άουσβιτς, αλλά και οι εμπειρίες της Κολιμά και της Χιροσίμα μείωσαν  και κλόνισαν αισθητά την συλλογική και ατομική  πίστη στην δυνατότητα του ανθρώπου να αυτοχειραφετηθεί, ενώ ανέδειξαν και την σκοτεινή όψη  του εργαλειακού  τεχνοκρατικού Διαφωτισμού καθώς των μεγάλων αναμορφωτικών πειραμάτων (όπως θα έλεγαν οι μεταμοντέρνοι,  μέσα σε ένα άλλο εννοιολογικό και αξιακό μοντέλο από το δικό μας,  των «Μεγάλων Αφηγήσεων»).. Επίσης, μείωσαν αισθητά  την διαθεσιμότητα να πεθάνει κάποιος για έναν χειραφετητικό σκοπό.  Δυνατότητα που συνδεόταν παλιότερα και με την συνθήκη του πολέμου, της σκληραγώγησης  και της ακραίας φτώχειας, όπου η επιλογή να «θυσιασθείς»  συνδεόταν υπαρξιακά στενότερα με τους σκληρούς υλικούς  όρους της καθημερινότητάς σου.  Μόνο μια ματιά στις παλιές φωτογραφίες μας βοηθά να το συνειδητοποιήσουμε.  Ανθρωπολογικά δεν είμαστε ακριβώς το ίδιο με τους ανθρώπους που έκαναν επαναστάσεις. Οι εξεγέρσεις είναι κάτι το πιο εφικτό.
  • Στον σημερινό εργαλειακό λόγο των αριστερών οργανώσεων, η αναφορά στην εργατική τάξη έχει λιγότερο τον χαρακτήρα της σύνδεσης με τις υπαρκτές κοινωνικές αντιστάσεις και περισσότερο τον χαρακτήρα ή του φόρου τιμής στον «Μεγάλο Απόντα» , στην καλύτερη περίπτωση, ή της καπηλείας στην χειρότερη και της μετατροπής της εργατικής τάξης σε μια μεταφυσική ιδεαλιστική κατηγορία προς νομιμοποίηση υλικών και συμβολικών πόρων ισχύος.

 

  • Αλλά όχι μόνο.   Η υποχώρηση  συνδέεται  σημαντικά με το γεγονός-σε πλήρη αντίθεση με τις εκτιμήσεις των κλασσικών μαρξιστών-  ότι η κοινωνικοποίηση-συγκεντροποίηση  της παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα  και η έμπρακτη  «εκπαίδευση» της εργατικής τάξης μέσα στο κοινωνικοποιημένο μεγάλο εργοστάσιο (ή και στο αποκεντρωμένο ακόμη)  λειτούργησε σταδιακά  περισσότερο  ως φιλοκαπιταλιστική κοινωνικοποίηση και λιγότερο  ως  αντικαπιταλιστική, όπως περίμεναν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, και ακόμη παραπάνω ο Λένιν που τόσο θαύμαζε την πειθαρχία του μεγάλου εργοστασίου και την θεωρούσε ως πρότυπο για την πειθαρχία μέσα  στο επαναστατικό κόμμα («Ένα Βήμα Μπρος, Δύο Βήματα Πίσω»). .  Η μεγάλη κοινωνικοποίηση της καπιταλιστικής  παραγωγής δεν όξυνε την αντινομία με την ατομική ιδιοποίηση, αλλά εξυπηρέτησε  συνειδησιακά , στο μυαλό των εργατών, ακόμη καλύτερα την ατομική ιδιοποίηση και την υποταγή σε αυτήν.  Χωρίς να αμφισβητείται ότι η συνύπαρξη των εργατών στην μεγάλη παραγωγή τους συνένωσε, συνέβαλε στην οργάνωσή τους,  και δημιούργησε ένα ισχυρό πεδίο αγώνα (ένας σοβαρός λόγος που το κεφάλαιο  διαρρηγνύει την μεγάλη παραγωγή μετά το 1980 ) , το βάθεμα των πειθαρχιών, τεχνικών και ιδίως κοινωνικών,   της κοινωνικοποίησης της εργασίας σε βάθος χρόνου λειτούργησε συνειδησιακά   πιο πολύ υπέρ παρά κατά των καπιταλιστικών σχέσεων.   Οι μεγάλες και πιο δυναμικές  επαναστάσεις στην Δύση  (συγκαταλέγουμε και την   Ρωσική σε αυτές) ήταν επαναστάσεις σε χώρες που είχαν μεν  μια ορισμένη  και ανερχόμενη καπιταλιστική ανάπτυξη και συγκέντρωση/συγκεντροποίηση παραγωγής , αλλά όπου η κοινωνικοποίηση του μεγάλου εργοστασίου δεν είχε επιβληθεί ακόμη  απόλυτα ιδεολογικά  και οι εργάτες είχαν ακόμη ισχυρή την ρομαντική  ανάμνηση των  προκαπιταλιστικών βιοτεχνικών –αγροτικών κοινωνικών δεσμών ( Ρωσία, Ισπανία, Γιουγκοσλαβία, ΕΑΜ  ) ή και συναντιόταν με ισχυρά ριζοσπαστικά αγροτικά ή βιοτεχνικά ρεύματα[5]. Η ίδια η Κομμούνα ήταν παράγωγο της σύγκλισης  εργατών και  προυντονικών βιοτεχνών παρά του μεγάλου εργοστασίου και μόνο.  Η τάση προς την αντικαπιταλιστική επανάσταση ερχόταν πιο πολύ από  το  προκαπιταλιστικό κοινοτικό  παρελθόν και την μέσω αυτού αντίθεση στο  καπιταλιστικό παρόν,  παρά από το αστραφτερό μέλλον της πλήρους  και τεχνολογικά συνεκτικής καπιταλιστικής κοινωνικοποίησης. Η επανάσταση ήλθε από την ακόμη σπάνη των παραγωγικών δυνάμεων  και όχι από την ανάπτυξή τους,  όπως ακριβώς περιέγραψε ο Γκράμσι  στο άρθρο του «Η επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο», εννοώντας το  μεγαλειώδες έργο του Μαρξ.  Στην Γερμανία, όπου η οικονομική και τεχνολογική  κοινωνικοποίηση της παραγωγής  είχε προχωρήσει πάρα πολύ, αυτό ενίσχυε μάλλον  πολιτιστικά και κοινωνικά τον σοσιαλδημοκρατικό ή και τον φασιστικό ακόμη  παράγοντα , καθώς και τους μηχανισμούς χειραγώγησης.  Εξαίρεση μπορεί να θεωρηθεί το  πρόσκαιρο φαινόμενο όπου η κοινωνικοποίηση της εργασίας και της παραγωγής  έχει μεν προχωρήσει πολύ αλλά είτε ο πόλεμος και η πληβειοποίηση   είτε η ριζική αναδιάταξη από τα πάνω της οργάνωσης εργασίας  ( πχ κατάργηση ρόλου μαστόρων από τον ταιϋλορισμό) ή η αμφισβήτησή της από τα κάτω  δημιουργεί μια ισχυρή ρωγμή (πχ Γερμανία 1918-1919, Ιταλία και Γαλλία  1968-1973 κλπ ). Ιδίως, ο παράγων πόλεμος. Όλες οι μεγάλες επαναστάσεις έγιναν μετά ή πριν από έναν μεγάλο πόλεμο.  Ακόμη και ο διεθνής κύκλος εξεγέρσεων του Μάη 1968 θα ήταν αδύνατος χωρίς τον πόλεμο του Βιετνάμ και το ρεύμα κριτικής σε αυτόν τον πόλεμο.
  • Η απομόνωση της επανάστασης στην  Ρωσία το 1917-1923 έπαιξε και αυτή αντεπαναστατικό ρόλο, σαφέστατα. Δεν υπάρχει όμως καμία εγγύηση ότι πχ η νικηφόρα  επανάσταση  στην Γερμανία ή την Γαλλία θα απέφευγε  οπωσδήποτε τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό, όπως θεωρούσαν  λχ ο  Λένιν ή ο Τρότσκυ. Ο βαθμός ιδεολογικής και πολιτιστικής συνείδησης των πιο πρωτοπόρων τμημάτων του εργατικού κινήματος δεν ήταν ριζικά διαφορετικός   στην Γερμανία ή στην Ιταλία  από ό,τι  ήταν στην Ρωσία κατά την ίδια περίοδο (η Ισπανία θα ήταν ίσως ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα, αν επιβίωνε).  Απλώς, η Γερμανία δεν χρειαζόταν πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου. Αυτό δεν αποκλείει να νικούσε και εκεί  τελικά ο οικονομισμός-γραφειοκρατισμός, αν νικούσε η επανάσταση. Θα έπρεπε να παραχθεί ένας ριζικά άλλος μαρξισμός ( αντιοικονομίστικος, δημοκρατικός, αντιολιγαρχικός και αντιγραφειοκρατικός, χωρίς το «σοφό κόμμα)  για να αποφευχθεί η γραφειοκρατική αντεπανάσταση. Σαν αυτόν που  εν μέρει πίστευε η Λούξεμπουργκ, ο Κορς, ο Μάττικ, αυτοί που έφτιαξαν το  βραχύβιο Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (KAPD) ,   και ορισμένοι ακόμη. Και πάλι δεν θα ήταν βέβαιο.      

Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι εκεί όπου αρχικά η εργατική τάξη κατέκτησε την κρατική εξουσία, η κατοπινή ανατροπή της νίκης αυτής  δεν επήλθε μόνο γιατί το κίνημα υπέκειτο στην γραφειοκρατική και οικονομίστικη νοοτροπία στην κορυφή του και η κορυφή επιβαλλόταν αυταρχικά και κατασταλτικά  στην βάση. . Η υπόθεση εργασίας ότι οι εργάτες και αγρότες θα έμεναν συνεχώς στα σοβιέτ και στα χαρακώματα της επανάστασης, να συμμετέχουν για χρόνια  από το πρωί ως το βράδυ, δουλεύοντας παράλληλα και διατηρώντας οικογένειες,  ως άλλοι «πολίτες της αρχαίας Αθήνας» αλλά χωρίς την ευκολία των δούλων, δεν επαληθεύθηκε.  Μια υπεραισιόδοξη ουτοπική  ανθρωπολογία.  Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ρωσία, το καλύτερο κομμάτι της εργατικής τάξης είχε εξοντωθεί φυσικά  ή είχε   μπει στο κράτος, ενώ οι νέοι εργάτες δεν είχαν καμία συμμετοχή ή μνήμη από την επανάσταση του 1917.  Η γραφειοκρατικοποίηση  και η ήττα  συμπύκνωσε και την  προιούσα υποχώρηση  των  ενεργών εργατών από την καθημερινή κοινωνική και πολιτική συμμετοχή, την αντικατάστασή τους από παθητικούς. .  Πλην όσων απορροφήθηκαν από την γραφειοκρατία. Μπορεί να υπάρξει εργατικό κράτος χωρίς ενεργούς επαναστατικά εργάτες; Για πόσο;  Δεν θα καλύψει η «εργατική» γραφειοκρατία αναπόφευκτα το κενό;

Από την άλλη πλευρά, και χωρίς να μπορούμε να το αναλύσουμε εκτενώς σε αυτό εδώ το κείμενο, δεν επιβεβαιώθηκε καθόλου στην θέση της εργατικής τάξης η επέλευση ενός  δήθεν νέου  κοινωνικού υποκειμένου κατά του καπιταλισμού.  Υποστηρίχθηκαν ή και επινοήθηκαν  πολλά διαφορετικά «νέα υποκείμενα». Που θα ήταν τάχα  ο «κοινωνικός εργάτης» ( δηλ τα περιθωριοποιημένα ή λούμπεν  στρώματα), η νεολαία ή οι φοιτητές ή οι ερωτικά διαφορετικοί  κατά τον Μαρκούζε, , οι κατά τους Νέγκρι και Χαρντ προλετάριοι της πληροφορικής, που πραγματοποιούν την Εργασία του Διονύσου,  τα νέα κοινωνικά κινήματα ή τα κινήματα ταυτότητας, όπως ονομάζονται σήμερα κλπ. Ιδίως τα κινήματα ταυτότητας, σε σχέση με τον τρόπο παλαιότερης  ύπαρξής τους στην μεγάλη  κοινωνική κίνηση του 1968 έχουν μετατοπισθεί σαφέστατα προς πιο φιλελεύθερες, συστημικές  και  καπιταλιστικές θέσεις. Το οικολογικό κίνημα αποτελεί μια εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, αλλά και εδώ η προσπάθεια απορρόφησής του από τον οικοκαπιταλισμό είναι πολύ ισχυρή. Το ίδιο ισχύει για τα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα, όπου ακόμη και όταν αποφεύγουν  την χειραγώγησή τους από τα δίκτυα τύπου ΜΚΟ, λογικά ιεραρχούν την άμεση επιβίωσή τους παρά την ένταξή τους  στο εργατικό κίνημα των χωρών υποδοχής.

  

