Η Αγωνία της « (Ιταλικής) Αριστεράς», 1972

– ένα κείμενο του John Chiaradia για την αποπομπή της τάσης του Αμαντέο Μπορντίγκα   (της «Iταλικής Αριστεράς» ή της  “Sinistra” ) από το ΚΚ Ιταλίας στα 1923-1926 και την υπό  την  ηγεσία Γκράμσι φιλοσοβιετική «μπολσεβικοποίηση»  του ΚΚ Ιταλίας 

 ( Μετάφραση και επιμέλεια: Δημήτρης Μπελαντής) 

 

Αμαντέο Μπορντίγκα, ο πρώτος ηγέτης του ΚΚ Ιταλίας  

 

 Εισαγωγή : μια άλλη ιστορική  οπτική πάνω στο «νεαρό» ΚΚ Ιταλίας (1921-1926) και την σχέση  Μπορντίγκα-Γκράμσι

 

Το παρακάτω κείμενο του Ιταλοαμερικανού συγγραφέα John Chiaradia (Τζον Τσιαράντια )   αποτελεί μεταφρασμένο από εμάς  τμήμα της διδακτορικής διατριβής του στον Τομέα Φιλοσοφίας  του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, η οποία υποβλήθηκε το 1972 με επιβλέποντα καθηγητή τον Eduard R.Tannenbaum (  εδώ: σελ. 289 ως και 342 της διατριβής) Ο τίτλος της διατριβής  ήταν «Η φασματική μορφή του Αμαντέο Μπορντίγκα- μια μελέτη χαρακτηριστικής περίπτωσης για την παρακμή του μαρξισμού στην Δύση»  ( “The spectral figure of Amadeo Bordiga- a case study on the decline of Marxism in the West”). Το κείμενο το μεταφράσαμε από την παράθεσή  όλης της διατριβής  στα αγγλικά στον ελευθεριακό κομμουνιστικό  ιστότοπο libcom.org,, όπου η διατριβή  παρατίθεται σε μορφή public domain.

 

Η συνολική διατριβή ( η οποία, από όσο ξέρουμε, δεν έχει δημοσιευθεί ποτέ) αποτελεί μια εξαιρετικά  ενδιαφέρουσα πολιτική βιογραφία του κορυφαίου και λησμονημένου Ιταλού κομμουνιστή ηγέτη Αμαντέο  Μπορντίγκα (1889-1970) για την πολιτικά πιο ενεργή περίοδο της ζωής του, από την αρχή της συμμετοχής του στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας (δεκαετία του 1910) ως και την ήττα της τάσης του στο Συνέδριο της Λυών το 1926 και την τελική διαγραφή του από την ηγεσία Τολιάτι το 1930.  Στα πλαίσια αυτού του έργου, ο Chiaradia δίνει έμφαση στην  διαδικασία ίδρυσης και την πρώτη ιστορική περίοδο του ΚΚ Ιταλίας, από το Συνέδριο του Λιβόρνο (1.1921),   όπου προκύπτει από διάσπαση του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ιταλίας και προσχώρηση του κομμουνιστικού τμήματος στην Κομμουνιστική Διεθνή),  ως και το  3ο Συνέδριο  του ΚΚΙ στην  Λυών της Γαλλίας   ( 2.1926) όπου η τάση Γκράμσι –Τολιάτι-Σκοτσιμάρο-Τερατσίνι νικά οριστικά την τάση Μπορντίγκα και επιβάλλει  οριστικά την γραμμή της  Κομμουνιστικής Διεθνούς στο ΚΚ Ιταλίας ( Ενιαίο Μέτωπο με το ΣΚΙ , συμμετοχή σε κοινοβουλευτικές διαδικασίες, προτεραιότητα της αντιφασιστικής πάλης)[1].Μάλιστα, επιβάλλει το Ενιαίο Μέτωπο στο ΚΚ Ιταλίας σε μια περίοδο όπου το Ενιαίο Μέτωπο και από τα πάνω ( ως συνεργασία οργανώσεων)  και όχι μόνο «από τα κάτω» (στο μαζικό κίνημα) ουσιαστικά δεν είναι πλέον η  καθαρή γραμμή της Διεθνούς-μετά το 5ο Συνέδριό της, το καλοκαίρι του 1924- σε μεγάλο βαθμό έχει  αναιρεθεί .

 

Ο ίδιος ο John Chiaradia (1926-2017)  υπήρξε τέκνο μιας αντιφασιστικής ιταλικής οικογένειας που μετανάστευσε στις ΗΠΑ κατά την δεκαετία του 1920  λόγω αντίθεσης προς το φασιστικό καθεστώς. Εκτός από την καθαρά θεωρητική  και επιστημονική του δραστηριότητα, διαδραμάτισε ως  κοινωνικός αγωνιστής  σοβαρό ρόλο στα κινήματα της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ από μια αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική πολιτική τοποθέτηση. Ιδίως στο αντιπολεμικό, αντιμιλιταριστικό  και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα κατά του πολέμου του Βιετνάμ.

 

Όπως φαίνεται και από την όλη διατριβή του αλλά και από το τμήμα ειδικότερα  που έχουμε μεταφράσει και δημοσιεύουμε εδώ, ο Chiaradia παρουσιάζει αλλά και ακολουθεί  πολιτικά την οπτική του Μπορντίγκα για το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Ανήκει στην μπορντιγκιστική «υπεραριστερή»  κομμουνιστική πολιτική παράδοση, μια  πολιτική παράδοση πολύ μειοψηφική και πολύ ιδιαίτερη.  Αυτή η  παράδοση  είναι ριζικά διαφορετική από την γκραμσιανή,  που φτάνει από πολλές διαφορετικές  πηγές σε μας και είναι ιστορικά ουσιαστικά η μόνη γνωστή κομμουνιστική παράδοση για το ΚΚ Ιταλίας. Σύμφωνα με  την γκραμσιανή  παράδοση ( η οποία, στο σημείο αυτό, ήταν   βασικά ορθή  κατά την γνώμη μας) η διαμάχη μεταξύ  της τάσης Γκράμσι και της τάσης Μπορντίγκα απάλλαξε τον ιταλικό κομμουνισμό από μια  ακραία  αριστερίστικη ηγεσία και  απομονωτική πολιτική γραμμή. Η γραμμή Μπορντίγκα  από το 1921 ως το 1924 (όπου η τάση Γκράμσι αρχίζει να «ανακαταλαμβάνει» το ΚΚ)  υποβάθμισε την αντίθεση φασισμού-αστικής δημοκρατίας, ακύρωσε την δυνατότητα  μαζικής κοινής δράσης με τους Σοσιαλιστές (που ως το 1924 περίπου έχουν «αριστερό» προσανατολισμό και συγκλίνουν με την Κομμουνιστική Διεθνή και όχι με την Σοσιαλιστική, χάρη κυρίως στην γραμμή του Τζιατσίντο Σερράτι (Serrati), που τελικά  προσχωρεί με την τάση του   στο ΚΚ ) και  περιθωριοποίησε την μαζική δράση του ΚΚ, υποβοηθώντας  αντικειμενικά έτσι την επιβολή του ιταλικού φασισμού τον Οκτώβριο 1922. Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί ότι , όπως θα εξηγηθεί  από τον Chiaradia  και παρακάτω, η τάση Γκράμσι-Τολιάτι-Σκοτσιμάρο-Τερατσίνι ως το 1923 είναι υποτμήμα της τάσης Μπορντίγκα[2] ( της παλιάς «αριστερής» πλειοψηφίας, ή της παλιάς «Αριστεράς») , ενώ ως τότε μειοψηφία υπέρ του Ενιαίου Μετώπου είναι μόνο η «δεξιά»-φιλοσοσιαλιστική  τάση του Άντζελο Τάσκα.  Η διαφοροποίηση το 1923-1924 του Γκράμσι από την τάση Μπορντίγκα βάζει τους όρους για την διαμόρφωση μιας  νέας ηγετικής ομάδας, που θα προσδιορισθεί ως «Κέντρο» και θα καταλάβει σταδιακά την ηγεσία του ΚΚ Ιταλίας ( “il gruppo dirigente”, κατά τον Τολιάτι) .  Συνεπώς, η «υπεραριστερή» τακτική είναι αρχικά και η τακτική του ίδιου του Γκράμσι και  της ομάδας του «Όρντινε Νουόβο». Η παραμονή του το 1923 στην Σοβιετική Ένωση  και η ισχυρή επίδραση του μηχανισμού της Διεθνούς πάνω του θα παίξει σοβαρό ρόλο στην σοβαρή  πολιτική του μετατόπιση και διαφοροποίηση.  Αξίζει να θυμηθούμε εδώ ότι ο Λένιν ασκεί κριτική στον Μπορντίγκα ( τον υπεραριστερό ιταλικό κομμουνισμό) ήδη από το 1920 ( «Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού»)  σχετικά με το θέμα της κοινοβουλευτικής αποχής[3] (abstenteeism), προτού ακόμη αποσχισθεί το ΚΚ από το ΣΚΙ και προτού η Διεθνής υιοθετήσει ( Τρίτο και Τέταρτο Συνέδριο, 1921-1922) την τακτική του Ενιαίου Εργατικού  Μετώπου και των εργατικών κυβερνήσεων. Παρ’ όλα αυτά, η Διεθνής θεωρεί τον Μπορντίγκα ως το 1926 περίπου κορυφαία μορφή του ιταλικού κομμουνισμού, προτού  ακόμη ανέβει το άστρο του Γκράμσι, κάτι που η κατοπινή  φιλογκραμσιανή ιστορική παρουσίαση θα το βυθίσει στο σκοτάδι. H επιλογή Γκράμσι από  την Διεθνή , παρά τα σοβαρά προτερήματα του ίδιου, αποτελεί μια λύση αδυναμίας για την Διεθνή, η οποία θα προτιμούσε την «στροφή» να  την κάνει ο ίδιος ο Μπορντίγκα. Όπως έχουμε παρουσιάσει παλαιότερα στο www.controversy.gr, ο Μπορντίγκα είναι ο μόνος κομμουνιστής ηγέτης  που στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ τον Φεβρουάριο 1926 ασκεί συνολική κριτική στην σοβιετική ηγεσία στην ΚΔ και στον Στάλιν προσωπικά και μάλιστα, παραδόξως, από μια οπτική που θυμίζει έντονα τον Γκράμσι των «Σημειώσεων για τον Μακιαβέλι» : οι Μπολσεβίκοι δεν νομιμοποιούνται να καθοδηγούν την Διεθνή, και να επιβάλουν το πρότυπό τους για την επανάσταση γιατί η Δύση είναι πολύ διαφορετική κοινωνικά και πολιτικά από την Ανατολή.  Ο Στάλιν θα παρατηρήσει ότι «συμπαθεί τον Μπορντίγκα γιατί λέει αυτό που αλήθεια πιστεύει».

 

Η πολύ αναλυτική παρουσίαση από τον Chiaradia της έντονης εσωκομματικής πάλης μεταξύ Γκράμσι και Μπορντίγκα στο διάστημα 1923 με 1926 φωτίζει, από μια ριζικά άλλη οπτική,  και την εικόνα του ΚΚ στα πρώτα χρόνια του αλλά και τις ιστορικές προσωπικότητες του Γκράμσι και του Μπορντίγκα. Παρά το ότι η παρουσίαση του Chiaradia υπέρ του Μπορντίγκα είναι όντως εξαιρετικά μεροληπτική πολιτικά και αποτυπώνει  και μια ιδιαίτερη  ιστορική γοητεία της μορφής του Μπορντίγκα επάνω του,  καθώς θεωρεί ότι η πτώση του Μπορντίγκα ήταν κρίσιμος κόμβος στην «ρωσοποίηση» της Διεθνούς  αλλά και στην απώλεια του κομμουνιστικού της χαρακτήρα σε ρεφορμιστική πολιτική κατεύθυνση, η πολύ θεμελιωμένη σε ιστορική  βιβλιογραφία (μεταξύ των οποίων και έργα των ίδιων των πρωταγωνιστών της διαμάχης, του Τολιάτι, του Τάσκα, του καθοδηγητή εκ μέρους της Διεθνούς  Ελβετού κομμουνιστή Hubert-Droz κα..   )  αλλά και στον ημερήσιο  αστικό και σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό τύπο της εποχής , και ιδίως την LUnita, από το 1923 ως το 1926 , δείχνει ότι η  επιβολή  της γραμμής  του Γκράμσι και της υπό διαμόρφωση ηγετικής του ομάδας, ακόμη και αν θεωρηθεί  απόλυτα ορθή  σωστή στο ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών και της μαζικής γραμμής του κόμματος (που κατά βάση έτσι ήταν) , αποτέλεσε , σε διεθνή κλίμακα, έναν από τους βραχίονες της σοβιετοποίησης της Κομμουνιστικής Διεθνούς και των  ΚΚ  υπό το πρόσχημα της «μπολσεβικοποίησης».  Στην διαμάχη αυτήν,  η τάση Γκράμσι , προκειμένου να επιτύχει τους πολιτικούς της σκοπούς, σαφώς τάχθηκε υπέρ των Στάλιν –Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ -Μπουχάριν και κατά του Τρότσκυ και της Αριστερής Αντιπολίτευσης . Παρά το ότι ο Τρότσκυ δεν συμφωνούσε με τον Μπορντίγκα στο ζήτημα του Ενιαίου Μετώπου, ήταν ο Μπορντίγκα αυτός που στα πλαίσια μιας αντίληψης για την διεθνή επανάσταση υποστήριξε τον Τρότσκυ στα πλαίσια των Μπολσεβίκων  και όχι ο Γκράμσι. Είναι ο Μπορντίγκα  και όχι ο Γκράμσι  που τον 2.1925 θα δημοσιεύσει το άρθρο «Το ερώτημα Τρότσκυ» στην L’Unita, αμφισβητώντας την υπεροχή των θέσεων Στάλιν επί των θέσεων Τρότσκυ[4].  Aπό μια άποψη, η αφήγηση του Chiaradia , αλλά και όσα ξέρουμε για την συνεργασία και την αλληλογραφία μεταξύ Τρότσκυ και Μπορντίγκα στο β’ μισό της δεκαετίας του 1920, προτού διαχωρίσουν τους δρόμους τους,   αμφισβητεί έντονα τον «μύθο»  του σύγχρονου  τροτσκισμού αλλά και άλλων τοποθετήσεων ότι κατά την δεκαετία του 1920 ο Γκράμσι υπήρξε πρωτοπόρος στην αμφισβήτηση του σταλινισμού, πολύ περισσότερο ότι ο Γκράμσι συνέκλινε τότε  σοβαρά με τον Τρότσκυ   ( Τα Τετράδια της Φυλακής και η συμβολή τους στην κομμουνιστική στρατηγική στην Δύση   είναι ξεχωριστό ζήτημα, όπου δεν θα μπούμε εδώ) .

 

Κατά τον συγγραφέα, η ανάδειξη του Γκράμσι ως του «φωτεινού αστεριού» του ιταλικού κομμουνισμού ήταν ένας επιγενόμενος  Μύθος, που ήρθε να επισκιάσει τον ρόλο του Μπορντίγκα ως μιας από τις όντως ριζικές μορφές και πηγές ενός μη φιλοσοβιετικού Δυτικού Μαρξισμού. Το γράφουμε για να τονίσουμε την οπτική του συγγραφέα και όχι επειδή συμφωνούμε. Παρ’ όλα αυτά, ο Μπορντίγκα, ακόμη και στο θεωρητικό επίπεδο, και όχι μόνο στο πρακτικό πολιτικό, ήταν κάτι πολύ παραπάνω από αυτό  που έφτασε ως εμάς. Στα πλαίσια του δυτικού κομμουνισμού, ως τα μέσα της δεκαετίας του 1920, ήταν πολύ πιο αναγνωρισμένος από όλες τις μορφές του γερμανικού ή του γαλλικού κομμουνισμού (Πάουλ  Λέβι, Μασλόφ-Φίσερ, Κασέν, Φροσάρ κ.α.)   ή άλλων κομμουνισμών, ίσως και ο πλέον αναγνωρισμένος[5]-ο Γκράμσι ήταν ακόμη σχετικά άγνωστος. .

 

Επίσης, η  θεμελιωμένη εξιστόρηση από τον Chiaradia  της διαμάχης μεταξύ της τάσης Γκράμσι και της τάσης Μπορντίγκα στα 1923-1926 , αποδεικνύει ότι σε εκείνη την κρίσιμη περίοδο δεν υπήρχαν καθαροί «καλοί» και καθαροί «κακοί», δεν υπήρχαν «ήρωες με το φωτοστέφανο» και «τέρατα»,   ούτε υπήρχαν κάποιοι που πίστευαν βαθύτερα στις μεθόδους της εσωκομματικής δημοκρατίας και κάποιοι που δεν πίστευαν.  Στην πραγματικότητα, λαμβάνοντας βέβαια υπόψιν και τα ζητήματα του φασιστικού καθεστώτος στην περίοδο αυτήν και το συρρικνωμένο καθεστώς  πολιτικής νομιμότητας  (και την ημινομιμότητα του ΚΚ Ιταλίας ως το 1926), ήταν  η ομάδα Γκράμσι , από ό,τι φαίνεται, αυτή που εισήγαγε τις αυταρχικές «σοβιετικές μεθόδους» και που κατέλαβε από τα πάνω  με τον μηχανισμό του διορισμού στελεχών  (κοοπτάτσιας) και της διάλυσης των μη νομιμοφρόνων οργανώσεων ένα κόμμα, όπου οι απόψεις του Μπορντίγκα ήταν από απόλυτα πλειοψηφικές ως πολύ ισχυρές. Η κατάληψη του ΚΚ Ιταλίας από  την ομάδα Γκράμσι ήταν μια περίπτωση  «κεκαλυμμένης» σοβιετικής επέμβασης, η οποία εν μέρει μόνο στρεφόταν ενάντια  στις «υπεραριστερές» απόψεις Μπορντίγκα και περισσότερο ενδιαφερόταν για μια ηγεσία απόλυτα  πιστή στην Κομμουνιστική Διεθνή και  στην πλειοψηφία εντός των Μπολσεβίκων ( αρχικά Στάλιν-Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ-Μπουχάριν, από το 1925 και μετά Στάλιν-Μπουχάριν)  .   Επίσης, η παρουσίαση του Chiaradia για την περίοδο αυτήν θέτει σοβαρά ερωτηματικά για το αν τα ΚΚ, ακόμη και πριν από την απόλυτη επιβολή της σταλινικής ηγετικής ομάδας στην Διεθνή, ήταν κόμματα που εφάρμοζαν σε σημαντική κλίμακα μεθόδους εσωκομματικής δημοκρατίας ή για το αν θεωρούσαν την εσωκομματική δημοκρατία ένα ζήτημα «τυπικής  δημοκρατίας». Κάτι που ανάγεται και στον Λένιν και όχι μόνο στον «δαίμονα Στάλιν».

 

  Προφανώς, το αιτούμενο  δεν είναι η  ριζική ηθική και πολιτική αποδόμηση του Γκράμσι ως ιστορικής προσωπικότητας , κάτι που δεν επιθυμούμε  διόλου και που δεν  θα ίσχυε ακόμη και αν ο Chiaradia είχε απόλυτα δίκιο πολιτικά  (όπως και η τάση Μπορντίγκα). Η μετάφραση και επιμέλεια του παρακάτω κειμένου   (σελ. 289-342 του βιβλίου του Chiaradia) αποτελούν μέρος μιας συνολικότερης προσπάθειάς μας  να διαυγασθεί , όσο πιο αντικειμενικά  γίνεται, το επαναστατικό κίνημα στον 20ο αιώνα, με όρους ιστορικά  προσδιορισμένους και με μια καλή γνώση της Ιστορίας των ιδεών του και των πρακτικών του, έξω από αγιογραφικά και απολογητικά σχήματα.    

 

 Συντομογραφίες στις υποσημειώσεις,

ACSAρχείο του (φασιστικού) Ιταλικού  Υπουργείου Εσωτερικών

ΑPC – Αρχείο  του Ιταλικού  Κομμουνιστικού    Κόμματος

 

Ορισμένα  αναγκαία ιστορικά στοιχεία. Το ΚΚ Ιταλίας ιδρύεται την 21.01.1921 στο Λιβόρνο, διαχωριζόμενο από το ΣΚ Ιταλίας (όπου υπάρχει πλειοψηφία της τάσης Σερράτι).  Στις πρώτες εκλογές μετά την ίδρυση (1921) παίρνει 4,6 % των ψήφων. Η γραμμή Μπορντίγκα , που είναι και ο πρώτος Γραμματέας του κόμματος επικυρώνεται στο Συνέδριο της Ρώμης το 1922 («Θέσεις της Ρώμης»). Στο 3ο και 4ο Συνέδριο της ΚΔ ( 1921,1922) , το ΚΚ Ιταλίας διαφωνεί έντονα με την γραμμή του Ενιαίου Μετώπου. Στην διάρκεια του  1923, ο μεν Γκράμσι είναι στην Μόσχα,  ενώ ο Μπορντίγκα , κατά το μεγαλύτερο διάστημα, στην φασιστική φυλακή.  Από τα τέλη του 1923 , η ομάδα γύρω από τον Γκράμσι διαχωρίζεται από την ομάδα Μπορντίγκα, ως τότε απόλυτα πλειοψηφική («Αριστερά», ‘Sinistra”) . Η νέα τάση του «Κέντρου» ( “Centro”) θα αντιταχθεί στην «Αριστερά»  και θα επικρατήσει οριστικά στο 3ο Συνέδριο, τον 2.1926 (Συνέδριο της Λυών).

 

Αντόνιο Γκράμσι 

  

Ακολουθεί το μεταφρασμένο κείμενο : 

 Η Διεθνής το 1923  ( διδακτορική  διατριβή John Chiaradia, σελ. 259 επ.)

 Η Διεθνής είχε ωθήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας (ΚΚΙ ) σε μια κατάσταση  ασυνήθιστης δυσκολίας κατά το τρομερό έτος 1923. Δεδομένου ότι η Διεθνής ήταν τόσο ο εμπνευστής όσο και η πηγή ζωτικής οικονομικής χρηματοδότησης για το ΚΚΙ , το κόμμα δεν μπορούσε να παραμείνει αδιάφορο ούτε για τις επιθυμίες της  Μόσχας ούτε για την μη αξιοζήλευτη υπόληψη, που άρχιζε  διεθνώς να διαμορφώνεται  σχετικά με αυτό[6]. Oπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα ανοίγματα σε επίπεδο κορυφής, έφεραν αλλαγές στο κόμμα : Ο Τολιάτι και ο Σκοτσιμάρο στην Εκτελεστική Επιτροπή, ο Τάσκα , ο Γκρατσιαντέι και η Καμίλλα Ριβέρα στην ΚΕ του κόμματος[7].    Προτού αναχωρήσει για την Μόσχα, για να αντικαταστήσει τον Τζενάρι, ο Τερατσίνι  παρατήρησε  ότι η Διεθνής είχε μονομερώς αλλάξει την στάση της έναντι του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ιταλίας [8].

 

Καθώς το ΚΚΙ ετοιμαζόταν να στείλει μια αντιπροσωπεία στην Διευρυμένη Εκτελεστική Επιτροπή  της  ΚΔ, η οποία σχεδιαζόταν να συνεδριάσει τον Ιούνιο του 1923, ο Μπορντίγκα επιχείρησε να επηρεάσει την ηγεσία στο εξωτερικό, με αλληλογραφία μεθοδευμένη μέσα από την φυλακή, με την βοήθεια συμπαθούντων από τους φύλακες.  Κεντρικό σημείο της σκέψης του ήταν η διαπίστωση ότι η Διεθνής είχε πλέον μια πολιτική γραμμή, η οποία δεν ήταν συμβατή με τον σκοπό ίδρυσής της , την προώθηση της προλεταριακής επανάστασης και ότι έπρεπε να αναληφθούν πρώτες δράσεις για την διασφάλιση της ταυτότητας του ιταλικού  κόμματος και της Διεθνούς. Μια ένδειξη της ανησυχίας του Μπορντίγκα παρουσιάσθηκε σε ένα γράμμα του Τολιάτι προς τον Γκράμσι ( που βρισκόταν στην Μόσχα) την 1-5-1923. Αυτό το γράμμα εμπεριέχει μια αίσθηση απελπισίας, θαυμασμό για τον Μπορντίγκα και έντονη κριτική προς τον Γκράμσι και την γραμμή της Διεθνούς.  Ο Γκράμσι πληροφορήθηκε ότι ο Μπορντίγκα είχε συγγράψει ένα μανιφέστο και σχεδίαζε την αποδοχή του από την ηγεσία του ΚΚΙ. Ο Τολιάτι εκτίμησε ότι «αυτή η κίνηση θα προσείλκυε  τα πιο έξυπνα μέλη του κόμματος», αλλά δεν ήταν σίγουρος αν το κόμμα θα επιβίωνε από μια ρήξη  με την Διεθνή[9].

Το Μανιφέστο του Μπορντίγκα ήταν μια έκκληση στα μέλη της βάσης του κόμματος για υποστήριξη,  μια υπεράσπιση ως προς  τις προηγούμενες θέσεις του κόμματος ( δηλαδή, βασικά την μη αποδοχή του Ενιαίου Μετώπου από «πάνω» , την παραμονή στις θέσεις του Συνεδρίου της Ρώμης το 1922, σε αντίθεση με τις αποφάσεις για το Ενιαίο Μέτωπο του Δ’ Συνεδρίου της Διεθνούς, τον Δεκέμβριο  1922,   Δ.Μπ.) ,και μια έκκληση για ανοιχτή συζήτηση στην Διεθνή ως προς τις τακτικές του Ενιαίου Μετώπου , απέναντι στις οποίες ο Μπορντίγκα  και η «Αριστερά» ( “Sinistra” ) ήταν κριτικά διακείμενη. Τυπική για την προσέγγιση του Μπορντίγκα ήταν η θέση του ότι η «κρίση μπορούσε να επιλυθεί μόνο με την συμμετοχή του συνόλου των κομματικών μελών». Επίσης, επεδίωκε να παράξει μια «ώριμη εξέταση του συνόλου της κατάστασης της Κομμουνιστικής Διεθνούς».  Το πόσο σοβαρά εξέταζε ο Μπορντίγκα το ζήτημα αυτό φαίνεται από την εξής διατύπωσή του :  «Βρισκόμαστε, πιθανόν,  στην αρχή μιας κρίσης για το διεθνές μας στρατόπεδο. Όσον αφορά το ιταλικό κόμμα, βρισκόμαστε στα βάθη αυτής της κρίσης». Για την επίλυση της κρίσης αυτής, το Μανιφέστο καλούσε στις προαναφερόμενες ευρείες διαβουλεύσεις , και αν αυτές  «δεν επέφεραν ευρείες συναινέσεις  πάνω σε αποφάσεις στηριγμένες στις κοινές αρχές»,    δηλαδή αν δεν οδηγούσαν στις επιθυμητές από το Μανιφέστο  πολιτικές, τότε οι υπογράφοντες αυτό θα παρέμεναν τυπικά στην Διεθνή , αλλά δεν θα συμμετείχαν στα όργανα και στην ηγεσία της[10].  Η δημοσίευση του Μανιφέστου  θα είχε σημάνει συναγερμό στο διεθνές στρατόπεδο και θα είχε εμπλέξει στην σύγκρουση γραμμών την βάση του ΚΚΙ, η οποία ήταν πιο κοντά τότε στην  θέση του Μπορντίγκα και της προηγούμενης Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του κόμματος.

 

Παρά το ότι η επιστολή του Γκράμσι στον Τολιάτι δεν επιβεβαίωνε τους φόβους του τελευταίου στην δική του επιστολή, αποτελεί μια πρώτη ένδειξη της στροφής στην σκέψη  εκ μέρους του  για το ιταλικό κόμμα και  της προσπάθειάς του να διαφοροποιηθεί  από την Πλειοψηφία  ( την παλιά πλειοψηφία στο ΚΚΙ γύρω από τον Μπορντίγκα, όπου αρχικά συμμετείχε και ο Γκράμσι, Δ.Μπ.) .Ήταν αισιόδοξος, έγραψε στον Τολιάτι, για μια σύντομη κατάληψη της εξουσίας στην Ιταλία, και είχε μετανιώσει για την μη «συγκρότηση της τάσης του Όρντινε  Νουόβο…..» ( η πρώτη ένδειξη της λογικής του για μια  στενότερη τάση μέσα στην Πλειοψηφία) , «τώρα, που  η τάση μας ( δηλαδή, μια «κεντρώα» τάση ανάμεσα στον Μπορντίγκα και την «δεξιά» τάση γύρω από τον Τάσκα, Δ.Μπ., βλ. και σε Χόαρ- Σμιθ οπ.π. σελ. 60 επ. , 73 επ.) έχει γίνει ηγετική στο κόμμα . «Πρέπει να  παραμείνουμε», τον συμβούλευσε, « στην πλειοψηφία  του κόμματος, γιατί βρισκόμαστε πραγματικά στην αιχμή της ιστορικής εξέλιξης», και  «επειδή βρισκόμαστε μέσα στο ρεύμα της Ιστορίας»[11]. Σε μια συνάντηση των δυτικών ευρωπαϊκών κομμάτων  στην Ζυρίχη στις 3 ως 6 Μαίου , ο Ράντεκ, ο Γκράμσι και ο Ζηνόβιεφ συμφώνησαν ότι στην περίπτωση του πολέμου τα σοβιετικά στρατεύματα θα έσπαγαν  τα σύνορα [12]. Aπό τον Μάιο του 1923 και πέρα, ο Γκράμσι είχε αρχίσει να αισθάνεται ότι η μοίρα του σχεδιαζόταν από τον δημιουργό της Ιστορίας. Η «στροφή» ( svolta στα ιταλικά) του Γκράμσι, η  μετατόπισή του προς τα «δεξιά» , είχε ξεκινήσει. Μπορεί μόνο να υποθέσει κανείς την επιρροή που είχαν ασκήσει πάνω του ο Τρότσκυ, ο Μπουχάριν, ο Ράντεκ, και πάνω από όλους ο Ζηνόβιεφ ( γραμματέας τότε της Διεθνούς).

