Για τις ευρωεκλογές του Μαϊου 2019-Μια πρώτη εκτίμηση

Του Δημήτρη Μπελαντή

Εισαγωγή

Για πρώτη φορά, μετά από τέσσερα χρόνια περίπου, υπήρξε μια καθολική εκλογική αντιπαράθεση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις. Το γεγονός ότι οι ευρωεκλογές λειτούργησαν λιγότερο ως ανάδειξη βουλευτών για το Ευρωκοινοβούλιο και κυρίως ως πρόκριμα των εθνικών εκλογών ήταν λογικό, αφού και ο πρωθυπουργός τούς έδωσε ευθέως τέτοιο χαρακτήρα, αλλά και η παρέλευση μεγάλου χρόνου από τις προηγούμενες εκλογές, με  σοβαρές εξελίξεις να έχουν προηγηθεί ( τέλος χρηματοδότησης από Θεσμούς, Πρέσπες κ.α), αντικειμενικά θα οδηγούσε εκεί. Επίσης, η μεγάλη ποσοστιαία αποχή (περί το 40 %) δεν αποτελεί μόνο πάγιο χαρακτηριστικό των ευρωεκλογών και στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, αλλά συνιστά και συνέχεια με τον Σεπτέμβριο 2015, με αποτέλεσμα μια μεγάλη αποχή από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες κάθε τύπου να παγιώνεται ως όψη  του μεταδημοκρατικού πλέον πολιτεύματος και στην Ελλάδα. Ενώ, όμως, οι περισσότεροι θεωρητικοί της στροφής προς την μεταδημοκρατία ( π.χ. ο  Βρετανός συγγραφέας Κόλιν Κράουτς ( Colin Crouch),  που είναι και ο πατέρας του όρου) συνδέουν την εκλογική  αποχή πιο πολύ με μια γενική αρνητική τάση αποχής των πολιτών από την δημόσια ζωή και τις πολιτικές συμμετοχικές διαδικασίες, η οποία , τελικά, ενισχύει τις άρχουσες τάξεις,  έχουμε την γνώμη ότι ειδικά στην Ελλάδα, μετά την καταβύθιση της Αριστεράς, η αποχή είναι -σε κάποιον βαθμό- και μια θετική ψήφος όχι μόνο αποδοκιμασίας του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος αλλά και  εναγώνιας αναζήτησης και μη εύρεσης μιας πολιτικής εναλλακτικής λύσης. Βεβαίως, αυτό δεν ισχύει ούτε ενοποιεί όλους τους απέχοντες ή απέχουσες. .

Η καταβύθιση του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ  και η άνοδος της Δεξιάς

Ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε από το 26,5 % των Ευρωεκλογών του 2014  και ιδίως από το 35 % των βουλευτικών  εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015 (που είναι και το ασφαλέστερο μέτρο σύγκρισης) στο 23, 76 % των ψηφισάντων. Σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2015 έχασε περίπου ένα εκατομμύριο ψήφους. Πρόκειται  για μια συντριπτική ήττα, η   οποία δεν μπορεί να αναταχθεί  από τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε έναν μήνα.  Και ευτυχώς, όχι από την σκοπιά ότι μας αρέσει η αντιδραστική Νέα Δημοκρατία, αλλά γιατί νοιώθουμε μια ικανοποίηση από το γεγονός ότι η κακοποίηση και εξευτελισμός των αρχών της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν επικυρώθηκε ξανά εκλογικά. Η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας πρέπει να ανασχεθεί με «αριστερή» ή κομμουνιστική ψήφο και όχι με την επάνοδο στον ΣΥΡΙΖΑ.

Σε μεγάλο βαθμό, υπήρξε μια τιμωρητική λαϊκή ψήφος. Με τον ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνεται ό,τι συνέβη και με τα άλλα κόμματα που ψήφισαν και διαχειρίσθηκαν μνημόνια  από κυβερνητική  θέση.  ΤΑ Μνημόνια υπήρξαν μια μηχανή  καταστροφής όσων κομμάτων εμπλέχτηκαν με αυτά. Το ΠΑΣΟΚ πήγε από το 42 % το 2009 κάτω από το 10% , η Νέα Δημοκρατία έχασε πανηγυρικά τις εκλογές του 2015- κράτησε., όμως, πιο πολύ από τους άλλους- τα μικρά μνημονιακά κόμματα όπως το Ποτάμι, η ΔΗΜΑΡ,οι ΑΝΕΛ , η Ένωση Κεντρώων έσβησαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ  ψήφισε ένα άμεσο μνημόνιο το 2015 και ένα μεσοπρόθεσμο το 2017 , τα οποία βύθισαν στην φτώχεια τα εργατικά στρώματα και υπονόμευσαν καίρια τα μικροαστικά στρώματα  και ιδίως τα παραδοσιακά και ελευθεροεπαγγελματικά  τμήματά τους. Η φιλολογία περί αντιμέτρων και η πολιτική ενός επιλεκτικού επιδοματικού κράτους , προγραμματισμένου μάλιστα κυρίως προεκλογικά, δεν ανέσχεσαν την τάση καταβύθισης, ούτε έπεισαν. Τέλος, ο ιδεολογικός νέο-αυριανισμός από στελέχη της κυβέρνησης (Πολάκης κ.α.) και η αλαζονεία ενός ορισμένου νεοπλουτισμού της εξουσίας έπαιξαν και αυτά τον κρίσιμο ρόλο τους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια ορισμένη αρχικά έντονα  ανοδική και μετά  καταστροφική  πορεία. Διαμόρφωσε έντονες λαϊκές και κοινωνικές προσδοκίες, τις οποίες και διέψευσε τραγικά και εκκωφαντικά.  Μετά το 2004, η συμμαχία κάποιων αριστερών εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων  και ανένταχτων αριστερών με τον Συνασπισμό της Αριστεράς   και η αριστερή σχετικά στροφή του Συνασπισμού το 2004 ( Αλαβάνος) , διέσωσε εκλογικά  τον  Συνασπισμό, έκανε αυτόν τον χώρο πιο ελκτικό στα κοινωνικά κινήματα και τον λαό και του έδωσε τα περιθώρια να απαντήσει «από τα αριστερά»   στην κρίση εκπροσώπησης των μνημονίων και να προβάλει τον στόχο της «κυβέρνησης της Αριστεράς». Ταυτόχρονα, τα αντιμνημονιακά κινήματα ως το 2012, ιδίως το εργατικό, γνωρίζουν σοβαρές ήττες και κατασταλτικά χτυπήματα. Αυτό που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ρεφορμιστική μεν  κυβέρνηση αλλά με κάποιες σοβαρές δυνατότητες ρήξης με το εθνικό και  διεθνές πλαίσιο υπονομεύθηκε από τα μέσα με την συγκρότηση ήδη από το 2012-2013 μιας απόλυτα συστημικής και καιροσκοπικής ηγετικής ομάδας,  η οποία μετέτρεψε τον πόνο και την δυστυχία  του λαού  σε  ατομική της ευκαιρία κοινωνικής ανέλιξης και χρηματικής απολαβής. Στην συνέχεια, πέρα από την καθεστωτική τους στροφή, διαμόρφωσαν ένα κομματικό-πελατειακό κράτος εφάμιλλο των παραδόσεων της Δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ.  Οι αριστερές αντιπολιτεύσεις μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν, δυστυχώς, και προγραμματικά φτωχές ( εκτός από τον σωστό στόχο απεμπλοκής από την ευρωζώνη) αλλά και γραφειοκρατικά εξαιρετικά νομιμόφρονες στην ηγεσία, μέχρις ότου και αποβλήθηκαν. Η δράση τους πια εκτός του ΣΥΡΙΖΑ , κυρίως υπό την μορφή της ΛΑΕ και την σύγκλιση με το Αριστερό Ρεύμα  ορισμένων αντικαπιταλιστικών οργανώσεων, που έφυγαν από την Ανταρσύα, απέδειξε ότι  η σύγκλιση ανεπαρκών πολιτικά δυνάμεων δεν μετατρέπει το άθροισμα σε πολιτική δύναμη.

Η σχετικά καλή καταγραφή του ΚΙΝΑΛ δείχνει ότι το παιχνίδι μέσα στον ευρύτερο κεντροαριστερό/κεντροαριστερό  χώρο μπορεί , σε κάποιον βαθμό, να ξαναμοιραστεί. Η ταυτότητα του παλιού ΠΑΣΟΚ ως  διοικητικού βιοπολιτικού κόμματος με ερείσματα σε συνδικάτα , ΤΑ, κλπ, δεν έχει εξοβελισθεί, παρά την κρίση αυτού του χώρου μετά το 2012. Σε αυτήν την λειτουργία του , ο ΣΥΡΙΖΑ  δεν μπόρεσε να το υποκαταστήσει ικανοποιητικά.