  1. Τι θα μπορούσε να είναι ο κομμουνισμός

Ο μαρξισμός συνέδεσε μια σειρά από  κοινωνικές τάσεις ( τάσεις όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης,  τάσεις ανάπτυξης της ταξικής πάλης), νοούμενες μάλιστα γραμμικά και νομοτελειακά,   με το ιστορικό σχέδιο του σοσιαλισμού-  κομμουνισμού. Οι τάσεις αυτές , νοούμενες αντίστροφα  ως ανοιχτές τάσεις, διευκόλυναν αντικειμενικά και τροφοδοτούσαν,  αλλά δεν  προδιέγραφαν οπωσδήποτε ένα χειραφετητικό μέλλον.   Ιδίως , στην περίοδο συγγραφής του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ συνδέει την τάση προς την κρίση υπερσυσσώρευσης και πτώσης του Μέσου Ποσοστού Κέρδους, η οποία είναι δομική στον καπιταλισμό ( Τρίτος Τόμος του «Κεφαλαίου») , με την  ισχυρή δυνατότητα πολιτικής ανατροπής του. Βεβαίως, ο Μαρξ το κάνει πολύ πιο γόνιμα και λιγότερο άμεσα και  μηχανιστικά από τους επιγόνους του και δεν συγκροτεί φανερά μια «θεωρία κατάρρευσης»  (αντίθετα λχ παρά τις άλλες αρετές της, η Ρόζα Λούξεμπουργκ στην δίτομη  «Συσσώρευση του Κεφαλαίου»).. Κατά τρόπο που η οικονομική κρίση δεν διαχωρίζεται ικανοποιητικά από την πολιτική κρίση  ή την  κρίση ηγεμονίας.  Όμως, η σύνδεση ανατροπής και κρίσης- κατάρρευσης του καπιταλισμού  ποτέ δεν επιβεβαιώνεται ιστορικά. Ο καπιταλισμός όχι μόνο δεν καταρρέει λόγω των οικονομικών  κρίσεών του,  αλλά μαθαίνει μετά το 1917 να διαβάζει το «Κεφάλαιο» ( Τόνυ Νέγκρι) , να αντεπιτίθεται, να μετατρέπει την κρίση σε πόλεμο και αντεπανάσταση ή σε κοινωνική συναίνεση,     και να προχωρά γρηγορότερα από τους  ριζοσπαστικούς αντιπάλους του . Ο φασισμός αλλά και το πρόσκαιρο συμβόλαιο  του κράτους προνοίας αποτελούν απόδειξη  αυτής της γνωσιακής  και μαθησιακής ικανότητας του καπιταλισμού. Υπό αυτήν την έννοια, ο μαρξισμός υποτίμησε την εσωτερική  δυναμική του καπιταλισμού και υπερτίμησε την δυνατότητα του παρόντος ανθρώπινου πολιτισμού να τον υπερβεί.

  • Το ιστορικό σχέδιο του κομμουνισμού περιγράφηκε σε πολύ αδρές γραμμές ( κυρίως αποσπάσματα σε «Γερμανική Ιδεολογία», «Κριτική Προγράμματος Γκότα», «Εμφύλιο Πόλεμο στην Γαλλία»  «Grundrisse», «Αντι-ντύρινγκ» κα.. ), και αυτό θεωρήθηκε επαρκές  και σοφό  υπό την έννοια  ότι το κοινωνικό υποκείμενο θα το καθιστούσε πρακτικά συγκεκριμένο και ότι δεν χρειάζονταν συνταγές για τους μάγειρες του μέλλοντος.. Αυτή η πειραματική εξειδίκευση επιχειρήθηκε μεν, αλλά δεν κατορθώθηκε να παγιωθεί  με διάρκεια και    σταθερότητα πουθενά. Ακραία σημεία «προώθησης  του κινήματος», η Ρωσία του 1917-1918, η  Ισπανία του 1936-1937,  η Κίνα της Πολιτιστικής Επανάστασης,  η τελευταία ιδίως όσον αφορά την τάση κριτικής στην αντίθεση διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας και παρά τις τεράστιες ακρότητες και γραφειοκρατικές μανούβρες που επιχειρήθηκαν τότε . Το σχέδιο του κομμουνισμού στον μαρξισμό συνδέθηκε μια λογική  απόλυτου ή εξτρεμιστικού Διαφωτισμού (άλλες μορφές του , ο εργαλειακός καπιταλισμός , ο φασισμός, ο ιμπεριαλισμός,  ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός)- ο οποίος συνδυάζει  την επαγγελία της «απόλυτης χειραφέτησης» με το πρόγραμμα του απόλυτου ελέγχου πάνω στην φύση και δι αυτής και του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο  και της δημιουργίας του πλήρους «Νέου Ανθρώπου» .  Όπως ο καπιταλισμός ήταν η πιο «τέλεια»  και ανώτερη μορφή ταξικής κοινωνίας  κατά τον μαρξισμό  (η μέγιστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της επιστήμης-τεχνικής), έτσι και η εκμεταλλευόμενη τάξη σε αυτόν  θα ήταν η  τελευταία και η πιο  τέλεια συνειδητή  εκμεταλλευόμενη τάξη,   θα οικοδομούσε την τέλεια αταξική κοινωνία εκεί όπου λόγω της  χαμηλής στάθμης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι δούλοι και οι δουλοπάροικοι αδυνατούσαν, θα γινόταν μια «διατροπική τάξη» (Κ. Πρέβε), δηλαδή μια τάξη που θα καθοδηγούσε την μετάβαση από τον καπιταλιστικό στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής.   . Άρση κάθε ταξικής οικονομικής εκμετάλλευσης, άρση όλων των μορφών εξουσίασης και όχι μόνο της κεντρικής κρατικής εξουσιαστικής δομής, άρση της αγοράς και του εμπορεύματος,  οι  καθημερινοί άνθρωποι ως  απολύτως καθολικά όντα και homines  universales  ( ψαράς- κατασκευαστής-φιλόσοφος, όλα στον ίδιο άνθρωπο, κατά την περιγραφή στην  «Γερμανική Ιδεολογία»), μαρασμός του κράτους και της πολιτικής ,  άρση κάθε αντικοινωνικότητας ή παραβατικότητας. Ο Παράδεισος στην Γη.  Το στοιχείο του αποκαλυπτικού μεσσιανισμού της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης  (που στην Ρωσία συνδέθηκε αρχικά πόλύ έντονα και με τον εβραϊκό μεσσιανισμό), συνδυασμένο με μια λατρεία της ανάπτυξης, της συσσώρευσης  και της παραγωγικής αφθονίας, που έχει αποσπασθεί  και αντιγραφεί από το ίδιο το  καπιταλιστικό κοσμοείδωλο . Η αφθονία και η «υγιής»  κοινωνική εκπαίδευση του ανθρώπου μετατρέπει την γη σε Παράδεισο και τον άνθρωπο της «Πτώσης» σε αναγεννημένο  Νέο Άνθρωπο. . Προφανώς, όποιος αντιτίθεται στην «τελείωση» δεν μπορεί παρά να είναι «εχθρός της ανθρωπότητας»-εκεί όπου η κοινωνική  εκπαίδευση απέτυχε, αναλαμβάνει ο μηχανισμός αναμόρφωσης της πολιτικής αστυνομίας.    Αντί γι αυτό, ο μαρξισμός θα μπορούσε να έχει δεχθεί και υιοθετήσει  για τον σοσιαλισμό –κομμουνισμό ένα πιο μετριοπαθές,  πιο εφικτό, πιο πεπερασμένο   και πιο ανθρώπινο πολιτικό πρόγραμμα:

 