 

Το πρόβλημα της διαμόρφωσης μιας νέας ηγεσίας για το ιταλικό κόμμα τέθηκε στην  Διευρυμένη Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ τον Ιούνιο του 1923. Γιατί οι Ιταλοί  κατέληξαν σε αυτήν την κίνηση  παραμένει ασαφές, αλλά πάντως οι αντιπροσωπείες έφτασαν στην Μόσχα πλήρεις σύγχυσης , όσον αφορά όλες τις πτέρυγες[13]. Οι αντιπρόσωποι από την Ιταλία έφτασαν μεταφέροντας ορισμένες «εντολές» από το κόμμα , μεταξύ των οποίων και η «εντολή» να ζητηθεί η διαγραφή του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας από την Διεθνή ( το ΣΚΙ , λόγω της  ισχυρής κεντριστικής μαρξιστικής τάσης του , γύρω από τον Σερράτι, είχε θεωρηθεί στο Τέταρτο Συνέδριο  συμπαθόν μέλος και αυτό της ΚΔ)[14]. Aφότου το Συνέδριο του ΣΚ Ιταλίας απέρριψε την συγχώνευσή του με το ΚΚΙ, το κόμμα αυτό ζήτησε να παραμείνει στην ΚΔ, ως «συμπαθόν»  κόμμα .Ο Γκράμσι, ο  Σκοτσιμάρο, ο Τερατσίνι, ο Τζενάρι και ο Φορτικιάρι  άκουσαν τον Ζηνόβιεφ να καταδικάζει το ΚΚΙ για την αποτυχία  των προσπαθειών του να απορροφήσει το ΣΚ Ιταλίας, μια κριτική όχι δίχως πραγματική βάση, αφού , ακόμη και χωρίς να υπολογισθεί ο Μπορντίγκα, κανείς στην Πλειοψηφία ( την ως τότε ευρύτερη  τάση Μπορντίγκα) δεν πίστευε ή ήθελε την συγχώνευση των δύο κομμάτων. Η κατηγορία του Ζηνόβιεφ υποστηρίχθηκε από τους Τάσκα και Βότα, τα δύο μέλη  της «δεξιάς» μειοψηφίας στην Εκτελεστική του ΚΚΙ.  Ο Ζηνόβιεφ προχώρησε περαιτέρω αποδίδοντας την νίκη  του φασισμού στην Ιταλία στις πολιτικές του ΚΚΙ ( μια κατηγορία που αργότερα θα επανέφερε ο Τολιάτι κατά του Μπορντίγκα) , ενώ η δυσαρέσκεια των αντιπροσώπων της «Αριστεράς» ( δηλ. της Πλειοψηφίας, όπου τότε ανήκε ακόμη η τάση Γκράμσι) ενισχύθηκε πολύ από το γεγονός ότι ο Τάσκα περιέλαβε στην κριτική του τον καυτηριασμό της ηγεσίας του κόμματος , από το «σχίσμα»  ( το ιδρυτικό συνέδριο του ΚΚ στο Λιβόρνο το 1921) ως τις «αντιμαρξιστικές θέσεις του Συνεδρίου της Ρώμης»[15].   Σε εκείνη την φάση, η μειοψηφία του κόμματος ήθελε ένα Ενιαίο Μέτωπο από τους Σοσιαλιστές ως τους Μοναρχικούς.

 

Η Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ απέρριψε τις «εντολές» του ιταλικού κόμματος όπως και το αίτημά του να παραδοθεί η ηγεσία στην μειοψηφία γύρω από τον Τάσκα[16] ( σύμφωνα με την γραμμή «δεν έχουμε ευθύνη εφόσον διαφωνούμε») και κατέληξε να συνεχίσει να θεωρεί το ΣΚ Ιταλίας  «συμπαθόν» κόμμα . Επίσης, προχώρησε στο απρόβλεπτο και αντικαταστατικό μέτρο[17] να διορίσει με ανάθεση νέα Εκτελεστική Επιτροπή , αποτελούμενη από τους Τολιάτι, Σκοτσιμάρο , Φορτικιάρι, Τάσκα και Βέτα, ενώ τυπικά προήγαγε τον Μπορντίγκα , ανεβάζοντάς τον στο Προεδρείο του κόμματος, το οποίο είχε τυπικές μόνο αρμοδιότητες. Μόνο χάρη στις συνδυασμένες ενέργειες των Τερατσίνι, Τζενάρι και Γκράμσι, πείσθηκαν οι Σκοτσιμάρο και Φορτικιάρι να παραμείνουν στην ηγεσία[18].  Με τον τρόπο αυτόν, η «Δεξιά» κατάφερε να πάρει θέσεις στην Εκτελεστική Επιτροπή, χάρη στους ελιγμούς της Διεθνούς και μόνο.

 

Mε τους Σκοτσιμάρο, Τολιάτι και Φορτικιάρι στην Εκτελεστική Επιτροπή, η παλιά ενιαία Πλειοψηφία , η «Αριστερά» , εξακολουθούσε να έχει τον έλεγχο του κόμματος.  Πίσω στην Ιταλία , σε μια συνάντηση των  Τολιάτι ( που δεν είχε πάει στην Μόσχα) , Φορτικιάρι, Τερατσίνι και  Καμίλα Ραβέρα, οι παραπάνω εξέφρασαν τις πραγματικές σκέψεις και συναισθήματά τους. Ο Τερατσίνι τάχθηκε υπέρ της αποδοχής των επιλογών της Διεθνούς , ενώ παράλληλα έπρεπε να οργανωθούν ώστε να διασφαλίσουν ότι η Εκτελεστική Επιτροπή «θα ακολουθούσε τις κατευθύνσεις μας» και θα  παρέμενε πιστή στις παραδόσεις και θέσεις της «Αριστεράς».   Ο Τολιάτι σκεφτόταν ότι το ΚΚΙ έκανε λάθος μην διαφωνώντας ανοιχτά με την «Δεξιά» και με την Κομμουνιστική Διεθνή. Ήταν σίγουρος ότι «θα διέλυαν όλες τις παραδόσεις…. που οδήγησαν στην διαμόρφωση του ΚΚΙ». Ο Μπορντίγκα, που ήταν στην φυλακή, ενημερώθηκε με ένα κωδικοποιημένο μήνυμα ότι θα του ζητούσαν να συμβάλει στην συγκρότηση των νέων πολιτικών θέσεων[19].  Ο Τολιάτι συνέχισε να είναι αβέβαιος ως προς την αποδοχή της απόφασης της Διεθνούς, δεδομένου ότι ο Σκοτσιμάρο τον έπεισε να παραμείνει στην Εκτελεστική Επιτροπή ώστε να ελέγχουν την δράση της «Μειοψηφίας» , «παρά το ότι αυτό σήμαινε ότι θα εξακολουθούσαν να παραμένουν υπό παρακολούθηση ( εννοεί: της Διεθνούς)»[20].

 

Η κεντρική κίνηση πραγματοποιήθηκε τώρα  από τον Γκράμσι , που απέδειξε πόσο είχε μετακινηθεί πολιτικά, όταν διατύπωσε την μοιραία φράση ότι οι ιδεολογικές θέσεις της Διεθνούς αντιπροσώπευαν «τον μαρξισμό, όπως είχε εξελιχθεί σε λενινιστική κατεύθυνση»[21]. Η συνέπεια της τοποθέτησης αυτής του Γκράμσι  σήμαινε ότι το κόμμα ώφειλε να αλλάξει την πολιτική του και να προσαρμοσθεί στις κατευθύνσεις της Διεθνούς[22]. Πρακτικά, αυτό σήμαινε την απεμπλοκή από τον έλεγχο της παλιάς Πλειοψηφίας ( της  παλιάς ενιαίας «Αριστεράς» υπό τον Μπορντίγκα).

 

Στην πρώτη συνεδρίαση της ΚΕ του κόμματος μετά την ΕΕ της ΚΔ ( 9  Αυγούστου 1923), υπήρξε πολιτική αντιπαράθεση πάνω στις αποφάσεις της ΕΕ τον Ιούνιο.  Οι Ράκοζι , Ατσάριο, Γκρατσιαντέι , Βακίνι, Μαραμπίνι,  Καμίλα Ραβέρα, Ρεπόσι, Τερατσίνι, Τολιάτι, Τάσκα, Λεονέτι και Παλότα  αντιπροσώπευαν τις δύο τάσεις στο κόμμα καθώς και την Διεθνή. Ο Τερατσίνι μίλησε με πικρία για την επιπόλαιη διαχείριση του ιταλικού ζητήματος εκ μέρους της Διεθνούς. Η Πλειοψηφία είχε ζητήσει από την Διεθνή μια πολιτική συζήτηση επί της ουσίας , αλλά η συζήτηση είχε συρρικνωθεί στο θέμα των προσώπων. Θα ακολουθούσε  την πειθαρχία προς την Διεθνή , «αλλά μπορούσε να διαβλέψει το σφάλμα της απομάκρυνσης από την ηγεσία του μόνου ανθρώπου που είχε τα εχέγγυα να είναι ηγέτης του κόμματος, του Μπορντίγκα». Ο Τολιάτι υπερασπίσθηκε την (ως τότε) γραμμή του κόμματος. Ο Βεκίνι κατέθεσε ότι οι Ιταλοί είχαν εμποδισθεί στην Μόσχα από το να πραγματοποιήσουν μια δημόσια διακήρυξη. Ο Ρεπόσι δήλωσε ότι δεν θα συνεργαζόταν με την ΚΕ. Ο Φορτικιάρι είχε ήδη στείλει μια γραπτή δήλωση παραίτησης από την ΕΕ του κόμματος, παρά το ότι η ΚΕ του  είχε ζητήσει να το ξανασκεφτεί.

 

Οι Τάσκα, Γκρατσιαντέι και Ράκοζι[23] σκέφτονταν διαφορετικά.   Κατά τον Τάσκα, δεν επρόκειτο πλέον για ζήτημα Πλειοψηφίας ή Μειοψηφίας στο κόμμα, αλλά για το «ποιος είχε την βούληση και ποιος όχι να εφαρμόσει την γραμμή της Διεθνούς». Ο Γκρατσιαντέι είπε ότι « το σχίσμα στο Λιβόρνο … είχε οδηγήσει το κόμμα εξαιρετικά υπερβολικά προς τα «αριστερά». Ο Ρακόζι υπερασπίσθηκε την Μειοψηφία ( την «Δεξιά» του Τάσκα) λέγοντας ότι « είναι πιο κοντά στην λογική και τις τακτικές της Διεθνούς». Με τον Ρεπόσι να απέχει από την ψηφοφορία ,το σώμα της ΚΕ αποφάσισε να ακολουθήσει τις αποφάσεις της Διεθνούς. Η πειθαρχία προτιμήθηκε έναντι της πολιτικής κρίσης[24].

 

Και ο Μπορντίγκα; Παρά το γεγονός ότι ήταν φυλακισμένος από τον Φεβρουάριο στην φυλακή Regina Coeli  στην Ρώμη, είχε καταφέρει να συντάξει ένα προσχέδιο του Μανιφέστου. Μόλις πληροφορήθηκαν την απόφαση της ΕΕΚΔ του Ιουνίου, αυτός και ο Γκριέκο υπέβαλαν παραίτηση από την ΚΕ του κόμματος. Ο Μπορντίγκα αποπειράθηκε να πείσει και την ελεύθερη ηγεσία της Πλειοψηφίας να παραιτηθεί από την ΚΕ, ώστε να τεθεί  ζήτημα να αποκτήσουν νέα εντολή από την βάση του κόμματος[25].  Στο Μιλάνο ,μια απόπειρα των μελών της βάσης να θέσουν σε δημοψήφισμα την απόφαση της ΕΕΚΔ του Ιουνίου παρεμποδίσθηκε[26]. To Μανιφέστο του Μπορντίγκα ήταν τώρα πιο αναγκαίο από ποτέ, αλλά οι δυσκολίες που προκλήθηκαν από την καταστολή   εκείνης της χρονιάς γέννησαν πρόσθετα  εμπόδια. Ο Τερατσίνι επέστρεψε στο εξωτερικό, και η αστυνομία πέτυχε ένα σοβαρό χτύπημα στο κόμμα, όταν ανακάλυψαν ένα μείζον  κομματικό κέντρο τον Αύγουστο. Τον Σεπτέμβριο συνελήφθη ο Τολιάτι, ενώ ο Μπορντίγκα δεν θα ήταν ελεύθερος παρά μόνο μετά την δίκη του τον Οκτώβριο. Στην Νάπολη πληροφορήθηκε ότι το Προεδρείο τον είχε επανατοποθετήσει  στην Εκτελεστική Επιτροπή  του κόμματος. Ο Μπορντίγκα απέρριψε τον Δεκέμβριο αυτήν την πρόταση και αναρωτήθηκε πώς το Προεδρείο, που ήταν ένα όργανο άνευ  αρμοδιοτήτων είχε παρακάμψει την ανώτερη εξουσία της ΕΕΚΔ[27].   Ως το τέλος του μήνα, είχε προετοιμάσει την πρώτη έκδοση ενός νέου μηνιαίου περιοδικού, του Prometeo[28].

 

H στροφή του Γκράμσι έγινε ορατή τον Δεκέμβριο 1923, όταν αρνήθηκε  να υπογράψει την αναθεωρημένη εκδοχή του Μανιφέστου του Μπορντίγκα. Ο Γκράμσι πρότεινε την δημιουργία μιας νέας ηγετικής ομάδας, καλύπτοντας τον χώρο ανάμεσα στον Μπορντίγκα και την «δεξιά» Μειοψηφία[29]. Αν κάποιος θα ήθελε να εντοπίσει το χρονικό σημείο από το οποίο και μετά ο Γκράμσι θα επηρέαζε καθοριστικά το ΚΚΙ, θα έπρεπε να αναφερθεί σε αυτές τις αποφάσεις του τον Δεκέμβριο 1923 Αν ο Γκράμσι εξαφανιζόταν από τις γραμμές του ΚΚΙ τον Νοέμβριο 1923, ο ρόλος του στο κόμμα θα παρέμενε ελάσσων, ακόμη λιγότερο σημαντικός και από τον Φορτικιάρι , ο οποίος εξαφανίσθηκε από το κομματικό προσκήνιο μετά το 1926, οπότε συνετρίβη η «Αριστερά».   Όχι άνευ σημασίας, η πρώτη του ανεξάρτητη ενέργεια ήταν η άρνησή του να υπογράψει το Μανιφέστο, ήταν μια αρνητική υπηρεσία προς τα μέλη του κόμματος, τα οποία, με δεδομένη την βαρύτητα της διαφωνίας με την Διεθνή, έπρεπε να εμπλακούν και να πουν την γνώμη τους και όχι να δεσμευθούν  από ένα «τετελεσμένο γεγονός». Έμμεσα, η στάση  του εξυπηρέτησε τους σοβιετικούς ηγέτες , οι οποίοι το τελευταίο που ήθελαν ήταν μια δημόσια και αναλυτική δοκιμασία των απόψεών τους.

 

Στην αρχή, ο Σκοτσιμάρο δίστασε να διασπάσει την Πλειοψηφία[30].   Ο Τολιάτι, μόλις έχοντας βγει από την φυλακή και όντας πιο κριτικός προς το Μανιφέστο, το οποίο, όμως, είχε υπογράψει, συνειδητοποίησε ότι η στάση του Γκράμσι θα χαροποιούσε τους ηγέτες της Διεθνούς αλλά θα  μπορούσε να βλάψει το κόμμα.  «Η  δημιουργία τώρα ενός «Κέντρου» θα έβλαπτε πολύ περισσότερο την «Αριστερά» ( Μπορντίγκα) παρά την «Δεξιά» ( Τάσκα- Βότα)». Ο Τολιάτι εξακολουθούσε να εκτιμά τις αρετές του Μανιφέστου[31]. Η άρνηση του Γκράμσι προκάλεσε σοκ στον Τερατσίνι, ο οποίος συνειδητοποίησε ότι μήνες επί μηνών συζητήσεων δεν αποτελούσαν παρά μια ακόμη απόδειξη της συνήθους ραθυμίας του Γκράμσι[32].  Η απουσία ενός  ισχυρού στοιχείου της «Αριστεράς» στην ηγεσία του ΚΚΙ  υπήρξε μοιραία για  το σχέδιο του Μπορντίγκα . Ο Γκράμσι  κατέστρεψε το «Μανιφέστο» και  αναίρεσε την   εξελισσόμενη  απόπειρα που ενυπήρχε σε αυτό για την χειραφέτηση του ΚΚΙ από την χειραγώγηση της ΚΔ.

 

Κατά τον Αύγουστο του 1923,ο Τολιάτι και ο Τάσκα συμμάχησαν με τον Τάσκα σε μια ενιαία αντιπολίτευση προς τον Γκράμσι. Γράφοντας για το περιστατικό του 1924, ο Γκράμσι  αργότερα ανακάλεσε στην μνήμη του ότι ήταν η περίπτωση όπου ο Τερατσίνι και  ο Τολιάτι «τα είχαν βρει» με τον Τάσκα. Για να καταλάβει κανείς την σημασία της μεταφοράς, πρέπει να θυμηθεί ότι ο Τάσκα ως το 1924 θεωρούνταν από τους τρεις άνδρες  μια αντιπαθητική προσωπικότητα[33].

 

Οι σχέσεις ανάμεσα στην «Αριστερά» και την Διεθνή, ανάμεσα στο 1920 και το 1924 χαρακτηρίζονταν από συνεχείς συγκρούσεις στα ζητήματα πολιτικής, συγκρούσεις αναπόφευκτες, καθώς η «Αριστερά» αρνούνταν να αποποιηθεί την ανεξαρτησία της γνώμης της. Παρά τις δυσκολίες αυτές, η «Αριστερά» ποτέ δεν αμφισβήτησε την νομιμοφροσύνη της προς την διεθνή οργάνωση. Ως αποτέλεσμα αυτής της νομιμοφροσύνης, τώρα η  «Αριστερά» βρέθηκε αδύναμη να απαντήσει  αρκετά  γρήγορα και αποτελεσματικά στις επιθέσεις που δέχονταν από μια νέα πηγή.

Παλμίρο  Τολιάτι

 

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΠΤΑ- Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ «ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ»

 

Στους τελευταίους μήνες του 1917, ο Μπορντίγκα είχε επισημάνει την ανωμαλία και αντίφαση  ανάμεσα στον καθυστερημένο χαρακτήρα της Ρωσίας και στο γεγονός ότι αυτή η χώρα ήταν η έδρα ενός ισχυρού μαρξιστικού κόμματος, των Μπολσεβίκων. Περισσότερο από ένα έτος αργότερα, ο Γκράμσι είχε εντοπίσει στην ηγεσία της Ρώσικης Επανάστασης «μια αριστοκρατία πολιτικών, που δεν είχε το όμοιό  της στον κόσμο»[34].  Στην διάρκεια του 1924, οι απόψεις των δύο ανδρών διαφοροποιήθηκαν ριζικά. Ενώ ο Μπορντίγκα έβλεπε την Διεθνή να πέφτει θύμα του σοβιετικού οπορτουνισμού, ο Γκράμσι έθετε ως στόχο να συνδέσει στενά το ΚΚΙ προς την Διεθνή, δηλαδή πάνω σε πολιτικές θέσεις, που υποδεικνύονταν από την Διεθνή. Το 1924 ήταν η χρονιά διαμόρφωσης της τάσης του «Κέντρου» στο ΚΚΙ και η αρχή του τέλους για την «Αριστερά».

 

  1. Η διαμόρφωση του «Κέντρου»

 

Ο Γκράμσι και  μόνο ο Γκράμσι πραγματοποίησε την ριζική μεταβολή που θα κατέληγε    στο συνέδριο της Λυών το 1926, αν και σύντομα βρήκε πρόθυμους συνεργάτες. Ο ακραίος κίνδυνος στις ζωές αυτών των ανθρώπων, αλλά και η αβεβαιότητα  για το μέλλον τους ήταν οι παράγοντες που εξηγούν γιατί αυτά τα στελέχη αποδέχθηκαν τις πολιτικές που πρότεινε ο Γκράμσι. Καθώς είχαν επιλέξει να είναι επαναστάτες, η τάση αποδοχής της Σοβιετικής Ένωσης ήταν μια αναμενόμενη κατάσταση. Αλλά η εξήγηση δεν μπορεί να περιορισθεί σε μια δικαιολόγηση της στάσης τους ή σε μια απολογητική. Τα θύματά τους, τα μέλη της «Αριστεράς» εργάζονταν υπό παρόμοιες συνθήκες. Στους πρώτους μήνες του 1924, η εξέλιξη αυτή  ( η σύγκρουση μέσα στο κόμμα) πήρε σημαντικές διαστάσεις.  Έχοντας σταματήσει το «Μανιφέστο» του Μπορντίγκα , το οποίο χαρακτήρισε ως «παραλογισμό», ο Γκράμσι έβαλε μπρος να διαμορφώσει μια νέα ηγετική ομάδα, η οποία «μόνο περιοχικά θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «Κέντρο»[35].  Συνεπώς, ο Γκράμσι άρχισε να δρα πολύ προσεκτικά. Είχε καταληφθεί από τον φόβο ότι μόνο η Διεθνής μπορούσε να συνέχει το κόμμα, άρα, χωρίς μια διευθέτηση της σχέσης με την Διεθνή το κόμμα βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο. Μέχρι πια το 1924 , οι αμφιβολίες του Γκράμσι σχετικά με την δυναμική του ΚΚΙ είχαν φτάσει στο επίπεδο των αμφιβολιών των Σοβιετικών για τις δυνατότητες της δυτικοευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Είναι δυνατόν να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη διαμόρφωσης του «Κέντρου», παρακολουθώντας την αλληλογραφία του Γκράμσι με μισή ντουζίνα ηγετικές φυσιογνωμίες στο ιταλικό  κόμμα. Τα περισσότερα μέλη του κόμματος ήταν απληροφόρητα για την διαμορφούμενη εξέλιξη.

 

Ο καθένας με τον τρόπο του, αυτοί οι άνθρωποι ακολούθησαν τον Γκράμσι στον σχηματισμό αυτής της συμμαχίας. Ο Λεονέτι, ένα παλιό μέλος της ομάδας του «Όρντινε Νουόβο», άνοιξε τον δρόμο. Τον Γενάρη του 1924  πρότεινε  στον Γκράμσι την σκέψη  ότι μόνο αυτός ( ο Γκράμσι)  μπορούσε να σώσει το κόμμα από το χάος και από την ρήξη με την Διεθνή[36]. Ο Γκράμσι, γρήγορα, απάντησε σε αυτήν την έκκληση με ένα «εμείς» , εννοώντας την ομάδα του «Όρντινε Νουόβο»[37]. Στην Μόσχα , ο Τερατσίνι  άρχισε να ταλαντεύεται. Ενώ συνέχισε να υποστηρίζει πολιτικά το «Μανιφέστο» , συμφώνησε «ότι δεν μπορούμε αιωνίως να παραμείνουμε προσηλωμένοι στον Αμαντέο».  Ο Μπορντίγκα ήταν πολιτικός άνδρας και θα μπορούσε και μόνος του να αλλάξει προσανατολισμό[38], μια παρατήρηση που την υιοθέτησε και ο Γκράμσι.  Ο Τολιάτι, αφού παραδέχθηκε ότι η μετατόπιση της Διεθνούς προς τα «αριστερά» το1924 ήταν ρητορική και μόνο, έγραψε ότι « είναι θετικό να επιτρέψουμε στον Μπορντίγκα να ασκεί κριτική, ενόσο εμείς σκεφτόμαστε τις υποθέσεις μας και καθορίζουμε την στάση μας» , μέχρι και το ενδεχόμενο αποβολής του Μπορντίγκα από την Πλειοψηφία[39] ( μια μάλλον εξαιρετικά γραφειοκρατική τοποθέτηση, Δ.Μπ.).

 

Εξαιρετικά ενδεικτική και αποκαλυπτική του ιντριγκαδόρικου χαρακτήρα της νέας τάσης του «Κέντρου» ήταν η επιστολή του Γκράμσι της 9ης Φεβρουαρίου 1924. Δύο από τα σχόλιά αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή. Το πρώτο σχετίζεται με τις συγκρούσεις στο ρωσικό κόμμα, τις οποίες  είχε παρατηρήσει από πρώτο χέρι, προτού φύγει από την Μόσχα και πάει στην Βιέννη ( άνοιξη προς καλοκαίρι 1924). Ενημέρωσε τον Τολιάτι ότι οι Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ και Στάλιν αντιπροσωπεύουν την δεξιά τάση του ρωσικού κόμματος, ενώ η αριστερή εκπροσωπείται από τους Τρότσκυ, Μπουχάριν και Ράντεκ. «Ζητώντας μια μεγαλύτερη εργατική συμμετοχή στο κόμμα και την μείωση της γραφειοκρατίας, σε τελική ανάλυση, αυτοί ( ο Τρότσκυ κλπ) επιδιώκουν να εξασφαλίσουν τον σοσιαλιστικό και εργατικό χαρακτήρα της επανάστασης»,ένας στόχος, με τον οποίον ο Γκράμσι  αποτυγχάνει να ταυτιστεί σε αυτήν την επιστολή.

 

Το δεύτερο σχόλιο αφορά την πρόσφατη στο χρονικό σημείο εκείνο  Ιστορία  του ΚΚΙ.  ( Το «Μανιφέστο» του Μπορντίγκα, πλέον, είχε φτάσει να χαρακτηρισθεί ως «βυζαντινολογία»).    Κοιτώντας προς το παρελθόν του ΚΚΙ, ο Γκράμσι διαπίστωνε ότι η έλξη προς την Διεθνή αποτελούσε  βασικό χαρακτηριστικό όσων μετείχαν στην Συνδιάσκεψη της Ίμολα το 1920. Επιπλέον, η δομή του ΚΚΙ ήταν αφηρημένη, αντιδιαλεκτική  και ωθούσε τα μέλη του προς την παθητικότητα. Οι θέσεις του Συνεδρίου της Ρώμης δεν είχαν ποτέ συζητηθεί, και αν η Εκτελεστική Επιτροπή του κόμματος δεν είχε συμφωνήσει με την Διεθνή κατά το  Συνέδριο της Ρώμης (1922), το σώμα αυτό θα είχε ανατρέψει την ηγεσία του Μπορντίγκα. Ο Γκράμσι  αναφέρθηκε στις απόψεις του Μπορντίγκα ότι  το κόμμα ήταν εξαιρετικά πολύ εξαρτημένο από την Διεθνή καθώς και στην ελπίδα του ότι η νίκη των επαναστάσεων στην Δυτική Ευρώπη θα ενίσχυε την ανεξαρτησία των ΚΚ και θα αποδυνάμωνε την ηγεμονία της Διεθνούς. Ο Γκράμσι διαφωνούσε με αυτήν την θέση, θεωρώντας ότι «οι απόψεις της Διεθνούς ήταν ιδεώδεις για την ερμηνεία των γεγονότων και την καθοδήγηση της δράσης».

 

Αυτή η καθοριστική επιστολή σηματοδοτεί  την γέννηση μιας «νέας Ιστορίας» του ΚΚΙ, την οποία το «Κέντρο» ως τάση θα καθιστούσε επίσημη μετά την νίκη του στο Συνέδριο της Λυών. Έχει εξαιρετική σημασία το ότι εδώ ο Γκράμσι χρησιμοποιεί την εκλογίκευση ως μέσο για να υποκαταστήσει την αντικειμενική θέαση της Ιστορίας του κόμματος. Ένα πέπλο ριχνόταν στην Ιστορία του κόμματος και μαζί με αυτό  ετίθετο η αναγκαιότητα απομάκρυνσης από τις πραγματικές συνθήκες  και αιτίες  γέννησης   του κομμουνιστικού κινήματος στην Ιταλία. Μέσα σε έναν χρόνο, οι ιδιότητες που ανέφερε ο Γκράμσι στην επιστολή  του της 9-2-1924 ( «αφηρημένος χαρακτήρας» ,  «αντιδιαλεκτική στάση», «παθητικότητα» ) θα αποδίδονταν ως μομφή προσωπικά στον Μπορντίγκα. Γράφοντας προς την Μόσχα στις 7-10-1924, ο Τολιάτι υιοθετούσε μια άλλη ερμηνεία για την παθητικότητα του κόμματος. «Η παθητικότητα όλης της εργατικής τάξης εισέδυσε στις γραμμές μας. Οι αγωνιστές του κόμματος ζούσαν σε συνθήκες, οι οποίες ήταν πιθανόν χειρότερες από εκείνες των εργαζόμενων μαζών. Έτσι, λοιπόν, η αδράνεια και η παθητικότητα έβρισκαν εξήγηση»[40].

Καθώς τον είχαν διαβεβαιώσει από την Διεθνή ότι θα στήριζαν την νέα ηγεσία, ο Γκράμσι πρότεινε τον Μάρτιο 1924 τον σχηματισμό μιας νέας τάσης στο ΚΚΙ,  θεμελιωμένη σε ένα πλαίσιο θέσεων, που θα συνέτασσαν ο Λεονέτι, ο Σκοτσιμάρο και ο Τολιάτι ή ο Τερατσίνι, ο Τζενάρι και  ο Μοντανιάνα ( το όνομα του Γκράμσι δεν θα φαινόταν)[41] .   Ο Τερατσίνι, που ομολογούσε ότι αισθανόταν καταπτοημένος και δυστυχής, μετά από πέντε μήνες παραμονής στην Μόσχα, και ο Τολιάτι συμφώνησαν με τον Γκράμσι, ενώ ο Σκοτσιμάρο και η Ραβέρα όχι[42].

 

Καθώς το «Κέντρο» ήταν υπό διαμόρφωση, ο Τολιάτι ετοίμαζε την εισαγωγή για μια νέα σειρά  του εντύπου «Όρντινε Νουόβο» , που θα δημοσιευόταν την 1-3-1924.  Ο Τολιάτι επέκρινε την  υπεράσπιση  της  χρησιμότητας ύπαρξης κομματικών τάσεων από τον Τρότσκυ  , ο οποίος θα ενέτασσε αργότερα αυτήν την άποψή του στο έργο του «Τα μαθήματα του Οκτώβρη» ( τέλη του 1924).  Επίσης, ο Τολιάτι ασκούσε κριτική, σε κάποιον βαθμό, στις αποφάσεις του Συνεδρίου της Ρώμης, υποστηρίζοντας ότι ο φορμαλισμός των αποφάσεων αυτών συνιστούσε μια υποχώρηση «από τον Μαρξ και τον Χέγκελ προς τον Καντ και τον φιλοσοφικό ιδεαλισμό( καντιανισμό) ». «Οι εσωκομματικές τάσεις ανήκαν στην εποχή της Δεύτερης Διεθνούς», ισχυριζόταν ο Τολιάτι, «και ήταν ασύμβατες  με ένα επαναστατικό  κόμμα της εργατικής τάξης»[43].

 

Οι διατυπώσεις του Τολιάτι λειτούργησαν ως καταδίκη των ατομικών ενεργειών του Γκράμσι, αν και ο Τολιάτι δεν έδινε σε αυτές το νόημα αυτό . Απτόητος είτε από την τοποθέτηση του Τολιάτι είτε από την επιφύλαξη του Σκοτσιμάρο και της Ραβέρα, ο Γκράμσι πρότεινε οι θέσεις του να παρουσιασθούν ως θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος[44]. Αυτή η πρόταση ενόχλησε τον Σκοτσιμάρο, ο οποίος παρατήρησε ότι αν αυτές οι  υπόγειες   δραστηριότητες της ομάδας του «Κέντρου» υπέπιπταν στην αντίληψη του κόμματος, δεν θα ήταν δύσκολο στον Μπορντίγκα να συσπειρώσει γύρω του μια πολύ εκτεταμένη πλειοψηφία. Ο Σκοτσιμάρο ήθελε μια πιο διαφανή δραστηριότητα προς την αλλαγή των θέσεων του κόμματος και πίστευε ότι με αυτήν την δημόσια στάση η γραμμή της μεταβολής της πολιτικής του κόμματος θα αποκτούσε στην βάση μια ευρεία συναίνεση[45].  Φήμες για την δραστηριότητα του Γκράμσι έφτασαν στον Hubert –Droz ( μέλος της ΕΕΚΔ με ευθύνη για την Ιταλία)  και αυτός ενημέρωσε τον Ζηνόβιεφ ότι ο Γκράμσι ήθελε να σχηματίσει μια ευρεία τάση που θα κάλυπτε όλο το κόμμα εκτός από το «δεξιό» και το «αριστερό» άκρο του[46].