Από την άλλη πλευρά, η  ακραία «γαλαζοποίηση» του πολιτικού χάρτη της χώρας –πρωτοφανής από τον 11.1974 μέχρι και σήμερα- δείχνει ότι η καταβύθιση του ΣΥΡΙΖΑ δεν γίνεται μέσα σε ένα ιδεολογικό και αξιακό κενό.  Αντίθετα, γίνεται μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο συμπυκνώνει και ιδεολογικοποιεί τόσο  τον εξευτελισμό και την ήττα  των ιδεών της Αριστεράς και την ενίσχυση του νεοφιλελευθερισμού,   όσο και σταθεροποιεί το «Δεν υπάρχει αριστερή εναλλακτική λύση», για το οποίο ευθύνεται αποκλειστικά και δραματικά  η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Η Νέα Δημοκρατία προτείνει έναν ακραίο  νεοφιλελευθερισμό, με (περαιτέρω) απολύσεις, (περαιτέρω) αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και προκλητική υποβάθμιση της εργατικής δύναμης. Προφανώς, δεν το κάνει για να χάσει τις  εκλογές. Οι πολιτικοί αυτοί κατανοούν ότι ο  πολιτικός και ιδεολογικός ταξικός συσχετισμός έχει αλλάξει πολύ σε βάρος της μισθωτής εργασίας και το αξιοποιούν πολιτικά, ενώ ταυτόχρονα αναζητούν εύσημα και από το μονοπωλιακό κεφάλαιο και τα δυτικά κέντρα εξουσίας. Η απάντηση  του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτήν την ιδεολογική επίθεση της Δεξιάς δεν είναι πειστική.  Κι αυτό γιατί και  πέρασε και συνδιαχειρίσθηκε κρίσιμα μνημονιακά  νομοσχέδια με αυτήν αλλά και γιατί  δεν αμφισβήτησε τον πλούτο και τις δομές εξουσίας στην χώρα (  περαιτέρω άνοδος επιχειρηματιών όπως ο Μαρινάκης, ο Μελισσανίδης, ο Σαββίδης, ο όμιλος Κόκκαλη  κα, σκανδαλώδεις διαδικασίες του Νίκου Παππά  για τις τηλεοπτικές άδειες κλπ  ). Επίσης, το επιδοματικό κράτος δεν αμφισβητεί τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά απλώς τον συμπληρώνει, είναι βιοπολιτική διαχείριση της φτώχειας.  Στον βαθμό που η αντίθεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο εξαφανίζεται πια ως μια ιδιαίτερη και παροδική οξυμμένη μορφή της αντίθεσης ιμπεριαλισμός-κεφάλαιο/εργαζόμενοι- λαός  και συνιστά «κανονικότητα» της καπιταλιστικής διαχείρισης της κρίσης, επιβραβεύεται ο πιο αυθεντικός εκφραστής αυτής της κανονικότητας.  Δεν υπάρχει πια Αντι-μνημόνιο, υπάρχει μια σοσιαλιστική ή αντικαπιταλιστική τάση , μια αντιιμπεριαλιστική στάση και η  αναγκαία σύνθεση ανάμεσα στα δύο.

Μια άλλη πλευρά της νίκης της Δεξιάς  αφορά την «μεσαία τάξη» , στην πραγματικότητα την παραδοσιακή  επαγγελματική  και την ελευθεροεπαγγελματική μικροαστική τάξη, τα μέλη της οποίας πλήγηκαν σε μεγάλο βαθμό από την φορολογική-ασφαλιστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.  Στον βαθμό που η κυβέρνηση όρισε ως «ταξική μεροληψία»  την ψευδή  «ασφάλεια» των πληβειοποιημένων μισθωτών και μόνο και αντέστειλε τον  εργατική τάξη όχι στον πλούτο και στο μονοπωλιακό κεφάλαιο αλλά στους «μεσαίους» ( τοποθετήσεις Τσακαλώτου)  , αυτό γύρισε μπούμερανγκ εναντίον της. Και εξαγρίωσε τους μικροαστούς-μικροϊδιοκτήτες  αλλά και  δημιούργησε έναν ιδιόμορφο κορπορατισμό όπου ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει δήθεν τους κάτω κατά των μεσαίων και η Δεξιά τους μεσαίους κατά των κάτω. Με το κεφάλαιο και οι δύο πόλοι έχουν απόλυτη κοινωνική ειρήνη. Ας  θυμηθούμε το ότι «το κίνημα της γραβάτας» , όπως σαρκάσθηκε  από κάποιους «υπερεργάτες»,  η αποχή των δικηγόρων για μήνες το  2016 αλλά και η αγροτική κινητοποίηση τον 2.2016 ήταν βασικές κινητοποιήσεις της τελευταίας τετραετίας.  Ο αγροτικός κόσμος όπως και οι επαγγελματίες-μικροαστοί είναι δυο βασικά στρώματα ως προς τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ  υπήρξε εχθρικός και η Άλλη Αριστερά ( πλην ΚΚΕ ) τουλάχιστον αδιάφορη.

Τέλος,  το εθνικό ζήτημα, ιδίως όπως αναδείχθηκε μέσα από την Συμφωνία των Πρεσπών, και η κρίση της εθνικής ταυτότητας  επίσης έγινε μπούμερανγκ κατά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι σωστό το ότι στην Βόρεια Ελλάδα ιδίως δεν επηρέασαν σημαντικά οι Πρέσπες το εκλογικό αποτέλεσμα. Στις περισσότερες περιφέρειες της Μακεδονίας αλλά και της Θράκης, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές ήταν κάτω από το μεσοσταθμικό του. Χαρακτηριστική η μαζική  Β’ Θεσσαλονίκης, όπου έφτασε περίπου το 17,90 % . Ορισμένοι «υπερδιεθνιστές» συστηματικά αμφισβητούν αυτό το γεγονός, πλην όμως το γεγονός είναι ξεροκέφαλο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό συνεπάγεται αύξηση του εθνικισμού και της πατριδοκαπηλείας, η οποία οδηγεί στον φυσικό της εκφραστή, την Δεξιά. Ότι τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό  έφεραν την  νίκη της Δεξιάς. Ναι, έτσι είναι , πράγματι, η πλευρά αυτή  ισχύει.  Ο εθνικισμός ως μια ορισμένη διαχείριση του εθνικού ζητήματος έχει ενισχυθεί.  Ιδίως, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι της άλλης αριστεράς(πλην ΚΚΕ) , όχι μόνο θεωρούν τον αμερικάνικο και τον δυτικό ιμπεριαλισμό  και το ΝΑΤΟ  φυσικό επιδιαιτητή των εθνικών και κρατικών διαφορών. Ιδίως, όταν  χλευάζουν κάθε εθνική ανησυχία ή φόβο για την εξαφάνιση  της εθνικής ταυτότητας της  ως προοίμιο της ακροδεξιάς και του φασισμού. Και όταν θεωρούν τον πατριωτισμό και ιδίως τον αντιιμπεριαλιστικό πατριωτισμό ως ψόγο και ιδεολογική παρέκκλιση. Υπάρχει ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας; Όλοι αυτοί που λένε για έξοδο από ΝΑΤΟ και ΕΕ  χωρίς αναφορά στην εθνική ανεξαρτησία ( γιατί δήθεν αυτό σημαίνει υποταγή στην εθνική αστική τάξη, την οποίαν και αναζητούν) , αντί να παρέμβουν για να μετασχηματίσουν την πραγματική  αίσθηση απώλειας εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας σε αντιιμπεριαλιστικό πατριωτισμό , μοιράζουν σφαίρες επιρροής με τον εθνικισμό. Όπως και να έχει, η Δεξιά απορρόφησε την άρνηση της Συμφωνίας των Πρεσπών, απέναντι στην οποία η κυβερνώσα Αριστερά ( θα εξηγήσω παρακάτω γιατί την ονομάζω έτσι) ήταν ο αρχιτέκτονας και η αντιπολιτευτική Αριστερά (πλην ΚΚΕ)  κατά μεγάλο μέρος ο συνεργός. Η Συμφωνία των Πρεσπών  συνέβαλε και αυτή σημαντικά στο να απαξιωθούν οι αριστερές αξίες και ιδέες και ιδίως ο αντιιμπεριαλιστικός πατριωτισμός και διεθνισμός.  Η ενίσχυση του ΝΑΤΟ αλλά και η παραχώρηση μονοπωλιακά της μακεδονικής εθνότητας στην ΠΓΔΜ ή Βόρεια Μακεδονία ήταν οι  βασικές στιγμές αυτής της εξέλιξης.