  • Άρση (κατά το δυνατόν;;) των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής  και ουσιαστική /ριζική κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ιδίως του μεγάλου μονοπωλιακού παραγωγικού, εμπορικού  και τραπεζικού κεφαλαίου   (όχι μόνο τυπική κρατικοποίηση)  .  Συλλογική διεύθυνση της παραγωγής και ανά επιχείρηση και στο επίπεδο του κοινωνικού σχεδιασμού. Αμφισβήτηση του μονοπωλίου γνώσης/εξουσίας των ειδικών και της γραφειοκρατίας.  
  • Στροφή σε μια πιο ήπια ανάπτυξη, με σεβασμό στην φύση και ποιοτική οριοθέτηση των ανθρώπινων και των φυσικών αναγκών. Εναρμόνιση με φύση και με ζώα. Αποφυγή της εντατικής και περιβαλλοκτόνας μορφής ανάπτυξης, αποδοχή σε κάποια επίπεδα και της σχετικής σπάνης. Στόχοι πιο μίνιμουμ και πιο προσαρμοσμένοι στα ανθρώπινα μεγέθη. Αποφυγή του παραγωγικού γιγαντισμού.  
  • Μείωση του χρόνου εργασίας λόγω της υψηλότερης παραγωγικότητας της εργασίας και ανάπτυξη ενός ποιοτικού ελεύθερου χρόνου. .
  • Ενίσχυση και κατίσχυση των αξιών χρήσης έναντι των ανταλλακτικών αξιών. Ενίσχυση της οικονομίας του «δώρου».  
  • Αποδυνάμωση του κράτους και εμπλουτισμός-ανάπτυξη αμεσοδημοκρατικών αλλά και  αντιπροσωπευτικών μορφών δημοκρατίας, ιδίως σε τοπικό-περιφερειακό επίπεδο.  Αντικατάσταση των ειδικών μηχανισμών καταστολής από πολιτοφυλακές
  • (Μαρασμός του κράτους; Τι θα είναι η κοινωνία μετά το κράτος; Μπορεί να υπάρξει κοινωνία ενός σύγχρονου – σύνθετου τύπου χωρίς καθόλου κράτος; Υπήρξε έστω και ένα παράδειγμα στην νεότερη εποχή εκτός από απομονωμένες  φυλές «ευγενών α γρίων» ; Υπήρξε, ας πούμε,  η αυτοδιαχείριση των Ισπανών αναρχικών  στα 1936-1937, και εκστράτευσαν όλες οι δυνάμεις του κόσμου εναντίον τους, μέχρι που ξεθεμελίωσαν το πείραμά τους    ) 
  • Διατήρηση κατ’ εξαίρεση της  αγοράς  και του συνεταιρισμού σε μικρή και μεσαία  κλίμακα  για μεγάλο χρονικό  διάστημα, σε συνδυασμό με τον δημοκρατικό κεντρικό σχεδιασμό.  
  • Αποδυνάμωση της αντίθεσης διευθυντικής/εκτελεστικής εργασίας και της αντίθεσης πόλη/ύπαιθρος.
  • Ενίσχυση της ισότητας, των μη διακρίσεων και του αλληλοσεβασμού ανάμεσα στα φύλα.  
  • Καταστροφή ή επιβράδυνση των πιο απειλητικών για την φύση και τον άνθρωπο παραγωγικών δυνάμεων. Επιβράδυνση και από-ανάπτυξη στο οικονομικό και στο τεχνολογικό επίπεδο και ιδίως στον χρόνο ραγδαίας ανακύκλησης, χρόνου περιστροφής  και ανανέωσης  της τεχνολογίας (technological  deacceleration). . Κατανόηση και  αμφισβήτηση των πιο εξουσιαστικών όψεων της τεχνολογίας. Σαφή όρια στην γενετική τεχνολογία.   
  • Προτεραιότητα κοινωνικών και άμεσων αναγκών έναντι της συσσώρευσης.       
  • -Σεβασμός της υπαίθρου και των ανεξάρτητων αγροτών ή μικρών παραγωγών-απεμπλοκή από την λανθασμένη  άποψη του Λένιν  ότι ο μικρός ανεξάρτητος αγρότης είναι δήθεν η  βασική εστία αναπαραγωγής του καπιταλισμού .          
  • Θεωρία ανάπτυξης της σοσιαλιστικής δημοκρατίας αντί για την λογική «από την διακυβέρνηση των ανθρώπων στην διαχείριση των πραγμάτων» (Ένγκελς, Λένιν), που συνιστά μιαν τεχνοκρατική δυστοπία., Αμφισβήτηση και  του κρατισμού και όχι μόνο της  φιλελεύθερης εξατομίκευσης. Επίσης, λήψη υπόψιν της ατελούς καια συνεχούς τάσης των ανθρώπων να είναι διαρκώς  ενεργοί πολίτες αλλά, αντίστροφα, και της διευκόλυνσης αυτής της δυνατότητας, δυνάμει τουλάχιστον, από την σύγχρονη πληροφορική επανάσταση.
  • Διατήρηση των εθνών και των πατρίδων χωρίς εθνικούς ανταγωνισμούς ή ρατσισμούς. Ανάδειξη και συνύπαρξη  των εθνικών και τοπικών ιδιαιτεροτήτων.
  • Αυτό το πρόγραμμα, παρά την τεράστια δυσκολία να επιχειρηθεί επιτυχώς  κατά της ιστορικής αδράνειας της ταξικής κοινωνίας επί χιλιετηρίδες, θα είχε ίσως  αρκετά περισσότερες πιθανότητες να νικήσει. Η ιδεολογική επένδυση του προγράμματος που επιχειρήθηκε είχε πολύ λιγότερες πιθανότητες να οδηγήσει στην αταξική κοινωνία και πολύ περισσότερες να οδηγήσει σε μια νέα μορφή ταξικής κυριάρχησης. Η προβληματικότητα της «μορφής κόμμα’ στον Λένιν συνέβαλε, επίσης, πολύ στην αρνητική εξέλιξη.

 

  1.  Ο μαρξισμός ως αντι-καπιταλισμός και ως υπερ-καπιταλισμός [6]

Όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν αποτελέσει ένα εναλλακτικό μαρξιστικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα, πιο προσιτό στο ανθρώπινο είδος και πιο  υλοποιήσιμο κοινωνικά.  Δεν υιοθετήθηκαν,  όχι μόνο από τους κρατικούς και τους ορθόδοξους  μαρξιστές αλλά ούτε καν από τις δυνάμεις στα αριστερά του μαρξισμού, πχ από τον κλασσικό αναρχισμό ( με την πιθανή εξαίρεση των σύγχρονων οικοαναρχικών) .   Ορισμένες όψεις της Αριστεράς στην Λατινική Αμερική ιδίως (πχ Βολιβία),που σχετίζονται και με την ιθαγενική ρομαντική παράδοση,  είναι σε μια τέτοια γραμμή αναζήτησης. Τάσεις στο ρωσικό και στο ισπανικό πείραμα  (εργατικός έλεγχος του 1917-1918 στην Ρωσία, ισπανική αυτοδιαχείριση παραγωγής το 1936-1937)  ήταν σε μια τέτοια κατεύθυνση   αμεσοδημοκρατικής και συμμετοχικής αναζήτησης αλλά καταπνίγηκαν γρήγορα  από τους «ορθόδοξους μαρξιστές» ως αναρχικά ή και φιλοκαπιταλιστικά πειράματα δήθεν, ακριβώς γιατί αμφισβητούτσαν την συγκέντρωση και μονοπώληση της εξουσίας από το πλέγμα  κράτος-κόμμα..  Η πηγή αυτής της «αποτυχίας» και αυτών των επιλογών πρέπει να αναζητηθεί στην ιδιαίτερη γενεαλογική σχέση καπιταλισμού,  Διαφωτισμού  και μαρξισμού[7].  Ο μαρξισμός υπήρξε ταυτόχρονα, με αντιφατικό τρόπο,   διαφωτιστικός  αντι-καπιταλισμός και  διαφωτιστικός υπερ-καπιταλισμός. Ήταν ένας αντικαπιταλισμός που ώφειλε να ολοκληρώσει είτε δια του αστικοδημοκρατικού  σταδίου ( υποταγή στην αστική τάξη κατά το πρώτο στάδιο- μενσεβικισμός) είτε δια της ίδιας της εργατικής εξουσίας (μπολσεβικισμός) το  οικονομικό έργο του καπιταλισμού προτού τον ανατρέψει-δηλαδή την άνοδο  της τεχνολογίας-επιστήμης, την χρήση της επιστήμης ως άμεσης παραγωγικής δύναμης και την γιγάντωση των παραγωγικών δυνάμεων.  Η ταχύρρυθμη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έμπαινε πάντοτε ως ιστορικός όρος της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων- ο κρατικός καπιταλισμός στην οξύτερη μορφή του θα γινόταν κατά τον Λένιν ( άνοιξη 1918)  το αναγκαίο προστάδιο του σοσιαλισμού –και όχι αντίθετα η αμφισβήτηση των σχέσεων του κρατικού καπιταλισμού.     Ιστορικά, πολιτικά  και θεωρητικά, μια σχέση ανταγωνισμού και  κυρίως συμβίωσης.  Η υποθήκη του οικονομισμού-παραγωγισμού-εξελικτικισμού  και της τεχνοκρατίας που θέτει ο ίδιος ο Μαρξ με σαφήνεια  (πχ Πρόλογος στην  «Κριτική της  Πολιτικής Οικονομίας» του 1857 για την σχέση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων ), αλλά και οι Μαρξ-Ένγκελς   στο  «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»  όπου η καπιταλιστική ανάπτυξη αποθεώνεται ως καταλυτική των καθυστερημένων  προκαπιταλιστικών δομών και μορφών κοινωνικής ύπαρξης (κατά τον Αμαντέο  Μπορντίγκα το Μανιφέστο υπήρξε, πέραν των επαναστατικών του διαστάσεων,  μια «ισχυρή απολογητική του καπιταλισμού»- an apology for the   bourgeoisie[8] )  ήταν ήδη πολύ ισχυρή και στους ίδιους τους  Μαρξ – Ένγκελς και όχι για πρώτη φορά στον μπολσεβικισμό ή στην σοσιαλδημοκρατία  των επιγόνων  τύπου Κάουτσκυ. Τόσο ο Κάουτσκυ όσο και ο Λένιν ήταν λάτρεις του μεγάλου εργοστασίου, του ευρέος  γραφειοκρατικού φαινομένου, της ασταμάτητης προόδου της τεχνολογίας και της ανάπτυξης,  της  κρατικής-παραγωγικής  υπεροργάνωσης, του  κάθετου οργανωτικού και παραγωγικού  γιγαντισμού του  τύπου  της εποχής τους . Η διαφορά τους ήταν ότι ο Κάουτσκυ συνέδεε τον γραφειοκρατισμό με το κοινοβούλιο, ενώ ο Λένιν όχι   (Δες το έργο του Λένιν του 1918 «Για τα αριστερά παιδιαρίσματα και την μικροαστική νοοτροπία», όπου εκφράζει τον  απεριόριστο θαυμασμό του για την υπερσυγκεντρωτική γερμανική πολεμική οικονομία του Α’ ΠΠ – ο σοβιετικός  σοσιαλισμός και η οικονομία του Κάιζερ βγαίνουν «ως δύο όμοιοι νεοσσοί από το ίδιο αυγό»  ). Βεβαίως, στον Λένιν υπάρχουν και οι  ακριβώς αντίθετες διατυπώσεις, ιδίως στο «Κράτος και Επανάσταση», καθώς και η υποστήριξη του αντιγραφειοκρατισμού του Πάννεκοκ κατά του Κάουτσκυ : άμεση δημοκρατία στα σοβιέτ, αντίθεση στην γραφειοκρατία του αστικού κράτους,  αυτοδιεύθυνση παραγωγής και κράτους, η μαγείρισσα που θα μάθει να διοικεί, προτεραιότητα  της πολιτικής ταξικής πάλης έναντι του  οικονομισμού, κριτική στο σύστημα Ταίυλορ  κλπ-δεν είναι βέβαιο, όμως,  αν  τις πίστευε πάντοτε  κατά γράμμα  ή αν εν μέρει τις χρησιμοποιούσε προπαγανδιστικά χάριν της ελκυστικής τους ισχύος).   Στην πράξη, ο μπολσεβικισμός, ήδη επί Λένιν και Τρότσκυ στα 1918-1924,  δεν υλοποίησε τις δεύτερες υπερριζοσπαστικές  διατυπώσεις του «Κράτος και Επανάσταση»  αλλά τις πρώτες οικονομίστικες-γραφειοτεχνοκρατικές θέσεις. Όσοι Μπολσεβίκοι έμειναν  στις  δεύτερες «αξιακές» θέσεις, ήταν απομονωμένη και κατεσταλμένη αντιπολίτευση στο κόμμα  ήδη από το 1921 (Εργατική Αντιπολίτευση, Ομάδα Εργατών κλπ) . Ήδη από το 1918 και πολύ παραπάνω από το 1921 ακολουθείται μια  γραμμή πιο κοντά σε αυτό που οικοδόμησε ο Στάλιν μετά το 1928  παρά αντίθετη σε αυτό-με την σημαντική διαφορά της μη καταστολής των αγροτών. Η θετική όψη του Λένιν είναι ότι συνειδητοποιεί κάπως τις αντιφάσεις και δεν τις συγκαλύπτει και ότι διαισθάνεται την  επικείμενη και επικίνδυνη γιγάντωση της γραφειοκρατίας.  Όσον αφορά δε εκείνες τις ομαδοποιήσεις που στα πλαίσια του διεθνούς  ιστορικού κομμουνισμού αμφισβήτησαν το σταλινικό μοντέλο, αξίζει να σημειωθούν τα εξής: Κατά πρώτον, οι περισσότερες από αυτές  δεν κατάφεραν να αποτελέσουν μια  κρίσιμη μάζα που θα κατοχύρωνε μια εναλλακτική ιστορική ανάγνωση του κομμουνισμού και να βγουν από το επίπεδο ύπαρξης των μισοθρησκευτικών  κομμουνιστικών  σεκτών. Η «αίγλη του Οκτώβρη και της ΕΣΣΔ» αλλά και ο διανοουμενισμός τους  συνέβαλε στην μη μαζικοποίηση αυτών των τάσεων.   Αυτό το πέτυχαν πρόσκαιρα μόνο τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα, τα οποία όμως είτε εξαλείφθηκαν ( Ισπανικό) είτε προσχώρησαν σταδιακά στην σοσιαλδημοκρατία (Ιταλικό, Γαλλικό, ΚΚΕ Εσωτερικού),  εγκαταλείποντας την εναλλακτική ανάγνωση του κομμουνισμού.  Κατά δεύτερον, ιδίως τα τροτσκιστικά ή τα μαοϊκά είναι αμφίβολο αν αμφισβήτησαν σε βάθος την γραφειοκρατική/σταλινική  δομή και ιδεολογία του Υπαρκτού, καθώς ποτέ δεν διαχωρίσθηκαν από την παράδοση του μπολσεβικισμού.  Υπό αυτήν την έννοια, ο κομμουνισμός είναι σήμερα είτε μια έννοια ταυτισμένη με τον Υπαρκτό Σοσιαλισμό,  άρα πλήρως  ακυρωμένη αξιακά και πολιτικά για την μεγάλη  κοινωνική πλειοψηφία των καπιταλιστικών  κοινωνιών , είτε μια έννοια ιδεώδης μεν αλλά και  ορφανή, χωρίς επαρκές περιεχόμενο,  που πρέπει να ξαναγεμίσει σχεδόν από την αρχή. Θα ήταν πολύ ελπιδοφόρο, αλλά παραμένει και εξαιρετικά δύσκολο.