Στις 15 Μαρτίου,  ένα δεύτερο τεύχος του «Όρντινε Νουόβο» περιείχε το εισαγωγικό  άρθρο του Γκράμσι με τον τίτλο «Κατά της απαισιοδοξίας». Το άρθρο αυτό συνέχιζε την επανεκτίμηση  και ξαναγράψιμο της πρόσφατης  Ιστορίας του ΚΚΙ εκ μέρους του Γκράμσι. Έγραφε : «  Μόνο μετά το Δεύτερο Συνέδριο της ΚΔ ( καλοκαίρι του 1920) ξεκίνησε η  επιχείρηση  για την αναζωογόνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ιταλίας. Αναπτύχθηκε σε εθνική κλίμακα, καθώς είχε ήδη ξεκινήσει από το τμήμα του Τορίνου τον προηγούμενο Μάρτιο σε μια πρωτοβουλία, προορισμένη να παρουσιασθεί στην επικείμενη Συνδιάσκεψη του κόμματος».  Ο Γκράμσι αναφέρεται στις προσπάθειες της ομάδας του «Όρντινε Νουόβο» στο Τορίνο, αποσιωπώντας ότι η ομάδα γύρω από το έντυπο «Το Σοβιέτ» ( δηλ. ο στενός πυρήνας του Μπορντίγκα) είχε ξεκινήσει την ίδια προσπάθεια ήδη από τους πρώτους μήνες του 1919. Το εισαγωγικό του περιείχε μια κεκαλυμμένη κριτική των πρώτων χρόνων του κόμματος (του ΚΚ) , παρά την διατύπωσή του ότι «τα μέλη του κόμματος αποτελούσαν μια φάλαγγα από ατσάλι». « Η δράση της ΚΔ», έγραφε στην συνέχεια ο Γκράμσι , «αποτελούσε για ορισμένο διάστημα την μοναδική δύναμη που επέτρεπε στο κόμμα να διατηρεί αποτελεσματική επαφή με τις μάζες», θέση που ενίσχυε την νέα γραφή της Ιστορίας του κόμματος από τον ίδιο. Ως αποτέλεσμα των πολιτικών του 3ου και του 4ου Συνεδρίου της ΚΔ ( εννοούσε  προφανώς την στροφή στην τακτική του Ενιαίου Μετώπου όχι μόνο από τα κάτω αλλά και με συνεργασία των οργανώσεων του εργατικού κινήματος «από τα πάνω» κατά του φασισμού, Δ.Μπ.) αλλά και των αποφάσεων της ΕΕΚΔ  του Ιουνίου 1922 και 1923, το ΚΚΙ μπορούσε να εξελιχθεί σε μαζικό κόμμα. Πλήρης ταχύτητα σε συμφωνία με την Διεθνή, ήταν το βασικό μήνυμα αυτού του εισαγωγικού άρθρου[47].

 

Η αβεβαιότητα της νέας τάσης του «Κέντρου» αλλά και η ανάγκη για συνεχή προσοχή στις κινήσεις  τονίσθηκε από τις πολιτικές εξελίξεις του Απριλίου 1924. Ο Τερατσίνι  ανέφερε μια συζήτησή του με τον Ράντεκ, ο οποίος χαρακτήρισε τον Μπορντίγκα «ως ένα από τα λίγα μυαλά, που θα μπορούσαν να ηγηθούν στην Διεθνή»[48] , μια εκτίμηση  επαινετική  για τον Μπορντίγκα και συμβατή με το γενικό κλίμα των στελεχών της Διεθνούς εκείνο το διάστημα[49]. Εκείνο τον μήνα , ο Γκράμσι  είχε γράψει στον Τολιάτι μια επιστολή, παραπονούμενος ότι ο Πιέτρο Τρεσσό ( Pietro Tresso) , ένα πιο δευτερεύον στέλεχος του ΚΚΙ, ερμήνευε την θέση του ( του Γκράμσι) ως μια προσπάθεια να αποβάλει από το κόμμα  την τάση της «Αριστεράς». Ο Γκράμσι φοβόταν ότι αυτή η ερμηνεία , αν διαδιδόταν , θα πέρναγε στην κομματική βάση το ακόλουθο μήνυμα :  «Ο Σάρντι ( δηλ. ο Γκράμσι) θέλει να πετάξει τον Μπορντίγκα έξω από το κόμμα». Μια τέτοια διάδοση «θα αποτελούσε αυτοκτονική ομιλία, θα δημιουργούσε ένα ζήτημα τιμής»[50]. Αργότερα, ο Σκοτσιμάρο ανέφερε ότι κατά την συνεδρίαση της ΚΕ τον Απρίλιο του 1924 τα περισσότερα μέλη εξέφρασαν δυσφορία προς την νέα γραμμή  ( της στροφής προς το Ενιαίο Μέτωπο, Δ.Μπ.), παρά το ότι αυτή παρουσιάσθηκε ως συνέχεια της γραμμής  της παλιάς Πλειοψηφίας. «Αν είχαμε ζητήσει από αυτούς τους συντρόφους» ενημέρωνε ο Σκοτσιμάρο τον Γκράμσι , «να υπογράψουν ένα κείμενο χωρίς τον Αμαντέο, θα είχαν αρνηθεί και έτσι θα θυσιάζαμε τις κατοπινές δράσεις μας[51]». Αυτά τα στελέχη είχαν ήδη εγκαταλείψει την παλιά πρακτική της Πλειοψηφίας ( της παλιάς ευρύτερης «Αριστεράς») ότι όλα τα  πολιτικά ζητήματα επιλύονται με ανοιχτό και δημόσιο διάλογο. Όμως, το «Κέντρο» υπήρχε ήδη ως τάση και κατείχε την ηγεσία  του κόμματος.

 

Στην συνεδρίαση της ΚΕ, η παλιά «δεξιά» Μειοψηφία  ( υπό τον Τάσκα) δεν εξέφρασε καμία αντίρρηση.  Ο Τάσκα εξήγησε αυτήν την υποχώρηση στη λογική προς τον Ράκοζι. Το «Κέντρο», μια νέα τάση, είχε συγκροτηθεί στο κόμμα, και ο Τάσκα συμφωνούσε με αυτήν την εξέλιξη[52]. Ο Τάσκα, μαζί με τον Σκοτσιμάρο , τον Γκράμσι και τον Χούμπερτ-Ντροζ , προαισθανόταν ότι αυτή η εξέλιξη θα  έφερνε το κόμμα πιο κοντά στην δική του πολιτική  γραμμή.

 

Η ΚΕ του Απριλίου 1924 είχε κριθεί αναγκαία για να προετοιμάσει μια εθνική Συδιάσκεψη του κόμματος, η οποία θα γινόταν σε μυστική συνεδρίαση στο Κόμο. Η ΚΕ είχε να αποφασίσει ανάμεσα σε δύο διαφορετικές πολιτικές προτάσεις, αυτήν του «Κέντρου» και εκείνη της «Αριστεράς».Η πρώτη ,που προτάθηκε από το «Κέντρο»[53] ( περιττή ονόμασε ο Σκοτσιμάρο την περιγραφή του «Τάσκα» για την νέα τάση ως «Νέο Κέντρο») υποβάθμισε τις δυσκολίες που είχε ως τότε το ΚΚΙ με την Διεθνή, περιόρισε την αξία των αποφάσεων του Συνεδρίου της Ρώμης ως «συμβουλευτική» και μόνο και σχεδίασε  την μελλοντική πολιτική του κόμματος σε συμφωνία με την γραμμή του 3ου και 4ου Συνεδρίου της Διεθνούς και της ΕΕΚΔ του Ιουνίου 1923 ( Ενιαίο Μέτωπο, Εργατική Κυβέρνηση, αντιφασιστική ενότητα –Δ.Μπ.).    Οι τάσεις δεν θα επιτρέπονταν και η πλειοψηφία αναζήτησε την συνεργασία της «Αριστεράς». Κανείς αντιπρόσωπος της «Αριστεράς» δεν έλαβε μέρος στην ΚΕ ( ο Μπορντίγκα είχε ζητήσει από το φθινόπωρο την αποχή από τα όργανα των μελών της πιο στενής πλέον «Αριστεράς» , δες και παραπάνω). Όμως, έφτασε στην ΚΕ  ένα γραπτό κείμενο  του Μπορντίγκα μαζί με εξηγήσεις του  όπου ζητούσε συγγνώμη διότι «από την στιγμή που δεν υπήρχαν αναγνωρισμένες τάσεις στο κόμμα», δεν του είχε δοθεί ο χρόνος να συνδιαμορφώσει συλλογικές απόψεις με τα μέλη που μοιράζονταν τις ίδιες πολιτικές απόψεις. Αυτό το κείμενο  του Μπορντίγκα κατέστησε διάφανη πλέον την  θεμελιώδη πολιτική διαφωνία της «Αριστεράς» με την Διεθνή. Περιλάμβανε την υπεράσπιση των αρχικών θέσεων  του ΚΚΙ, η οποία, κατά τον Μπορντίγκα δεν απέκλειε το Ενιαίο Μέτωπο πλήρως, καθώς μια εκδοχή του Ενιαίου Μετώπου, σύμφωνη με το προηγούμενο Συνέδριο (της Ρώμης) είχε εφαρμοσθεί στην «νόμιμη απεργία» του Αυγούστου 1922,στην δε συνέχεια η συνεχής ανάμειξη της Διεθνούς στα εσωτερικά του ΚΚΙ είχε αποδυναμώσει και παραλύσει το κόμμα. Η πρόταση Μπορντίγκα υποστήριζε ότι η κρίση που αντιμετώπιζε το ΚΚΙ μπορούσε να επιλυθεί μόνο σε διεθνές επίπεδο, με τον σχηματισμό ενός γνήσιου διεθνούς επαναστατικού κόμματος[54]. Αν αυτό αποτύγχανε και η ΚΔ μετατοπιζόταν προς τα δεξιά, μια διεθνής «αριστερή» τάση θα έπρεπε να συγκροτηθεί από τα μέλη των εθνικών τμημάτων. Ανακεφαλαιώνοντας,  η τάση του «Κέντρου» σε αυτήν την φάση , αν και ηγετικά πλειοψηφική, αντιμετώπιζε τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Ρώμης κριτικά μεν αλλά και πολύ προσεκτικά, καθώς μια ευθεία απόρριψή τους, θα δημιουργούσε μεγάλη αναστάτωση στο κόμμα. Όμως, ο Γκράμσι και ο Τολιάτι είχαν ήδη με  σαφήνεια εγκαταλείψει αυτές τις θέσεις.

 

Η πρόταση της «Αριστεράς», από την άλλη πλευρά , έδινε την έμφαση στην διόρθωση της γραμμής στο διεθνές επίπεδο, από όπου, πρακτικά, η τάση του «Κέντρου» αντλούσε την δύναμή της[55].

 

Γράφοντας στον Τρεσσό ξανά, ο Γκράμσι διατύπωσε την αναγκαιότητα να διασπασθεί και η «δεξιά» τάση, έτσι ώστε να απορροφηθεί  στο «Κέντρο» η ομάδα Τάσκα-Βότα και να απομονωθεί η ομάδα Μπομπάτσι-Μισιάνο[56]. Όσο για τον Μπορντίγκα, θα μπορούσε ίσως να κερδηθεί.  «Είναι  ένας  πρακτικός άνθρωπος και όχι ένας Δον Κιχώτης, ενδιαφέρεται για πρωτοβουλίες με πρακτικά αποτελέσματα και όχι για σκέτες ιδεολογικές χειρονομίες». Ο Γκράμσι είχε τώρα  προσεγγίσει τον Τάσκα, αλλά το πολιτικό σοκ της συνδιάσκεψης του Κόμο βρισκόταν ακόμη μπροστά τους.

 

  1. H Συνδιάσκεψη στο Κόμο

 

Ως υπόβαθρο για την  κατανόηση της Συνδιάσκεψης του Κόμο, μερικά σχόλια μπορεί να βοηθήσουν  στην κατανόηση της μεταβαλλόμενης ιταλικής κατάστασης και να διαφωτίσουν ορισμένα νέα στοιχεία της σκηνής το 1924. Με το «Μανιφέστο» να είναι τελείως νεκρό  και τον Μπορντίγκα να αρνείται σταθερά την πρόταση να μετάσχει στην Εκτελεστική Επιτροπή, ο  τελευταίος στράφηκε στην έκδοση του Prometeo , μιας μηνιαίας έκδοσης, η οποία δεν ήταν όργανο του κόμματος ούτε χρηματοδοτούνταν , όπως το Όρντινε Νουόβο, από πόρους της Κομιντέρν[57].  Το πρώτο τεύχος του εντύπου εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1924 . Κατά κανόνα, το έντυπο έγινε υποστηρικτής των θέσεων της «Αριστεράς», παρά το ότι η αρχική συμμετοχή σε αυτό του Λεονέτι, ο οποίος λίγο αργότερα θα συνίδρυε το «Κέντρο» μαζί με τον Γκράμσι μπορεί να υποδήλωνε μια πιο γενικότερη στοχοθεσία.  Τον Μάρτιο, το Prometeo ανατύπωσε τον λόγο του Μπορντίγκα τον προηγούμενο μήνα, που αποτελούσε μια νεκρολογία για τον θάνατο του Λένιν ( Ιανουάριος 1924).  Όπως γράφηκε στην Ουνιτά, οι παρατηρήσεις του Μπορντίγκα για τον Λένιν είχαν γίνει δεκτές «με έντονο και παρατεταμένο χειροκρότημα από το κοινό»[58], όμως η ερμηνεία του λενινισμού από τον Μπορντίγκα αντέκρουε την γραμμή της Διεθνούς για το Ενιαίο Μέτωπο. Ο λενινιστικός  δρόμος προς την εξουσία στηριζόταν στην σύγκρουση των τάξεων, έγραφε ο Μπορντίγκα,  στην οδήγηση της εργατικής τάξης προς την εκπλήρωση του ιστορικού της ρόλου. «Δεν μπορείς να φτάσεις εκεί χρησιμοποιώντας δημοκρατικές μεθόδους, που βασίζονται στις αθάνατες αρχές  ( κατά τους Φιλισταίους)  της δημοκρατίας». Και δεν υπήρχε μεγαλύτερο λάθος πολιτικά από το «να οδηγήσει κανείς το προλεταριάτο να πιστέψει ότι αυτές οι προσπάθειες ( δηλ. το Ενιαίο Μέτωπο) θα άμβλυναν τις δυσκολίες  και θα μείωναν τις προσπάθειες και τις θυσίες του αγώνα». Ο Μπορντίγκα απέδωσε τις κύριες ευθύνες για την αποτυχία της γερμανικής επανάστασης και των Γερμανών κομμουνιστών  τον Οκτώβριο 1923  στην προσπάθεια του ΚΚΓ να μετάσχει στις κυβερνήσεις της Σαξονίας και Θουριγγίας με  την έγκριση και καθοδήγηση της ίδιας της Διεθνούς[59].

 

Τον Μάιο του 1924, ο Μπορντίγκα χρησιμοποίησε τις στήλες του Prometeo για να θεμελιώσει το δικαίωμα της «Αριστεράς» στην Ιταλία να διαφωνεί πολιτικά με την Διεθνή. Ο Μπορντίγκα υποστήριξε ότι ορισμένα ζητήματα ήταν τέτοιας σημασίας που δεν ήταν δυνατόν να επιλυθούν με την μέθοδο της πλειοψηφίας ή με την υποταγή στην κομματική πειθαρχία. Στο παρελθόν, όψεις  υποταγής στην κομματική πειθαρχία είχαν χρησιμοποιηθεί για να παρεμποδίσουν την επανάσταση (εννοεί την πειθαρχία των κομμάτων της Β’ Διεθνούς , ιδίως κατά τον παγκόσμιο πόλεμο, Δ.Μπ.). Ποιος περισσότερο από τον Λένιν είχε κατηγορηθεί περισσότερο ως «απείθαρχος και ασεβής, παρεμποδίζων και  παραβιάζων τους κομματικούς νόμους» ,μέχρις ότου να καταλήξει να είναι αυτός που αποκατέστησε τον μαρξισμό; Η ορθότητα γραμμής ήταν αναγκαία  και όχι η τυφλή υπακοή στην πειθαρχία. Η Διεθνής ήταν μια εθελοντική ένωση κομμάτων και δεν ήταν σωστή η τοποθέτηση «ότι πρέπει να αποδεχθούμε την φόρμουλα, όσα πλεονεκτήματα και αν έχει, της πλήρους υποταγής στην ηγεσία». Στο άρθρο του αυτό, ο Μπορντίγκα αναφερόταν ευνοικά στον Τρότσκυ , ο οποίος εκείνη την περίοδο συγκρουόταν έντονα και δεχόταν επίθεση από την τρόικα των Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ και Στάλιν[60].

 

Μια δεύτερη έκδοση αυτής της εποχής αποτελούσε η εμφάνιση της καθημερινής   L’ Unita, που ήταν το  νέο επίσημο όργανο του κόμματος , ανταγωνιζόμενη το σοσιαλιστικό Avanti και χρηματοδοτούμενη από την ΚΔ.  Αρχικά, ο Γκράμσι υποστήριξε ότι το νέο όργανο θα ήταν η φωνή όλων των απόψεων στην ιταλική πολιτική Αριστερά[61], αλλά αυτή η πρόθεση δεν υλοποιήθηκε ποτέ,   και η καθημερινή L’Unita αποτέλεσε  από την αρχή ένα όπλο στα χέρια της ηγεσίας. Στα αρχικά τεύχη, παρ’όλα αυτά, μπορούσε να βρει κανείς μια τιμιότητα στην παρουσίαση των γεγονότων, η οποία θα είχε εκλείψει πια έναν χρόνο αργότερα. Ως εκ τούτου, ο Γκριέκο μπορούσε να γράφει από την Μόσχα παρουσιάζοντας την ανερχόμενη αντιπολίτευση μέσα στο κόμμα των Μπολσεβίκων γύρω από τους Τρότσκυ, Πρεομπραζένσκυ και Κολλοντάι , και πώς  η εσωκομματική ζωή ε΄θχε παραλύσει χάρη στην «άγρια κομματική στρατιωτικοποίηση» , την οποίαν επέφερε η απόφαση του 10ου Συνεδρίου των Μπολσεβίκων[62].

 

Toν Φεβρουάριο του 1924, το ΚΚΙ προχώρησε στην εφαρμογή του Ενιαίου Μετώπου , προτείνοντας στο ΣΚ Ιταλίας και στο PSU ( κόμμα που είχε συγκροτήσει η πιο ρεφορμιστική πτέρυγα του ΣΚΙ, η οποία είχε αποβληθεί από αυτό το 1922) να κατεβούν μαζί στις κοινοβουλευτικές εκλογές, που θα γίνονταν τον Απρίλιο. Σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο Acerbo, που προωθούσε η φασιστική κυβέρνηση, το κόμμα που θα έπαιρνε είκοσι πέντε τοις εκατό των ψήφων θα συγκέντρωνε το εξήντα πέντε τοις εκατό των εδρών στην Βουλή των Αντιπροσώπων. Σκοπός του νόμου ήταν η εξάλειψη της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης στο καθεστώς. Ο χρόνος φαινόταν κατάλληλος για την τακτική του Ενιαίου Μετώπου, αλλά τα δύο σοσιαλιστικά κόμματα απέρριψαν την πρόταση του ΚΚ, και όταν οι οπαδοί της συνεργασίας με το ΚΚ στο ΣΚΙ, η τάση των Tercini, αποφάσισαν να συνεργαστούν εκλογικά με το ΚΚ, διαμορφώνοντας το εκλογικό σχήμα Προλεταριακή Ενότητα, το ΣΚΙ τους διέγραψε. Πολλά από τα μέλη της βάσης του ΚΚΙ ήρθαν σε σύγχυση με την τακτική του Ενιαίου Μετώπου και ο Τολιάτι υποχρεώθηκε να καθησυχάσει τους φόβους τους. Δεν υπήρχε διαφορά, υποστήριξε, ανάμεσα στην πολιτική του παρελθόντος και σε εκείνη του παρόντος. Το κόμμα έπρεπε πρώτα να δημιουργηθεί στο Λιβόρνο ( 1.1921) και στην συνέχεια να συνεργασθεί με το ΣΚΙ πάνω σε μια νέα βάση[63].

 

Η αποτυχία της έκκλησης επανεμφανίσθηκε την 1η Μαίου του 1924, όταν το ΣΚΙ , το PSU και η ρεφορμιστική συνομοσπονδία  CGIL αρνήθηκαν την πρόταση του ΚΚΙ για μονοήμερο σταμάτημα της εργασίας. Ένας βασικός λόγος της αποτυχίας ήταν η αντιφατική πολιτική του ΚΚΙ. Στις 5 Μαρτίου 1924, το όργανο του ΣΚΙ Avanti είχε δημοσιεύσει μια κομματική εγκύκλιο του ΚΚΙ με τα στοιχεία  973 R του Φεβρουαρίου 1924, η οποία είχε το ακόλουθο περιεχόμενο : «όλη η δραστηριότητα της ΚΔ έχει ως σκοπό την εξαφάνιση του ΚΚΙ από την πολιτική σκηνή»[64].  Το ΣΚΙ δεν θα ήταν λογικό να μπει σε μια εκλογική συνεργασία, η οποία θα ήταν το πρελούδιο της καταστροφής του. Από την ίδρυσή του το 1921, το ΚΚ ήθελε να εξαφανίσει πολιτικά το ΣΚΙ, αλλά μετά την εισαγωγή του Ενιαίου Μετώπου από το ΚΚΙ υπήρχε πλέον μια διγλωσσία  για πρώτη φορά, όπου το κόμμα έπρεπε να συνεργάζεται με τις άλλες οργανώσεις του εργατικού κινήματος και, ταυτόχρονα, να απεργάζεται την καταστροφή τους. Αυτή η αντίφαση ήταν ενεργή, όταν τον Μάρτιο του 1924 η L’Unita σε ένα εισαγωγικό άρθρο της κατακεραύνωσε τους σοσιαλιστές  Lazzari και  Vella ως «ηλίθιους» για τον ισχυρισμό τους ότι η Σοβιετική Ένωση αναζητούσε ένα διπλωματικό modus Vivendi με την φασιστική Ιταλία.

 

Η συμπεριφορά της σοβιετικής πρεσβείας στην Ιταλία  πλέον το 1924 ήταν πηγή πικρών και οργισμένων  συναισθημάτων για τους Ιταλούς κομμουνιστές  και βλάβης για την αντιφασιστική πολιτική υπόθεση. Επιδιώκοντας την σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και την Ιταλία , ο πρέσβης είχε αρχίσει να εκφράζει επαίνους για το ιταλικό καθεστώς και τον Μουσσολίνι. Σε επιστολή του προς το Προεδρείο της ΚΔ, ο Χούμπερτ Ντροζ παραπονέθηκε για αυτές τις δραστηριότητες της πρεσβείας. «Μετά από την δεξίωση του Ιουλίου 1923», έγραφε, « η οποία μας έβλαψε σημαντικά, δεν αντιλαμβάνομαι για ποιόν λόγο ο πρέσβης μας  επαναλαμβάνει το σφάλμα του. Φαίνεται  ότι αδιαφορεί πλήρως για την ιταλική εργατική τάξη και πιστεύω ότι το ρωσικό κόμμα πρέπει να αντικαταστήσει τον Γιουρένεφ ( Yurenev) και να στείλει κάποιον που δεν θα φλερτάρει με τον φασισμό αλλά θα κρατά στο μυαλό του ως κυρίαρχα τα συμφέροντα του ιταλικού προλεταριάτου»[65]. Η διαμαρτυρία του Χούμπερτ Ντροζ προς την Διεθνή είχε περιορισμένες συνέπειες, και οι εκπρόσωποι του σοβιετικού κράτους συνέχισαν να μιλούν επαινετικά για τον Μουσσολίνι. Σε μια δεύτερη επιστολή, ο γραμματές της ΚΔ επεσήμανε τις σοβαρές πολιτικές συνέπειες που αυτή η τακτική θα μπορούσε να έχει. «Οι επανειλημμένες συνεντεύξεις των Yurenev, Tykov, Enukidze , συνοδευόμενες από φωτογραφίες, αυτόγραφα και αφιερώσεις, στην εφημερίδα  Il Popolo d’ Italia, που είναι το επίσημο  ημερήσιο όργανο του φασιστικού καθεστώτος,  συνεντεύξεις που μιλούν για τον Μουσσολίνι ως σπουδαίο άνδρα, για τον νόμο και τάξη που έφερε στην Ιταλία, όπως και η δεξίωση που έδωσε  ο Yurenev   υπέρ του Μουσσολίνι και μάλιστα στο πιο κομβικό σημείο της κρίσης με την υπόθεση Matteoti, oδήγησε στο σημείο όπου ακόμη και μέσα στις εργαζόμενες μάζες σχηματίσθηκε σε αρκετούς  η πεποίθηση μιας διαρκούς φιλίας μεταξύ Ιταλίας και Ρωσίας, και ως εκ τούτου- λόγω των πράξεων των δύο κυβερνήσεων, μεταξύ κομμουνισμού και φασισμού».  Ως αποτέλεσμα, «το κόμμα μας αποδυναμώθηκε σημαντικά στην επιρροή του»[66].

Καθώς έφτασαν οι εκλογές, προέκυψε ένα ακόμη περιστατικό, που όξυνε την εσωκομματική αντίθεση. Η άρνηση του Μπορντίγκα να κατεβεί ως κομματικός υποψήφιος. Αυτό συνιστούσε πρόβλημα, καθώς ο Μπορντίγκα εθεωρείτο ακόμη ως ο σημαντικότερος ηγέτης εντός των κομματικών γραμμών. Αυτή η πολιτική πράξη αντικαθρέφτισε το βάθος των διαφωνιών του Μπορντίγκα με το καθοδηγητικό όργανο του κόμματος. «Άς παραμείνω ένα απλό μέλος του κόμματος», είπε στην ηγεσία «και τίποτε δεν θα αλλάξει προς το χειρότερο»[67].

 

Αυτήν την περίοδο, ο Χούμπερτ Ντροζ, που είχε αναλάβει να εξουδετερώσει πολιτικά τον Μπορντίγκα , λόγω των σοβαρών διαφωνιών του τελευταίου με την ΚΔ ( ιδίως στην γραμμή της για το Ενιαίο Μέτωπο , Δ.Μπ.) , έστειλε μια σειρά από αναφορές στον Ζηνόβιεφ ( ηγέτη τότε της ΚΔ) , όπου επέκρινε  τον  ηγέτη της «Αριστεράς» Μπορντίγκα ως  εριστικό, αδιάλλακτο και ματαιόδοξο[68].  Σε μια αναφορά της 15 Φεβρουαρίου , ο Χούμπερτ Ντροζ καταδίκαζε την « νοοτροπία εκλογικής αποχής του Μπορντίγκα[69]». Ο Χούμπερτ Ντροζ δεν είχε προβλέψει ότι θα εμφανιζόταν στο πρωτοσέλιδο της  Unita  την 27-2-1924  άρθρο του ίδιου του Μπορντίγκα με τον τίτλο «Νοσταλγία της  στάσης της εκλογικής αποχής», όπου ο συγγραφέας διαφωνούσε με την επιστροφή σε αυτήν την τακτική.

 

Κάποιαν στιγμή, τον Απρίλιο του 1924, ο Μπορντίγκα κοίταξε τα πρακτικά της ΕΕΚΔ του Ιουνίου 1923 ( όταν είχε αποφασίσει για το ιταλικό ζήτημα).  Ο Σκοτσιμάρο  είχε μιλήσει σε εκείνη την συνεδρίαση υπερασπίζοντας την έννοια της «εργατικής κυβέρνησης» ( σύμφυτη με αυτήν του Ενιαίου Μετώπου στο 4ο Συνέδριο της ΚΔ 11. με 12.1922, Δ.Μπ.). Γράφοντάς στον Σκοτσιμάρο, τώρα ο Μπορντίγκα «επεσήμαινε ότι εκείνος είχε υπάρξει εξαιρετικά φιλομοσχοβίτης στην επιχειρηματολογία του αλλά και στην ίδια την διατύπωσή της». Επίσης, ότι ο Σκοτσιμάρο δεν έπρεπε να δεχθεί μια νέα πολιτική για το κόμμα, την οποίαν το ίδιο το κόμμα δεν είχε ήδη εγκρίνει[70]. Και στον Τερατσίνι έγραφε για μια γενικευμένη χαλαρότητα στις γραμμές του κόμματος, η οποία ήταν αποτέλεσμα της νέας πολιτικής και της δυσαρέσκειας προς αυτήν. «Δεν πρόκειται για την εισαγωγή επιταγών  ηθικότητας ή  ιδεολογικής καθαρότητας στο κόμμα…αλλά για την διαμόρφωση του κόμματος, όπως θα έπρεπε να είναι, και όχι ως μια άχρηστη οργάνωση στελεχών, που αναζητούν μια καρριέρα , πράγμα που είναι ουσιαστικά αλλά και τεχνικά πολύ διαφορετικό από την οργανική διαμόρφωση ενός κομμουνιστικού κόμματος[71]». Εδώ , ο Μπορντίγκα  υποστήριζε  ότι η παθητικότητα στις γραμμές του κόμματος, την οποίαν όλοι παραδέχονταν, ήταν αποτέλεσμα της λάθος πολιτικής γραμμής και όχι της προγενέστερης πολιτικής καταστολής από το κράτος. Ο Σκοτσιμάρο, ο οποίος ήταν ήδη βαθιά αναμεμιγμένος με την διαμόρφωση της ηγεσίας του «Κέντρου» ως πολιτικής τάσης, του απάντησε ότι ανέκαθεν  συμφωνούσε με μια κυβέρνηση «εργατών και αγροτών». «Τώρα, αρχίζω να πιστεύω ότι σκοπεύεις να διαρρήξεις σχέσεις : αυτό θα ήταν πολύ κακό, αν όντως συνέβαινε»[72].

Ανακεφαλαιώνοντας, γεγονότα συνέβαιναν σε πολλά επίπεδα. Ο Γκράμσι οδηγούσε τα πράγματα στην συγκρότηση του «Κέντρου», αν και ως τον Απρίλιο αυτές οι δραστηριότητες είχαν φτάσει ως  και στην νεολαία του κόμματος ( FGCI) και, άρα, ήταν γνωστές και στα ανώτερα κλιμάκιά του. Ο Χούμπερτ Ντροζ συνέχιζε να πιέζει την Διεθνή να κινηθεί με μεγαλύτερη έμφαση κατά της «Αριστεράς» [73]. Ο Μπορντίγκα διαμόρφωνε ένα μέσο ανεξάρτητης πολιτικής έκφρασης , στην διαδικασία αυτήν σπάζοντας τα νεύρα των οπαδών του «Κέντρου», οι οποίοι ήξεραν καλά ότι ήταν πολύ ισχυρός για να τον καταβάλουν. Μην έχοντας ακριβή εικόνα για την λιποταξία από την ομάδα του σε ηγετικό επίπεδο, ο Μπορντίγκα άσκησε μια αντίσταση, η οποία αντέβαινε στην δήλωσή τους της προηγούμενης χρονιάς ( 1923) ότι θα έδειχνε τυφλή πειθαρχία προς την Διεθνή[74]. Όλα αυτά διαδραματίζονταν απέναντι σε ένα ποικιλόμορφο τοπίο, όπου συνυπήρχαν κινήσεις τακτικής με το Ενιαίο Μέτωπο, σοβιετικά φλερτ με τον Μουσσολίνι, αυξημένη πίεση από το φασιστικό καθεστώς  και ελιγμοί στην Μόσχα, οι οποίοι θα οδηγούσαν το ΚΚ Ιταλίας ανεπανόρθωτα σε έναν αγώνα του οποίου το νόημα το «Κέντρο» αγνοούσε πλήρως[75].