Επίσης, το φαινόμενο Χρυσή Αυγή υποχώρησε σημαντικά, κάτω πια από το ΚΚΕ, πράγμα που δείχνει ότι οι εγκληματικές τους ενέργειες και   το ναζιστικό τους προφίλ απώθησαν ένα  σημαντικό μέρος του αρχικού τους κοινού. Γεγονός από μόνο του εξαιρετικά θετικό.  Επιβεβαιώθηκε, ακόμη, η εκτίμηση ότι ένα καθαρά μετα-ναζιστικό κόμμα δεν μπορεί να σταθεί μόνο κοινοβουλευτικά : όταν ο «ακτιβισμός» των ταγμάτων εφόδου καταστέλλεται από το κράτος ή ανασχέεται από το αντιφασιστικό κίνημα, αυτό ωθεί προς τα κάτω την κοινοβουλευτική του επιρροή. Όμως, η επιρροή της Χρυσής Αυγής διαχύθηκε και σε μια πληθώρα μικρών ακροδεξιών και εθνικιστικών κομμάτων.  Πράγμα που πήγε μαζί με την μερική κονιορτοποίηση του εκλογικού σώματος προς  αρχηγικά μικρά σχήματα, γεγονός επίσης μεταδημοκρατικό ( με ηγέτες κυρίως άτομα προβεβλημένα καταναλωτικά και  μη πολιτικά από τα  ΜΜΕ). Η δεξιά άνοδος έχει και μια ισχυρή ακροδεξιά απόχρωση.  Δεν σημαίνει, όμως, καθόλου ότι η ελληνική κοινωνία έχει φασιστικοποιηθεί , όπως είχε υποστηριχθεί εσφαλμένα από πολλές πλευρές.

 

Τέλος της Αριστεράς  (;;;) αλλά όχι του ανατρεπτικού σοσιαλιστικού  σχεδίου

Οι ευρωεκλογές που πέρασαν αλλά και οι βουλευτικές εκλογές που έρχονται επισφραγίζουν  την εσωτερίκευση στην χώρα μας αυτού που συνέβη διεθνώς  το «1989». Το «1989» σηματοδότησε τρία  πράγματα : την πτώση των καθεστώτων του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού»  στην Ευρώπη, την ήττα του ιστορικού κομμουνισμού με αποτέλεσμα την διεθνή  καταβαράθρωση , πλην λίγων εξαιρέσεων, των Κομμουνιστικών Κομμάτων αλλά και την ήττα της Αριστεράς. Την ήττα της Αριστεράς υπό την έννοια ( προσωρινά τουλάχιστον) της κρίσης και υποχώρησης  του οράματος μιας εξισωτικής κοινωνίας αλλά και με μια δεύτερη ευρύτερη έννοια που είχε η Αριστερά από το Λαϊκό  Μέτωπο και μετά και από τα μπλοκ της κατοχής και της αντίστασης και μετά . Ως  το Λαϊκό  Μέτωπο (1935), τουλάχιστον τα ΚΚ δεν ορίζονταν ποτέ ως Αριστερά, και σε μεγάλο βαθμό ούτε καν η σοσιαλδημοκρατία.  Αριστερά ήταν το Ριζοσπαστικό κόμμα στην Γαλλία και άλλα ανάλογα «αριστερά»  αστικά κόμματα. Ο όρος χρησιμοποιούνταν , επίσης, για να προσδιορίσει τις πιο εξτρέμ πτέρυγες των εργατικών κομμάτων , αριστερή τάση ή υπεραριστερή τάση κλπ  . Με την σύσταση των Λαϊκών Μετώπων, το μπλοκ ΚΚ, ΣΚ και αριστερών αστικών κομμάτων ονομάσθηκε –με βάση την γεωγραφία του 1789-  Αριστερά.  Από την δεκαετία του 30 και μετά, η Αριστερά αντιστοιχούσε σε  μαζικά κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα, τα οποία παρενέβαιναν και στην κοινωνική σύγκρουση αλλά και στην πολιτική σκηνή. Κόμματα που ανεξάρτητα από τον προσανατολισμό τους στρατηγικά, πάλευαν για την μεταφορά πόρων και δύναμης από το κεφάλαιο στην εργασία και σε άλλα λαϊκά στρώματα και τάξεις. Κόμματα κυρίως πια ρεφορμιστικού προσανατολισμού αλλά όχι μόνο :  σε μια σειρά επαναστατικές προσπάθειες από το 40 και μετά, οι επαναστάτες χρησιμοποιούσαν και αυτοί την έννοια Αριστερά ως έννοια ποσοτικού ανοίγματος και  λαϊκοποίησης του μαρξισμού ( βλ. Κίνα, Βιετνάμ κλπ) .  Ως τα μέσα ή το  τέλος της δεκαετίας του 1980, Αριστερά σε όλο τον κόσμο και ιδίως στην Ευρώπη ήταν τα μαζικά ή λιγότερο μαζικά ΚΚ αλλά και τα σοσιαλιστικά-σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είτε στην Αντιπολίτευση είτε στην κυβέρνηση, καθώς και οι οργανώσεις στα αριστερά των ΚΚ. Στην Ελλάδα ως Αριστερά για λόγους ιστορικούς ορίζονταν ως Αριστερά κυρίως τα κομμουνιστικά ή κομμουνιστογενή κόμματα και οργανώσεις, ενώ στην πραγματικότητα, τουλάχιστον ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990 τα κριτήρια αυτά κάλυπτε και το ΠΑΣΟΚ. Η σοσιαλιστική Αριστερά πρωτονομάστηκε καθαρά Αριστερά, επί Σημίτη, όταν έπαψε σε μεγάλο βαθμό να είναι Αριστερά με την παραδοσιακή αναδιανεμητική έννοια.   Στην Αριστερά με την έννοια αυτήν ανήκαν ως το 1990  και οργανώσεις που διασπώνταν από τα ΚΚ  και τα  ΣΚ σε ανατρεπτική  κατεύθυνση ( επαναστατική Αριστερά).

Μετά το  διεθνές 1989 , και  μέσα από την   πορεία της ταξικής πάλης, αυτά τα κόμματα μετασχηματίσθηκαν  σε κάτι πολύ διαφορετικό, παρά το ότι το όνομα έμεινε το ίδιο.  Θυμίζω εδώ την θέση του  Μάο τσε Τουνγκ ότι ένα κόμμα ή μια παράταξη μπορεί, διατηρώντας τυπικά το όνομα και την μορφή του, να μετασχηματισθεί έως και στο άκρως αντίθετό του (δες το κείμενο του Μάο «Για τον ψευτοκομμουνισμό του Χρουστσόφ» αλλά και πολλά άλλα).    Τα μεν εναπομείναντα μετά το «1989»  ΚΚ (πλην της  σημαντικής εξαίρεσης του ΚΚΕ) διατήρησαν τον αριστερό χαρακτήρα για μια περίοδο, σταδιακά όμως- ιδίως μέσα από τον μηχανισμό του ΚΕΑ, του NGUE κλπ – μετασχηματίσθηκαν όλο και περισσότερο σε μια σοσιαλφιλελεύθερη  και κοσμοπολίτικη κατεύθυνση , μιας σοσιαλδημοκρατίας με αποδοχή του νεοφιλελεύθερου-φιλοκαπιταλιστικού και ΕΕ  πλαισίου . Το ΚΚΕ είναι εξαίρεση για ελληνικούς  ιστορικούς λόγους. Τα σοσιαλδημοκρατικά έγιναν με ραγδαίους ρυθμούς σοσιαλφιλελεύθερα  με δικαιωματικές  και κοσμοπολίτικες  αποχρώσεις ή και διαλύθηκαν ( πχ το άλλοτε πανίσχυρο ΣΚ Γαλλίας, ανάλογη τάση σε SPD  κλπ ). Αυτό που σήμερα κατέχει, έστω λάθρα , τον όρο Αριστερά, τον οποίο κανείς, δυστυχώς, δεν του αμφισβητεί αποτελεσματικά , είναι το σοσιαλφιλελεύθερο- κοσμοπολίτικο-δικαιωματικό πολιτικό πλαίσιο ή χώρος στις ευρωπαϊκές πολιτικές σκηνές  .