 

Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Μαρξ  προς το τέλος της ζωής του, μελετώντας τις ρωσικές αγροτικές κοινοτικές   μορφές (μιρ) αρχίζει να βγαίνει από το πλέγμα εξελικτικισμού-παραγωγισμού και από την αντίληψη της μεγάλης καπιταλιστικής ανάπτυξης ως προοιμίου, προσταδίου   και αναγκαίας προϋπόθεσης έναντι   του σοσιαλισμού. Σκέφτηκε ότι στην Ρωσία ο καπιταλισμός θα μπορούσε να παρακαμφθεί και να πάμε κατευθείαν από τον προκαπιταλισμό στοιν ώριμο κομμουνισμό,    χάρη σε εκείνες τις  ρομαντικές ή κοινοτικές μορφές ( μιρ)[9] , τις οποίες οι  Σοβιετικοί «μαρξιστές» θα κατέστρεφαν ολοσχερώς και με απίστευτο μίσος  κατά την κολλεκτιβοποίηση του 1928-1932. Στην επικοινωνία του με την Βέρα Ζασούλιτς και στα τελευταία γραπτά του κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση.    Δυστυχώς, ο Μαρξ δεν είχε τον χρόνο να αναπτύξει αυτήν την στροφή στην σκέψη του. Μείναμε με την  οξυδερκή κριτική του καπιταλισμού στο «Κεφάλαιο», με τον αξιοθαύμαστο πολιτικό υποκειμενισμό των πολιτικών έργων του,  και με αδρά σκιαγραφήματα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Τα όρια της σκέψης του Μαρξ.

Από αυτήν την άποψη, η πολιτική της γραφειοκρατίας και του Στάλιν δεν ήταν κυρίως  η εξουδετέρωση των παλιών αρχουσών τάξεων  ( κουλάκοι, νεπμεν, τσαρική γραφειοκρατία  κλπ),ή των ταξικών εχθρών και «κατασκόπων του ιμπεριαλισμού» ,  όπως σχεδόν γελοιογραφικά υποστηρίζουν οι οργανώσεις τύπου ΚΚΕ,   αλλά η ορθοπεδική  υποδούλωση όλης της  ρωσικής κοινωνίας  (εργατών, αγροτών , ανέργων, κοντολογίς των υποτελών τάξεων αλλά και ενός τμήματος της κατώτερης γραφειοκρατίας)  σε ένα τεράστιο πείραμα πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου στην Ρωσία  από την γραφειοκρατία ως; «υποκατάστατη καπιταλιστική τάξη» (surrogate capitalist class) και ως φορέα ιδιοκτησίας και διεύθυνσης του κοινωνικού κεφαλαίου . Αυτή η διαδικασία «επανάστασης από τα πάνω» ( Robert Tucker “Stalin ΙΙ, 1928-1941,Revolution from Above ” )  είχε και δευτερεύουσες θετικές όψεις (μετατροπή της Ρωσίας σε μεγάλη ανεξάρτητη  βιομηχανική χώρα, ενίσχυση άμυνας κατά του ναζισμού  ενίσχυση εκπαίδευσης, υγείας κλπ, ιδίως μετά τον Β’ ΠΠ ) , η κύρια πλευρά του όμως ήταν η γιγάντωση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, σε συνδυασμό και με   πειράματα ολοκληρωτισμού και κρατικής δουλοκτησίας επί Στάλιν  (στρατόπεδα),  χωρίς να παρέχονται στις υποτελείς τάξεις  στοιχειώδη πολιτικά, οργανωτικά  και συνδικαλιστικά δικαιώματα, αντίθετα προς την εμπειρία των κατακτήσεων των εργαζομένων στις αστικές δημοκρατίες. Στην πραγματικότητα, η θέση των εργατών σε  καπιταλιστικές χώρες όπου λόγω των αγώνων τους είχαν πολιτικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα ήταν απείρως καλύτερη ταξικά από την θέση της εργατικής τάξης κάτω από τον γραφειοκρατικό καπιταλισμό (πχ στην Γαλλία ή στην Ισπανία του Λαϊκού Μετώπου).      Τα ίδια επαναλήφθηκαν και στις κατακτημένες από τον Κόκκινο Στρατό χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου μεταφέρθηκε από τα πάνω το κρατικοκαπιταλιστικό γραφειοκρατικό  μοντέλο ( με την πιθανή εξαίρεση της Τσεχοσλοβακίας,  όπου υπήρχε ενδογενές ισχυρό κομμουνιστικό κίνημα).

Το γεγονός ότι στην ΕΣΣΔ και στις ΛΔ ο μαρξισμός λειτούργησε κυρίως ως ιδεολογία των ταξικά καταπιεστών  και εκμεταλλευτών  βοηθά και να κατανοήσουμε  κοινωνικές  και εργατικές εξεγέρσεις κατά της γραφειοκρατίας όπως στην ΛΔ Γερμανίας το 1953 ή στην Βουδαπέστη το 1956[10]  (η οποία ήταν μια πλήρης και καθολική συμβουλιακή  εργατική επανάσταση) αλλά και να δούμε, επίσης, γιατί αυτοί οι λαοί ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζουν με τόση επιφύλαξη τις ιδέες του μαρξισμού και της αριστεράς.

 

  1. Ο μαρξισμός στην περιφέρεια του καπιταλισμού

Μια ιδιαίτερη διάσταση είναι αυτή του μαρξισμού στην περιφέρεια του καπιταλισμού και των εθνικοαπελευθερωτικών, αγροτικών  και αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων.