Τον Απρίλιο του 1924, οι εκλογές έδωσαν στους φασίστες την επιθυμητή από αυτούς διευρυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, από 4,3 εκατομμύρια ψήφους. Η «Προλεταριακή Ενότητα» πήγε αναπάντεχα καλά εκλέγοντας 19 βουλευτές , από τους οποίους 14 ήταν κομμουνιστές, μεταξύ των οποίων και ο Γκράμσι για πρώτη φορά,  και 5 εκλέγηκαν από την «Τρίτη τάση» των Σοσιαλιστών, δηλαδή την τάση Σερράτι , που ήταν κοντά στους κομμουνιστές. Επίσης, στον Βορρά , η ενιαία αντιφασιστική ψήφος πήγε πολύ καλά, ένα γεγονός που προκάλεσε την οργή των φασιστών, με αποτέλεσμα οι Μελανοχίτωνες να ξεχυθούν σε πράξεις εκδικητικής βίας, ιδίως γύρω από το Μιλάνο. Σε μια ασυνήθιστη επίδειξη πικρού χιούμορ, η Unita  υποστήριξε ότι η φασιστική χειραγώγηση  των εκλογών υήρξε τόσο εκτεταμένη στον Νότο ώστε ακόμη και ο σύμμαχός τους Τζιολίτι ταπεινώθηκε μη εκλεγόμενος.  Η κομμουνιστική  επιτυχία αναδεικνυόταν  ακόμη μεγαλύτερη από το γεγονός ότι τα κομματικά μέλη ήταν  λίγα, μόλις 9.694[76].

 

Το πιο αξιόλογο σχόλιο σχετικά με τις εκλογές  διατυπώθηκε από τον Μπορντίγκα σε πρωτοσέλιδο άρθρο του στην Unita , της 16-4-1924, με τον τίτλο «Η αξία μιας εκλογικής αναμέτρησης». Είπε ότι η βία είναι αναντικατάστατο μέσο της πολιτικής και της Ιστορίας, ότι οι φασίστες με την βία εξέφραζαν το μέτρο  της εξουσίας τους  και ότι οι κομμουνιστές, παρά την εκλογική τους επιτυχία έπρεπε να μην επιστρέψουν στην προ του 1922 φιλελεύθερη αστική δημοκρατία αλλά να σχηματίσουν μια νέα πολιτική αντίληψη, η οποία θα στηριζόταν στο προλεταριάτο. Μόνο τότε ,θα νικιόταν ο φασισμός.  Οι θέσεις του Μπορντίγκα προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση του Gustizia , οργάνου του  PSU ( Ρεφορμιστές Σοσιαλιστές) , του Avanti , oργάνου του ΣΚ Ιταλίας αλλά και του Ιl Popolo d’Italia, οργάνου των φασιστών. Παρά το ότι το άρθρο νομιμοποιούσε την πολιτική βία, το βασικό του σημείο στρεφόταν κυρίως κατά των νέων τακτικών του ΚΚ Ιταλίας, είχε δηλαδή εσωτερική απεύθυνση. Ο Μπορντίγκα καλούσε το κόμμα σε μια επιστροφή στην ταξική πολιτική. Αρκετές μέρες αργότερα , η Unita με δέος έγραφε ότι «εδώ και κάποιο καιρό, όποτε μιλά ο σύντροφος Μπορντίγκα, δημιουργείται ένας πολιτικός σεισμός».

Αλλά για την ομάδα του «Κέντρου» , το επίκεντρο του «σεισμού» θα συνέβαινε στο Κόμο. Για λόγους όχι απόλυτα σαφής, το κόμμα δεν είχε πραγματοποιήσει νεότερο  Συνέδριο μετά το Συνέδριο της Ρώμης το 1922. Το γεγονός της πολιτικής τρομοκρατίας εκ μέρους του κράτους το 1923, μόνο εν μέρει εξηγεί την ματαίωση των κομματικών συνεδρίων το 1923 και το 1924[77]. Το 1924, θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί Συνέδριο στο εξωτερικό, όπως έγινε τελικά το 1926. Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, η Κομματική Συνδιάσκεψη στο Κόμο αποτέλεσε την βαθύτερη και διαυγέστερη έκφραση του κόμματος μετά το Συνέδριο της Ρώμης; Γιατί, λοιπόν, θεωρήθηκαν  οι αποφάσεις του «συμβουλευτικές» και όχι ουσιαστικά αποφασιστικές[78];    Ο λόγος ήταν ότι η ηγεσία του «Κέντρου» βαφτίζοντας τις αποφάσεις ως ‘συμβουλευτικές» μπορούσε να τις αγνοήσει ως μη δεσμευτικές για το κόμμα. Στο φως των ελιγμών και χειραγωγήσεων, που πραγματοποίησε  το «Κέντρο», μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο χαρακτηρισμός εξαρχής της διάσκεψης ως «συμβουλευτικής» ήταν μια εμπρόθετη και συνειδητή πράξη της νέας ηγεσίας.

Στις εβδομάδες που προηγήθηκαν του Κόμο,η νέα κομμουνιστική θεωρητική επιθεώρηση “Lo Stato Operaio”, η οποία είχε ξεκινήσει την κυκλοφορία της το 1923, δημοσίευσε τις τρεις πλατφόρμες που θα παρουσιάζονταν στο Κόμο, αυτήν του «Κέντρου», αυτήν της «Αριστεράς» και εκείνη της «Μειοψηφίας» ( Τάσκα),όπως και τις ομιλίες  των Ιταλών αντιπροσώπων στο 4ο Συνέδριο της ΚΔ το 1922. Ο βαθμός της διαφωνίας ανάμεσα στην «Αριστερά» και την πλειοψηφία  της Διεθνούς παρουσιαζόταν πλέον καθαρά στα μέλη του κόμματος.

 

Οι Θέσεις που είχε συντάξει το «Κέντρο» πριν από την Συνδιάσκεψη ως βασική παρουσίαση των τακτικών του απόψεων, υπογράφονταν από τον Τζενάρι, τον Λεονέτι, την Ραβέρα, τον Σκοτσιμάρο και τον Τολιάτι, με την απουσία του ονόματος του ίδιου του Γκράμσι να επισημαίνεται από τον Χούμπερτ Ντροζ[79]. Μετά από μια περίοδο δύο ετών στο εξωτερικό, ο Γκράμσι επέστρεφε στην Ιταλία για να αναλάβει τα καθήκοντά του ως βουλευτής και για να συμμετάσχει στην διαδικασία του Κόμο. Ο Μπορντίγκα, ο Γκριέκο, ο Φορτικιάρι και ο Ρεπόσσι υπέγραψαν τις Θέσεις της «Αριστεράς», ενώ η Μειοψηφία εμφανίσθηκε ως η «ομάδα των 13» από τους οποίους οι πιο γνωστοί ήταν ο Τάσκα, ο Μπέρτι, ο Πλατόνε και ο Βότα. Όλοι οι συμμετέχοντες δεν πρέπει να ξεπερνούσαν τους 70, περιλαμβάνοντας 11μέλη της ΚΕ,  5 υπερτοπικούς γραμματείς,  46 επαρχιακούς οργανωτές και  ένα αντιπρόσωπο της Κομμουνιστικής Νεολαίας[80].

 

Ο πρώτος που πήρε τον λόγο εκ μέρους της πλειοψηφίας της ΚΕ  ήταν ο Τολιάτι .Οι τοποθετήσεις του έδειχναν ότι κινείται σημαντικά προς τα αριστερά από την πλατφόρμα που κατέθεσε το «Κέντρο» και που την ενέπνευσε ο Γκράμσι, του οποίου το όνομα είχε ήδη προστεθεί στις υπογραφές. Αφού είχε περιγράψει τις διαφορές ανάμεσα στην παλιά ΚΕ ( πλειοψηφία Μπορντίγκα) και την νέα ( πλειοψηφία «Κέντρου»), περιέγραψε το καθήκον της νέας ηγεσίας να φέρει όλη την καθοδήγηση  και το κόμμα σε συμβατότητα με την πολιτική της Διεθνούς, η οποία αναδεικνυόταν σε μείζονα διεθνή πολιτικό παράγοντα μέσα στην συγκυρία. Συμφώνησε ότι  πάντοτε έπρεπε να υπάρχει επαγρύπνηση προς τον δεξιό οπορτουνισμό, και περιέγραψε το σύνθημα της «κυβέρνησης εργατών και αγροτών» ως καθαρό προπαγανδιστικό όχημα (τακτικισμός για να μεταβληθεί η πλειοψηφία σταδιακά και ομαλά, Δ.Μπ.) . Ακόμη και το παλιότερο σύνθημα της «εργατικής κυβέρνησης» στηριζόταν σε παρεξήγηση και είχε οδηγήσει σε λάθος πολιτική ( «δεξιού τύπου») το ΚΚ Γερμανίας ( εννοεί στην απόπειρα επανάστασης του Οκτωβρίου 1923 ) και την Διεθνή. Το να οικοδομηθεί μια «Αριστερή Αντιπολίτευση» στην Διεθνή θα αποτελούσε λάθος.  Το κύριο πρόβλημα στο κόμμα προκαλούνταν από την θέση της  ( Δεξιάς) «Μειοψηφίας», η οποία επέμενε σε ξεπερασμένες ιδεολογικές αποσκευές, ενώ η συνεργασία της «Αριστεράς» με την πλειοψηφία ήταν αναντικατάστατη για το γενικό συμφέρον του ΚΚΙ.

 

Ο Τολιάτι είχε επιτεθεί στην «Μειοψηφία», ενώ προσπαθούσε να πείσει την «Αριστερά» να συνεργασθεί. Ύποπτα απούσες από την ομιλία του Τολιάτι ήταν  οι τοποθετήσεις σχετικά με την ως τότε Ιστορία του κόμματος[81].

 

O Mπορντίγκα ξεκίνησε την ομιλία του ορίζοντας το «Κέντρο», ως μια ομάδα , η οποία είχε τον ευγενή σκοπό να συμβιβάσει ( αναζητήσει μια ισορροπία ανάμεσα)   το κόμμα με την Διεθνή. Η «Αριστερά» βρισκόταν βασικά σε συμφωνία με την Διεθνή, με την εξαίρεση  της συγχώνευσης με το ΣΚ Ιταλίας. Ο Μπορντίγκα, παρ’ όλα αυτά, εξέφρασε δυσαρέσκεια και κριτική  προς την Διεθνή.  Οι προηγούμενες εκλογές στην Γαλλία, την Ιταλία και Γερμανία είχαν δείξει μια αποτυχία της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου και μια επιτυχία των προλεταριακών κομμάτων ( εννοεί την καλή καταγραφή των ΚΚ στην Γαλλία και Γερμανία, καθώς και την καλή καταγραφή της Προλεταριακής Ενότητας στην Ιταλία, η οποία περιλάμβανε κάποιους αριστερούς σοσιαλιστές αλλά όχι το ΣΚΙ, Δ.Μπ.). Η Διεθνής, θα έπρεπε εξ αυτού του λόγου, να μεταβάλει την τακτική της. «Χρειαζόμαστε … λίγα σαφή και  συγκεκριμένα πολιτικά συνθήματα, τα οποία δεν θα προκαλούν  πολιτική παρεξήγηση[82]». Μόνο έτσι θα καταλάβαιναν οι μάζες. Αφότου υπερασπίσθηκε την γραμμή της «Παλιάς Πλειοψηφίας» , ο Μπορντίγκα συμφώνησε με τον Τολιάτι στο πρόγραμμα δράσης του κόμματος, αλλά επέμεινε στην πολιτική και οργανωτική αυτονομία του ΚΚ. Η πειθαρχία στην Διεθνή θα έπρεπε να παραμείνει τυπική και  όχι ουσιαστική , και το ΚΚ Ιταλίας θα έπρεπε να προσαρμοστεί ώστε να οργανώσει  μια αντιπολίτευση ( εννοεί μάλλον διεθνή Αντιπολίτευση) προς μια μετατόπιση της Διεθνούς προς τα δεξιά. Όσο θα διατηρούνταν η διαφωνία της προς την Διεθνή, η «Αριστερά» δεν θα δεχόταν θέσεις στην ηγεσία του κόμματος. Ο Μπορντίγκα δεν ασχολήθηκε καθόλου με την «δεξιά» Μειοψηφία του κόμματος.

 

Στην συνέχεια,  μίλησε ο Τάσκα. Πρότεινε μια συνεργασία ανάμεσα στην Μειοψηφία ( την τάση του) και το «Κέντρο». Μετά προχώρησε σε μια επίθεση προς τις παλιότερες θέσεις του κόμματος, ιδίως τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Ρώμης. Για όσο θα παρέμεναν σε ισχύ ως θέσεις του κόμματος, η τάση του θα διαφωνούσε με το «Κέντρο». Η Διεθνής, στις αρχές του 1921, είχε ζητήσει μια διάσπαση προς τα δεξιά στοιχεία στο ΣΚ Ιταλίας, και η τότε «Αριστερά», ( η οποία περιλάμβανε και το τωρινό «Κέντρο» του 1924, αρχικά) είχε επιλέξει την μετωπική σύγκρουση με το ΣΚ , ενώ οι οπαδοί της «Μειοψηφίας» προτιμούσαν πιο ευέλικτες τακτικές, οι οποίες περιείχαν δυνατότητες που χάθηκαν. Ο Τάσκα κατηγόρησε την τακτική του ΚΚ ως μια επιλογή «εξαιρετικής απομόνωσης»[83].

 

Τώρα ήρθε η ώρα των οργανωτών να μιλήσουν ( δηλ. της «κεντρώας» πλειοψηφίας). Οι πρώτοι ομιλητές αυτής της τάσης έδειχναν να συμφωνούν  με την «Αριστερά» , μέχρις ότου παρενέβη προσωπικά ο Γκράμσι.  Επέκρινε μια τάση συντρόφων να ασκούν κριτική στο «Κέντρο» λόγω της παραδοσιακής κατάταξης των απόψεων στο κόμμα, λόγω προσήλωσης δηλαδή στον παλαιότερο όρο «Αριστερά» . Ο Μπορντίγκα δεν είχε μεν συστήσει  κάποια οργανωμένη τάση (φράξια) αλλά η συστηματική αποχή του από την ηγεσία λόγω της πολιτικής του άποψης ήταν δείγμα φραξιονισμού. Η τάση του «Όρντινε  Νουόβο» είχε πάντοτε τοποθετηθεί εντός της  αριστερής πτέρυγας,  αλλά είχε  μπορέσει να δει τα λάθη στην γραμμή της «Αριστεράς». Στο παρόν, το ΚΚ έπρεπε να υιοθετήσει μια νέα πολιτική γραμμή, η οποία απέκλειε την επιστροφή στις θέσεις του Μπορντίγκα.  Το κόμμα δεν διέθετε την πλειοψηφία της εργατικής τάξης.

 

«Θα την είχαμε, αν δεν είχαμε αλλάξει την πολιτική μας προς το Σοσιαλιστικό Κόμμα..» , τον διέκοψε ο Μπορντίγκα. «Άλλωστε, δεν βρισκόμαστε σε κάποια βιασύνη».

«Αλλά όντως βιαζόμαστε», αντέτεινε ο Γκράμσι. Ο χρόνος ήταν ζωτικός. Ακόμη περισσότερο, είπε ο Γκράμσι, ο Μπορντίγκα υποτιμούσε την αναγκαιότητα του δεσμού της Διεθνούς με το κόμμα. Στο σημείο αυτό, ο Γκράμσι προέκτεινε ως μια πιθανή έκβαση αυτό που συνιστούσε ήδη ένα τετελεσμένο γεγονός.  «Η στάση του Μπορντιγκα θα έχει ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό μιας ετερογενούς αλλά ενιαίας ομάδας στο κόμμα, η οποία θα διακηρύξει ως αιτία της ενότητάς της την συμφωνία του κόμματος με την Διεθνή». Επισημαίνοντας την άμβλυνση των αντιθέσεων «Κέντρου» και «Μειοψηφίας» , ο Γκράμσι παραλλήλισε την απομονωτική στάση  του Μπορντίγκα και την δυσκολία στην σχέση «Κέντρου» και τάσης Μπορντίγκα  με την ανάλογη στάση του Τρότσκυ στο ρωσικό κόμμα[84].

 

Στην συνέχεια, ο Τάσκα επέκρινε τις «Θέσεις της Ρώμης» ως θέσεις που οδήγησαν το κόμμα στην απομόνωση και τον «στείρο πεσσιμισμό». Συμφώνησε με την πρόσφατη γραμμή της ΚΕ και δήλωσε την ανάγκη να κερδηθούν τα εκατομμύρια των εργατών και των αγροτών .  Η συμφωνία με την Διεθνή ήταν απολύτως αναγκαία, θέση με την οποία ολοκλήρωσε την ομιλία του.

 

Στην συνέχεια, πήρε τον λόγο ο Τολιάτι, ο οποίος αναζήτησε και παλι την σύγκλιση «Κέντρου» και  «Αριστεράς» ( αντίθετα από τον Γκράμσι). Το «Κέντρο», είπε, ήταν πολιτικά μια επέκταση της «Αριστεράς», η οποία, όμως, επεδίωκε να είναι όλο το κόμμα σύμφωνο με την Διεθνή από πεποίθηση και όχι από καταναγκασμό.  «Δεν θα θέλαμε», είπε «μετά από την σύγκληση ενός κανονικού Συνεδρίου της Διεθνούς και την λήψη απόφασης, ένα τμήμα της Διεθνούς (ΚΚ) να αρνηθεί να συμμορφωθεί στην απόφαση αυτήν». Παρ’όλα αυτά, συνέχισε, πρέπει να εγκαταλείψουμε τις «Θέσεις της Ρώμης». «Θα επιμείνουμε ως ηγεσία να δουλέψουμε δημόσια και ανοιχτά, δεν θα πάμε στους διαδρόμους της Διεθνούς να ζητιανέψουμε για εξουσία…».

 

Ο Μπορντίγκα σχολίασε ότι το «Κέντρο» δεν ήταν σύμφωνο με την Διεθνή, αλλά μάλλον ως τάση ήταν δεξιότερα και από την «Μειοψηφία». «Σύντροφοι  του «Κέντρου» έχετε ήδη πραγματοποιήσει  χρήσιμη δουλειά για το κόμμα, αλλά δεν έχετε συμβάλλει στην πολιτική του με τις σκέψεις σας». Η Διεθνής δεν θα δεχόταν τις απόψεις του «Κέντρου» αλλά το «Κέντρο» θα δεχόταν σε κάθε περίπτωση τις  απόψεις της Διεθνούς ( τους κατηγόρησε ως καθαρά γραφειοκρατική ομάδα , Δ.Μπ.).

Ακολούθησε ψηφοφορία πάνω στις τρεις πλατφόρμες θέσεων, όπως αυτές είχαν παρουσιασθεί στην ΚΕ την18-4-1924. Στην βάση της απόσυρσης των «Θέσεων της Ρώμης» και της κριτικής στο κόμμα, ότι αυτό ήταν υπεύθυνο για τις δύσκολες σχέσεις με την Διεθνή, το «Κέντρο» και η «Μειοψηφία» πρακτικά συνέκλιναν.

 

Η «Αριστερά» έλαβε 41 ψήφους ( 1 μέλος της  ΚΕ, 4 υπερτοπικοί γραμματείς , 35 επαρχιακοί οργανωτές και όλοι οι εκπρόσωποι της Νεολαίας).

 

Το «Κέντρο» έλαβε  10 ψήφους ( 4 μέλη της ΚΕ, 1 υπερτοπικός γραμματέας  και 5 επαρχιακοί οργανωτές).

 

Η «Μειοψηφία» έλαβε 8 ψήφους ( 4 μέλη της ΚΕ και 4 επαρχιακοί οργανωτές)[85].

 

Οι προσδοκίες των Σκοτσιμάρο, Χούμπερτ Ντροζ, Γκράμσι και Τάσκα για πλειοψηφία στο κόμμα έναντι του Μπορντίγκα δεν επαληθεύθηκαν στο Κόμο. Το Κόμο έδειξε ότι το «Κέντρο» ήταν μια μειοψηφία στο κόμμα, επικεντρωμένη στην ισχύ της στα καθοδηγητικά όργανα και μόνο. Το Κόμο θα έπρεπε να έχει προκαλέσει μια κρίση εντός της «Αριστεράς» , αλλά στην πράξη προκάλεσε μόνο μια αλλαγή τακτικών  από τους εκπροσώπους της. Ο Γκράμσι είχε αποκτήσει πολλές γνώσεις κατά την παραμονή του στην Μόσχα, και είχε επιστρέψει ενισχυμένος  με την γνώση  του πώς η ηγεσία του κόμματος μπορεί να χειραγωγήσει την βάση του. «Μετά το Κόμο» έγραφε ο Galli το 1958, «πλέον ο μόνος άσσος που απέμενε στον Γκράμσι ήταν η Κομμουνιστική Διεθνής»[86]. Αυτό δεν ήταν απολύτως σωστό, καθώς στην συνέχεια, ο Γκράμσι  θα αξιοποιούσε και τα άλλα μέσα που είχε στην διάθεσή του. Όμως, σε κάθε περίπτωση, το «Κέντρο» θα εγγυάτο στο εξής την παρεμπόδιση έκφρασης κάθε ανεξέλεγκτης έκφρασης γνώμης της κομματικής βάσης.

 

Αφότου οι εκπρόσωποι του ΚΚΙ είχαν ήδη φύγει για την Μόσχα , για να μετάσχουν στο Πέμπτο Συνέδριο της ΚΔ ( προγραμματισμένο για τα μέσα Ιουνίου του 1924) , δολοφονήθηκε από τους φασίστες ο Ματτεότι ( βουλευτής και στέλεχος του ΣΚΙ) στις 10-6-1924. Για πρώτη φορά  και μοναδική ως το 1943, ο έλεγχος του Μουσσολίνι  πάνω στο φασιστικό καθεστώς κλονίσθηκε. Στην συγκυρία κρίσης  που προκλήθηκε από   την δολοφονία Ματτεότι, το ΚΚΙ άρχισε να ανακτά πολύ γρήγορα τις απώλειες μελών που είχε υποστεί μέχρι τότε.

 

Ο Άντζελο Τάσκα

 

3.Το Πέμπτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς

 

Στο Πέμπτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το οποίο έλαβε χώρα μεταξύ 17 Ιουνίου και 8 Ιουλίου 1924, μετείχαν αντιπρόσωποι του ΚΚ Ιταλίας, οι οποίοι μετέφεραν το κλίμα των πολιτικών αλλαγών στο κόμμα από το Τέταρτο Συνέδριο το 1922. Εκείνη την εποχή (στα τέλη του 1922) το κόμμα ήταν ένας ανεξάρτητος πολιτικός οργανισμός, σχεδόν πολιτικά ομοιογενής στις  απόψεις του. Η αντιπροσωπεία στο Πέμπτο Συνέδριο ήταν βαθιά διαιρεμένη. Καθώς οι διαφορές ανάμεσα στην Μειοψηφία και το «Κέντρο» είχαν συρρικνωθεί, δημιουργήθηκε ένα μεγάλο χάσμα όλων των λοιπών προς την «Αριστερά», η οποία ακόμη εκπροσωπούσε την μεγάλη πλειοψηφία των μελών της βάσης, όπως είχε καταδειχθεί στην Συνδιάσκεψη του Κόμο. Επίσης, η αυτονομία του κόμματος είχε αρθεί ουσιαστικά μετά τους διορισμούς οργάνων από την ΕΕΚΔ τον Ιούνιο 1923 και την αποδοχή τους. Παρά το ότι η «Αριστερά» είχε επικρατήσει στην Συνδιάσκεψη του Κόμο, όλοι οι μηχανισμοί εξουσίας είχαν τεθεί υπό τον έλεγχο του «Κέντρου» : οι καθοδηγητικές επιτροπές ( Κεντρική Επιτροπή,  Εκτελεστική Επιτροπή) , η Unita και το Stato Operaio , καθώς και οι οικονομικές επιχορηγήσεις από την Διεθνή. Παρά αυτά τα μειονεκτήματα, ο Μπορντίγκα  εθεωρείτο ακόμη τον Ιούνιο 1924 ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του ιταλικού κομμουνισμού, ακόμη και από την ηγεσία του κόμματος.

 

Το Πέμπτο Συνέδριο αντανακλούσε και μια ακόμη σημαντική μεταβολή, στα πλαίσια της ωρίμανσης της Διεθνούς.  Από την αρχή ήδη της ΚΔ, τα Συνέδρια  ήταν διαδικασίες  μεταβίβασης της ρωσικής επιρροής στα άλλα κόμματα. Στις αντιπαραθέσεις εντός των Συνεδρίων, οι αναλύσεις των Ρώσων εκπροσώπων πάντοτε επικρατούσαν. Η επικράτηση αυτή ήταν μεν κατανοητή, αλλά σε καμία περίπτωση αναπόφευκτη, και οι αντιπρόσωποι της ιταλικής «Αριστεράς» πάντοτε είχαν αντιταχθεί στην ρωσική κυριαρχία. Στο Πέμπτο Συνέδριο υπήρξε μια νέα εξέλιξη, καθώς η Διεθνής βρέθηκε εμπλεκόμενη στις αντιθέσεις εντός του κόμματος των Μπολσεβίκων[87]. Η στάση των Ρώσων ηγετών προκάλεσε τώρα ακόμη μεγαλύτερη παραμόρφωση στην οπτική των στελεχών της Διεθνούς. Προκειμένου να εξαναγκάσουν τους ξένους εκπροσώπους να δεχθούν απόψεις τάσεων μέσα στο ρωσικό κόμμα, έπρεπε  αυτοί οι αντιπρόσωποι να αρνηθούν την ύπαρξη θεμελιωδών διαφορών , όπως τις έβλεπαν μέσα από την δική τους παρατήρηση και εμπειρία.

 

Το Πέμπτο Συνέδριο της ΚΔ ήταν το συνέδριο της Μπολσεβικοποίησης. Μια συνεδρίαση της ΕΕΚΔ τον προηγούμενο Φεβρουάριο είχε αποφασίσει ότι «ο πυρήνας του εργοστασίου θα ήταν η οργανωτική βάση όλων των ΚΚ[88]» και τα τμήματα της Διεθνούς έπρεπε όλα να προσαρμοσθούν αναλόγως. Η μπολσεβικοποίηση  ήταν ακόμη ένα αποφασιστικό βήμα για να μετατραπούν όλα τα ΚΚ σε άψυχα αντίγραφα του ρωσικού κόμματος.

 

Η εισήγηση και τα σχόλια του Ζηνόβιεφ στο Συνέδριο ερμηνεύθηκαν από όλους ως  το σινιάλο για μια στροφή της Διεθνούς προς τα «αριστερά».  Όμως, ορισμένοι είδαν στις κινήσεις του Ζηνόβιεφ και μια δική του προσπάθεια να καταλάβει τον χώρο εξουσίας που είχε αφήσει κενό ο πρόσφατος θάνατος του Λένιν. Αφού τόνισε ο Ζηνόβιεφ ότι η τακτική του Ενιαίου Μετώπου σήμαινε εφαρμογή του μόνο από τα κάτω, τελείωσε την εισήγησή του με διατυπώσεις που θα μπορούσαν κατά λέξη  να έχουν παρθεί από τις θέσεις της ιταλικής «Αριστεράς». «Και για να καταλήξω,…. αυτή η θέση για την κυβέρνηση των εργατών και αγροτών δεν είναι παρά ένα προπαγανδιστικό μέσο  για την δουλειά μας στις μάζες, ουσιαστικά ένα συνώνυμο για την δικτατορία του προλεταριάτου[89]». Αυτή η μετατόπιση προς τα «αριστερά» θα έπρεπε λογικά να βοηθήσει την τάση της «Αριστεράς», αν  δεν ήταν  εικονική και δεν αφορούσε αποκλειστικά  τα τεκταινόμενα στην αίθουσα του Συνεδρίου. Συνεπώς, ο προσχηματικός χαρακτήρας αυτής της εξέλιξης πρέπει να ήταν προφανής ακόμη και στους ίδιους τους συμμετέχοντες[90], και μετά το Συνέδριο ο ίδιος ο Ercoli ( Τολιάτι) θα εξηγούσε στους αναγνώστες της Unita ότι η «στροφή προς τα αριστερά» είχε φαντασμαγορικό χαρακτήρα[91]. Στην πραγματικότητα, το Συνέδριο επεξέτεινε την τάση των κομμάτων για ομογενοποίηση και την επιβολή της υποταγής σε όσους είχαν διαφορετική γνώμη.

 

Η ιταλική αντιπροσωπεία περιλάμβανε μέλη και ομιλητές και από τις τρεις τάσεις, το «Κέντρο», την «Αριστερά» και την Μειοψηφία. Για τον Τολιάτι, ήταν το πρώτο του ταξίδι στην Μόσχα. Η αντιπροσωπεία είχε να αντιμετωπίσει αρκετών ειδών προβλήματα: την ανάγκη να τοποθετηθεί  για την γενική πολιτική της Διεθνούς, να αντιμετωπίσει το πολιτικό αλμπατρός που λεγόταν ΣΚΙ, τώρα που η αριστερή του τάση  ( Terzini) είχε αποβληθεί από τις τάξεις του, και το ίδιο το ζήτημα της ηγεσίας, καθώς η τελευταία ηγεσία του είχε τοποθετηθεί από την ΕΕΚΔ τον 6.1923 και δεν είχε εκλεγεί από κομματικό συνέδριο.

Η συζήτηση για την στρατηγική της Διεθνούς γρήγορα οδήγησε στο να ξεχωρίσει ο Μπορντίγκα ως ο βασικός διαφωνών της ιταλικής αντιπροσωπείας.   O Tάσκα εξακολούθησε να ασκεί κριτική στο «Κέντρο», ενώ παρουσίασε την δική του θέση ως θέση ευθυγράμμισης με την Διεθνή. Ο Τολιάτι, αναφερόμενος στην γενεαλογία του «Κέντρου», είπε τα ίδια πράγματα με τον Τάσκα με διαφορετικό τρόπο, ενώ εξακολούθησε να ισχυρίζεται ότι βασικός στόχος της τάσης του ήταν η (δεξιά) Μειοψηφία. Οι παρατηρήσεις του Μπορντίγκα ήταν ουσιαστικά διαφορετικές[92].

 

Η κριτική του απευθύνθηκε πρώτα στην Διεθνή και την πολιτική της. Στο Τρίτο και στο Τέταρτο Συνέδριο , δεν είχε γίνει καμία ουσιαστική συζήτηση του σχεδίου θέσεων και των τακτικών της Διεθνούς. Η τωρινή συζήτηση δεν αφορούσε τις συνεδριακές αποφάσεις για την τακτική αλλά την συζήτηση για την τακτική μεταξύ των Συνεδρίων. Ποτέ δεν συζητιόταν η στάση της ΕΕΚΔ, αλλά η ΕΕΚΔ ήταν αυτή που πραγματικά έθετε το πλαίσιο. Αφού ξαναάνοιξε  παλιές διαφωνίες, ήρθε στο επίκεντρο της παρουσίασής του : δεν ήθελε μια μετατόπιση της  Διεθνούς προς τα «αριστερά»  αλλά μια προσαρμογή της τακτικής προς την θέση της πλειοψηφίας του  Συνεδρίου. Η μπολσεβίκικη ηγεσία δεν ήταν σε θέση να εγγυηθεί, επεσήμανε ο Μπορντίγκα , ότι η Διεθνής θα απέφευγε τον εκφυλισμό. Στα πρώτα χρόνια της Διεθνούς, η συμβολή των Μπολσεβίκων είχε υπάρξει μοναδική, αλλά αυτό για τον λόγο μόνο ότι οι Μπολσεβίκοι μπορούσαν να συνθέτουν την διεθνή επαναστατική εμπειρία. Είχαν μεταναστεύσει επί τσαρισμού στην Δύση και είχαν αντλήσει την θεωρία τους από το δυτικό προλεταριάτο, ενώ η συγκυρία του 1914 τους είχε επιτρέψει να εφαρμόσουν τον λενινισμό. Ο λενινισμός ήταν αποτέλεσμα μιας γενικού χαρακτήρα επαναστατικής προλεταριακής θεωρίας και όχι  μια πρωτοτυπία της ρωσικής εμπειρίας. Τα Σοβιέτ είχαν υποεκτιμήσει το επαναστατικό δυναμικό του δυτικού προλεταριάτου, ενώ έπρεπε να δοθεί εμπιστοσύνη κυρίως  στο δυτικό προλεταριάτο και όχι  μόνο στο ρωσικό κόμμα.