Τα κόμματα που σήμερα  το τεράστιο τμήμα της κοινής γνώμης στις δυτικές ιδίως κοινωνίες  προσλαμβάνει ως Αριστερά είναι  κόμματα με  κυρίως σοσιαλφιλελεύθερο πολιτικό πρόγραμμα παρά την αριστερή τους καταγωγή, κομμουνιστική ή κινηματική,  και συχνά με νεοφιλελεύθερη πρακτική στην διακυβέρνηση    ( ΚΚ Γαλλίας, Ποδέμος, Die Linke, ΣΥΡΙΖΑ ,  Ενωμένη Αριστερά σε Ισπανία,  εν μέρει το ΚΚ Πορτογαλίας , κα.) ή κόμματα  παραδοσιακά  σοσιαλδημοκρατικά, τα οποία έχουν γίνει απολύτως ή μερικά σοσιαλφιλελεύθερα   (γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, Εργατικοί κλπ).  Σημαντική διάσταση αυτών των δυο κατηγοριών κομμάτων, που οι κοινωνίες, στην μεγάλη πλειοψηφία τους,  αναγνωρίζουν ως «Αριστερά» είναι όχι μόνο η αποδοχή του νεοφιλελευθερισμού με δευτερεύουσες κοινωνικές προσμείξεις, αλλά , επίσης,  η όλο και μεγαλύτερη αποδοχή του κοσμοπολιτισμού και του μεταμοντέρνου φιλελευθερισμού :  ατομικισμός, αταξική  και «φιλάνθρωπη» αλληλεγγύη σε μετανάστες, φυλετισμός με την έννοια μιας απόλυτης αντιπαράθεσης πολιτισμικών και φυλετικών  μειοψηφιών στην υπόλοιπη κοινωνία, πολιτική ορθότητα, αποδόμηση πλήρης της εθνικής ιδεολογίας και άνοιγμα στην φαντασίωση της κοσμόπολης «χωρίς σύνορα».  Επίσης, όπως στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, η διακυβέρνηση οδηγεί αυτά τα κόμματα συχνά να αποκτήσουν και νεοαυταρχικά χαρακτηριστικά, λούμπεν βοναπαρτικά κλπ   Τα κόμματα αυτά προδίδουν ή έχουν εγκαταλείψει τις αρχές της Αριστεράς, όπως υπήρξε χοντρικά από το 1935 ως το 1989 : της αλληλεγγύης, της αναδιανομής, της  ταξικής πάλης κατά του καπιταλισμού, έστω και με ρεφορμιστικό προσανατολισμό, της αντιιμπεριαλιστικής εθνικής κυριαρχίας . Όμως, το μεγάλο μέρος των κοινωνιών δεν θυμάται πια ότι υπήρξε καν μια τέτοια Αριστερά, επαναστατική ή ρεφορμιστική. Το «1989» υπήρξε μια μεγάλη πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ασυνέχεια.    Υπάρχουν , πάντως, και ορισμένα αριστερά κόμματα , που ενώ δεν ανήκουν στην αντικαπιταλιστική αριστερά ασκούν αριστερές  και αντισυστημικές σχετικά πολιτικές και αναφέρονται στο πραγματικό κίνημα. Το Μέτωπο του Μελανσόν στην Γαλλία είναι ένα τέτοιο πραγματικά αριστερό κόμμα, πράγμα που έδειξε και η συμπαράστασή του στα Κίτρινα Γιλέκα, ανεξαρτήτως της μη αντανάκλασης ή θετικής εκλογικής επίδρασης  αυτής της στάσης του.

Υπό αυτήν την έννοια, υπάρχουν τρεις  επιλογές ή τρεις στρατηγικές για όσους παραμένουν στην Αριστερά με την πιο παραδοσιακή ταξική έννοια, πολύ περισσότερο σε μια Αριστερά με επαναστατικό κοινωνικό προσανατολισμό . Η πρώτη  επιλογή είναι η διεκδίκηση του μονοπωλίου της έννοιας.  Δηλαδή να πούμε:   Εσείς που είστε το 90 % ή έστω το 60% αυτού που η πλειοψηφία προσλαμβάνει ως Αριστερά, δεν είστε  πραγματικά η Αριστερά,  είναι ένας παραμορφωτικός φακός,  μόνο εμείς είμαστε Αριστερά, καθώς μόνο εμείς είμαστε κατά του καπιταλισμού. Αυτό το επιχείρημα είναι κατάλληλο για την συγκρότηση σεχτών ή  συλλογικοτήτων που κοροϊδεύουν τον εαυτό τους.  Η δεύτερη επιλογή είναι η προσθήκη ενός επιθετικού προσδιορισμού πίσω από την λέξη Αριστερά  : μαχόμενη Αριστερά, κομμουνιστική Αριστερά, επαναστατική Αριστερά, αντικαπιταλιστική Αριστερά. Είναι μια λογικότερη επιλογή από την πρώτη, το έχουμε χρησιμοποιήσει κι εμείς σε κείμενά μας και το χρησιμοποιούμε , αλλά δεν καταυγάζει αρκετά ότι αυτό που νομιμοποιείται σήμερα σε μεγάλο βαθμό ως Αριστερά από μεγάλο μέρος της κοινωνίας είναι κάτι το απολύτως   συστημικό και αντιδραστικό. Επίσης, δεν καταυγάζει ότι αυτό που νομιμοποιείται σήμερα ως Αριστερά δεν είναι μόνο τομή με την κάποτε κομμουνιστική και σοσιαλδημοκρατική Αριστερά   αλλά και μια ορισμένη  συνέχειά της σε συνθήκες ήττας , συνεχίζει –σε καθαρά πια καπιταλιστικό και φιλελεύθερο  πλαίσιο- τον  συγκεντρωτισμό, την έλλειψη δημοκρατίας, τον παραγωγισμό- οικονομισμό, την τεχνολατρεία , την λογική της πανίσχυρης επιβολής του ανθρώπου στην φύση, τον κρατισμό     κλπ

Η τρίτη επιλογή , της οποίας μόνο  την ιχνηλάτηση μπορούμε εδώ να κάνουμε, θα προϋπέθετε την αναδιαμόρφωση των εννοιών του Σοσιαλισμού, του Κομμουνισμού  και της δίκαιης κοινωνίας  στο σύγχρονο  πλαίσιο, την διδαχή από τα ιστορικά σφάλματα και  στην πραγματοποιηθείσα  ταξική πάλη δύο αιώνων  αλλά και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού,  και την εγκαινίαση μιας Μεγάλης Αναγεννητικής Προσπάθειας. Εδώ, θα πρέπει να αφήσουμε  πίσω μας  καθαρά την έννοια της Αριστεράς και να ξαναπιάσουμε τις έννοιες του Σοσιαλισμού και του Κομμουνισμού,  οι οποίες έχουν μεγάλο ιστορικό βάθος και κύρος  ως ιδέες κοινωνικής δικαιοσύνης , προηγούνται ιστορικά κατά πολύ  όχι μόνο της Αριστεράς αλλά  και αυτού του καπιταλισμού ακόμη και είναι ενδεχόμενο, μέσα από την ιστορική ανθρώπινη δράση και πράξη, να τον ανατρέψουν και να τον διαδεχθούν. Να ξαναπιάσουμε τις έννοιες της κοινότητας και των κοινών αγαθών, ενός δημοσίου ευρύτερου από  το κρατικό, του παραγωγικού συνεταιρισμού, της άμεσης δημοκρατίας , της επαναστατικοποίησης του κράτους, όπως το προσδιόρισε ο Λένιν στο «Κράτος και επανάσταση» , χωρίς να το εφαρμόσει ποτέ, του κριτικού  ανατρεπτικού μαρξισμού αλλά και άλλων συμβολών, όπως αναρχικές, οικολογικές, κοινοτιστικές του τύπου των Κρ. Λας , Ντ. Σέννετ, Ζ.Κλ.  Μισεά , τις όποιες εθνικές κοινοτικές παραδόσεις στην χώρα μας κλπ      Επίσης, οι έννοιες αυτές-σε συνδυασμό και με μια επανερεύνηση της σοσιαλιστικής  (και όχι «αντικαπίταλιστικής») επανάστασης– είναι πολύ προτιμότερες από την έννοια του Αντικαπιταλισμού, η οποία έχει αρνητικό ορίζοντα και μόνο (ας θυμήσουμε εδώ ότι στην δεκαετία του 1930 υπήρξε και αντιδραστικός έως κι φασιστικός αντικπιταλισμός).  Υπό αυτήν την έννοια, αλλά χωρίς καθόλου  να κάνει την δουλειά και διεργασία που αναφέραμε ( και που δεν πολυελπίζουμε ότι θα την κάνει),  η αναφορά του ΚΚΕ όχι στην Αριστερά αλλά στην κομμουνιστική ταυτότητα είναι μια ορθή πολιτική και ιδεολογική επιλογή. Αν κάνουμε αυτήν την επιλογή, θα αφήσουμε κάποιους που έχουν απομακρυνθεί από  τις ιδέες και αξίες της αριστεράς να συνεχίσουν να νομιμοποιούνται ως Αριστερά. Είναι αυτό σωστό ή καταστροφικό; Θα πούνε πολλοί καλοπροαίρετοι σύντροφοι/ισσες.  Πρόβλημα πιο πολύ ηθικό παρά ουσιαστικά πολιτικό. Και τώρα που δεν τους το αφήνουμε, δεν επιτυγχάνουν να  το οικειοποιηθούν ; Επιτυγχάνουν γιατί αυτό το πεδίο, παρά την αθλιότητά τους, είναι κατειλημμένο εδώ και πολύ καιρό.

Το γεγονός ότι οι ευρωεκλογές και εκλογές στην Ελλάδα αντανακλούν όχι μόνο την ήττα  των αριστερών ιδεών υπό την έννοια της  κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας   αλλά και την στρατηγική ήττα της Αριστεράς, όπως προσδιορίσθηκε εννοιολογικά παραπάνω, όπως υπάρχει πραγματικά,  αντανακλάται και στην ήττα των άλλων αριστερών  σχημάτων που ορίζονται ως  Αριστερά με το επίθετο μπρος  συνεπής, πραγματική, αντιμνημονιακή, αντικαπιταλιστική, αντισυστημική κλπ.