Εδώ, ο μαρξισμός είχε ,   μια  μεγάλη πολιτική  επιτυχία, πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στις μητροπόλεις,  που οφείλουμε να  του την αναγνωρίσουμε πανηγυρικά . Σχετική όμως και κάπως πρόσκαιρη .  Η  μεγάλη επιτυχία του συνίστατο στην έξοδο αυτών των χωρών από το πλέγμα της απόλυτης φτώχειας, υπανάπτυξης και  σκληρής εκμετάλλευσης εκ μέρους  του δυτικού ιμπεριαλισμού και από την κλασσική  ιμπεριαλιστική αλυσσίδα. Η δυνατότητα  απεμπλοκής από την υπανάπτυξη, την υπερεκμετάλλευση και τα καθεστώτα δικτατοριών ή αποικιοκρατίας  που είχε παντού επιβάλει ο δυτικός ιμπεριαλισμός.  Με βασικό υποκείμενο τον αγρότη και δευτερευόντως τον εργάτη. Ιδίως, η Κίνα ή το Βιετνάμ είναι κλασσικά παραδείγματα μιας τέτοιας απεμπλοκής. Κατά μια έννοια και η Ρωσία,  αφού η επανάσταση του 1917 και η συσσώρευση κεφαλαίου επί σταλινισμού  είχαν κάποια πιο μόνιμα αποτελέσματα ώστε σήμερα η  καπιταλιστική Ρωσία να μην είναι απλώς ένα άθυρμα ή αποικιακό παράγωγο της δυτικής ελίτ (ιδίως μετά την παρένθεση Γιέλτσιν). . Χωρίς τον «κομμουνισμό», η Ρωσία θα ήταν σήμερα μια πολύ ασθενέστερη και εξαρτημένη από την Δύση  καπιταλιστική δύναμη- ο Στάλιν δούλεψε για τον Πούτιν κι την ρωσική εθνική ανεξαρτησία και αυτοδυναμία .    Όμως, η ανεξαρτητοποίηση των χωρών αυτών με μεγάλους και ηρωϊκούς  αγώνες κατά του δυτικού ιμπεριαλισμού, όπως έδειξε η κατοπινή εμπειρία και της Κίνας αλλά και του Βιετνάμ,  δεν οδήγησε σε μια  ριζική λαϊκή και κοινωνική χειραφέτηση ούτε στον σοσιαλισμό με την έννοια του Μαρξ, αλλά σε μια μέσω του «κομμουνισμού» ως ιδεολογικού και οργανωτικού οχήματος   τελική «εθνική»  επανένταξη στην ιμπεριαλιστική αλυσσίδα και μάλιστα με μια διάθεση   διεκδίκησης της πλανητικής ηγεμονίας εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσσίδας έναντι των ΗΠΑ και της ΕΕ. Ο μαρξισμός ως ιδεολογία έγινε το όχημα αναδιάταξης των ισορροπιών και των σχέσεων εξουσίας μέσα στην καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική αλυσσίδα.  Σε τελική ανάλυση, και με τρόπο που αναδεικνύει   την  εγελιανή Πανουργία του Λόγου, ο κομμουνισμός, με ή χωρίς εισαγωγικά, έγινε το όχημα   πλήρους, διευρυμένης και πιο ώριμης ένταξης αυτών των πρώην αποικιακών κοινωνιών στον κόσμο του καπιταλισμού και των αξιών του, με τρόπο πιο ανεξάρτητο, μη αποικιακό και με κάποιον σεβασμό των ιδιαίτερων εθνικών τους χαρακτηριστικών. Υπάρχουν, βεβαίως, ορισμένες εξαιρέσεις όπως η αντιστεκόμενη στον δυτικό ιμπεριαλισμό  Κούβα ,που απαιτούν ιδιαίτερη μελέτη.

 

  1.  Κλείνοντας : Ο μαρξισμός σε μια εποχή πλανητικής βαρβαρότητας

Όμως, σίγουρα , υπάρχει και η φωτεινή πλευρά.  Ακόμη και σήμερα, στις χώρες του περιφερειακού καπιταλισμού ή στις αναπτυσσόμενες χώρες, ο μαρξισμός εξακολουθεί να αποτελεί ως κριτικό θεωρητικό  εργαλείο για την κατανόηση του σύγχρονου καπιταλισμού  και πολιτικό εργαλείο για την αντίσταση στον ιμπεριαλισμό, στα εθνικές αστικές τάξεις  και στις πιο ταπεινωτικές και απάνθρωπες μορφές ταξικής εκμετάλλευσης.  Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πιο δευτερευόντως, αλλά με πολλές αυταπάτες και με ποικίλες προσμείξεις με τον μεταμοντέρνο φιλελευθερισμό, ο μαρξισμός επιβιώνει και στον αναπτυγμένο καπιταλισμό ως ιδεολογία ή ως θεωρία πολιτικής και κοινωνικής αντίστασης   στον καπιταλισμό ( ΕΕ , ΗΠΑ, Αυστραλία κλπ). Συχνά όμως, απλώς προσφέρει ένα ιδεολογικό κάλυπτρο ή «φερετζέ»  στα κινήματα της πολιτικής ορθότητας, των ταυτοτήτων και του παγκοσμιοποιητικού μεταμοντέρνου φιλελευθερισμού. Επειδή τα κινήματα ταυτοτικής ορθότητας κανονικά θα ταυτίζονταν με έναν πολιτισμικό φιλελευθερισμό και μόνο, χρειάζονται τον  τροποποιημένο γενετικά μαρξισμό  για να τα διακοσμεί και να τους δίνει ηθικό και φιλοσοφικό  έρεισμα.   Κάτι ανάλογο ισχύει και στην χώρα μας, όπου τίθεται το δίλημμα αν ο μαρξισμός θα είναι ένα εργαλείο αντίστασης των υποτελών τάξεων για άμυνα σήμερα, για  κοινωνική και εθνική απελευθέρωση αύριο, ή ένα ψευδοταξικό  κάλυπτρο των πολιτικών του παγκοσμιοποιημένου ταυτοτικού  φιλελευθερισμού ( όπου Αριστερά σημαίνει να ασχολείσαι μονομερώς, ιδεοληπτικά  και φυλετικά με το προσφυγικό, το γυναικείο , τον ταυτοτικό αντιφασισμό, τα ζητήματα των ΛΟΑΤ, την αντίθεση στον δυτικό πολιτισμό, ακόμη κι στις θετικές του όψεις,  κλπ).

Στο έργο του «Για την υπεράσπιση του μαρξισμού» ( “In  Defense of Marxism”) του 1939-1940, λίγο προτού δολοφονηθεί, ο Λέον  Τρότσκυ προχώρησε στην εκτίμηση ότι αν στον επικείμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο  η εργατική τάξη δεν εκμεταλλευθεί, όπως και στον Α’ΠΠ, την πολεμική κρίση  ώστε να πάρει την κρτική  εξουσία με επαναστατικό τρόπο, η ανθρωπότητα θα μπει σε μια περίοδο  ιστορικής κρίσης,  βαρβαρότητας και παρακμής και η ίδια η  μαρξιστική κατανόηση της πραγματικότητας θα καταστεί αβέβαιη αν όχι εσφαλμένη  (μια τοποθέτηση που δεν «θυμάται»  ή αναφέρει  σήμερα κανείς επίγονος  του Τρότσκυ).   Αν συμβεί κάτι τέτοιο, έγραψε, το διακύβευμα πια δεν θα είναι η σοσιαλιστική επανάσταση ή η οικοδόμηση του σοσιαλισμού  αλλά η υπεράσπιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων των «νέων σκλάβων». Η θέση αυτή δεν επιβεβαιώθηκε πλήρως κατά τον Β’ΠΠ[11] (παρά το ότι η επανάσταση στην Δύση όντως δεν συνέβη), αλλά σήμερα έχει πολύ παραπάνω  επιβεβαίωση στην υλική πραγματικότητα από την εποχή όπου εκφράσθηκε.

Η φάση στην οποίαν φαίνεται  να έχουμε εισέλθει εδώ και καιρό δεν είναι ένα ανοδικό σπιράλ του ανθρώπινου πολιτισμού, που ιστορικά συνδέεται με το φαινόμενο της κοινωνικής επανάστασης. Είναι μια μακροχρόνια κίνηση προς την βαρβαρότητα και πιθανόν προς την έκλειψη του ανθρώπινου πολιτισμού  όπως τον γνωρίζουμε-που θυμίζει έντονα την περιγραφή του Τρότσκυ στα 1939-1940. .