Στην ομιλία του, ο Μπορντίγκα, είχε έρθει σε μια προσέγγιση του λενινιστικού  φαινομένου, η οποία ανήγαγε το  ιδεολογικό φαινόμενο στην πραγματικότητα και ανάπτυξη  του δυτικού μαρξισμού. Περαιτέρω, είχε αμφισβητήσει την ρωσική ηγεμονία στην Διεθνή και την χρήση της από τους Μπολσεβίκους. Ο Μπορντίγκα αναζητούσε μια Διεθνή, η οποία θα αντανακλούσε περισσότερο τον διεθνή χαρακτήρα του προλεταριάτου, καθώς οι απόψεις του στηρίζονταν στην παραδοχή ότι ούτε η Ρώσικη Επανάσταση ούτε ο μπολσεβικισμός μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για την επανάσταση σε καμία δυτική χώρα.

 

Αλλά η Διεθνής μετασχηματιζόταν ραγδαία σε μια χορωδία από ρωσικές φωνές και η επίθεση στον Μπορντίγκα προήλθε από όλες τις κατευθύνσεις. Μια αριστερόστροφη ηγέτρια από το γερμανικό ΚΚ, η Ρουθ Φίσερ,  κατήγγειλε τον Μπορντίγκα  ότι ενίσχυε την δεξιά πτέρυγα, ενώ , αντίθετα, ο Μπουχάριν ανέβασε το ζήτημα της εκλογικής αποχής, ασκώντας κριτική στην ιταλική «Αριστερά» ότι θέλει να μετατρέψει το κόμμα σε σέχτα. «Οι Ιταλοί σύντροφοι  της «Αριστεράς» είναι γενναίοι και υπέροχοι», με βαρύ σαρκασμό «ώστε να μπορούν να αρνούνται τα γεγονότα. Εμείς κερδίσαμε την δική μας επανάσταση με την τακτική μας και εκείνοι έχασαν την δική τους με την δική τους τακτική και τώρα μας κατηγορούν ότι είμαστε οπορτουνιστές[93]».

 

Κατά πάσα πιθανότητα, η απέλαση του Μπορντίγκα επετάχυνε την προσπάθεια πίσω από τα παρασκήνια να τον αντικαταστήσουν στο ιταλικό κόμμα, πράγμα που καθοριζόταν και από τις ανάγκες της τάσης του «Κέντρου» , αν η τάση αυτή ήθελε να επιβιώσει μετά την καταστροφή που υπέστη στο Κόμο. Η αλλαγή στάσης της Διεθνούς απέναντι στην «Αριστερά» θα γινόταν αμέσως  σαφής μετά το Συνέδριο. Όμως, μέχρι το Πέμπτο Συνέδριο της Διεθνούς , η ιταλική «Αριστερά» είχε καταστεί μοναδική στην Διεθνή και ήταν μόνη της. Μια παθιασμένη υπεράσπιση της «Αριστεράς»  από τον Ρόσσι (Γκριέκο) υπήρξε χωρίς  αποτέλεσμα, και ο Ζηνόβιεφ  του συνέστησε να διαβάζει δύο φορές την ημέρα μια αναφορά από τον Λένιν : «Ο υπέρτατος κίνδυνος ,και ίσως  ο μοναδικός κίνδυνος, για τον πραγματικό επαναστάτη είναι το  να διογκώνει υπερβολικά την συνδρομή της επαναστατικής κατάστασης….». Η L’Unita της 2-7-1924 αναφέρει μιαν τελευταία  απεγνωσμένη προσπάθεια υπεράσπισης του Μπορντίγκα πάλι από τον Ρόσσι : «Αποτελεί σφάλμα να κατηγορούμε τον Μπορντίγκα ότι επεξεργάζεται ιδεαλιστικές νιτσεϊκές θεωρίες σε φιλοσοφικό επίπεδο».  Ο Ζηνόβιεφ επανήλθε στην τρομακτικά επιθετική του διάθεση κατά το κλείσιμό του στο Συνέδριο , αν και μπορεί να είχε στο μυαλό του μι ακόμη πιο σοβαρή πρόθεση. Έχοντας διασκεδάσει το σώμα του Συνεδρίου  με την έκφραση  «Τον Μπορντίγκα τον έχουμε για επιδόρπιο», στην συνέχεια απευθύνθηκε σε δραματικούς  τόνους προς την ιταλική «Αριστερά». «Δίνω λόγο τιμής δημόσια στον σ. Μπορντίγκα , ότι αν η Διεθνής μετατοπισθεί προς τα δεξιά και γίνει ρεφορμιστική, εγώ προσωπικά θα συγκροτήσω μια αριστερή τάση».

 

Στην ιταλική Επιτροπή του Συνεδρίου, ένα επί τούτου  τμήμα συγκροτήθηκε με σκοπό να χειρισθεί την κατάσταση στην Ιταλία ,και συμφωνήθηκε ένα πρόγραμμα δέκα σημείων για την συγχώνευση μεταξύ του ΚΚ και των πρώην μελών του ΣΚ Ιταλίας Terzini ( της ήδη αποβληθείσας από το ΣΚ  «αριστερής» τάσης του Σερράτι). Τα χίλια μέλη των Terzini υπό τους Σερράτι και Τζιουζέππε ντι Βιτόριο , η Διεθνής ανακοίνωσε ότι μια νέα ΚΕ του ΚΚ  θα περιείχε 9 αντιπροσώπους από το «Κέντρο», 4 από την Μειοψηφία ( εννοεί : την τάση Τάσκα) και 4 από τους Terzini.  Η ΕΕ θα αποτελείτο από τους Τολιάτι, Σκοτσιμάρο και Γκράμσι  από το «Κέντρο» Γκουστάβο Μερσού ( Mersu)  από την Μειοψηφία και Μάφφι από τους Terzini (σύντομα, το ΣΚ, το οποίο είχε απορριφθεί από την ΚΔ, θα επέστρεφε στην Δεύτερη Διεθνή)[94].. Μετά από τέσσερα χρόνια, η ιταλική υπόθεση είχε οριστικά επιλυθεί. Σε μια απεύθυνση προς τα μέλη του ΚΚ Ιταλίας, η Διεθνής, η οποία είχε αγνοήσει πλήρως τις απόψεις τους, ανέφερε ότι : «η Μειοψηφία και το «Κέντρο» συμφωνούν με την Διεθνή και θα έπρεπε να συγκροτήσουν μια ομοιογενή ομάδα ικανή να αντιμετωπίσει  πολιτικά…. την άκρα δεξιά και την άκρα αριστερά»[95]. Σε πλήρη αντίθεση προς όσα ειπώθηκαν  στο Συνέδριο, ο Μπορντίγκα αναβαθμίσθηκε στην αντιπροεδρία  του σώματος. Η δωροδοκία ήταν πολύ προφανής, και σε κάθε περίπτωση η προσφορά δεν έγινε δεκτή.

 

4.. Τσακίζοντας την «Αριστερά»

 

Η έκκληση της Διεθνούς είχε την πρωτοφανή συνέπεια να μετατρέψει την πλειοψηφία των μελών και στελεχών του κόμματος σε πολιτικό εχθρό (της Διεθνούς). Περαιτέρω, στην προσπάθειά της να συρρρικνώσει την «Αριστερά» στην κατηγορία της σέκτας , στιγματισμένης από τον όρο «άκρα/εξτρεμιστική», η Διεθνής αναβίωσε μια φρασεολογία που είχε χρησιμοποιηθεί από τους ρεφορμιστές και τους μαξιμαλιστές κατά της  εξεγειρόμενης κομμουνιστικής τάσης στο Λιβόρνο (ίδρυση του ΚΚΙ τον 1.1921 ). Το Πέμπτο Συνέδριο είχε τυπικά επιλύσει το ιταλικό πρόβλημα και τώρα η υπευθυνότητα για την πειθάρχηση του κόμματος μεταβιβάσθηκε στην νέα (διορισμένη) ηγεσία του.

 

Σταθερά κυρίαρχη, η νέα ηγεσία πήρε το καθήκον αυτό πολύ σοβαρά.  Σε μια διευρυμένη Σύνοδο της ΚΕ τον Αύγουστο 1924, οι αποφάσεις του Συνεδρίου της ΚΔ εγκρίθηκαν, και ο Γκράμσι προήχθη στην θέση του Γενικού Γραμματέα, ένας τίτλος που η ΚΕ δανείσθηκε από το σοβιετικό κόμμα.  Για πρώτην φορά, το ΚΚ Ιταλίας  απέκτησε έναν θεσμοποιημένο και επίσημο ηγέτη  , για να αντικαταστήσει ουσιαστικά  τον Μπορντίγκα. Σε αυτήν την συνεδρίαση, ο Γκράμσι προέβλεψε την σύντομη πτώση του Μουσσολίνι. «Θα υπάρξει μια ένοπλη σύγκρουση; Όχι. Μια μεγάλων διαστάσεων μάχη θα αποφευχθεί από τους αντιπάλους μας, όπως και από τους φασίστες. Θα συμβεί η αντιστροφή του Οκτωβρίου 1922. Τότε, η «Πορεία προς τη Ρώμη» χορογραφήθηκε ως τμήμα μιας μοριακής διαδικασίας , κατά την οποίαν οι πραγματικές δυνάμεις του αστικού κράτους ( ο στρατός, τα δικαστήρια, η αστυνομία, οι εφημερίδες, το Βατικανό, η Μασονία κλπ) πέρασαν στον φασισμό. Σήμερα, αυτές οι δυνάμεις βρίσκονται στην αντιπολίτευση. Αν ο φασισμός αντιστεκόταν στο σύνολο των δυνάμεων, θα καταστρεφόταν…[96]».    Ο Μουσσολίνι δεν ήταν ούτε σημαντικός πολιτικός άνδρας ( statesman) ούτε δικτάτωρ ούτε εκπρόσωπος της εθνικής ζωής, αλλά ένα φαινόμενο προερχόμενο από το αγροτικό φολκλόρ. Ως δεύτερο βήμα κατά της «Αριστεράς» , το περιοδικό Prometeo , η έκδοση του Μπορντίγκα, απαγορεύθηκε από το κόμμα[97].

 

Κατά τον Σεπτέμβριο του 1924, η L’Unita, άρχισε να αναφέρει συναντήσεις τοπικών ή επαρχιακών κομματικών σωμάτων, τα οποία, χωρίς εξαίρεση, παρακολουθούνταν από αντιπροσώπους είτε  της ΚΕ ή της ΕΕ του κόμματος, και των οποίων η αποδοχή επεκτεινόταν στις αποφάσεις του Πέμπτου Συνεδρίου της ΚΔ (εννοεί ότι οι συνελεύσεις ενέκριναν τις αποφάσεις του Συνεδρίου, περιλαμβανόμενου του διορισμού ηγεσίας στο ΚΚΙ).  Αντιπροσωπευτική για αυτές  τις συναντήσεις ήταν αυτή που πραγματοποιήθηκε στο Κόμο  υπό την πίεση ενός υπερπεριφερειακού γραμματέα και ενός μέλους της ΕΕ του κόμματος. Η συνάντηση τελείωσε με την «καταδίκη των οπορτουνιστών της   δεξιάς και της αριστεράς»[98].    Σε αυτές τις διαδικασίες, η «Αριστερά» είτε καταδικαζόταν είτε καλούνταν να προσχωρήσει στην ηγεσία. Ως τις 9 Οκτωβρίου, η L’Unita ισχυριζόταν ότι είχαν πραγματοποιηθεί οι πιο σημαντικές επαρχιακές συνδιασκέψεις.

 

 

Η μόνη Συνδιάσκεψη που περιγράφηκε λεπτομερώς στην L’Unita ήταν η Συνδιάσκεψη στην Νάπολη (την πόλη καταγωγής του Μπορντίγκα).. Τόσο ο Γκράμσι όσο και ο Μπορντίγκα  εισηγήθηκαν   στο συγκεντρωμένο σώμα. Ο Γκράμσι τόνισε την ομοιογένεια της Κεντρικής Επιτροπής, τώρα που η (δεξιά) Μειοψηφία είχε ενσωματωθεί και κάλεσε την «Αριστερά» να μετάσχει στην νέα ηγεσία, τονίζοντας ότι η στάση  αποχής από τα όργανα ( abstentionism) ισοδυναμούσε με φραξιονισμό. Ο Μπορντίγκα, πάλι, ξεκίνησε την ανάλυσή του λέγοντας ότι το «Κέντρο» βρισκόταν τώρα πολιτικά εκεί όπου η (δεξιά) Μειοψηφία είχε βρεθεί πριν από δύο χρόνια. «Αν όντως ήθελες η Κεντρική Επιτροπή ( τότε χρησιμοποιούνταν και ο όρος Centrale  ή Zentrale, που έχει  μάλλον γερμανική καταγωγή) να απηχεί την θέληση των μελών ,θα έπρεπε να έχεις φροντίσει η ηγεσία να ορίζεται από το ίδιο το ΚΚ Ιταλίας και όχι από την Μόσχα», είπε ο Μπορντίγκα στον Γκράμσι. Μετά από  περαιτέρω συζήτηση πάνω στο θέμα, ο Γκράμσι είπε ότι δεν χρειαζόταν να γίνει ψηφοφορία επί των δύο απόψεων. Σε κάθε περίπτωση, η Νάπολη αναγνωριζόταν ως οχυρό των απόψεων της «Αριστεράς». Η αναφορά

στην συνέλευση  της Νάπολης  στην L’Unita, συνοδευόταν από ένα εισαγωγικό σχόλιο ότι «δεν υπήρχε καμία ένδειξη συμμετοχής στην πρακτική δουλειά στην ομιλία του σ. Μπορντίγκα»[99] .

 

Τα εσωτερικά συναισθήματα του Γκράμσι  σχετικά με την Συνδιάσκεψη της Νάπολης ήταν αρκετά διαφορετικά από αυτά που ανέφερε η L’Unita ,και ο Γκράμσι  μίλησε γι αυτά αναλυτικά στον (απεσταλμένο καθοδηγητή της Διεθνούς) Hubert Droz. ( αν πιστέψουμε τον απεσταλμένο) και αυτός μετέφερε τις σκέψεις του Γκράμσι στο προεδρείο της ΚΔ στην Μόσχα. Ο Γκράμσι κατηγόρησε τον Μπορντίγκα ότι είχε φερθεί δημαγωγικά και ότι είχε θέσει υπό αμφισβήτηση την Διεθνή. Ο Μπορντίγκα, ισχυρίσθηκε ο Γκράμσι, είχε χρησιμοποιήσει την μεγάλη δημοφιλία του Τρότσκυ για να επιτύχει μια εύκολη νίκη, χωρίς να ερευνήσει σε βάθος την κρίση στο ρωσικό κόμμα[100]. Μέσα σε λίγες μέρες, ο Hubert Droz  ανέφερε εκ νέου προς την Μόσχα σχετικά με τις τοπικές Συνδιασκέψεις του ΚΚ Ιταλίας.

 

«Η «Αριστερά», υπό την ηγεσία του Μπορντίγκα, είναι πολύ δυσαρεστημένη με την δράση της Εκτελεστικής Επιτροπής του κόμματος για να περιορίσει την ελευθερία έκφρασης της «Αριστεράς» και για την προσπάθειά της, μέσω των Συνδιασκέψεων, να μετατοπίσει το κόμμα προς τις θέσεις της Διεθνούς. Η «Αριστερά» θα προτιμούσε έναν ευρύ  και δημόσιο διάλογο ανάμεσα σε όλες τις τάσεις κατά τις Συνδιασκέψεις και πιστεύει ότι μέχρι τότε η ηγεσία της ΕΕ του κόμματος θα έπρεπε να έχει πιο πολύ έναν διοικητικό-διεκπεραιωτικό παρά έναν πολιτικό χαρακτήρα»[101].

 

Έως και το φθινόπωρο του 1924, το «Κέντρο» ενεργοποίησε όλα τα κομματικά καθοδηγητικά όργανα, προκειμένου να χειραγωγήσει  την τυπική πλειοψηφία του κόμματος (αναπαριστώντας δηλ. τον εαυτό της να κατέχει αυτήν την πλειοψηφία), την οποία είχε αποτύχει να κερδίσει ουσιαστικά και από πεποίθηση.  Απευθυνόμενος γραπτά προς την ΚΔ τον Οκτώβριο ο Τολιάτι ανέφερε ότι είχε διορίσει πέντε υπερπεριφερειακούς (interregional) γραμματείς,  «οι οποίοι συμφωνούν με την Κεντρική Επιτροπή», ενώ δύο που συμφωνούσαν με «την Άκρα Αριστερά» είχαν αντικατασταθεί[102]. Έναν μήνα αργότερα, ο Τολιάτι εξομολογήθηκε προς την Μόσχα ότι παρά αυτά τα μέτρα, καθώς και άλλα, «το κόμμα εξακολουθούσε να μην έχει αλλάξει ριζικά την άποψή του, σε σχέση με εκείνη που είχε στην Συνδιάσκεψη του προηγουμένου Μαίου»[103]. Οι δραστηριότητες της ηγεσίας είχαν γίνει αντικείμενο ανταλλαγής  απόψεων (διαλόγου) μεταξύ της Ρώμης και της Νάπολης.  «Η Διεθνής και η  παρούσα ηγεσία του κόμματος», έγραφε ο Μπορντίγκα, «επιθυμούν να  διαφύγουν από την κατάσταση που διαμόρφωσε η άρνησή μας ,αλλά και θέλουν να κάνουν το κόμμα να αποδεχθεί τις απόψεις τους στην βάση της πειθαρχίας και της πεποίθησης. Όχι μόνο είναι αυτό δικαίωμά τους, αλλά είναι και το πολύτιμο καθήκον τους. Πλην όμως, χρησιμοποιούν μέσα που είναι βλαπτικά για το κίνημα».

 

«Για να υλοποιήσουν το όνειρό τους, οι  πρόσφατες περιφερειακές Συνδιασκέψεις χρησιμοποίησαν ένα  παράδοξο σύστημα, το οποίο αξίζει να ονομασθεί ως κάτι παραπάνω από δικτατορικό, ως τζιολιτιανό.  Το δικαίωμα των Συνδιασκέψεων να εκφρασθούν και να λάβουν πολιτική θέση κυμαινόταν ανάλογα με το ποια ήταν τα προγνωστικά της ηγεσίας σχετικά με την κυρίαρχη άποψη  σε κάθε Συνδιάσκεψη. Όπου αυτό ήταν πολιτικά  εφικτό, η Συνδιάσκεψη ψήφιζε υπέρ της  Κεντρκής Επιτροπής.  Σε άλλες περιπτώσεις, η αποδοχή της Συνδιάσκεψης περιοριζόταν μόνο στις κατευθύνσεις του Πέμπτου Συνεδρίου της Διεθνούς ή στην περίφημη πρόσκληση προς τον Μπορντίγκα να μπει στην Κεντρική Επιτροπή. Όταν πάλι, η «Αριστερά» μπορούσε εύκολα να ισχυρισθεί ότι διέθετε την πλειοψηφία, όπως στις σημαντικές Συνδιασκέψεις, δεν επιτρεπόταν στις Συνδιασκέψεις να ψηφίσουν στα πολιτικά θέματα, με την ένσταση ότι οι Συνδιασκέψεις είχαν μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα»[104].

Έως και την αρχή του 1925, η προσπάθεια της ηγεσίας να επανενώσει το κόμμα είχε αποτύχει να κερδίσει  την βάση του κόμματος[105]. Σε συνδυασμό με την αναποτελεσματικότητα της αντιφασιστικής αντιπολίτευσης του Αβεντίνου (εννοεί : την συγκρότηση μιας αντιφασιστικής συμμαχίας ,περιλαμβανομένου και του ΚΚ, η οποία είχε συγκροτηθεί μετά την δολοφονία Ματτεότι, και η οποία  αναφερόταν στην εξέγερση του Λόφου του Αβεντίνου στην αρχαία Ρώμη), ένα γεγονός που επισημάνθηκε έντονα από τον Μουσσολίνι κατά την ομιλία του της 3ης Ιανουαρίου 1925, όταν αποδέχθηκε την πολιτική ευθύνη για την δολοφονία του Ματτεότι και προκάλεσε την Αντιπολίτευση να τον απομακρύνει από το αξίωμά του, η αποτυχία του «Κέντρου» άφησε την ηγεσία σε μια ιδιόμορφη και  πολιτικά ευαίσθητη κατάσταση. Αποκομμένη από την πολιτική της βάση, μπλοκαρισμένη στους  ελιγμούς της για το Ενιαίο Μέτωπο, εμποδισμένη από την απειλητική βία και τους περιορισμούς  του φασιστικού καθεστώτος, η  πολιορκημένη ηγεσία  και η τάση του «Κέντρου» είχε  μόνο μια οδό διαφυγής, δηλαδή  να επιχειρήσει μια «φυγή προς τα μπρος»[106], στην συγκεκριμένη περίπτωση προς την Διεθνή.

 

H ηγεσία είχε σπρωχτεί να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση και εξαιτίας ενός άλλου παράγοντα, που ήταν η ανερχόμενη φασαρία σε σχέση με την υπόθεση  Τρότσκυ. Το Avanti! είχε σηκώσει πολύ θόρυβο γύρω από το θέμα αυτό, βλέποντας σε αυτό την απόδειξη για την ανυπαρξία πολιτικής ανοχής εντός της Τρίτης Διεθνούς. Το έντυπο των σοσιαλιστών προειδοποίησε  τον Μπορντίγκα για την τύχη των διαφωνούντων εντός της Διεθνούς, παρά το γεγονός ότι η «Αριστερά» ήταν η πλειοψηφία παρά η μειοψηφία εντός του ΚΚ Ιταλίας[107].  Το πρόβλημα που έθεσε η υπόθεση Τρότσκυ είχε καταστεί επείγον για το «Κέντρο» (ηγετική τάση) , καθώς έφτασε  στην ‘LUnita” μια μακρά ανάλυση των «Μαθημάτων του Οκτώβρη» του Τρότσκυ[108] από τον Μπορντίγκα, με σκοπό την δημοσίευσή του στην εφημερίδα. Έχοντας μελετήσει την πολεμική του Τρότσκυ και την ρωσική κατάσταση, ο Μπορντίγκα  σκέφτηκε ότι υπήρχαν αναλογίες και αποδείξεις για την ορθότητα της γραμμής του ΚΚ Ιταλίας πριν από την αλλαγή ηγεσίας εκ μέρους της Διεθνούς. Το μάθημα του Οκτώβρη είχε καταστεί πολύ σαφές για τον Μπορντίγκα: «Μπορούμε να   περιμένουμε τις μάζες  και πρέπει να το κάνουμε, αλλά  το κόμμα δεν μπορεί, επί ποινή της ήττας, να ζητά από τις μάζες να το περιμένουν».  Ανακεφαλαιώνοντας, ο Μπορντίγκα έγραφε: «Ο καλύτερος εκλογέας μας είναι το τουφέκι  στα χέρια του εξεγερμένου εργάτη».Ως συμπέρασμα αυτής της ανάλυσης, ο Μπορντίγκα  θεωρούσε ότι ο Τρότσκυ οφείλει να κριθεί βάσει αυτών που έκανε και έγραψε και όχι βάσει των φραξιονιστικών αναγκών μέσα στο κόμμα των Μπολσεβίκων»[109].

Το άρθρο είχε διάφορες δυνατές χρήσεις για το «Κέντρο», όχι αποκλειστικά  αρνητικές. Η δημοσίευση στην L’ Unita θα προσέφερε σίγουρα μια αρνητική υπηρεσία στο αντιτροτσκιστικό μπλοκ στην Μόσχα, και η λογική του άρθρου έτεινε να εκθέσει τον ισχυρισμό της Διεθνούς ότι παρέμενε επαναστατική. Από την άλλη πλευρά, το άρθρο σαφώς ταύτιζε τις θέσεις Μπορντίγκα με τις θέσεις Τρότσκυ. Το δίλημμα επιλύθηκε στέλνοντας το άρθρο στην Μόσχα (ηγεσία  της Διεθνούς) , η οποία μπλόκαρε την δημοσίευση ,και την ίδια στιγμή κάλεσε τον Μπορντίγκα για να μετάσχει στην επικείμενη  σύνοδο της ΕΕΚΔ.

 

Την ίδια στιγμή, η ηγεσία του ΚΚ Ιταλίας δήλωσε την ταυτισή της με την ηγετική πλειοψηφία των Μπολσεβίκων, δηλαδή το αντιτροτσκιστικό μπλοκ. Αυτή η τοποθέτηση της ΚΕ του ΚΚ Ιταλίας ήταν την ίδια στιγμή ένα χτύπημα στον Τρότσκυ και στον Μπορντίγκα[110]. Παρουσιάζοντας τον τροτσκισμό ως μια «απαισιόδοξη οπτική για την διεθνή επανάσταση» και  μάλιστα υποστηρίζοντας ότι και στην Ρωσία αλλά και διεθνώς ( στην Ιταλία στο ΣΚ Ιταλίας) η αντεπανάσταση είχε συγκεντρωθεί κάτω από τις σημαίες του Τρότσκυ, το κείμενο επεξεργαζόταν την θέση υπέρ της μπολσεβικοποίησης του  κόμματος και της μονολιθικότητας των απόψεων μέσα στο κόμμα. Ο «ρόλος των ηγετών»  (δηλ. των Τρότσκυ και Μπορντίγκα) επικρίθηκε  και χαρακτηρίσθηκε ως «αντεπαναστατική» κάθε  προσπάθεια να ξαναανοίξει η συζήτηση για τον Τρότσκυ. Στον Μπορντίγκα ασκήθηκε κριτική για άλλη μια φορά  για την μη συμμετοχή του στην ηγεσία[111].

 

Δύο περιστατικά στις αρχές του 1925 είναι ενδεικτικά του βαθιού σχίσματος μέσα στο κόμμα.  Το πρώτο είναι μια έκρηξη των συναισθημάτων της βάσης στο Μιλάνο. Το άλλο μια ιδεολογική ανακατασκευή, η οποία επρόκειτο να χρεωθεί στον Μπορντίγκα. Στο Προλεταριακό Πανεπιστήμιο, ένα εργατικό νυχτερινό σχολείο μακράς διάρκειας, εγκατεστημένο στο  Castello Sforzesco , στο κέντρο του Μιλάνου, ο Μπορντίγκα πραγματοποίησε μια διάλεξη με θέμα την μικροαστική τάξη στην καπιταλιστική κοινωνία. Το Μιλάνο ήταν γνωστό (εντός του ΚΚ) ως  προπύργιο της «Αριστεράς», και νωρίτερα τον Ιανουάριο ο Λουίτζι Ραπόσσι, σημαντική φυσιογνωμία του εργατικού κινήματος στο Μιλάνο, είχε υποστεί από την ηγεσία αναστολή κομματικής δραστηριότητας για αρκετούς μήνες[112].     Αυτή η κίνηση του «Κέντρου» κατά της «Αριστεράς» είχε χτυπήσει τον πυρήνα του μιλανέζικου εργατικού κομμουνισμού. Το απόγευμα της 22-3-1925, περίπου τρεις χιλιάδες κομμουνιστές και συμπαθούντες συγκεντρώθηκαν να υποδεχθούν τον Μπορντίγκα με λουλούδια και  κύματα από χειροκροτήματα. Μετά την ομιλία, εκατοντάδες άτομα περικύκλωσαν το αυτοκίνητο του Μπορντίγκα και καθυστέρησαν την αναχώρησή του[113].

 

To γεγονός ήταν αξιοσημείωτο για περισσότερους από έναν  λόγους. Κατά πρώτον, η συγκέντρωση αποτελούσε πράξη αντίστασης τόσο κατά της καταπιεστικής  εσωκομματικής πολιτικής της ηγεσίας του «Κέντρου»  όσο και κατά του καθεστώτος του Μουσσολίνι. Κατά δεύτερον, αυτή ήταν πιθανόν η μεγαλύτερη κομμουνιστική συγκέντρωση πριν από την απαγόρευση όλων των πολιτικών κομμάτων το 1926.Η διοργάνωση αυτής της βραδυάς είχε γίνει οπωσδήποτε με πρωτοβουλία της τοπικής «Αριστεράς» και πολλοί που παρακολούθησαν την διάλεξη είχαν συγκεντρωθεί από άλλα προπύργια της «Αριστεράς» στο Πιεμόντε, την Λομβαρδία και την Εμίλια. Παρ’’όλα αυτά, η έκφραση του συναισθήματος ήταν βαθιά και αυθόρμητη/πηγαία. Ως το 1925, ο Μπορντίγκα εθεωρείτο ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της «Αριστεράς» ( εννοεί εντός του μαρξισμού ως πολιτικού κινήματος  στην Ιταλία) για μια δεκαετία τουλάχιστον ,και το κύρος του ως μαρξιστή και κομμουνιστή ηγέτη  ήταν χωρίς καμία σύγκριση με άλλους το υψηλότερο στην Ιταλία. Ο Μπορντίγκα εκπροσωπούσε την γενιά των αγωνιστών που είχαν ωριμάσει πολιτικά στην διάρκεια του  πολέμου και στο διάστημα μετά τον πόλεμο (εννοεί: τον Α’ ΠΠ). Αυτοί οι αγωνιστές είχαν δει τις ελπίδες τους για τον σοσιαλισμό να εξανεμίζονται λόγω της πολιτικής των Μαξιμαλιστών[114].

 

Μαθαίνοντας τα νέα για το γεγονός στο Μιλάνο, οι πολιορκημένοι ηγέτες του «Κέντρου» έσπευσαν να πάρουν  κατασταλτικά αντίμετρα: η τοπική κομμουνιστική καθοδήγηση διαλύθηκε (με συνέπεια την απομάκρυνση του Φορτικιάρι) ,ενώ ο Τερατσίνι έστειλε ένα εξηγητικό γράμμα στην Κομμουνιστική Διεθνή[115].Το επεισόδιο στο Μιλάνο θα ήταν η τελευταία και μεγαλύτερη  δημόσια έκφραση εμπιστοσύνης από την βάση του κόμματος προς τον Μπορντίγκα ,ένας τελευταίος αποχαιρετισμός προς τον πεσμένο ηγέτη.