Γιατί αυτά τα εγχειρήματα αποτυγχάνουν , παρά το ότι βασικά δεν αποσκοπούν στον κοινοβουλευτισμό   και την ένταξη στην Βουλή  (η ΛΑΕ είναι πολύ sui generis εξωκοινοβουλευτική   δύναμη) και διατηρούν τις αξίες της αναδιανομής αλλά και του στόχου μιας άλλης κοινωνίας  ; Γιατί , ιδίως η επιλεγόμενη διεθνιστική- αντικαπιταλιστική Αριστερά ( κυρίαρχα  η τροτσκιστική)   διεθνώς αποτυγχάνει;  Ή μήπως δεν αποτυγχάνει , αλλά η στοχοθεσία της είναι όντως  διαφορετική  από την ρητορική της, όμοια όπως η γερμανική σοσιαλδημοκρατία είχε τελείως άλλη στοχοθεσία από την προγραμματική στρατηγική της ως το 1914;    Είναι ένα σύνθετο ζήτημα, που , όμως , άπτεται του ιδεολογικού μας προβληματισμού.  Σχετίζεται σίγουρα με το ότι είμαστε σε αντεπαναστατική και αντιδραστική ιστορική φάση. Σχετίζεται με τον καπιταλιστικό μετασχηματισμό της κύριας Αριστεράς που συμπαρασύρει στην ανυποληψία και τα υπόλοιπα. . Σχετίζεται με αλλαγές που αφορούν   την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στον ύστερο καπιταλισμό : αύξηση μισθωτής εργασίας, αλλά υποκειμενική της διαίρεση, αδυναμία  ή μεγάλη δυσχέρεια σχηματισμού λαϊκού στρατοπέδου, διαμόρφωση συγχυσμένης κοινωνικής συνείδησης,  αντίθεση τοπικού-εθνικού-διεθνικού κλπ, πολιτισμική και ανθρωπόλογική μετάλλαξη-αλλαγές που δεν τις πολυπαρακολουθεί η ονομαζόμενη αντικαπιταλιστική Αριστερά και δεν την ενδιαφέρουν. .  Αφυδάτωση και δογματική στεγάνωση του μαρξισμού αυτών  των οργανώσεων, αλάθητο των Προφητών και των Ιερών Βιβλίων κλπ, απουσία ουσιαστικής αυτοκριτικής,   κατηχητικός μαρξισμός,  μη ουσιαστική κριτική της σοβιετικής εμπειρίας κλπ   Σχετίζεται με  την κοινωνική καταγωγή και φύση των στελεχών αυτών των οργανώσεων : παρά την έντονα  εργατική ρητορεία, κυρίως διανοούμενα στρώματα ή στρώματα του δημοσίου τομέα, και πάντως της μη επισφαλούς εργασίας.

 

– Σχετίζεται, όμως, και με κάτι άλλο, που αφορά στα κοινά σημεία που έχουν αυτές οι οργανώσεις της  Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με τις οργανώσεις της Συστημικής Αριστεράς και όχι στα διαχωριστικά σημεία. ΄Οψεις του λόγου και της πρακτικής αυτών των οργανώσεων, παρά το ότι   βρίθουν από την επαναστατική και αντικαπιταλιστική ρητορική,  είναι απολύτως κοινές με τον λόγο και πρακτική της Συστημικής Αριστεράς. Ας θυμηθούμε :

-Από το εμβληματικό σύνθημα  «Το προσωπικό είναι και πολιτικό» των κινημάτων του Μάη 68 και την νομιμοποίηση των αιτημάτων για δικαιοσύνη και μη διάκριση σε βάρος των  γυναικών, των «μη  λευκών»  και των ομοφυλοφίλων σε έναν «κινηματικό λομπισμό» και σε μια υπόκλιση σε έναν  εξατομικευτικό  και αντικοινοτικό λιμπεραλισμό των κινημάτων αυτών σήμερα.  Χωρίς κοινωνική ευαισθησία και ενσυναίσθηση για την καταπίεση των άλλων.. Από τα πολύμορφα κινήματα σε σύγκλιση με το εργατικό  κίνημα της δεκαετίας του 1980,  στην γεροντική αρρώστια τους, τον δικαιωματισμό. Από την ενίσχυση της αλληλεγγύης σε ένα πουριτανικό τυφλό  μίσος μεταξύ φύλων, προσανατολισμών κλπ.

-Από την σύνθεση αντιιμπεριαλιστικού εθνισμού και πατριωτισμού με τον διεθνισμό και την αλληλεγγύη εργατών και λαών σε μια ταυτοτική υποστασιοποίηση του έθνους ως μονοσήμαντα αντιδραστικού φαινομένου  και στην συλλήβδην απόρριψη και των αντιδραστικών αλλά και των ριζοσπαστικών όψεων της εθνικής ταυτότητας, Ιστορίας και παράδοσης.  Από τον διεθνισμό στον εθνοαρνητισμό.  Σε ένα δηλαδή ταυτοτικό ξερίζωμα των ανθρώπων από τους κοινωνικούς και ιστορικούς  συλλογικούς  δεσμούς τους  ( τάξη, εθνότητα, μορφές οικογενειακής οργάνωσης, πολιτισμός και ιστορικότητα)  και όχι σε μια αναδιαμόρφωσή τους σε  δημοκρατική και εξισωτική βάση..

– Από την πίστη στην  Υπέρτατη Πρόοδο ( η οποία, επίσης, γέννησε τέρατα στην απολυτότητά της , τον υπερκαπιταλισμό, τον φασισμό, την αποικιοκρατία και last but not least τον σοβιετικό κομμουνισμό από ένα σημείο και μετά  ) στην άποψη μιας συνεχούς επαναδιαμόρφωσης  και επανακατεύθυνσης του Ανθρώπου προς  την προοπτική  του Απόλυτου Ελέγχου και την απόλυτη Τεχνοκρατική Δυστοπία.

-Από την εμπνευσμένη και δημιουργική ενασχόληση με την ριζοσπαστική πολιτική και το  επαναστατικό  ασίγαστο πάθος του 20ου αιώνα,  στον «ακτιβισμό»  και τον εθελοντισμό στην καλύτερη περίπτωση,   στην εμπλοκή με επαγγελματικούς μηχανισμούς και ΜΚΟ στην χειρότερη,  στην καρδιά του    21ου.  Στην εμπλοκή ακόμη και με διεθνή «φιλάνθρωπα» δίκτυα της «θετικής  μεγάλης επιχειρηματικότητας», όπως , μεταξύ άλλων, και το  διεθνές σύστημα ή δίκτυο του μεγαλοκαπιταλιστή  και διεθνούς ιντριγκαδόρου Τζωρτζ  Σόρος.

-Από τον δημοκρατικό αντιφασισμό και αντιρατσισμό, την αντίσταση σε κάθε παρακρατική  και εθνικιστική Ακροδεξιά,  που εύλογα συνοδεύει κάθε ανατρεπτικό σχέδιο, σε μια τεχνητή  υπερδιόγκωση του σύγχρονου μεταφασιστικού φαινομένου,  έτσι ώστε να ενισχύονται και διάφοροι επαγγελματικοί και παρακρατικοί αντιφασισμοί και δικαιωματισμοί.

– Από την ενότητα κοινωνικών, ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων στην οπτική του Μαρξ ( βλ. τα «Χειρόγραφα του 44», το «Εβραϊκό Ζήτημα» , την «γερμανική Ιδεολογία» κ.α. ,  στην στεγανοποίηση των ατομικών σύμφωνα με τα Τμήματα Δικαιωμάτων όλων των αριστερών σχηματισμών, επίσημων και ανεπίσημων , από τον ΣΥΡΙΖΑ ως τις αντικαπιταλιστικές οργανώσεις και μέτωπα.

-Από τα Ενιαία και Λαϊκά Μέτωπα της εργατικής και κομμουνιστικής  παράδοσης του 20ου αιώνα  στα «Μέτωπα» γραφειοκρατικών μηχανισμών, ντεσπεράντος  και πολιτικών φυλών  και σαμάνων του 2019.

-Από τον αντικοινοβουλευτισμό της κάποτε επαναστατικής Αριστεράς ( σωστό ή λάθος, πάντως γνήσιο) στον μικροκοινοβουλευτισμό του εξωκοινοβουλίου και στην συγκέντρωση συμβολικής γνώσης και εξουσίας μέσα στο περιβάλλον ενός φυλετισμού ( εννοούμε : από την «φυλή»).

-Από την αμφισβήτηση των γραφειοκρατικών δομών των ΚΚ στην μικρογραφία τους εντός των  νυν αντικαπιταλιστικών οργανώσεων, με μόνιμες  διαχρονικά ηγεσίες , οι οποίες ανά πενταετία ή δεκαετία κοοπτάρουν και κάποιους πειθήνιους νεότερους για την αναπαραγωγή του μηχανισμού.