Τι αξία έχει σε μια τέτοια ιστορική φάση ο μαρξισμός, όταν η κοινωνική επανάσταση μπορεί να μην είναι ανέφικτη αλλά έχει γίνει πάντως –ακόμη- κοινωνικά αόρατη και απροσδόκητη ;

Αυτό που έμεινε -προσώρας – από τον μαρξισμό, είναι η ριζοσπαστική κριτική στον καπιταλισμό  και ο εφοδιασμός σε όσους τον αντιπολιτεύονται ενός εργαλείου κατανόησης, κοινωνικοπολιτικής  οργάνωσης  και δράσης, προστασίας των υποτελών τάξεων, των ομάδων που δέχονται  καταπιέσεις  και των φτωχών από την απόλυτη βαρβαρότητα και καταπίεση.  Το αν θα επανέλθει ως πρόγραμμα συνολικής  επαναστατικής ανατροπής  του καπιταλισμού είναι βάσει των παραπάνω εκτιμήσεων και υποθέσεων πολύ αβέβαιο και ασαφές. Χωρίς, όμως, να είναι και απίθανο ή να είναι αθέμιτο ως στρατηγική προσπάθεια σε βάθος χρόνου, χωρίς να το αποκλείουμε ή πολύ παραπάνω να το καταδικάζουμε.  Παρά το γεγονός ότι σήμερα οι άνθρωποι φαντάζονται πιο αποτελεσματικά το τέλος του κόσμου παρά το  τέλος του καπιταλισμού.

Στρατηγικός πεσιμισμός[12]; Μάλλον όχι, αν και δεν είναι ιδεολογική υποχώρηση παρά εντιμότητα  το να είσαι συγκρατημένα πεσιμιστής σε μια περίοδο συγκλονιστικών ηττών που διαρκεί ήδη σαράντα χρόνια.    Πολύ περισσότερο μια αίσθηση υλιστικού ρεαλισμού, δυναμικής κατανόησης της πραγματικότητας  και αποφυγής των απολογητικών και ψευδαισθησιακών  στρατηγικών.

Αποτυχία ή επιτυχία του μαρξισμού; Η έμφαση ιστορικά, λαμβάνοντας υπ’όψιν το βασικό αίτημα της μαρξιστικής σκέψης και δράσης, την ανατροπή του καπιταλισμού,   είναι αναντίρρητα στην αποτυχία. Προοπτικά, ελπίζουμε αυτό να ανατραπεί ή έστω να αμβλυνθεί, προκειμένου να διασωθεί ο ανθρώπινος πολιτισμός. .

[1] Βλ.  για τους τρεις επαναστατικούς κύκλους στην Δύση  και το άρθρο μας «Κομμουνιστές χωρίς επανάσταση-μια θέση για το σύγχρονο επαναστατικό  υποκείμενο» , σε Controversy.gr Κείμενο του 2015. Αρχική δημοσίευση  σε rednotebook.gr , λινκ   https://rednotebook.gr/2015/12/kommounistes-choris-epanastasi-mia-thesi-gia-to-sigchrono-epanastatiko-ipokimeno-tou-dimitri-belanti/

[2] Δεν συγκαταλέγουμε στην έννοια της «επανάστασης» εξεγέρσεις όπως λχ η Αραβική Άνοιξη  του 2011 γιατί θεωρούμε ότι στερούνται της καθολικότητας και του προγραμματικού ορίζοντα που είχε παλιότερα η επανάσταση αλλά και γιατί δέχθηκαν πολλαπλές χειραγωγήσεις, κυρίως από τον δυτικό ιμπεριαλισμό..Πολύ περισσότερο τις λεγόμενες «πορτοκαλί επαναστάσεις»,που ήταν κοινωνικές κινήσεις  υποκινούμενες από τον δυτικό ιμπεριαλισμό. .

[3] Δεν είναι λ.χ. τυχαίο ότι η ιδιόμορφη σοσιαλδημοκρατική  αναδιανομή της διακυβέρνησης του Α. Παπανδρέου  στην  δεκαετία του 1980 και η σχετικά ανεξάρτητη εξωτερική του πολιτική βασιζόταν ακριβώς στον ανταγωνισμό ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα και στην αξιοποίησή του.

[4] Βλ. και σε Κονστάντσο Πρέβε» Κριτική ιστορία του μαρξισμού», Αθήνα 2010, ΚΨΜ .

[5] Ειδικά για την προεπαναστατική Ρωσία, βλ. την εξαιρετική ανάλυση του Robert Brym “Jewish Intelligentsia and Russian Marxism” , 1978, Shocken books, New York, σελ. 20-25.  Ο Brym  αποδεικνύει ότι το πιο  ριζοσπαστικό τμήμα των Ρώσων εργατών  στα 1900-1917 ήταν αυτό που σχετιζόταν ακόμη με τις αγροτικές κοινοτικές παραδόσεις και όχι το πιο αφομοιωμένο στην πόλη και στην πειθαρχία-ιδεολογία του μεγάλου εργοστασίου.  

[6] Αυτό το υποκεφάλαιο έχει λάβει πολύ σοβαρά υπόψιν του τις επεξεργασίες του  Κ. Καστοριάδη (ιδίως στην «Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας)»   και του Κ. Παπαϊωάννου για την σχέση του μαρξισμού με το καπιταλιστικό κοινωνικό κοσμοείδωλο. Επίσης, το έργο του Ζαν Μπωντριγιάρ «Ο καθρέπτης της παραγωγής», Αθήνα 1990, Αλεξάνδρεια. Ο Μπωντριγιάρ επισημαίνει ότι η ίδι η ταύτιση της εργασίας με την «παραγωγή» και όχι μόνο με την παραγωγή εμπορευμάτων ενέχει προβληματικές όψεις.

[7] Η Σχολή της Φραγκφούρτης έχει διαυγάσει αυτήν την διάσταση φιλοσοφικά, ιδίως στο έργο των  Αντόρνο-Χορκχάιμερ « Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού» (Αθήνα 1986, εκδόσεις ύψιλον) . . Στα πλαίσια του μαρξισμού, ιδίως το έργο του Σαρλ Μπετελέμ.

[8] Στο άρθρο του “Marxism of the Stammerers” , βλ.  Σε  www.marxists.org , Bordiga Archive

[9] Theodor Shanin “ Late Marx and the Russian Road’, 1983.

[10]Cornelius Castoriadis “Social and Political Writings II ,1955-1960”, University of Minessota 1988. Επίσης, σε  Peter Fryer “The Hungarian Tragedy”, 1957.  Ο Fryer ήταν ανταποκριτής του ορθόδοξου κομμουνιστικού εντύπου  “Daily  Worker”, που πήγε στην Ουγγαρία, παρακολούθησε την επανάσταση και άλλαξε ριζικά άποψη.

[11] Οι εκτιμήσεις αυτές στάθηκαν και η βάση για την απόσπαση της ομάδας  Κ. Καστοριάδη- Κλ.  Λεφόρ από  τον διεθνή τροτσκισμό και την δημιουργία της ομάδας «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» στην περίοδο 1947-1949. Αρχικά, η ομάδα πίστευε έντονα και στην άμεση έκρηξη ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου. .

[12] Δες και σε Ρ. Κετσεγιάν « Το αριστερό ημισφαίριο-μια χαρτογραφία της σύγχρονης κριτικής σκέψης», Αθήνα 2017, Angelus Novus, σελ. 102-107 («Οι πεσιμιστές»)>