Το δεύτερο επεισόδιο ήταν η Διευρυμένη Εκτελεστική Επιτροπή  της ΚΔ στην Μόσχα μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου1925. Παρά το ότι ο Τζεννάρι εκ μέρους της ΚΕ είχε πάει προσωπικά στην Νάπολη για να πείσει τον Μπορντίγκα να μετάσχει σε αυτήν[116], ο Μπορντίγκα αρνήθηκε ,επικαλούμενος οικογενειακούς λόγους[117]. Παρόντες από την Ιταλία ήταν ο Γκράμσι, ο Σκοτσιμάρο, ο Βιττόριο Φλέτσια ( Flecchia) , ο Τελίνι και ο Γκριέκο. Η εξίσωση «Τρότσκυ= Μπορντίγκα»[118] ,που είχε επινοηθεί από τον Γκράμσι στην Συνδιάσκεψη του Κόμο και πιο πολύ προωθηθεί από την ΚΕ του 2.1925, ερχόταν τώρα να οδηγηθεί στην τελειοποίησή της. Στις παρατηρήσεις τους προς την ΕΕΚΔ, ο Σκοτσιμάρο επεσήμανε ότι τα λάθη του Μπορντίγκα οφείλονταν στην μεθοδολογία του , η οποία ήταν «πολύ αφηρημένη» και «ξένη προς τον ζωντανή  διαλεκτική του λενινισμού». Ο Μπορντίγκα έβλεπε το κόμμα ως μια οντότητα καθ’εαυτήν και όχι ως «τμήμα της εργατικής τάξης στο σύνολό της» . Μεταξύ του Μπορντίγκα και του Τρότσκυ υφίσταντο ομοιότητες. Και οι δύο βασίζονταν σε μια μηχανιστική αποτύπωση της διαλεκτικής. Και  οι δύο αρνούνταν την εφαρμογή της μπολσεβικοποίησης για τα ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης. «Πραγματικά, ο λενινισμός  μας έχει παράσχει τακτικές, οι οποίες έχουν γενική εφαρμογή παντού». Ο Σκοτσιμάρο υπαινίχθηκε ότι ο Μπορντίγκα απέδιδε  το γερμανικό φιάσκο του 1923 στον Λένιν. Ο Μπορντίγκα δεν είχε ποτέ εγκαταλείψει την τακτική της εκλογικής αποχής που σηματοδοτούσε την άρνηση της διεκδίκησης να κατακτηθεί η πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Ο Μπορντίγκα επιθυμούσε μια άκαμπτη τακτική και ένα κόμμα ηγετών. «Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι οι αντιλήψεις του Μπορντίγκα για το κόμμα είναι εσφαλμένες»[119].

 

Η επίθεση του Σκοτσιμάρο  στον Μπορντίγκα ήταν οξύτατη, και καθώς διατυπώθηκε  δημόσια στο ανώτατο όργανο της ΚΔ, είναι βέβαιο ότι είχε την συναίνεση της Διεθνούς. Όλη η πίεση αυτού του σώματος στρεφόταν τώρα κατά της «Αριστεράς». Σύντομα άρχισαν να παράγονται αποτελέσματα, και μια σειρά από ελάσσονα επεισόδια καταδείκνυαν τι συνέβαινε εντός της ιταλικής ηγεσίας. Ο Χούμπερτ-Ντροζ εξήγησε στην ιταλική αντιπροσωπεία ότι ο Γκριέκο  (Grieko) είχε αρχίσει να  αδυνατίζει την θέση του και να αποσυνδέεται από  την «Αριστερά».

 

Οι παρατηρήσεις του Σκοτσιμάρο ανατυπώθηκαν στην L’ Unita και αποτέλεσαν άλλη μια επιθετική αιχμή κατά της αριστερής πτέρυγας του κόμματος. Μετά την τοποθέτηση του Σκοτσιμάρο ενώπιον της ΕΕΚΔ, ο Στάλιν συνάντησε  τον Γκράμσι και τον Σκοτσιμάρο εντός της αίθουσας όπου  συνεδρίαζε η ΕΕΚΔ και τους ζήτησε να στραφούν κατά του Τρότσκυ. Αυτοί συμφώνησαν και ο Σκοτσιμάρο, όταν επέστρεψε, τάχθηκε και αυτός μαζί τους[120].

 

5.Δίκη από την LUnita

 

Στον Δεύτερο Τόμο του έργου του «Σοσιαλισμός σε μία μόνη χώρα», ο Ε.Η. Carr περιγράφει την μέθοδο της εκστρατείας που πραγματοποιήθηκε κατά του Τρότσκυ από την σοβιετική ηγεσία το φθινόπωρο του 1924 ,όταν εξεδόθη το βιβλίο του Τρότσκυ «Τα μαθήματα του Οκτώβρη», καθώς και στους πρώτους μήνες του 1925, όταν η Διεθνής καταπιάσθηκε σοβαρά με αυτό το έργο , κάνοντας χρήση της παρέμβασης του Σκοτσιμάρο. Ο Carr περιγράφει αναλυτικά πώς «τα κατώτερα όργανα του κόμματος κινητοποιήθηκαν για να αποδοκιμάσουν τις αιρετικές απόψεις του Τρότσκυ και να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στην κομματική ηγεσία…. ενώ η κινητοποίηση του τύπου ήταν εξίσου έντονη»[121].  Ό,τι είχε συμβεί πρωτύτερα στη Σοβιετική Ένωση , επαναλήφθηκε τώρα στην Ιταλία..

 

Κάποια στιγμή, κατά την άνοιξη του 1925, το «Κέντρο» του ΚΚΙ αποφάσισε να συντρίψει την «Αριστερά», ανεξαρτήτως κόστους, μια ακραία κίνηση, που έγινε αναπόφευκτη λόγω των αποτυχιών των προηγουμένων προσπαθειών. Η πεισματική άρνηση των μελών του κόμματος να υποταγούν στο «Κέντρο» σε συνδυασμό και με τις δυσκολίες λόγω των εξωτερικών πιέσεων (της ηγεσίας της ΚΔ) ώθησαν την ιταλική ηγεσία   σε μια κατάσταση έντονης απελπισίας και παράνοιας.  Όπως και πριν, κεντρική φιγούρα της ηγεσίας παρέμεινε ο Γκράμσι ,  υποβοηθούμενος από ορισμένους υπασπιστές του, που τον βοήθησαν να συγκροτήσει έναν ιμάντα μεταβίβασης, ώστε να μεταφέρει τις σοβιετικές καθοδηγητικές πρακτικές στο ιταλικό κόμμα.

 

Σε μια συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, ο Γκράμσι ανανέωσε  την κριτική του στην «Αριστερά», χρησιμοποιώντας  ως πηγή του τον Λένιν. «Η μεγαλύτερη αδυναμία του κόμματός μας» είπε ο Γκράμσι «είναι αυτή που έχει περιγραφεί από τον Λένιν-η αγάπη για τα επαναστατικά σκέρτσα και τις εξτρεμιστικές εκφράσεις , η οποία είναι χαρακτηριστική όχι για τον ίδιον τον Μπορντίγκα, αλλά για τους οπαδούς του». Ο Μπορντίγκα είχε αποκρυσταλλώσει μια  διαρκή στάση  ηττοπάθειας και σεχταρισμού. «Η γραμμή που χρειάζεται για να διορθωθεί αυτή η στάση είναι η μπολσεβικοποίηση  του κόμματος»[122]. Το ιδιαίτερο προς παρατήρηση στοιχείο στην ομιλία του Γκράμσι είναι ότι στρεφόταν κατά της βάσης της «Αριστεράς» και όχι κατά της ηγεσίας της.

 

Ως και το 1925,ο Μπορντίγκα είχε επιστρέψει στην εργασία  του ως μηχανικός[123], πράγμα που μάλλον σήμαινε ότι δεν πληρωνόταν πια από το κόμμα ως επαγγελματικό στέλεχος. Στις 26-5 , η L ‘Unita ανήγγειλε την έναρξη των προπαρασκευαστικών εργασιών  για το τρίτο συνέδριο του κόμματος. Ο Σκοτσιμάρο  έγραψε προς την Μόσχα στις  4 Ιουνίου (1925), για να διαμαρτυρηθεί ότι μια αιτίαση που έκανε ο Ζηνόβιεφ κατά του Μπορντίγκα ότι είχε περάσει δήθεν στην άκρα δεξιά τάση του κόμματος, είχε γυρίσει μπούμερανγκ κατά της ηγεσίας.  «Προφανώς, κανείς εργάτης δεν μας πιστεύει .Η αιτίαση αυτή έχει γίνει κατηγορία εναντίον μας». Στο ίδιο γράμμα διαβεβαίωνε την ΚΔ ότι δεν υπήρχε κανείς κίνδυνος  διάσπασης στο ιταλικό κόμμα[124]. Στις επόμενες λίγες ημέρες διεξάχθηκε μια δημοσιογραφική εκστρατεία μέσα από τις στήλες της L’ Unita, η οποία δεν είχε προηγούμενο στην Ιστορία του ιταλικού ριζοσπαστισμού.

 

Το φύλλο της L’Unita της 7ης Ιουνίου 1925 περιείχε ένα ανακοινωθέν της ΚΕ του κόμματος, το οποίο ανέφερε ότι «ορισμένοι κομμουνιστές ,που παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως την «Ιταλική Αριστερά» , έχουν εσφαλμένα ταυτίσει το 1925 με την περίοδο 1919-1920,όταν προετοιμαζόταν η διάσπαση του ΣΚ στο Λιβόρνο. «Έχοντας απορριφθεί ως άποψη από τις μάζες του κόμματος», αυτά τα στοιχεία παρείχαν κακή υπηρεσία στο κόμμα με «τις ακραίες φράσεις και  στάσεις που χρησιμοποιούσαν», την ίδια στιγμή όπου το κόμμα μαχόταν κατά του φασισμού αλλά και του μισοφασιστικού  αστικού-αντιπολιτευτικού  μπλοκ του Λόφου του Αβεντίνο. Ως συνέπεια αυτής της στάσης τους, οι Onorato Damen, M.Manfredi, Carlo Venegone, Mario Lanfranchi, Repossi και Forticchiari ,τίθονταν σε αναστολή των κομματικών τους δεσμών. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι κατηγορούνταν ότι είχαν συστήσει μια φραξιονιστική ομάδα, την «Επιτροπή Κατανόησης» ( “Committee of Understanding”, “Comitato di Intesa”. )[125].

Mαζί με το ανακοινωθέν της Κεντρικής Επιτροπής, δημοσιεύθηκε και μια επιστολή των ηγετικών στελεχών που είχε ανασταλεί η συμμετοχή τους   στο κόμμα, η οποία απευθυνόταν στην Εκτελεστική Επιτροπή του κόμματος. Με ημερομηνία την 1η Ιουλίου 1925, δηλαδή αρκετές ημέρες μετά την ανακοίνωση της έναρξης των προπαρασκευαστικών εργασιών για το συνέδριο, οι συντάκτες της επιστολής ζητούσαν από την  ΕΕ να επιτρέψει την ελεύθερη έκφραση όλων των απόψεων κατά τις εργασίες προς το συνέδριο και κατά την ίδια την διεξαγωγή του συνεδρίου. Επίσης,  ζητούσαν να είναι παρόντες εκπρόσωποι της «Αριστεράς» σε όλες τις περιφερειακές Συνδιασκέψεις προς το συνέδριο,  και οι  στήλες της L’ Unita να είναι ανοιχτές και στις απόψεις της «Αριστεράς».Η επιστολή συνοδευόταν από ένα σχόλιο της σύνταξης της εφημερίδας, το οποίο αμφισβητούσε  τις ειλικρινείς προθέσεις των συντακτών της επιστολής.

 

Η ίδια έκδοση-φύλλο της εφημερίδας περιείχε και το σώμα δύο επιστολών, της 25 Απριλίου και  της  22 Μαίου ,που είχαν περιέλθει  στα χέρια της ηγετικής τάσης του «Κέντρου». Οι επιστολές περιέγραφαν πώς η ομάδα της «Αριστεράς» είχε συγκροτήσει την «Επιτροπή Κατανόησης» και για να  υπερασπίσουν τις  απόψεις τους αλλά και για να μην δοθεί η εικόνα της απομόνωσης του Μπορντίγκα.  Μια επιστολή προσδιοριζόταν ως « Εγκύκλιος Νο 1» και έφερε την σφραγίδα της «Επιτροπής Κατανόησης». Τις επιστολές συνόδευε η αντίδραση της Εκτελεστικής Επιτροπής. Η ΕΕ καλούσε όλο το κόμμα να κινητοποιηθεί κατά της ομάδας αυτής, καθώς η σύσταση της Επιτροπής Κατανόησης αποτελούσε την εισαγωγή σε μια νέα  διάσπαση , δεδομένου ότι η μη συνυπογραφή της σύστασης από τον Μπορντίγκα αποτελούσε μόνο μια δόλια τακτική κίνηση. Η ΕΕ κάλεσε όλα τα μέλη να παραμείνουν νομιμόφρονα προς το κόμμα και να εξακολουθήσουν να ασκούν το επαναστατικό τους καθήκον ,ακόμη και με το κόστος να διαλύσουν προσωπικούς δεσμούς και σχέσεις.

 

Από την στιγμή που οι αποκαλύψεις της 7ης Ιουνίου αποσυνδέονται από τις κατηγορίες κατά της «Αριστεράς», προκύπτει ότι κατά την άνοιξη του 1925 η «Αριστερά»  έκανε επιτέλους  τα πρώτα οργανωτικά της βήματα για την υπεράσπιση των θέσεών της.  Η ύπαρξη της σφραγίδας –που ποτέ δεν αμφισβητήθηκε- και η απαρίθμηση των ανακοινώσεων ήταν απόδειξη ότι η «Αριστερά» είχε αποφασίσει να αντισταθεί και να δώσει μια μακροχρόνια  μάχη απόψεων και τάσεων .για να ξανααποκτήσει τον έλεγχο στο κόμμα όπου αποτελούσε την πλειοψηφία. Φαίνεται ότι ο Σκοτσιμάρο είχε υπόψιν του την έκταση της εκστρατείας που θα διεξαγόταν όταν έγραφε  την επιστολή της 4ης Ιουνίου, όπου απέκλειε το ενδεχόμενο της διάσπασης στο κόμμα. Από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι η κατηγορία της βούλησης διάσπασης του κόμματος από την «Αριστερά» ήταν μια ξεκάθαρη συκοφαντία, ένα μέσο να πανικοβληθεί και να κινητοποιηθεί κατά της «Αριστεράς» η βάση του κόμματος. Καθώς η ύπαρξη σφραγίδας θα χρησιμοποιούνταν ξανά και ξανά ως μέσο για να γίνει πιστευτή η πρόθεση διάσπασης του κόμματος, είναι γεγονός ότι η καταστροφή της «Αριστεράς» από την πλευρά του «Κέντρου» είχε ήδη ξεκινήσει.

 

Η ηγεσία κατέστησε σαφές στις 8 Ιουνίου ότι δεν θα υπήρχε  ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων στο κόμμα. Κάτω από το σύνθημα «Όχι στην διάσπαση, στις φράξιες, ναι στην σιδερένια πειθαρχία του κόμματος» ,η L’ Unita  γελοιοποίησε την «Επιτροπή Κατανόησης» ,κατηγορώντας την ότι σκοπός της ήταν να δημιουργήσει μέσα στο κόμμα έναν θεσμό για την  διαρκή διαδικασία αποσύνθεσής του. Τα μέλη της Επιτροπής Κατανόησης παρομοιάσθηκαν με τους «προδότες» Πάουλ Λέβι στο γερμανικό ΚΚ  και Φροσσάρ στο γαλλικό. . Το άρθρο 27 των Θέσεων για την Μπολσεβικοποίηση δημοσιεύθηκε στην έκδοση αυτήν της εφημερίδας : «Το κόμμα των Μπολσεβίκων δεν θεωρεί την εσωκομματική δημοκρατία ως απόλυτη αρχή».

 

Η εκστρατεία  κατά της «Αριστεράς» είχε την θέση της καθημερινά στην L’ Unita. Το φύλλο της 12 Ιούνη αναφερόταν στην δήλωση του Ζηνόβιεφ ότι το κόμμα των Μπολσεβίκων είχε αποκτήσει τον πολιτικό  χαρακτήρα του μέσα από την πάλη κατά των «αριστερών λικβινταριστών». Και όσον αφορά τον Μπουχάριν, λέγεται ότι επιβεβαίωσε ότι «ο Μπορντίγκα πειθαρχούσε (στην Διεθνή) όσο ζούσε ο Λένιν .Τώρα που ο Λένιν  πέθανε, μπορώ κι εγώ να φτιάξω την δική μου πτέρυγα». Και τα δύο σχόλια είχαν ειπωθεί πριν από την προηγούμενη σύνοδο της ΕΕΚΔ και αποδείκνυαν  την έκταση και  τον συντονισμένο χαρακτήρα της επίθεσης κατά του Μπορντίγκα.

 

Η L’ Unita της 12ης Ιουνίου χλεύασε το αίτημα για ελεύθερο πολιτικό διάλογο που διατυπωνόταν στην επιστολή των εκπροσώπων της «Αριστεράς» της 1ης Ιουνίου. «Μπορούμε να ισχυρισθούμε, χωρίς να γίνουμε «αυταρχικοί» ( giolittismo ) ότι οι μάζες του κόμματος δεν είναι ο μόνος δεσμευτικός κριτής και δεν αποφασίζουν αυτοτελώς για την ορθότητα μιας άποψης μεταξύ πολλών πολιτικών απόψεων. Μια ορθή θέση και ρεύμα πρέπει οπωσδήποτε να επικρατήσει». Αυτή η θέση ταυτιζόταν με την θέση της ομάδας που συντασσόταν με την Διεθνή. Ο Λουίτζι Λόνγκο επιβεβαίωσε το ίδιο μήνυμα στις 17 Ιουνίου: στις εργασίες που προηγούνται ενός συνεδρίου, η Διεθνής έχει το δικαίωμα να ενισχύσει και πριμοδοτήσεις τους υποστηρικτές των απόψεών της».

 

Στις 13 Ιουνίου, η L’Unita ανακοίνωνε ότι η οργάνωση της Vicenza είχε προσχωρήσει στην ηγεσία: στις 16 το Como και η Μπολόνια στις 17.Ως τις 20, η Βενετία, το Μιλάνο και το Μπέργκαμο είχαν επίσης συνταχθεί με την  ηγεσία.

 

Στις 19 Ιουνίου εμφανίσθηκε ένα σύντομο σημείωμα του Μπορντίγκα,που είχε γραφτεί στις 8 Ιουνίου, την επομένη της ημέρας όπου ξεκίνησε η δημοσιογραφική εκστρατεία κατά της «Αριστεράς». Ο Μπορντίγκα επιβεβαίωσε ότι τάσσεται με την Επιτροπή Κατανόησης και ζήτησε χρόνο για να αντικρούσει τις «αβάσιμες κατηγορίες» που δημοσιεύθηκαν στον τύπο.

Η επιστολή του Μπορντίγκα συνοδευόταν από ένα σημείωμα της σύνταξης που ανέφερε ότι η σπουδή του Μπορντίγκα να ταχθεί με την Επιτροπή Κατανόησης αποδείκνυε την αντιπολίτευσή του στην Διεθνή[126].Η L’Unita απέρριψε τον ισχυρισμό του Μπορντίγκα περί της απαγόρευσης ελεύθερου διαλόγου στο κόμμα. Η διαμόρφωση μιας κλειστής ομάδας (φράξιας) διαμόρφωνε τον κίνδυνο της  διάσπασης, γι’ αυτό η ΚΕ δεν είχε επιτρέψει την ανάπτυξη της συζήτησης, επιλέγοντας αντί γι’ αυτό να κινητοποιήσει την βάση του κόμματος με στόχο την ενότητα.  «Η επιστολή της 1ης Ιούνη προς την Διεθνή αποτελούσε μια προσπάθεια να νομιμοποιηθεί η Επιτροπή Κατανόησης…μια προσπάθεια να ξεγελαστεί η ηγεσία του κόμματος».

 

Στις 21 Ιούνη 1925, η L’Unita δημοσίευσε μια επιστολή που κατέκρινε την δημοσιογραφική καμπάνια κατά της «Αριστεράς».Ο συντάκτης  έγραφε ότι αυτή η καμπάνια είχε καταστροφικές επιπτώσεις στην βάση του κόμματος και είχε στραφεί κατά ενός ρεύματος που δεν επεδίωκε τίποτε  άλλο «από το να παρέμβει στην συζήτηση με την δημοκρατική έννοια του όρου». Ποια καλύτερη απόδειξη για την συμμόρφωση της «Αριστεράς» προς την Διεθνή, επέμεινε ο συντάκτης, από το γεγονός ότι όταν η «Αριστερά» ήρθε σε διαφωνία με την Διεθνή, παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος και επανήλθε στην βάση ;

 

   Η απάντηση της L’ Unita ήταν τυπική μεν αλλά διαφωτιστική:

 

«Δεν μπορεί να υπάρξει διάλογος μεταξύ αυτών που παραβιάζουν την πειθαρχία του κόμματος και του ίδιου του κόμματος, αλλά δημοσιεύουμε την επιστολή του MV γιατί αντανακλά- και όχι τυχαία- τις απλουστευτικές προσπάθειες των λίγων μελών της  «αριστερής» φράξιας να παρουσιάσουν την Επιτροπή Κατανόησης ως μια τίμια υπόθεση και την ίδια την  ΚΕ, η οποία εκπροσωπεί την Διεθνή και έχει την έγκρισή της ,   ως μια ομάδα έκφυλων και φανατικών φραξιονιστών».

 

Στις 23 Ιούνη ,η L’ Unita δημοσίευσε την υποστήριξη στην ηγεσία της Parma , της Vimercate και της Monza. Όταν η οργάνωση της  Novara που ήταν προμαχώνας της «Αριστεράς» ανακοίνωσε ότι δεν θα έπαιρνε θέση ,αν δεν είχε στην διάθεσή της όλα τα κείμενα απόψεων δημοσιευμένα στην L’Unita , η ηγεσία ερμήνευσε την στάση αυτής της οργάνωσης σαν να κατηγορούσε την Κεντρική Επιτροπή ότι νόθευε τις διαδικασίες προς το συνέδριο. Η συνάντηση της Επιτροπής στις 12 Μαίου στην Νάπολη- την ίδια ημέρα που είχε συνεδριάσει η ΚΕ, ήταν απόδειξη, κατά την επίμονη άποψη της L’ Unita, ότι υπήρχε μια «συνωμοσία» της  «Αριστεράς» σε εθνική κλίμακα κατά του κόμματος και της Διεθνούς[127].

 

Στις 26 Ιουνίου, μετά από τρεις εβδομάδες έντονης δημοσιογραφικής καμπάνιας κατά της «Αριστεράς» ,η ΕΕ του κόμματος ανακοίνωσε ότι ο φραξιονιστικός  κίνδυνος είχε περιορισθεί και ανασχεθεί. Η επίθεση κατά της «Αριστεράς»  συνεχίσθηκε, συνοδευόμενη από την δημοσίευση των ομιλιών και αποφάσεων της ΕΕΚΔ του Μαρτίου και Απριλίου 1925. Το απαγορευμένο άρθρο του Μπορντίγκα για τον Τρότσκυ δημοσιεύθηκε τελικά στις 4 Ιουλίου, τώρα που ο τελευταίος είχε ήδη καταδικασθεί δύο φορές από το σοβιετικό κόμμα και την Διεθνή. Για την επίτευξη καλύτερου αποτελέσματος, η L’Unita δημοσίευσε και ένα κείμενο του Σκοτσιμάρο που συνιστούσε επίθεση στον Τρότσκυ. «Καταπολεμώντας τον τροτσκισμό», έγραφε ο  Σκοτσιμάρο, «σημαίνει να  καταπολεμάς την παρέκκλιση και να υπερασπίζεις τις αρχές του λενινισμού». Κανείς δεν αγνόησε την αντιστοιχία αυτής της τοποθέτησης, που σήμαινε ότι για να μάχεσαι τον τροτσκισμό διεθνώς, έπρεπε και να μάχεσαι τον Μπορντίγκα μέσα στη χώρα. Εν τω μεταξύ, η L’Unita ανακοίνωσε την υποστήριξη της Reggio Calabria, της Biella,  της Novara,  της Padua, της Lecce ,  της Avellino, της Pesaro  και της Ρώμης.

 

Απόδειξη της προστασίας της Διεθνούς προς την ηγεσία αποτέλεσε η δημοσίευση στην L’Unita την 2α του Ιουλίου απόφασης του Προεδρείου της Διεθνούς, που ζητούσε  την άμεση διάλυση της Επιτροπής Κατανόησης.  Μια τυχόν άρνηση της διάλυσης θα αποτελούσε ακόμη ένα σοβαρό όπλο του «Κέντρου» κατά της «Αριστεράς». Η προσταγή της Διεθνούς εκτελέσθηκε, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες, αλλά η «Αριστερά» με το να διαλύσει την Επιτροπή έμεινε χωρίς καμία οργανωμένη άμυνα. Το «Κέντρο» είχε πετύχει να υπερφαλαγγίσει την «Αριστερά» με την συνδρομή της Διεθνούς, και μοναδική  ελπίδα πια της «Αριστεράς» ήταν η συνδρομή της βάσης του κόμματος προς αυτήν και η ελπίδα ότι η βάση θα της παρέμενε πιστή.

 

Στο ίδιο φύλλο της 2ας Ιουλίου , δημοσιεύθηκε και μια αχρονολόγητη επιστολή του Μπορντίγκα[128], στην οποία αρνιόταν ότι η Επιτροπή είχε ποτέ σκεφτεί να εγκαταλείψει το κόμμα και κατηγορούσε την ΚΕ ότι είχε ενορχηστρώσει μια κακοήθη εκστρατεία κατά της Επιτροπής. Προσέθεσε ότι η Επιτροπή είχε σχηματισθεί μόνο αφότου αντιπρόσωποι του «Κέντρου» είχαν αρχίσει να χειραγωγούν τις περιφερειακές συνδιασκέψεις  και να απομακρύνουν τις τοπικές κομματικές ηγεσίες  και ηγέτες της «Αριστεράς»,μεταξύ των οποίων τον Φορτικιάρι στο Μιλάνο και τον Μπορντίγκα στην Νάπολη.

 

Ακολουθώντας αυτό που πλέον είχε γίνει συνήθης πρακτική δημοσίευσης στην L’Unita , πάνω από την επιστολή του Μπορντίγκα μπήκε ένα εισαγωγικό κείμενο της ΚΕ, το οποίο έλεγε ότι «η Κεντρική Επιτροπή θεωρεί ως απαραίτητο να απαντήσει κατά τον δέοντα τρόπο στον σ. Μπορντίγκα, ο οποίος  σε αυτό εδώ το κείμενο αποφεύγει να χρησιμοποιήσει το παράλογο και προκλητικό ύφος που χρησιμοποιείται σε άλλα κείμενα της «Αριστεράς»[129]. Κάτω από το κείμενο του Μπορντίγκα μπήκε μια συνοδευτική φράση, η οποία ανακεφαλαίωνε  την γκραμσιανή εκδοχή για την καταγωγή του κόμματος: η μάζα του κόμματος πάντοτε ακολουθούσε πολιτικά την Διεθνή.

 

Ένα δεύτερο κείμενο του Μπορντίγκα που γράφηκε στις 12 Ιουλίου δημοσιεύθηκε στις 22 Ιουλίου. Ζήτησε να σταματήσουν οι επικρίσεις και αντεπικρίσεις καθώς η ώρα ήταν κατάλληλη για έναν σοβαρό διάλογο σχετικά με τα προβλήματα του ΚΚΙ. Αυτές οι δυσκολίες δεν προέρχονταν από την διαρκή παρουσία του Μπορντίγκα ούτε η αποβολή του από το κόμμα θα επέλυε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το ΚΚ. «Η αποβολή μου από το κόμμα, την οποίαν ο σ. Hubert-Droz παρουσιάζει ευγενικά  ως την μόνη προβλέψιμη λύση για τα προβλήματα και τις δυσκολίες του κόμματος, για την κρίση του, δεν θα επέλυε τίποτε γιατί είμαι σίγουρος ότι το φάντασμά μου δεν θα έπαυε να τριγυρίζει γύρω από τους θριαμβεύοντες τωρινούς ηγέτες του κόμματος,μην αφήνοντάς τους να απολαύσουν τον ύπνο που τόσο θα χρειάζονταν μετά την κούρασή τους να με κατανικήσουν» . Αμφισβήτησε την αιτιολογία που δόθηκε για την απομάκρυνσή του από την τοπική ηγεσία του κόμματος στην Νάπολη. Η αιτιολογία αυτή του γνωστοποιήθηκε πρώτη φορά από τις στήλες  της L’ Unita- αφορούσε δήθεν την διαρκή επιτήρηση της αστυνομίας. Η κίνηση αυτή ήταν ουσιαστικά άλλο ένα χτύπημα κατά της «Αριστεράς».

 

Κατά τις τελευταίες ημέρες του Ιουλίου 1925, στις 26 και στις 28,δημοσιεύθηκε στην L’Unita, μια σπάνια ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στον Μπορντίγκα και στον Γκράμσι. Το θέμα της ανταλλαγής απόψεων ήταν η μπολσεβικοποίηση. Ανάμεσα στα πολλά επιχειρήματά του,ο Μπορντίγκα ισχυρίσθηκε ότι η μπολσεβικοποίηση φαινόταν μεν να υποβαθμίζει τον ρόλο των επαναστατών διανοουμένων έναντι των εργατών ως κομματικών μελών,  στην πραγματικότητα περιόριζε τους εργάτες  στον ορίζοντα των εργοστασιακών οργανώσεων βάσης ,η μπολσεβικοποίηση αύξανε την πιθανότητα να χειραγωγούνται οι εργάτες από μια καριερίστικη γραφειοκρατία του κόμματος. Υπό την καθοδήγηση του «Κέντρου»,μόνο διανοούμενοι και κανένας εργάτης μετείχαν στην ΕΕ του κόμματος, ενώ προηγουμένως  υπό την ηγεσία Μπορντίγκα ,το ίδιο όργανο περιλάμβανε και δύο γνήσιους εργάτες ( τους Ρεπόσι και  Φορτικιάρι). Ο Μπορντίγκα υποστήριξε ότι η Διεθνής είχε αλλάξει μετά το συνέδριο του 1921 παραβιάζοντας τις προθέσεις του Λένιν ,και στην συνέχεια επανέλαβε την κριτική του στην ομάδα του Όρντινε Νουόβο και τις αντιλήψεις της. Ο Γκράμσι χρησιμοποίησε μια σειρά από αναφορές στον Λένιν, για να αποδείξει ότι η μπολσεβικοποίηση ήταν σύμφωνη με την λενινιστική γραμμή, και αρνήθηκε ότι η Διεθνής είχε ριζικά αλλάξει την γραμμή της ή τους αρχικούς σκοπούς της. Ανακάλεσε τους επαίνους του Λένιν προς το Όρντινε Νουόβο της 8-5-1920. Στην συνέχεια, ο Γκράμσι κατηγόρησε τον Μπορντίγκα ότι είχε αναφερθεί στα μέλη της ομάδας του Όρντινε Νουόβο « με βαριούς συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς, με μίσος, μην επιδιώκοντας την άμβλυνση των διαφωνιών αλλά επιθυμώντας αντίθετα να τις καταστήσει αγεφύρωτες». Αντίθετα, ο Μπορντίγκα  είχε γράψει ότι «το αντίστροφο σφάλμα είναι ο αναρχοσυνδικαλισμός, του οποίου η γραμμή του Όρντινε Νουόβο είναι μια μορφή…. Το κύριο ήταν τα εργοστασιακά συμβούλια, και όλα ανάγονταν σε αυτά, το κόμμα, η οικονομική επανάσταση, το εργατικό κράτος. Σε όλες αυτές τις διακηρύξεις υφίσταται μια αντιλενιστική και μια αντιμαρξιστική επιβίωση..».