-Από το διπλό μέτωπο της παλιάς Αριστεράς σε φασισμό-φιλελευθερισμό , στο σχετικό αγκάλιασμα με τον σύγχρονο ταυτοτικό και εξατομικευτιικό  φιλελευθερισμό.

Υπάρχουν αποδείξεις για την παρακμή της αυτοπροσδιοριζόμενης ως  αντικαπιταλιστικής  αριστεράς; Ναι, υπάρχουν. Η συμμετοχή του Μπλόκο της Αριστεράς  στην Πορτογαλία στην σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, η στήριξη από   τους Ποδέμος με ανοχή της ισπανικής σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης ( χωρίς η τροτσκιστική τους τάση να αποχωρήσει) είναι δύο απτές αποδείξεις μεταξύ πολλών. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα, με την μερική εξαίρεση της ΛΑΕ και κάποιων δημοσιεύσεων σε έντυπα του χώρου , από την αρχή, τα κίτρινα γιλέκα  αντιμετωπίσθηκαν με καχυποψία από  την εδώ αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι μια Τρίτη.

Σε όλα αυτά , η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά, παρά την γνήσια και έντιμη πάλη πολλών μελών  και στελεχών της  στα κοινωνικά κινήματα και στο εργατικό κίνημα εν μέρει , δεν έχει μια κοινωνική, πολιτισμική και ανθρωπολογική αντιπρόταση στην Συστημική Αριστερά. Γι αυτόν τον λόγο-σίγουρα και για άλλους- ιδίως οι ηγεσίες αυτών των οργανώσεων  επιμένουν στην μη αποποίηση του όρου «Αριστερά». Όχι γιατί όντως πιστεύουν ότι αυτός τους χωρίζει γνήσια από την Συστημική αριστερά αλλά, αντίθετα ακριβώς , τουλάχιστον ασυνείδητα, γιατί αυτός τους ενώνει και το ξέρουν. Μήπως ,λοιπόν, αν δεχθούμε ότι η Συστημική Αριστερά  είναι μια παράταξη του εθνικού και του διεθνικού κεφαλαίου και ένας σταυροφόρος του ιμπεριαλισμού, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος σήμερα η  Αντικαπιταλιστική Αριστερά να γίνει η Άκρα Αριστερά του κεφαλαίου και της διεθνοποίησής του;

Η πορεία των άλλων αριστερών/κομμουνιστικών  σχημάτων πέραν του συστημικού ΣΥΡΙΖΑ

Η ΛΑΕ και η Ανταρσύα πήγαν αντικειμενικά  άσχημα.  Ειδικότερα, η ΛΑΕ συνετρίβη στις Ευρωεκλογές και δεν φαίνεται λογικό ότι θα αναταχθεί στην σημερινή της μορφή. 

Η ΛΑΕ από το  2,87  του Σεπτεμβρίου 2015 πήγε στο 0,57 % και έχασε περίπου 120.000 ψήφους. Το τόσο χαμηλό αποτέλεσμα  αντανακλά , κατά μια άποψη ( π.χ. σε Ανταρσύα ή αντιπολίτευση σε ΛΑΕ), την αποτυχία  των ανακατεμάτων με  τον πατριωτισμό , με τα συλλαλητήρια κλπ. Ή  , από μια άλλη άποψη,  ότι δεν είχε επαναστατικό πρόγραμμα, ήταν  λαϊκομετωπική, με τα στάδια,  αταξική κλπ. Η κριτική  αυτή  δεν είναι βάσιμη. Αν ήταν έτσι και αν οι απογοητευμένες από την Αριστερά τύπου ΣΥΡΙΖΑ ή ΛΑΕ μάζες αναζητούσαν μια γνήσια διεθνιστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά , την οποίαν δεν αναγνώριζαν στην σοσιαλπατριωτική ΛΑΕ ή στο επίσης σοσιαλπατριωτικό ΚΚΕ , γιατί δεν θα υπερψήφιζαν πολύ μαζικότερα την Ανταρσύα ή την ΟΚΔΕ-Εργατική Πάλη ή ανάλογα σχήματα; Ισχύει, πάντως, το ότι από την άλλη μεριά τα μέσα έκφρασης της ΛΑΕ  και ιδίως του Ρεύματος ήταν φτωχά στο περιεχόμενο, εμμονικά και περιείχαν και αρθρογράφους που όντως έγερναν το μάτι προς έναν αταξικό και σχεδόν εμμονικό  πατριωτισμό .

Το πρόβλημα της ΛΑΕ μετά την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας από τον ΣΥΡΙΖΑ τον Αύγουστο 2015 ήταν η γραφειοκρατία/απουσία δημοκρατίας και η ατελής και αντιφατική φυσιογνωμία με μια μονοθεματικότητα του αντι-ευρώ και αντι-μνημονίου.   Σε ένα παλιότερο κείμενο με τον τίτλο «Απολογισμός της εμπειρίας ΣΥΡΙΖΑ», που υποστηρίξαμε με αρκετούς άλλους/ες  σ. στην ΛΑΕ , είχαμε δείξει πως η προβληματική και καθυστερημένη αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ υπονόμευσε εξαρχής το εγχείρημα. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015,  ακόμη και η προβολή του αντι-ευρώ έγινε  με τρόπο και μη θεμελιωμένο αλλά και που υποτιμούσε το ζήτημα ως ένα δήθεν εύκολο βήμα. Στα εθνικά και αντιιμπεριαλιστικά ζητήματα, η μια άποψη αποδυνάμωνε την άλλη μέσα στην ΛΑΕ, με αποτέλεσμα να ζημιώνονται και να παραλύουν και οι δύο ( πχ Πρέσπες). Επίσης, η ΛΑΕ δεν κατάλαβε αρκετά έγκαιρα ότι από το 2018 το αργότερο  το Μνημόνιο έγινε κανονικότητα και, άρα, η αντίθεση στο ευρώ έπρεπε να εμπλουτισθεί και με μια σειρά από άλλα πεδία σύγκρουσης. Η επιμονή της ΛΑΕ να κατεβεί και στις βουλευτικές που έρχονται συνιστά μια καθαρά αυτοκαταστροφική τάση.

Αν το ΜΕΡΑ25 θεωρηθεί σχήμα της μη μνημονιακής Αριστεράς , τότε θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι είχε μεγάλη επιτυχία και μπορεί να συνεχίσει να έχει. Στοιχεία του είναι ο αριστερός ευρωπαϊσμός, η κατ αρχάς παραμονή στην ευρωζώνη, η χαρισματική προσωπική φυσιογνωμία του Βαρουφάκη, η αναζήτηση ενός ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον Τσίπρα, επίσης με αρχηγικά και  μη συλλογικά χαρακτηριστικά, ο δικαιωματισμός και κοσμοπολιτισμός, η σωστή «επανάληψη» αυτού που έγινε με την διαπραγμάτευση το 2015 κλπ. Αν το ΜΕΡΑ25 μπει στην Βουλή, θα δημιουργήσει έναν χώρο ανάσχεσης μιας επόμενης ριζοσπαστικοποίησης αλλά και συνάρθρωσης προσωπικοτήτων με πολύ αντιφατικά στοιχεία. Θα είναι το κόμμα του πράσινου, δικαιωματικού και τελικά αστικού σοσιαλισμού.

Η Ανταρσύα ναι μεν ξεπέρασε σε εκλογική δύναμη την ΛΑΕ αλλά εμφανίζει μια σταθεροποίηση ή μικρή άνοδο σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτό που είναι «θετικό» υπέρ της  επιβίωσης  της Ανταρσύα είναι ότι είναι ένας χώρος δίχως ουσιαστικά κοινοβουλευτικές προσδοκίες. Το λένε και ρητά , άλλωστε.  Τους αρκεί μια ορισμένη παρέμβαση στο εργατικό κίνημα ( κυρίως στον ευρύτερο  δημόσιο τομέα και δευτερευόντως στο πρεκαριάτο των μικρών κυρίως επιχειρήσεων), στην φοιτητική νεολαία ( όπου και η κοιτίδα τους  από το 2009 αλλά και πριν από την ίδρυση της Ανταρσύα, από την ίδρυση του ΝΑΡ το 1990 και μετά )  και πλέον έντονα  στα ταυτοτικά/ δικαιωματικά κινήματα. Θεωρούν ότι αυτές οι παρεμβάσεις αποτελούν έδαφος για ένα νέο κομμουνιστικό κίνημα, που κάποιαν στιγμή θα αναδυθεί.  Μπορεί αυτό να   σημαίνει απουσία κοινοβουλευτικών αυταπατών αλλά αποτελεί με την έννοια όσων έγραφαν  οι Ένγκελς και  Λένιν και μια απουσία «θερμομέτρου» για την κεντρική πολιτική τους καταγραφή και αντανάκλαση των  προσπαθειών τους ή, εναλλακτικά, μια ύπαρξη στα όρια της ανυπαρξίας. Επίσης, όλη η συζήτηση  περί Μετώπων είναι προσχηματική  στην Ανταρσύα όπως και στην ΛΑΕ –μιλώντας για εξωτερικά μέτωπα και όχι την ΛΑΕ και Ανταρσύα ως  χώρους-μέτωπα, παίζεται κυρίως ένα blame game και τίποτε παραπάνω (υπάρχουν, όμως,  και κάποιες αναζητήσεις σχετικά  πιο ενδιαφέρουσες για το μετωπικό πχ από την «Μετάβαση» ή τον «Κομμουνιστικό Συντονισμό» , οι οποίες δεν φαίνονται να βρίσκουν  πλειοψηφική ανταπόκριση). Επίσης, η συνύπαρξη  των κύριων συνιστωσών ΝΑΡ και ΣΕΚ είναι κάθε άλλο παρά αρμονική , όπως έδειξε η κάθοδος δυο διαφορετικών δημοτικών σχημάτων σε Αθήνα και Πάτρα. Η εκλογή περισσότερων δημοτικών συμβούλων από τον χώρο της Ανταρσύα είναι ένα θετικό μέγεθος υπέρ αυτής , χρειάζεται, όμως, ένα περαιτέρω ψάξιμο αν αυτό αντανακλά μια αύξηση της επιρροής της στα κινήματα πόλης  .