 

Καθώς η καμπάνια κατά της «Αριστεράς» καταλάμβανε τις στήλες της L’ Unita , ο Μπορντίγκα απηύθυνε μια οργισμένη επιστολή προς την ΚΕ την 19η Ιουλίου. Για πρώτη και τελευταία φορά , ο Μπορντίγκα χαμήλωσε τις εσωτερικές του άμυνες και έγραψε για την κατάσταση της οικογενείας του. Η αφορμή γι’ αυτό ήταν η αιτιολογία που είχε δώσει ο Μπορντίγκα για την απουσία του από την σύγκληση της ΕΕΚΔ την άνοιξη του 1925, οικογενειακοί λόγοι, μια φράση που έκτοτε χρησιμοποίησε επανειλημμένα η L’ Unita για να τον μεμφθεί, υπαινισσόμενη ότι έθετε τα προσωπικά και οικογενειακά του προβλήματα πάνω από τις ανάγκες του κόμματος. Στην επιστολή του, ο Μπορντίγκα αντέστρεψε το νόημα της φράσης και το χρησιμοποίησε κατά αυτών που πήγαιναν στην Μόσχα «για οικογενειακούς λόγους».  Το νόημα της φράσης ήταν διπλό: αφορούσε την τάση του «Κέντρου», που αντλούσε την υποστήριξη της Διεθνούς, αλλά  αφορούσε και προσωπικά τον Γκράμσι, που είχε παντρευτεί και  ξεκινήσει μια νέα οικογενειακή ζωή, όσο ήταν στην Μόσχα. «Αν κάποιος θυσίασε την οικογένειά του για το κόμμα, αυτός ήμουν εγώ», έγραφε ο Μπορντίγκα. «Σε πολλές περιπτώσεις η οικογένειά μου πεινούσε,και οι συνέπειες από αυτό είναι, δυστυχώς, πολύ εμφανείς. ‘Όταν ήμουν επικεφαλής του κόμματος, δεν πήγαινα να δω τον γιό μου[130], που διαγνώσθηκε θανάσιμα άρρωστος από γιατρό, που μπορεί να το βεβαιώσει[131]».

Σε αυτήν την επιστολή του, ο Μπορντίγκα προσέθεσε και μια συνηγορία υπέρ της «Αριστεράς» ,αλλά επίσης εξέφραζε την προθυμία του να αποδεχθεί την πρόταση του «Κέντρου» να σταλούν όλες οι κριτικές και τα κείμενα (όλων των απόψεων) σε μια Επιτροπή Ελέγχου της Διεθνούς, η οποία θα τα αξιολογούσε.

 

Η απάντηση της ΚΕ στον Μπορντίγκα ήλθε μετά από έναν μήνα σιωπής ,όπου ως δικαιολογία προτάθηκε η πρόσφατη σύλληψη του Τερατσίνι. Ο Μπορντίγκα ενημερώθηκε από την ΕΕ του κόμματος ως προς την απόφασή τους να μην δημοσιεύσουν την επιστολή του. «Η αιτία ήταν προφανής». Μια δισέλιδη τοποθέτηση εξηγούσε γιατί το κόμμα χρειάζεται μια υπαγορευμένη καταστολή των απόψεων[132].

Ξαναγράφοντας στις 30 Αυγούστου, ο Μπορντίγκα έλεγε ότι κατανοούσε την απόφαση της ΕΕ, αλλά  την ίδια στιγμή ανακαλούσε την συμφωνία του να σταλούν οι  κατηγορίες κατά του «Κέντρου» στην Επιτροπή Ελέγχου της ΚΔ. Υποστήριξε ότι η κίνηση να αναφερθούν τα προβλήματα σε εκείνο το σώμα σήμαινε την αποφυγή συζήτησης των προβλημάτων σε εθνικό επίπεδο. Παρακαλούσε, παρ’όλα αυτά, να δημοσιευθεί μια σύντομη εμπερικλειόμενη επιστολή του προς τα μέλη του κόμματος όπου θα έλεγε ότι δεν παρέμενε σιωπηλός σε σχέση με τις κατηγορίες εναντίον του και δεν τις αποδεχόταν. Οι επιστολές του, απλώς, δεν είχαν δημοσιευθεί[133]. Μετά από έναν μήνα ,ο Μπορντίγκα έλαβε μια σύντομη ενημέρωση από τον Ercoli (Τολιάτι).

 

«Αγαπητέ σύντροφε, σε πληροφορούμε ότι έχει ληφθεί απόφαση  από την  ΕΕ να μην δημοσιευθεί η επιστολή σου της 30 Αυγούστου. Αντί γι’ αυτό, θα δημοσιευθεί μια ανακοίνωση της ΕΕ, αντίγραφο της οποίας σου εσωκλείω[134]».

 

Ο Οττορίνο Περόνε ( Perone) ενημέρωσε την ηγεσία τον Σεπτέμβριο ότι εν όψει του επερχόμενου συνεδρίου, τα ηγετικά στελέχη της «Αριστεράς» θα συνέρχονταν για να συζητήσουν και ζήτησε να παρευρίσκεται στην συζήτηση και ένας εκπρόσωπος της ΕΕ του κόμματος (προφανώς, για να μην προσδιορισθεί η συζήτηση ως  φραξιονιστική). Η απάντηση της ΕΕ ήταν άμεση : «Σε πληροφορούμε ότι η ΕΕ έχει απορρίψει το αίτημα για την συνάντηση των μελών της «Αριστεράς» για λόγους που είναι αυτονόητοι και που θα έπρεπε να τους έχεις σκεφθεί εσύ ο ίδιος, προτού γράψεις αυτή την επιστολή»[135].

 

Αυτά τα περιστατικά σήμαναν έναν κίνδυνο θανάτου για την «Αριστερά» ,και η βίωση της βαθιάς κρίσης αυτής και της αγωνίας από τα μέλη της οδήγησε σε μια επιστολή του Ρεπόσι προς τον Ζηνόβιεφ. Θύμισε στον Πρόεδρο της ΚΔ την υπόσχεση που εκείνος είχε δώσει προς την ιταλική «Αριστερά» κατά το τέλος του 5ου συνεδρίου της Διεθνούς,το προηγούμενο καλοκαίρι. Ήταν γεγονός ότι δεν παρουσιαζόταν στο κόμμα  η αλήθεια για τον Μπορντίγκα, αν και το εβδομήντα τοις εκατό των μελών ήταν υπέρ του και υπέρ της «Αριστεράς»[136].  Ας γνωρίζει το κόμμα την αλήθεια ότι δηλαδή η «Αριστερά» δεν είναι κατά της Διεθνούς και όλα θα αποκατασταθούν. «Και εδώ έγκειται η ανεντιμότητα της ηγεσίας, δεδομένου ότι η πλειοψηφία του κόμματος είναι με το μέρος μας». Το «Κέντρο» θα επιτύγχανε μόνο και μόνο επειδή πλέον το κόμμα ήταν μια μάζα εργατών οδηγημένη από υπάκουους γραφειοκράτες: « ούτε πάθος, ούτε πολιτική γραμμή ούτε τίποτε από όλα αυτά αλλά σκέτη γραφειοκρατία και ρουφιάνεμα μεταξύ των συντρόφων, αυτό είναι πια το Ιταλικό κόμμα».

Αξίζει να αναφερθούμε περαιτέρω στον Ρεπόσι γιατί εξέφρασε ένα ισχυρό προλεταριακό κίνημα (που ήταν η ουσία της πρώτης φάσης του ΚΚ) ,το οποίο είχε διαμορφώσει το ΚΚ και που τώρα  (το 1925) καταστρεφόταν για να δώσει θέση σε ένα νέο είδος  κομμουνισμού. «Αλλά το ξέρεις ήδη, σύντροφε, και συγγνώμη για την αμεσότητά μου. Ξέρεις πολύ καλά ότι με την διπλωματία δεν τα πάω καλά. Την πρώτη φορά που μιλήσαμε, με ρώτησες αν είμαι κατά της συγχώνευσης με τους Τερτσίνι . Σου απάντησα με κάθε ειλικρίνεια «όχι». Ο Ουμπέρτο ( Τερατσίνι) με πίεσε να αποκρύψω το γεγονός. Λοιπόν, σου λέω ειλικρινά ότι όλη αυτή η προσποίηση  με αηδιάζει. Αυτοί που ζούνε ή έχουν ζήσει στα εργοστάσια και έχουν αισθανθεί το πάθος του προλεταριακού αγώνα  δεν μπορούν να προσποιούνται. Ξέρουν να λένε τα σύκα σύκα και την σκάφη σκάφη. Οι τελευταίες λέξεις του Ρεπόσι δείχνουν να έχουν ένα ελεγκτικό αν όχι σαρκαστικό ύφος: «Όταν η Διεθνής θα έχει επιστρέψει στις αρχές της, ελπίζω, σύντροφε Ζηνόβιεφ, ότι θα μπορεί να βασισθεί σε σένα[137]». Στην συνέχεια μιας δίκης –κωμωδίας  το 1936, ένας  Ζηνόβιεφ  που ούρλιαζε εκτελέσθηκε με τυφεκισμό, καθώς η ηγεσία του «Κέντρου» , που ο ίδιος είχε φέρει στην εξουσία συναινούσε πλήρως στην εξόντωσή του.

 

Γκριγκόρι Ζηνόβιεφ, ηγέτης της Κομμουνιστικής Διεθνούς 

 

 Το τέλος της «Αριστεράς»

 

Σε  συνδυασμό με την εκδοτική εκστρατεία της εφημερίδας του κόμματος και με την χρήση της Διεθνούς[138], η ηγεσία του κόμματος επιτέθηκε και στα ερείσματα της «Αριστεράς» στο κομματικό δίκτυο και τον κομματικό μηχανισμό. Η αλλαγή των υπερπεριφερειακών γραμματέων , η απομάκρυνση των Μπορντίγκα και Φορτικιάρι από την κομματική  δουλειά[139] αλλά και η πάλη για τον έλεγχο των τοπικών και περιφερειακών προσυνεδριακών συνδιασκέψεων  είχαν υπάρξει εισαγωγικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Από τα αρχειακά έγγραφα του 1925 προκύπτουν αρκετές αποδείξεις για να αποκτήσει κανείς μια εικόνα πώς το κόμμα διερράγη σε όλη την Ιταλία για να προσαρμοσθεί στο μήνυμα που στελνόταν από πάνω προς τα κάτω. Αυτή η επίθεση στράφηκε πλέον κατά της κομματικής βάσης, που ήταν το τελευταίο καταφύγιο της «Αριστεράς».

 

Αυτή η επιχείρηση αποτέλεσε και την πρώτη σημαντική «εκκαθάριση» στις γραμμές του ΚΚΙ. Ένα γράμμα του Rusconi, στελέχους στην περιοχή της Νάπολης, αναφερόταν στην διάλυση και επανασύσταση της οργάνωσης του Σαλέρνο. Γράφοντας για τον Νικόλα Φιόρε, «έναν άνθρωπο πολύ βλαπτικό για το κίνημα μας», ο Rusconi παρατηρεί ότι «αυτό δεν σχετίζεται με το γεγονός ότι ανήκει στην «Αριστερά»[140]. O Renzo de Felice στην μελέτη του για τα ιταλικά κόμματα το 1926, βρήκε αποδείξεις για το ότι η  οργάνωση της Παβίας είχε διαλυθεί και του Μιλάνο είχε επαναοικοδομηθεί αλλάζοντας τον πολιτικό    συσχετισμό[141]. Ένας ενθουσιώδης υπερπεριφερειακός γραμματέας ανέφερε ότι τα εξτρεμιστικά κάστρα πέφτουν το ένα μετά το άλλο.  Η Νοβάρα ήταν πιά με την ΚΕ και η Αλεσάντρια «είχε αυθόρμητα απομακρύνει τον καθοδηγητή της»[142].

 

Mια άλλη επιστολή από τον Landuzzi , στέλεχος στο Νότο, ανέφερε ότι «αν ο Francesco Marabito εκκαθαρισθεί, όπως ελπίζω, κανείς άλλος δεν θα ασχοληθεί με τον φραξιονισμό, που δεν θα έπρεπε να υπάρχει στο κόμμα». Και η έκθεση συνέχιζε : «τα ίδια θα πράξω και με τον Fortunato La Camera»[143].

 

Kαι οι δύο προαναφερόμενοι, στελέχη του ΚΚ, είχαν διωχθεί από τις αρχές και δικαστεί  μαζί με τον Μπορντίγκα στην περίφημη  δίκη του  1923. Ο Landuzzi προσέθετε : «Προτιμώ να υπακούω παρά να διοικώ. Αν παράσχετε στην καθοδήγηση της Νάπολης και τις εξουσίες πάνω στην οργάνωση της Σικελίας, το πρόβλημα της οργανωτικής υποστήριξης θα επιλυθεί».  Στην διάρκεια μιας τέτοιας «υποστήριξης» ,ο Μπορντίγκα αντικαταστάθηκε ως καθοδηγητής της οργάνωσης της Νάπολης. Η απάντηση ήταν ότι η υπερβολική παρακολούθησή του από τις αρχές δυσκόλευε την εκτέλεση των καθηκόντων του. Τον Νοέμβριο 1925, δύο μήνες πριν από το συνέδριο στην Λυών, η οργάνωση της Νάπολης διαλύθηκε από τα πάνω.  «Πιστεύουμε ότι θα συμφωνήσεις μαζί μας»,έγραψε η ΚΕ στον Μπορντίγκα «ότι είναι καλύτερο να έχουμε μια μικρή οργάνωση στην Νάπολη ,που αρχικά θα κάνει μόνο προπαγάνδα, από μια οργάνωση 400 ατόμων, που δεν μπορούν να κάνουνε συστηματική κομματική δουλειά». Η αναδιοργάνωση σήμαινε επανέλεγχο του αριθμού των μελών και η ΚΕ είπε στον Μπορντίγκα ότι τα πράγματα θα πήγαιναν πολύ καλύτερα, αν τα μέλη μειώνονταν κατά το ήμισυ   του τωρινού τους αριθμού[144].

 

Μια νομαρχιακή κρατική έκθεση από  την Τεργέστη του Ιουλίου 1925 ανέφερε ότι όλα τα μέλη της «Αριστεράς» που είχαν υποστηρίξει την Επιτροπή Κατανόησης είχαν διαγραφεί και η αίτηση επανένταξής τους απορριφθεί[145]. Απαντώντας στις κατηγορίες ενός μέλους στην περιοχή αυτήν ότι η ηγεσία του ΚΚΙ διέγραφε από το κόμμα όσους διαφωνούσαν με αυτήν, ο υπερπεριφερειακός γραμματέας είπε ότι «στο όνομα των συντρόφων που είναι στελέχη του κόμματος….. την συκοφαντία σου θα σε βάλουμε να την φας»[146]. Από την Βενετία έφθασε το νέο ότι η τοπική οργάνωση είχε διαλυθεί τον Ιανουάριο του 1925[147].

 

H αντίσταση δεν ξεδιπλωνόταν εύκολα στην  βάση του κόμματος. Μια έκθεση από την Γένοβα τον 12.1925 επεσήμαινε ότι από τις προσωρινές κομματικές επιτροπές, 4 είχαν ψηφίσει υπέρ του «Κέντρου» και 2 υπέρ της «Αριστεράς».  «Αλλά η κατάσταση στην βάση είναι πιο δυσμενής για την άποψή μας ( της καθοδήγησης)».Ένα τμήμα πήγε προς την «Αριστερά», ενώ ένα άλλο απείχε. Στις συναντήσεις  «ένα μέλος σε επαρχιακό επίπεδο τοποθετείται πάντοτε  υπέρ της άποψής μας». «Θα έχουμε την πλειοψηφία; Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί».Από αυτήν την έκθεση ,προκύπτει ότι η Αλεσάντρια δεν είχε πειθαρχηθεί αποτελεσματικά. «Θα πρέπει να ξαναπροσπαθήσουμε σε αυτήν την πόλη»[148].Mια εγκύκλιος του κόμματος που έθετε τους κανόνες για την εκλογή αντιπροσώπων στο συνέδριο στις  επαρχιακές συνδιασκέψεις έθετε μια διαφοροποίηση. Οι ψήφοι των μελών της «Αριστεράς» που απουσίαζαν δεν θα υπολογίζονταν, εκτός αν στελνόταν γραπτή εντολή. Σε διαφορετική περίπτωση, οι ψήφοι αυτοί θα μέτραγαν υπέρ του «Κέντρου» και της άποψης της ΚΕ[149].  Χωρίς να αποκαλύπτει την πηγή της πληροφόρησής του, ο Galli το 1958, ονόμασε τις πόλεις Ρώμη, Τορίνο, Aquila , Cosenza, Alessandria, Biella ,Novara, Trieste ,Cremona,Pavia και Foggia ως οργανώσεις όπου τοπικές  πλειοψηφίες της «Αριστεράς» είχαν απομακρυνθεί από την ηγεσία. Κατά την δοκιμή της εκστρατείας της L’ Unita κατά της «Αριστεράς»,οι περισσότερες από αυτές τις οργανώσεις είχαν καταχωρηθεί ως πλειοψηφίες του «Κέντρου». « Από την άνοιξη του 1925 ,τα στελέχη που ήταν πιστά στην ηγεσία είχαν προετοιμάσει και χειραγωγήσει  τις τοπικές συνδιασκέψεις κατά τρόπο που δεν μπορούσε πια να διαπιστωθεί ποια ήταν η πραγματική βούληση της βάσης[150]».

 

Ως αποτέλεσμα της κρίσης του πολιτικού καθεστώτος, που οφειλόταν στην δολοφονία του Ματτεότι ,το κόμμα είχε σημειώσει το 1924 μια θεαματική αύξηση μελών, που πλέον έφταναν τα 20.000.Η Andreina de Clementi ( βιογράφος του Μπορντίγκα) έχει επισημάνει ότι η πλειοψηφία των νέων μελών ,όντας λιγότερο πολιτικοποιημένη από τα αρχικά μέλη, ήταν πιο ευεπίφορη στην χειραγώγηση από τα πάνω ,πράγμα που βοηθούσε την νίκη και τον θρίαμβο του «Κέντρου». Υπάρχει αρκετή βάση σε αυτό το επιχείρημα, αλλά από μόνο του δεν εξηγεί αυτό που προκύπτει από την βίαιη διάλυση πολλών οργανώσεων τοπικών και περιφερειακών στην διάρκεια του 1925. Οι πιθανότητες συνηγορούν υπέρ του ότι ένα νέο μέλος που εισερχόταν σε μια οργάνωση όπου είχε την πλειοψηφία η «Αριστερά», θα κατέληγε να ταχθεί με την πλειοψηφία με την οποία τώρα συνδεόταν οργανωτικά. Αυτό εξηγεί  την επιβίωση της πλειοψηφίας της «Αριστεράς» στο Τορίνο μέχρι το 1925. Υπάρχει, επίσης, η πιθανότητα μετά την διάλυση μιας υπάρχουσας οργάνωσης ,η καθοδήγηση να προχώρησε στην ίδρυση μιας απολύτως νέας οργάνωσης, πράγμα που πρέπει να συνέβη στην περίπτωση της Βενετίας.

 

Τον Ιανουάριο του 1926 ,περίπου εβδομήντα αντιπρόσωποι ταξίδεψαν πέρα από τις Άλπεις για να συμμετάσχουν στο τρίτο συνέδριο του ΚΚΙ, που διεξήχθη στην Λυών της Γαλλίας. Αντιπροσωπεύοντας ένα κόμμα , το οποίο μέχρι πρόσφατα ανήκε κατά τεράστια πλειοψηφία στην «Αριστερά» , όπως είχε συμβεί πάγια από την ίδρυση του κόμματος και μετά, οι σύνεδροι    αυτοί ψήφισαν κατά 90,8 % υπέρ των θέσεων του «Κέντρου» και κατά 9,2 % υπέρ των θέσεων της «Αριστεράς». Στο συνέδριο της FGC ( νεολαίας του κόμματος) τα αποτελέσματα ήταν ακόμη πιο συναρπαστικά : 94,6 % υπέρ του «Κέντρου».Αυτή η νίκη του «Κέντρου» στηριζόταν στην προηγούμενη συντριβή της «Αριστεράς».

 

Στην μελέτη του για τον φασισμό , ο Τάσκα (που αποσύρθηκε από την ηγεσία τον 9.1924  επικαλούμενος  κακή υγεία και άλλα προσωπικά προβλήματα) έγραψε για την πορεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος μεταξύ 1919 και 1922 :

« Η πορεία του ιταλικού σοσιαλισμού ήταν πραγματικά  τραγική, γιατί έπασχε τόσο από την διορατικότητα ορισμένων μελών του, όσο και από την αδυναμία κατανόησης άλλων μελών του»[151]. Αν αντικαταστήσει κανείς τον όρο «σοσιαλισμός» με τον όρο «κομμουνισμός» , το επίγραμμα του Τάσκα αντιστοιχεί πλήρως στο ΚΚΙ, το οποίο ο ίδιος αρχικά βοήθησε να συγκροτηθεί και μετά να καταστραφεί. Μετά την διαγραφή του από το ΚΚΙ το 1928 (από κοινού με τον Graziadei) ο Τάσκα έγραψε αναλυτικά για τον κομμουνισμό, αλλά ως προς το ζήτημα των ενεργειών κατά της «Αριστεράς», πήρε τα μυστικά στον τάφο του.

 

Ο επίλογος του 4ου Συνεδρίου της Διεθνούς (όπου  είχε αποφασιστεί η τακτική των Ενιαίων Μετώπων, σχόλιο Δ.Μπ.) γράφτηκε στην Ιταλία με τις συλλήψεις των κομμουνιστικών στελεχών το 1923 και την άρνηση του ΣΚΙ να συγχωνευθεί με τους κομμουνιστές. Ο επίλογος του συνεδρίου της Λυών γράφτηκε στην Μόσχα. Και πάλι, το 1926 οι Τολιάτι και Μπορντίγκα ήταν οι επιφανέστεροι εκπρόσωποι της  μεγάλης ιταλικής αντιπροσωπείας  στην σύνοδο της ΕΕΚΔ, τον Φεβρουάριο του 1926.  Στην εισήγησή του προς το σώμα , ο Ζηνόβιεφ εξέφρασε την ικανοποίησή του που το ιταλικό κόμμα είχε εκκαθαρίσει το πρόβλημα της «υπεραριστερής τάσης του»[152].

 

Ο Μπορντίγκα είχε πάει στην Μόσχα για να πείσει την Διεθνή να ανακαλέσει τις αποφάσεις του Συνεδρίου  της Λυών, αν και παραμένει μυστήριο γιατί πίστεψε ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Μην μπορώντας να ωθήσει την Διεθνή προς μια τέτοια κατεύθυνση, ανανέωσε την κριτική του προς όψεις του διεθνούς κινήματος.

 

Η μπολσεβικοποίηση δεν προσέφερε προοπτικές στα δυτικά κόμματα. «Για εμάς είναι ουσιώδες να γνωρίζουμε πώς θα προσβάλουμε ένα σύγχρονο και δημοκρατικό αστικό κράτος, το οποίο από την μια πλευρά είναι πιο ικανό στον ένοπλο αγώνα από τον τσαρικό απολυταρχισμό». Οι Ρώσοι εξαπατούσαν τον εαυτό τους πιστεύοντας ότι θα έλυναν τα προβλήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού, επανακάμπτοντας στο εθνικό πλαίσιο. «Τα προβλήματα της ρωσικής πολιτικής δεν μπορούσαν να επιλυθούν μέσα στα στενά όρια του ρωσικού κινήματος. Όλη η προλεταριακή Διεθνής έπρεπε να συμμετάσχει στην επίλυσή τους».

 

O Μπορντίγκα υπαινίχθηκε τι συνέβαινε στα εθνικά ΚΚ. «Πρόσφατα, ένα είδος σπόρ έχει υιοθετηθεί από τα κόμματα. Ένας τρόπος να περνάει κανείς τον καιρό του προσβάλλοντας, παρεμβαίνοντας , διασπώντας, κακομεταχειριζόμενος, και συχνά συμβαίνει να το υφίστανται και πολύ καλοί επαναστάτες. Αυτό το τρομοκρατικό σπορ δεν έχει καμία σχέση με την εργασία μας». Τόσο ανέντιμη είχε υπάρξει η πολιτική του «Κέντρου», ισχυρίσθηκε ο Μπορντίγκα που η  προσωπική ψήφος του είχε χαριστεί στις θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής. Οι παρατηρήσεις του ολοκληρώθηκαν σε ένα κλίμα βαθιού πεσσιμισμού.

 

Σε αυτό το σημείο κανείς από τους αντιπροσώπους δεν τοποθετήθηκε (θετικά ή αρνητικά) πάνω στις κατηγορίες του Μπορντίγκα. Μια αναφορά του Τολιάτι θα καταδείξει την ποιότητα της πολιτικής του συμβολής. «Ακούσατε την ομιλία του Μπορντίγκα και είναι φανερό ότι έχετε μια συμπάθεια γι’ αυτόν. Παρουσιάζει τα ερωτήματά του και φαίνεται να έχει τις ποιότητες ενός ηγέτη. Αλλά εμείς δεν τον αξιολογούμε ως επαναστάτη ηγέτη. Γιατί; επειδή αν είχαμε ακολουθήσει τα τελευταία δύο χρόνια την πολιτική που εισηγείται ο σ. Μπορντίγκα, θα είχαμε καταστρέψει το ΚΚ».  Ο Τολιάτι ζήτησε την καταδίκη του ηγέτη της «Αριστεράς».

 

Το πραγματικό κομπλιμέντο για τον Μπορντίγκα προήλθε από μια απροσδόκητη πηγή. Αφότου συναντήθηκε ολονύχτια με τον Τρότσκυ, ο Μπορντίγκα είχε μια μακρά αλλά αναποτελεσματική συνάντηση με τον Στάλιν.  «Μπορώ να σεβασθώ τον Μπορντίγκα», είπε ο ΓΓ της ΚΕ του σοβιετικού κόμματος . «Τον πιστεύω, γιατί λέει με ειλικρίνεια  αυτό που σκέπτεται..». Στο κλείσιμό του ο Ζηνόβιεφ, ανέφερε επτά θεμελιώδη σφάλματα του Μπορντίγκα. Όμως, το πιο σαρκαστικό σχόλιο προήλθε από τον Μπουχάριν. «Ο σύντροφος Μπορντίγκα, κατά την ομιλία του, αναφέρθηκε δύο ή τρεις φορές στο ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας. Σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Θα ήταν υπερβολικό να το αναπτύξω εδώ σε μεγάλη διάρκεια»[153].

 

Τρεις μήνες μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Διευρυμένης Συνόδου της ΕΕΚΔ, τον Ιούνιο του 1926, παρουσιάσθηκε στην L’Unita , μια έκθεση των γεγονότων της Συνόδου από τον Γκριέκο, που τώρα εξέφραζε την νομιμοφροσύνη του στην νυν ηγεσία. Η φωνή του Μπορντίγκα ήταν η μόνη σοβαρή αντιπολίτευση κατά την Σύνοδο της ΕΕΚΔ, παρατηρούσε ο Γκριέκο, «ήταν πιο μετριοπαθής στην παρουσίαση των ίδιων κριτικών που είχε ασκήσει με πιο άγριο τρόπο κατά το τελευταίο συνέδριό μας… ο Μπορντίγκα έσπασε την λόγχη του  ( εννοεί : έχασε την ισχύ του) χάριν της εσωκομματικής δημοκρατίας». Ήταν ο ίδιος Γκριέκο που τρία χρόνια πρωτύτερα είχε γράψει όλος θαυμασμό « Ο Μπορντίγκα προτιμά να διοικεί ένοπλα τάγματα».

 

Επιστρέφοντας από την Μόσχα, που δεν θα ξαναντίκρυζε ποτέ, ο Μπορντίγκα στράφηκε αφοσιωμένα στον βιοπορισμό του[154]. «Μετά την διάλυση της επαρχιακής και της ναπολιτάνικης οργάνωσης, όπως είχαν υπάρξει», ανέφερε μια έκθεση του νομάρχη « ο Μπορντίγκα  αρνήθηκε πλέον να δέχεται επισκέψεις από μέλη του ΚΚ, πλην του  Tarsia και του δικηγόρου Michele Bianco»[155].

 

Στην διάρκεια του 1926, κάποιαν στιγμή, οι μελανοχίτωνες ήρθαν και ερεύνησαν εκτεταμένα την οικία του Μπορντίγκα, και αργότερα  τον Δεκέμβρη η αστυνομία ήλθε και τον συνέλαβε με αποτέλεσμα να περάσει τα επόμενα τρία χρόνια  στην εξορία, σε ένα νησί του Τυρηνικού πελάγους.  Κατά τον ίδιο Δεκέμβρη , ο Τολιάτι σηκώθηκε και μίλησε σε μια άλλη Διευρυμένη Σύνοδο της ΕΕΚΔ «Θα πούμε στα κόμματα ότι θέλουμε όλοι να περιστοιχήσουμε το σοβιετικό κόμμα και να συνδέσουμε την τύχη μας μαζί του. Και πάλι, μπροστά στο παγκόσμιο προλεταριάτο, δηλώνουμε ότι επιθυμούμε  το ρώσικο κόμμα να ηγείται στην Διεθνή, και θεωρούμε αυτήν την ηγεσία ως την πιο σημαντική εγγύηση για την νίκη της επανάστασης[156]».

 

Ο Μπορντίγκα αποφυλακίσθηκε  στις αρχές του 1930. Λίγο αργότερα, η εξόριστη ΚΕ του κόμματος τον διέγραψε από μέλος του κόμματος. Κατηγορήθηκε ότι δεν είχε καταφέρει να γίνει κομμουνιστής, ότι είχε υπερασπισθεί τον Τρότσκυ και ότι είχε αποδυθεί σε φραξιονισμό  εντός του ΚΚΙ[157]. Η ενέργεια αυτή σήμαινε ότι τώρα που ο Μπορντίγκα ήταν ελεύθερος, ο Τολιάτι δεν ήθελε να πάρει ρίσκα και τον απέβαλε από το κόμμα.

 

Έναν χρόνο μετά την σύλληψη του Μπορντίγκα, ο εξόριστος Γκριέκο που είχε χάσει και κάθε ηθικό έρεισμα ,σχολίαζε την ιταλική πολιτική σκηνή στο πρόσφατο διάστημα. Πράγματι, είχε υπάρξει ένας Μπορντίγκα που τασσόταν υπέρ της αποχής από τις εκλογές και είχε μετάσχει στο συνέδριο της Μπολόνια. Είχε έλθει και στο 2ο Συνέδριο της ΚΔ το 1920, μετά από πρόσκληση της ΕΕΚΔ, όπου αποδείχθηκε ένας άνθρωπος που δοκίμαζε τα νεύρα όλων[158].  Και έτσι ο Γκριέκο έριξε τον δεύτερο από τους τόννους λάσπη που θα έριχνε σταδιακά κατά του Μπορντίγκα.

 

Δέκα χρόνια αργότερα, ο Γκράμσι ήταν νεκρός. «Ο πρώτος μαρξιστής, ο πρώτος λενινιστής, ο πρώτος  Μπολσεβίκος στο ιταλικό εργατικό κίνημα», διακήρυξε ο Τολιάτι. Σύντομα, ο Γκράμσι θα αναγορευόταν στον πάνσοφο ιδρυτή-πατέρα του ιταλικού κομμουνισμού. Προτού κλείσει άλλη μια δεκαετία, με τον ερχομό της Απελευθέρωσης, θα ανερχόταν πια και ο Μύθος του Γκράμσι[159].

[1] Βλ. σχετικά και σε Κ. Χόαρ- Τζ. Ν. Σμιθ «Για τον Γκράμσι» , Αθήνα 1980, Στοχαστής, σελ. 73 επ. και 92 επ.

[2] Ο Γκράμσι συγκεντρώνει γύρω του την βασικά τουρινέζικη τάση του εντύπου «Όρντινε Νουόβο» ήδη από το 1919.

[3] Ι. Β. Λένιν «Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Αθήνα   1978, Θεμέλιο, σελ.147-152.