Παρά την σχετική σταθεροποίησή ή μικρή μείωσή του  γύρω στο 5 % , το ΚΚΕ δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένο, παρά το ότι τα δικά του προβλήματα είναι   διαφορετικής κλίμακας από εκείνα της ΛΑΕ και  της Ανταρσύα.  Το ΚΚΕ  στην ευρύτερη περίοδο από   το 2010 ως σήμερα συμπιέσθηκε σημαντικά από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ-όπως και η Ανταρσύα σε μικρότερη φυσικά κλίμακα. Αυτό ήταν πολιτικά αναμενόμενο .Θα μπορούσε να πάει ακόμη χειρότερα ,αν δεν το συγκρατούσε η σχετικά μαζική συμμετοχή του στους αντιμνημονιακούς αγώνες, η εμπλοκή του σε πιο κλασσικά εργατικά και λαϊκά στρώματα από ό,τι του ΣΥΡΙΖΑ ή της Ανταρσύα,   και η ιστορικότητά του, που είναι εξαιρετικά  διαφορετική από τα άλλα αριστερά κόμματα και με την ευρεία και με την στενή έννοια ( εκτός ΣΥΡΙΖΑ).  Επίσης, το φαινόμενο Πελετίδης στην Πάτρα έδειξε ότι το ΚΚΕ μπορεί αν έχει μεγαλύτερες δυνατότητες, όταν συνδέεται με πρόσωπα  ή κοινωνικές πρακτικές λαϊκές και κοινωνικές, που υπερβαίνουν κάπως σε στίγμα την κομματική του περιχαράκωση.  Βεβαίως, το φαινόμενο Πελετίδης δεν είναι κάτι το απόλυτα ξέχωρο από  το φαινόμενο ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ όπως και η Ανταρσύα, παρά την πίεση που υπέστησαν και υφίστανται ακόμη   από τον ΣΥΡΙΖΑ,  είναι σχεδόν βέβαιο ότι έχασαν μια  σημαντική ιστορική ευκαιρία που δύσκολα θα τους ξαναδοθεί  στο ορατό μέλλον. Μέσα στην μεγάλη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης , ιδίως στα 2010-2012 και λιγότερο στα 2012-2015, δεν κατάφεραν να σταθεροποιήσουν ένα μεγαλύτερο ποσοτικό και ποιοτικό μέγεθος –και αυτό παρά το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2012  σταθερά μετακινούνταν προς πιο συστηματικές θέσεις. Εκτιμούμε ότι αυτό δεν συνέβη γιατί το ΚΚΕ δεν συνεργάσθηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ ή δεν μετείχε σε μια «κυβέρνηση  της Αριστεράς» με τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως ως Αριστερή Πλατφόρμα στον ΣΥΡΙΖΑ του απευθύναμε αυτήν την κριτική τότε. Αν το είχε κάνει, θα ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση  σήμερα ή και, μάλλον,  δεν θα υπήρχε καν. Όμως, το αίτημα για «κυβέρνηση της αριστεράς» σε ένα χώρο που αυξανόταν με πολύ μεγάλους ρυθμούς στα 10-15 , όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί.  Θα έπρεπε να υπάρξει μια ενιαιομετωπική  τακτική  κυρίως «από τα κάτω» της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΚΚΕ και Ανταρσύα σε μια σειρά κρίσιμα μέτωπα, κάτι που προυπέθετε και κάποιες συμφωνίες από τα   πάνω, με ανεξαρτησία από την όποια κυβερνητική συγκρότηση.  Οι ευθύνες που κάτι τέτοιο δεν έγινε βαρύνουν και το ΚΚΕ αλλά  σίγουρα  όχι αποκλειστικά.

Το ΚΚΕ είχε και μάλλον θα διατηρήσει  μια αυτοαναφορικότητα και μια απουσία πολιτικής συμμαχιών , πέρα από την συσπείρωση γύρω του,  που δεν είναι βέβαια πολιτική συμμαχία. Ο ιδεολογικός σχηματισμός του ΚΚΕ είναι μια μορφή του σοβιετικού μαρξισμού/κομμουνισμού, του μαρξισμού-λενινισμού,  χωρίς τα στάδια ή τα ευρέα μέτωπα που έκανε παλιότερα το ΚΚΕ υπό την επίδραση κυρίως των πολιτικών αναγκών της ΕΣΣΔ ή και γιατί η τότε ηγεσία του ήταν όντως λαϊκομετωπική, χρουστσωφική κλπ. Αλλά και με διατήρηση και της λατρείας της ΕΣΣΔ, της περιόδου Στάλιν,  και μιας γραφειοκρατικού τύπου  κομμουνιστικής παρέμβασης.    Επίσης, το ΚΚΕ είναι ένα κόμμα που μελετά συνεχώς και  ξαναγράφει την Ιστορία του , συχνά προσαρμόζοντάς την στις τωρινές επιλογές του. Αυτό, πέρα από τις αυτονόητα αρνητικές πλευρές, της συνεχούς «ανακατασκευής»  του παρελθόντος, έχει και θετικές πλευρές : είναι ένα κόμμα με έντονη ιστορικότητα, ακόμη και αν δεν βγάζει πολιτικά συμπεράσματα από αυτήν για το παρόν.  Οργανώσεις όπως λχ το ΝΑΡ ή το Αριστερό Ρεύμα ασχολούνται πολύ λίγο με την  Ιστορία τους ή την γενική Ιστορία του ΚΚ , ενώ οι τροτσκιστικές οργανώσεις ξαναγράφουν συστηματικά την διαδρομή τους, επαναλαμβάνοντας το ΚΚΕ αλλά σε βαθμό μικρογραφίας, και γκρινιάζοντας συνέχεια που οι αντικειμενικές συνθήκες και η σταλινοσοσιαλδημοκρατική υπονόμευση  σαμπόταραν και δεν δικαίωσαν την Προφητεία.

Σε μια περίοδο όπου η χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ και η μεγάλη ήττα όλης της Αριστεράς διεθνώς και σε εθνική κλίμακα  έχουν αναδειχθεί, η διατήρηση του ΚΚΕ στα μεγέθη που κινείται σήμερα και η μη περαιτέρω συμπίεσή του ή ακόμη και η αύξησή του  αποτελεί μια τακτική στάση εύλογη για όσους θέλουν να υπάρχει ένας κομμουνιστικός/αγωνιστικός αριστερός χώρος και αύριο , χωρίς πολλές στρατηγικές προσδοκίες από αυτόν.  Στους σημαντικούς ταξικούς και κοινωνικούς αγώνες που έρχονται υπό την διακυβέρνηση είτε της Νέας Δημοκρατίας είτε συμμαχιών γύρω από αυτήν ή τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως «στήριγμα» αυτών των αγώνων και ως αντίσταση από την διάλυση της όποιας κομμουνιστικής ιδεολογικής αναφοράς στην χώρα. Και μάλιστα ανεξάρτητα από το κατά πόσο το ΚΚΕ το ίδιο θα επιτελέσει αντικειμενικά μια τέτοια λειτουργία. Αυτή η στάση δεν είναι εισοδισμός, είναι μια νοητή και θεμιτή τακτική πολιτική στάση σε δύσκολες εποχές.

 Τι χρειάζονται οι «δυνάμεις του λαού» πολιτικά και κοινωνικά ; Τι να κάνουμε;

Υπάρχουν δύο εξιστορήσεις  που και οι δύο δεν οδηγούν απολύτως πουθενά, παρά  στο βάθεμα της ήττας των λαϊκών τάξεων και στην διαφαινόμενη  πλήρη «ιταλοποίηση» της ελληνικής Αριστεράς. Η μια απομονώνει το πατριωτικό-εθνικοανεξαρτησιακό και η άλλη απομονώνει το ταξικό.

Η μια εξιστόρηση  είναι αυτή ενός πατριωτισμού χωρίς κοινωνικό πρόσημο, ενός «νέου ΕΑΜ» χωρίς κοινωνικά χαρακτηριστικά , λες και το ΕΑΜ  ήταν μόνο κίνημα εθνικής απελευθέρωσης χωρίς την αυτοδιοίκηση και αυτενέργεια των λαϊκών τάξεων και χωρίς την αντικειμενική προετοιμασία μιας κοινωνικής επανάστασης, μάλλον την πρώτη πράξη αντικειμενικά μιας κοινωνικής επανάστασης. Αυτή  η λογική πριμοδοτεί μια αναπτυξιακή  ανεξαρτησία της χώρας από   τα δυτικά ιμπεριαλιστικά κέντρα ( ΝΑΤΟ, ΕΕ) , ή μερικά από αυτά,  χωρίς κοινωνική και ταξική σύγκρουση. Αυτό απλώς δεν γίνεται, δεν μπορεί να γίνει.. Δεν υπάρχει περίπτωση η ανώτερη  μεγαλοαστική τάξη ή και  σχεδόν όλη η μεγαλοαστική τάξη να δεχτεί κάτι τέτοιο χωρίς εμπάργκο, καταστροφή και παράλυση της παραγωγής, στροφή  λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων κατά μιας τέτοιας προσπάθειας, παρέμβαση του διεθνούς ιμπεριαλιστικού παράγοντα.  Η σχέση με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα είναι  σχέση υπόστασης  και ύπαρξης της εσωτερικής ταξικής κυριαρχίας. Χωρίς την διαρκή στήριξή τους, το ελληνικό  κεφάλαιο θα είχε καταστραφεί σε πολλές ιστορικές στιγμές. Συνεπώς, ο έλεγχος και εθνικοποίηση των τραπεζών , των υποδομών αλλά και των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων θα καταστεί αναγκαίος όπως και η έναρξη της σύγκρουσης για την  κρατική εξουσία. Ακόμη και η μονομερής αποχώρηση από την ευρωζώνη , μόνη της,  θα προκαλούσε μεγάλες αναταράξεις , όπως έδειξε και  η εμπειρία του 2015. Ακόμη και αν πίστευε κανείς ότι ο  σοσιαλισμός έχει τελειώσει και χρειάζεται μια κεϋνσιανή καπιταλιστική οικονομία –θέση με την οποίαν δεν συμφωνούμε-  θα χρειαζόταν μια προετοιμασία γενικότερης σύγκρουσης με το κεφάλαιο και τα δυτικά ιμπεριαλιστικά κέντρα. Λαμβανομένης υπόψιν και της στρατηγικής θέσης  της Ελλάδας γεωπολιτικά.

Η άκρως αντίθετη εξιστόρηση είναι και αυτή  προβληματική και αδύνατη. Ο σοσιαλισμός χωρίς εθνικοανεξαρτησιακό σκέλος και χωρίς μεταβατικό πρόγραμμα.   Η πλήρης κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της χρειάζεται ένα μεταβατικό πρόγραμμα, δεν θα έρθει ως ένας από μηχανής Θεός.  Δεν θα γίνει, όταν  όλες οι λαϊκές τάξεις, χωρίς την συμπύκνωση περισσότερων αντιφάσεων , απλώς ωριμάσουν ταξικά σε υποκειμενικό επίπεδο και μάλιστα ταυτόχρονα, με έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο. Ποτέ δεν έγινε έτσι. Η Ρώσικη Επανάσταση είχε το τετράπτυχο : ψωμί, ειρήνη, γη, σοβιέτ. Ο κοινωνικός  έλεγχος και ιδιοκτησία σημαντικού τμήματος της οικονομίας, αρκετά γρήγορα,  είτε κρατικά είτε μέσω  συνεργατικών,  θα καταστεί αναγκαίος. Σε συνδυασμό με την απεξάρτηση από τα δυτικά κέντρα και την συγκρότηση μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής , χωρίς όμως  μονομερή πρόσδεση στο αντίθετο καπιταλιστικό μπλοκ, το ανατολικό καπιταλιστικό μπλοκ.

Θα χρειαστεί άμεσα μια  ανοιχτή πολιτική και ιδεολογική συζήτηση ανάμεσα  σε όλους όσους/ες αναζητούν ακόμη ένα ανατρεπτικό σχέδιο .

-Με εγκατάλειψη  των μορφών και οργανώσεων που έχουν πια παρακμάσει, και εφόσον αυτές αντιστέκονται στην ριζική αλλαγή τρόπου δουλειάς. Πράγμα μάλλον αναμενόμενο.

– Με –πιθανότατα- οικειοθελή  αποχώρηση από την έννοια της «Αριστεράς» , η οποία είναι όλο και περισσότερο μια έννοια χωρίς περιεχόμενο.

-Με την επικαιροποίηση των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών ιδεών.

-Με την δημιουργία πειραματικών σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών πολιτικών και πολιτιστικών οργανώσεων, χωρίς δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, ανοιχτών ιδίως  στον αυτοκριτικό-δημιουργικό και αντιγραφειοκρατικό  μαρξισμό ή και σε άλλα χειραφετητικά προτάγματα  (πχ σοβαρός και αυτοκριτικός αναρχισμός)  , χωρίς  κατηχητικές και θεολογικές δεσμεύσεις και όρια.

-Με την γενίκευση της κριτικής ταυτόχρονα στον κοσμοπολίτικο φιλελευθερισμό  όσο και    στον εθνικισμό/ σωβινισμό και με σύζευξη του ταξικού με το ριζοσπαστικό πατριωτικό και αντιιμπεριαλιστικό πρόσημο.

-Με την αντίσταση σε όλες τις μορφές αδικίας και διάκρισης  (φυλετικές, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού κλπ)  χωρίς όμως κατακερματισμό της εργατικής-λαϊκής κοινότητας και σε σύγκρουση με τον μεταμοντέρνο φιλελευθερισμό .

-Με την αποτίμηση του εθνικού φαινομένου και της προοπτικής του από εδώ και μπρος όχι μόνο οικονομικά ( εθνική αγορά και εθνικό κράτος)  αλλά κυρίως πολιτικά, αξιακά και πολιτιστικά. Με την διαφύλαξη των δημοκρατικών και κοινωνικά ανατρεπτικών όψεων της κάθε εθνικής παράδοσης.

-Με μελέτη και έρευνα της ελληνικής και των διεθνών καπιταλιστικών κοινωνιών , της  βασικής κατεύθυνσής τους, των αντιφάσεών τους, του τρόπου που υπάρχει υλικά και πολιτισμικά η εργατική τάξη, η μικροαστική τάξη και άλλες λαϊκές τάξεις, που ενδιαφέρονται για την κοινωνική μεταβολή ( λχ αγρότες).

– Με μελέτη και έρευνα για τις μορφές ενέργειας, τις παραγωγικές δυνατότητες και εφόδια της χώρας , χωρίς την ευκολία… ..ότι γι αυτά θα ασχοληθούμε  όταν πάρουμε ή καταστρέψουμε την εξουσία. Με αφομοίωση των φιλοπεριβαλλοντικών πρακτικών σε ένα σχετικά συνεκτικό παραγωγικό μοντέλο.

-Με μελέτη και έρευνα των χρηματοδοτικών δυνατοτήτων της χώρας , των στρατηγικών συμμαχιών, των μοντέλων παραγωγής και ανάπτυξης.

-Με αμείλικτη κριτική, αλλά χωρίς ισοπέδωση, των σοσιαλιστικών εμπειριών του 20ου αιώνα και  των εργατικών και κοινωνικών κινημάτων στην ίδια περίοδο.

– Με μελέτη των σοβαρών ανθρωπολογικών μεταβολών στον σύγχρονο καπιταλισμό, εκτίμησή τους και απάντηση  κοινωνική και πολιτική σε αυτές.

– Η συζήτηση που πρέπει να αρχίσει  οφείλει να είναι μεν δημόσια αλλά και να  προστατεύσει τον εαυτό της από την αδράνεια  ή την κακοβουλία των υπαρχουσών οργανώσεων.

Όλα αυτά είναι πολύ δύσκολα. Όμως , τα εύκολα έχουν τελειώσει από καιρό. Για όποιον  όντως πιστεύει στην κοινωνική αλλαγή, δεν υπάρχουν βατές και εύκολες λύσεις και επιλογές.  Χρειάζεται συζήτηση και αφοσίωση με βάση τους παραπάνω πολιτικούς στόχους. Καθώς και συλλογική αντίσταση στις ανασχέσεις και αναχωματικές  πολιτικές και ιδεολογικές στάσεις.