[4]  Βλ. και το κείμενο “Trotsky’s Italian Connection- Gramsci  or  Bordiga?”, link https://thecharnelhouse.org/2015/05/22/trotskys-italian-connection-gramsci-or-bordiga/

 

[5] Δες και το αρχείο με σημαντικά κείμενα του Μπορντίγκα από το 1919 ως το 1970, www.marxists.org, Amadeo Bordiga archive.

[6] Γράμμα σε Σκοτσιμάρο ,  17-7-1923, ACS PS ( Ministerio dell’ Interno, Direzione Generale, Pubblica Sicurezza), Sequestrati Busta B-1).

[7] Ήταν ουσιαστικά η πρώτη ευθεία παρέμβαση της Διεθνούς στο ΚΚΙ. Από την παλιά τάση Μπορντίγκα μπήκαν στο Εκτελεστικό ο Σκοτσιμάρο και ο Τολιάτι και από την παλιά «δεξιά» τάση του Τάσκα, ο Τάσκα και ο Βέτα (δες και σε Κ.Χόαρ , Τζέφρι Νόουελ Σμιθ «Για τον Γκράμσι» , Αθήνα 1980, Στοχαστής , σελ. 76. Η νέα σύνθεση, κατά την πηγή αυτήν,  είναι κάπως διαφορετική από αυτήν που περιγράφει  ο Chiaradia.Βλέπε και πιο κάτω).

[8] Palmiro Togliatti , La formazione del gruppo dirigente del Partito comunista italiano nel 1923-1924 ,Milan, Feltrinelli 1962, σελ. 46-50.

[9] La formazione … οπ.π. σελ. 53-60.

[10]  Το «Μανιφέστο» υπάρχει ολόκληρο σε H. Gruber : “ International Communism in the Era of Lenin –A Documentary History” Greenwich Conn, Fawcett Publications Inc, 1967, σελ. 371-379.

[11] La Formazione… οπ.π. σελ. 64-69.

[12] Αστυνομική αναφορά ( νο 14215), 21-5-1923, ACS PS, Busta 69-A , fascicolo K-1 , 1923.

[13] APC , fascicolo 190 (Αρχείο του ΚΚ Ιταλίας). Ένα σημείωμα μέσα σε αυτόν τον φάκελλο έγραφε ότι «φτάσαμε στην Μόσχα σε μια στιγμή που κανείς δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να γίνει, περιλαμβανομένου και του Γκρεγκόρι ( Ζηνόβιεφ)».

[14] Ντοκουμέντο του ΚΚΙ , 1615R , 15 Απριλίου 1923, ACS PS,Sequestrati , busta B-1.

[15] La Formazione οπ.π. σελ. 72-73.

[16] Διακήρυξη της Πλειοψηφίας του ΚΚΙ , ΙPC, III, 52, ( 23 Ιουνίου 1923).

[17] Ο διορισμός νέας Εκτελεστικής Επιτροπής από την ΚΔ παραβίαζε το  άρθρο 46 του καταστατικού του ΚΚ Ιταλίας  βλ. Resoconto Stenografico σελ. 462. Τα ίδια ισχύουν και για τον ορισμό ηγεσίας στο κόμμα από το 5ο Συνέδριο της ΚΔ το 1924.

[18] Βλ. σε P. Spriano  “Storia del  Partito Communista Italiano” , Einaudi 1967, vol. I , σελ. 284.

[19] La formazione οπ.π. σελ. 88-90 και 91-97.

[20] Οπ.π. σελ. 98-99.

[21] Οπ.π. σελ. 100-101.

[22] Ο Γκράμσι στην διάρκεια του 1923 βρισκόταν στην Μόσχα ( Δ.Μπ.). Συγκεκριμένα, από την άνοιξη του 1922 ως τις αρχές του 1924 – στην συνέχεια πήγε στην Βιέννη και κατά το καλοκαίρι του 1924 επέστρεψε στην Ιταλία. .Η παρακολούθηση των εξελίξεων στο ΚΚΙ γινόταν κυρίως με αλληλογραφία με τα βασικά στελέχη.

[23] Πρόκειται για τον Ούγγρο  κομμουνιστή ηγέτη και στέλεχος της Διεθνούς Ματίας Ράκοζι ( Δ.Μπ.).

[24] Οπ.π. σελ. 103-121.

[25] Βλ. σε ΑPC , fascicolo  190,  επιστολή της 7-7-1923.

[26] Ντοκουμέντο του ΚΚΙ, ACS PS , Sequestrati , busta- B2.

[27] La formazione οπ.π. σελ. 133-134.

[28]  Ντοκουμέντο του ΚΚΙ, 4415R, 23-12-1923, ACS PS , Sequestrati,  busta B-3.

[29] Η ύπαρξη αυτής της επιστολής προκύπτει από επιβεβαιωμένες απαντήσεις αμέσως μετά  σε αυτήν των Σκοτσιμάρο, Τολιάτι και Τερατσίνι.

[30] La formazione οπ.π. σελ. 137-138.

[31] Οπ.π. σελ. 139-143.

[32] Οπ.π. σελ. 144-147.

[33] Ένα παράδειγμα. Γράφοντας στον Γκράμσι, ο Τολιάτι τον Ιούνιο 1923 αναφέρθηκε στον μικροαστικό ψευτοιδεαλισμό  και την πολιτική σύγχυση, που χαρακτήριζε τον Τάσκα. La formazione  οπ.π. σελ. 95.

[34] Gramsci, Scritti Selti, , Edirori Riuniti 1967, σελ. 199.

[35] La formazione οπ.π. σελ. 149-160.

[36] Οπ. π. σελ. 164 -166.

[37]  Οπ.π. σελ. 182-188. Η ομάδα του «Όρντινε Νουόβο»  αποτελούσε την παλαιότερη ομαδοποίηση γύρω από τον Γκράμσι στο Τορίνο ( Δ.Μπ.).

[38] Οπ.π. σελ. 168-172.

[39] Οπ.π. σελ. 207-216.

[40] Οπ.π.  Ξανατυπωμένο στην Rinascita της 8-9-1962.

[41] La formazione οπ.π. σελ. 218-230.

[42] Οπ.π. σελ. 249-252 και 264-270.

[43] Οπ.π. σελ. 349-354.

[44] Οπ.π. σελ. 252-256.

[45]  Oπ.π. σελ. 264-270.

[46] Hubert-Droz “Il contrasto tra L’ Internazionale e il PCI  1922-1928», ανέκδοτα ντοκουμέντα από το αρχείο του Hubert-Droz, μέλους της Γραμματείας της ΚΔ.

[47] Α. Gramsci “Contro il pessimismo” αναπαραγόμενο στον τόμο La formazione οπ.π. σελ. 354-360.

[48] Οπ.π. ( La formazione) σελ. 278-281

[49] Andreina de Clementi « Amadeo Bordiga », Einaudi 1971,  σελ. 159 : «Ο Μπορντίγκα είχε δει το κύρος του να ασκεί μια όλο και πιο μεγάλη επιρροή όχι μόνο στις γραμμές του ΚΚΙ αλλά σε διεθνή κλίμακα, χάρη στην σοβαρότητα και ορθότητα των απόψεών του και τις σπάνιες ικανότητές του ως κομματικού ηγέτη και ως θεωρητικού».

[50] La formazione οπ.π. σελ. 282-283. Στο τέλος, το προαίσθημα του Τρεσσό επιβεβαιώθηκε , καθώςη «Αριστερα» εξοντώθηκε. Ο ίδιος ο Τρεσσό διαγράφηκε από το κόμμα το 1930 , μαζί με τον Λεονέτι. Θα κατηγορούσε τον Τολιάτι, μετά τον θάνατο του Γκράμσι το 1937, ότι πρακτικά εγκατέλειψε την καμπάνια απελευθέρωσης του Γκράμσι, όταν πια  αυτός εξέφρασε την διαφωνία του με τις θέσεις των Σοβιετικών.

[51] La formazione οπ.π. σελ. 290-295.

[52] Οπ.π. σελ. 327-330.

[53] Η πρόταση του «Κέντρου» μπορεί να έχει γραφεί από τον ίδιο τον Γκράμσι ( τότε ακόμη στο εξωτερικό, Δ.Μπ.) Η φρασεολογία αποτελεί αντιγραφή σε πολλά σημεία της επιστολής του της 15ης Απριλίου.Βλ. σε La formazione οπ.π. σελ.273 και 322-326.

[54] Ο Μπορντίγκα, μάλλον εννοούσε ότι ένα τέτοιο κόμμα θα περιλάμβανε πιο ισότιμες συμμετοχές των άλλων κομμάτων πλην του ρώσικου από ό,τι η υπαρκτή ΚΔ .Παραδόξως,  αυτή η θέση, αν και τυπικά εξαφάνιζε τα  εθνικά τμήματα της ΚΔ, στην πράξη ήθελε να δώσει σε ορισμένα από αυτά ( τα δυτικοευρωπαϊκά) πιο ισχυρή θέση από αυτήν που είχαν έναντι του ρώσικου στην ΚΕ. Βλ. και  την ομιλία του στην ΕΕΚΔ της ΚΔ τον 2.1926, -σημείωση του Δ.Μπ.

[55] Συνεπώς, η πρόταση της «Αριστεράς» ήταν ακόμη πιο προκλητική προς τους Μπολσεβίκους, αφού αμφισβητούσε όλη την διεθνή ηγεμονία τους στην Διεθνή και  δεν επιζητούσε, μόνο, μια άλλη γραμμή ή  έναν συμβιβασμό σε ιταλική κλίμακα ( σημείωση Δ.Μπ.).

Όταν τα πρακτικά της ΚΕ του Απριλίου 1924  είχαν συνταγεί,( όπως εμφανίζονται στον τόμο La Formazione οπ.π.), ο Τάσκα ισχυρίσθηκε ότι είχαν  χαλκευθεί. Σε μια εισαγωγή του  σε σχέση με αυτό το παράπονο, κατά την έκδοση του  τόμου εγγράφων εκ μέρους του, αρκετές δεκαετίες αργότερα,  ο Χούμπερτ-Ντροζ , ο οποίος αρχικά συμμαχούσε με την «Δεξιά» του Τάσκα και μετά με το συσταθέν «Κέντρο» , ανακάλεσε ότι  ¨η  ηγεσία του ΚΚΙ δεν δίστασε να τροποποιήσει, αν όχι να χαλκεύσει πλήρως, μια σειρά από  πρακτικά της ΚΕ, … Αυτές ήταν οι απαράδεκτες πρακτικές, που συχνά χρησιμοποιούσε ο Στάλιν»  ( Hubert-Droz οπ.π. σελ. 137). Εδώ, ο Χούμπερτ-Ντροζ εννοεί ότι αυτές ήταν οι πρακτικές που χρησιμοποιούσε και το ιταλικό «Κέντρο»- (σημείωση του Chiaradia).  .

[56] La formazione  οπ.π. σελ. 333-336.

[57] Hubert –Droz οπ.π. σελ. 126.

[58] “Lenin commemorato” , L’ Unita, 28-2-1925, o Μπορντίγκα και ο Λένιν «δύο ονόματα  αγαπημένα από το προλεταριάτο της Ρώμης» , έγραψε ευλαβικά η Ουνιτά.

[59] Άρθρο ‘Lenin” , Prometeo I ,3 , ( ,March 15 , 1924) σελ.  47-60.

[60] “Organizazione e disciplina communista” , Prometeo , I , 5, Μay 15-1924, σελ. 95-97.

[61] “Lettera inedita” , Riv. Stor. Soc. VII, 18,  (1963), 115.

[62] “Discussione …. PC Russo “, L’ Unita, 14-2-1924.

[63] ‘’Livorno e oggi” , L’ Unita , 17-2-1924.

[64] Αναφέρεται από τον Hubert-Droz, ο οποίος φοβόταν ότι αυτό το περιστατικό θα απέβαινε πολύ επωφελές για την «Αριστερά» , οπ.π. σελ. 204-205.

[65] Hubert Droz οπ.π. σελ. 204-205.

[66] Οπ.π. σελ. 209.

[67] APC, fascicolo 246,  επιστολή του Μπορντίγκα της 8-2-1924. Ο Μπορντίγκα , ομοίως, επεσήμανε ότι διαφωνίες του ίδιου τύπου  και βαθμού τον είχαν αποθαρρύνει από το να  δεχτεί  να συμμετέχει στα καθοδηγητικά όργανα του ΣΚ Ιταλίας πριν από την διάσπαση στο Λιβόρνο. .

[68] Hubert Droz οπ.π. σελ. 70-91.

[69] Υπάρχουν λόγοι να πιστέψει κανείς ότι οι αναφορές του Χ.Ν. δεν λαμβάνονταν πολύ στα σοβαρά ούτε από τον Ζηνόβιεφ ούτε από την ηγεσία του «Κέντρου» στο ΚΚ Ιταλίας. Αντίγραφα των αναφορών του Χ.Ν. στέλνονταν από τον Τερατσίνι στην Μόσχα στην ηγεσία του «Κέντρου» εντός της Ιταλίας.

[70] APC fascicolo 246,  επιστολή σε Σκοτσιμάρο της 12-4-1924.

[71] Οπ.π. , επιστολή της 16-4-1924.

[72] Οπ.π., επιστολή Σκοτσιμάρο της 14-4-1924.

[73] Hubert Droz οπ.π. σελ. 185-188. Ο Ηubert Droz φαίνεται ότι διακατεχόταν από έναν ιδιαίτερο και παθολογικό  φόβο έναντι της «Αριστεράς».

[74] APC, fascicolo 180, επιστολή του Μπορντίγκα της  8-1-1923.

[75]  Εδώ , ίσως εννοεί την σύγκρουση των Στάλιν-Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ με τον Τρότσκυ και τις συνέπειές της στην ΚΔ και τα ΚΚ (Δ.Μπ.).

[76] Αναφέρεται στην Unita φ. της 15-4-1924. Με τα παράνομα μέλη προστιθέμενα, το άθροισμα έφτανε τα 12.000 μέλη, βλέπε σε Spriano Storia  οπ.π. σελ. 338.

[77] Αρχικά, είχε σχεδιασθεί Συνέδριο για το 1923, αλλά ματαιώθηκε λόγω της τρομοκρατίας στην διάρκεια αυτού του χρόνου. Εκεί θα είχαν συζητηθεί και οι αποφάσεις του Τέταρτου Συνεδρίου της ΚΔ, τον 12.1922 σχετικά με το Ενιαίο Μέτωπο.

[78] Ο Spriano  στην Ιστορία του , δεν διασαφηνίζει καθόλου αυτό το ζήτημα, παρουσιάζοντας την Συνδιάσκεψη του Κόμο ως μια Διευρυμένη/Πλατιά Συνεδρίαση της ΚΕ.

[79] Hubert Droz οπ.π. σελ. 153-155.Ο Τάσκα, στην αναφορά του Ντροζ σχετικά με την Συνδιάσκεψη, εμφανιζόταν ως «υποστηρικτής της γραμμής της  Διεθνούς» ,ο Τολιάτι ως διαφωνών και ο Μπορντίγκα ως εχθρικός προς την Διεθνή.

[80] Η καταγραφή από τον Spriano, η οποία είναι ενδιαφέρουσα, σε Spriano οπ.π. σελ. 352-361.

[81] Ο απολογισμός του συγγραφέα για το Κόμο στηρίζεται στην αναλυτική περιγραφή των εργασιών στην Unita της 5 Ιουνίου 1924.

[82] Οι αναφορές  του συγγραφέα στις ομιλίες στην Συνδιάσκεψη του Κόμο προέρχονται από τις περιλήψεις των ομιλιών που δημοσίευσε η Unita : συνεπώς, δεν είναι το κείμενο λέξη προς λέξη. Χρησιμοποιεί αυτές τις αναφορές για να αναδείξει και να δραματοποιήσει τις τοποθετήσεις των ομιλητών ( Σημείωση του συγγραφέα).

[83] Ο Τάσκα εννοούσε ότι η διάσπαση του Λιβόρνο δεν έπρεπε να γίνει καν, αφού η κεντρώα μαξιμαλιστική τάση του Σερράτι ήταν κοντά στην  Διεθνή, και πάντως, ότι έπρεπε να μείνει ανοιχτό το κανάλι προς αυτήν την τάση, η οποία ήταν με την ευρύτερη έννοια επαναστατική. Ένα σημαντικό τμήμα αυτής της τάσης θα πήγαινε τελικά στο ΚΚ, και στο ΣΚ θα παρέμενε η ρεφορμιστική πτέρυγα ( Δ.Μπ.)

[84] Εδώ, ο συγγραφέας αναφέρεται σε μία στάση επιδεικτικής απομόνωσης του Τρότσκυ στο ρωσικό κόμμα, ενώ η παλιά πλειοψηφία Στάλιν-Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ είχε ήδη αρχίσει να σπάει στην διάρκεια του 1924 μεταξύ Στάλιν-Μπουχάριν και Ζηνόβιεφ –Κάμενεφ – στην διάρκεια του 1924 και 1925 ,ο Τρότσκυ χτυπά πολύ περισσότερο τους Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ παρά τον Στάλιν ( Δ.Μπ.).

[85] Μάλλον , υπήρχαν και κάποιες αποχές, ανάμεσα στις οποίες αυτή του Μπορντίγκα.

[86]  Giorgio Galli “Storia del Partito comunista italiano” Milan , Schwartz 1958, σελ. 100.

[87]  E.H.Carr “The Ιnterregnum” ,New York , Mac Millan and Co 1954, σελ.235-239.

[88] Jane Degras  “The Communist International 1919-1943-Documents” , London-New York, Oxford University Press, 1965-1968, 2 volumes, II, σελ. 79.

[89] Ηubert –Droz οπ.π. σελ. 175.

[90] Ο Άρθουρ Ρόζενμπεργκ που ήταν εκεί ( στέλεχος του ΚΚ Γερμανίας και ιστορικός) θα έγραφε ότι το Συνέδριο ήταν μια αποθέωση ρητορικού ριζοσπαστισμού χωρίς κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο, Rosenberg “A History of  Bolshevism”, 1934, Oxford Press, σελ. 210.

[91]  “Andare a sinistra, L Unita , 24-8-1924. H κατοπινή εξέλιξη του Τολιάτι μπορεί να αναχθεί ως σημείο αφετηρίας στα κείμενά του τού  1924. Πολύ γρήγορα, έμαθε να χειρίζεται την συσκότιση της πραγματικότητας.

[92] Σημειώσεις και  αναφορές για το Συνέδριο σε  ΙPC ( International Press Correspondence , όργανο τότε της ΚΔ) , iv, 41,45,49,50,51, 52, όλα από τον Ιούλιο 1924.

[93] Ο Μπουχάριν που αναδεικνύεται από τις περιλήψεις που περιέχει το Inprecor , δεν φαίνεται να έχει καμία σχέση με τον συγγραφέα που έγραψε το υπέροχο έργο «Οικονομία της μεταβατικής περιόδου». Η ταχύτητα με την οποίαν ο εκφυλισμός είχε διαπεράσει το Μπολσεβίκικο Κόμμα ήταν τόσο ραγδαία που κατέλαβε την ιταλική «Αριστερά» απροετοίμαστη.

[94] Ο συγγραφέας εννοεί ότι η «Αριστερά»  του Μπορντίγκα , η οποία επί έναν χρόνο ήδη απείχε  από πρόθεση από την ΚΕ και την ΕΕ, βρέθηκε και τυπικά πια εκτός των καθοδηγητικών οργάνων ( σημ. Δ.Μπ.).

[95] ‘’La lettera” , L’Unita , 30-8-1924.

[96] L’ Unita , 27 Aυγούστου 1924.

[97] APC ,fascicolo 241, επιστολή της 26 Αυγούστου 1924.

[98] L’ Uita, 20 Σεπτεμβρίου 1924, Παρόμοιες συναντήσεις έγιναν στο Τορίνο, στην Μάσσα-Καρράρα και την Λούκα, στην Πάδοβα, την Ούμπρια, την Μπολόνια, την Φλωρεντία, το Μιλάνο ( χωρίς ψηφοφορία) , την Κρεμόνα, την Αλεσάντρια (χωρίς ψηφοφορία) , την Βερόνα κλπ.

[99] “Relazioni di Gramsci e Bordiga”, L’Unita, 15-10-1924.

[100] Hubert Droz οπ.π. σελ. 188.

[101]  Οπ.π. σελ. 212-213.Ο Hubert Droz συμφωνούσε σαφώς στους περιορισμούς που έθετε η νέα ηγεσία του ΚΚ επί της «Αριστεράς».

[102]  Επιστολή  Τολιάτι της 7-10-1924, επανατυπωμένη στην Rinascita την 15-9-1962.

[103] Επιστολή Τολιάτι  της 11-11-1924, επανατυπωμένη στην Rinascita την  29-9-1962.

[104] APC, fascicolo 246, επιστολή της 2-11-1924.

[105] Spriano  vol. I, οπ.π. σελ. 446.

[106] Η έκφραση αυτή  είχε χρησιμοποιηθεί  με ειρωνικό τρόπο από τον Τάσκα, όταν  θέλησε κριτικά να περιγράψει πώς το Εθνικό Συμβούλιο της CGIL  ( Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας, κοντά στους ρεφορμιστές σοσιαλιστές) και η πολιτική διεύθυνση του ΣΚ Ιταλίας είχαν αφήσει να  τους διαφύγει η επαναστατική κατάσταση του Σεπτεμβρίου 1920. Δες σε Angelo Tasca “Nascita avvento de fascismo”, Florence, La  Nuova Italia, 1950, σελ.121.

[107] ‘’Trotsky e i problemi della rivoluzione” , Avanti ! , Februari 1-2/1925. Στις 19 Φεβρουαρίου , το Αvanti! είχε να πει  το ακόλουθο: «Σύμφωνα με πληροφορίες που δίνει η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚ, ένα τμήμα του κόμματος, η πλειοψηφία του που είναι η «Αριστερα» συνδέεται και ακολουθεί τις ιδέες του Τρότσκυ.  Κατά των απόψεων της πλειοψηφίας, η ηγεσία του κόμματος ,που αποτελεί την μειοψηφία του…» .

[108] Δημοσιευμένο από τον Τρότσκυ  στα τέλη του 1924, αυτό το έργο αποτελούσε μια επίθεση στους Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ, ως παράδειγμα για όσους στο κόμμα κάνουν πίσω από  την  κατάληψη της εξουσίας την παραμονή της επανάστασης .

[109] Άρθρο στο APC ( Archivio del Partito Communista), fascicolo 340.Χρονολογημένο «Νάπολη 8/2/1925», το άρθρο με τον τίτλο «Το ζήτημα Τρότσκυ» έχει στο οπισθόφυλλο μια σημείωση της Μόσχας, γραμμένη στα κυριλικά.

[110] “Mozione sulla bolscevizzazione” , L Unita , February 18, 1925.

[111] Παρά το ότι ο συγγραφέας είναι σαφώς μεροληπτικός υπέρ του Μπορντίγκα,  το παραπάνω περιστατικό δείχνει ότι ο Γκράμσι για να κυβερνήσει το ΚΚ Ιταλίας σαφώς διάλεξε στρατόπεδο στο κόμμα των Μπολσεβίκων ,και, επίσης, ότι δεν ήταν τόσο βαθιά δημοκρατικός, όπως γενικά υποστηρίζεται ( σημείωση Δ.Μπ.).

[112] APC , Fascicolo 340, documento 6.

[113] La conferenza del compagna Bordiga, L’Unita 24-3-1925.

[114] Μαξιμαλιστές ονομάζονταν οι εκπρόσωποι κυρίως της κεντρώας τάσης του ΣΚ  Ιταλίας γύρω από τον Σερράτι. Αργότερα, όπως έχουμε εξηγήσει , γύρω στο 1924,οι περισσότεροι έφυγαν από το ΣΚ και προσχώρησαν στο ΚΚ. (σημείωση Δ.Μπ.). Το πάθος της τάσης Μπορντίγκα κατά των Μαξιμαλιστών ήταν σε αρκετά πράγματα εσφαλμένο, κατά την γνώμη μας πάντοτε.

[115] APCFascicolo 313, γράμμα της 7 Απριλίου 1925.

[116] Adriana de Clementi “Amadeo Bordiga”,οπ.π. σελ. 218.

[117] ΑPC , Fascicolo 340, Επιστολή του  Bordiga της 19-7-1925.

[118] Η έκφραση ανήκει στον ιστορικό Spriano.

[119] L’ Unita 18-4-1925 και 28-6-1925.

[120]  Berti  οπ.π. σελ. 218-219 ( « Ι primi dieci anni ,di vita del PCI »)

[121]  E.H. Carr “Socialism in one country” ,  New York, Macmillan 1958-1964, II, σελ. 3-35.

[122] Ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής , L’ Unita, 3-7-1925.Η σύγκριση των διατυπώσεων  αυτού του κειμένου με την τοποθέτηση του Ζηνόβιεφ στο Πέμπτο Συνέδριο της ΚΔ, το οποίο ο Γκράμσι δεν παρακολούθησε, δείχνει ότι η πηγή της ομιλίας του Γκράμσι ήταν ο Ζηνόβιεφ και όχι ο Λένιν. Βλ. σε IPC, IV , 52 ( 30 Ιουλίου 1924).

[123]  Έκθεση του νομάρχη της Νάπολης ( νο346) ,23-3-1925, ACS ,VCPC, busta Amadeo Bordiga.

[124] APC, fascicolo 313,  επιστολή της 4-6-1925.

[125] Όχι μόνο η διατύπωση του ανακοινωθέντος παραπέμπει στα νεαρότερα  κείμενα του Γκράμσι, αλλά οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την περίοδο του 1925 αποτελούν πλήρη επανάληψη του εισαγωγικού του Γκράμσι στο Ordine Nuovo της 15-3-1925   Βλ. και σε La Formazione οπ.π. σελ. 359.

[126] Προφανώς , αν δεν τασσόταν με την Επιτροπή, θα έγραφαν ότι ο Μπορντίγκα είναι με την ηγεσία (σχόλιο Δ.Μπ.) .

[127] L’ Unita, 24 Ιουνίου 1925.

[128] Η επιστολή είχε γραφτεί στις 17 Ιουνίου και η δημοσίευσή της καθυστερήθηκε για δύο εβδομάδες.

[129] Γενικώς, η ΚΕ προσπαθούσε να διαφοροποιεί τον Μπορντίγκα (που ήταν ο πρώτος ηγέτης του κόμματος) από τους εξτρεμιστές οπαδούς του ( σχόλιο Δ.Μπ.).

[130]  Πολύ άρρωστος ως παιδί, ο γιός του Μπορντίγκα μεγάλωσε και ασχολήθηκε με τον μυστικισμό.

[131] APC, fascicolo 340, επιστολή της 19-7-1925.

[132] APC , fascicolo 341, επιστολή της 18-8-1925.

[133] Οπ.π. , επιστολή της 30-08-1925.

[134] Οπ.π. ,επιστολή της 22-9-1925.

[135] Οπ.π. επιστολή Περόνε της 17-9 και απάντηση της ΕΕ της 27-9-1925.

[136] Αυτός ο υπολογισμός της δύναμης της «Αριστεράς» συμπίπτει με τις εκτιμήσεις της εφημερίδας Avanti, καθώς και με παραδοχές που έκανε ο ίδιος ο Τολιάτι.

[137] Επιστολή του Ρεπόσι στον σ. Ζηνόβιεφ, (νο 3827) , 28-8-1925, ACS VCPC, busta Luigi Repossi

[138] Κατά τους μήνες που η «Αριστερά» συντριβόταν, καμία ένδειξη περί αυτού δεν δινόταν από τον Χούμπερτ Ντροζ-πράγμα που δείχνει, η σιωπή αυτού και  της Διεθνούς,  με ποιόν είχαν συμπάθεια.  Με δεδομένη την εξάρτηση του «Κέντρου», είναι σχετικά προφανές ότι αυτό ήταν σε συνεννόηση με την ρωσική ηγεσία.Αυτό θα εξηγούσε την σιωπή της Μόσχας. Καθώς πλέον η δημοσίευση του τόμου του Χούμπερτ-Ντροζ αποτελεί επιλογή από τα αρχεία του, υπάρχει η πιθανότητα κάποια μέρα να δούμε το μέρος των αρχείων του που αναφέρεται  στην Αγωνία της Αριστεράς. Ο Χούμπερτ Ντροζ πέθανε το 1971.

[139] Υπάρχει μια έκθεση σύμφωνα με την οποία η ΚΕ ανέστειλε τον Αύγουστο 1925  την κομματική ένταξη των Περόνε,Ονοράτο Ντάμεν, Ρεπόσι και Φορτικιάρι ως «υποστηρικτών του Μπορντίγκα». Δες τις εκθέσεις νο 34792, 1926  και νο 24660/ 484 34 , της 15-4-1932, ACS ,VCPC, busta 3403.

[140] Επιστολή της 29 Ιουλίου 1925 , ACS,PS, busta 1903,  fascicolo Bolletini I Circolari.

[141] “La situazione dei partiti anti-fascisti alia vigilia della loro soppressione secondo la polizia fascista,” R i v . stοr. s o c ., IX, No. 25/6 (1966), 79-96.

[142] Επιστολή της 5-8-1925 (νο 4975-4976) ACS PS ,busta 1902,fascicolo Bolletini I Circolari.

[143] Επιστολή της 6-8-1925 ( νο 5011) ACS PS , busta 1903 , Bolletini I Circolari.

[144] APC, fascicolo 341, επιστολή  της 19-11-1925.

[145] Έκθεση του νομάρχη της Τεργέστης (νο 33533), 2 Σεπτεμβρίου 1925 , APC, PS , busta 107, fascicolo  Trieste.

[146] APC , fascicolo ντοκουμέντο της 1-9-1925 ( 00259).

[147] Έκθεση του νομάρχη της Βενετίας, νο 27300, 19 Ιουλίου Galli1925,  ACS PS , busta 107, fascicolo Venezia.

[148] Έκθεση της 24 Δεκεμβρίου 1925, ACS PS, busta 102, fascicolo Preparazione Congressuale.

[149] Εγκύκλιος του ΚΚΙ, 28-11-1925, ACS PS , busta 102, fascicolo  K-1.

[150] Galli οπ.π. σελ. 105.

[151] Tasca “Rise of Fascism” , σελ. 73.

[152] Η ανάπτυξη αυτής της συνόδου της ΕΕΚΔ στηρίζεται στο αρχείο IPC, VI ,17,  20,26, Μάρτιος-Απρίλιος 1926.

[153]  IPC, VI, 31 ( 22-4-1926).

[154] Στο Συνέδριο της Λυών, είχε διορισθεί ως διακοσμητική μορφή στην ηγεσία του κόμματος (παρά την θέλησή του). Αρνήθηκε να παίξει αυτόν τον ρόλο.

[155] Έκθεση του νομάρχη της Νάπολης (νο 11568) , 26-4-1926,ACS ,VCPC, busta Ludovico Tarsia.

[156] Berti οπ.π. σελ. 85.

[157] Αναφορά στην εφημερίδα Il lavoratore της Νέας Υόρκης, 3-5-1930.

[158] Lo Stato Operaio I ,9-10 ( November –December 1927) σελ. 985-994.

[159] Στο τέλος αυτής της θεμελιωμένης μελέτης για τον πολιτικό ρόλο του Αμαντέο Μπορντίγκα είναι ορθό να  δείξουμε πώς ο Μύθος του Γκράμσι εξακολουθεί να επιβιώνει στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Ο Αντόνιο Γκράμσι… ήταν ένας αγωνιστής στις γραμμές του ιταλικού σοσιαλισμού, πλην όμως ήταν η Λενινιστική Ρώσικη Επανάσταση αυτή που διαμόρφωσε καταλυτικά την σκέψη και την δράση του. Το 1919 ίδρυσε στο Τορίνο την μαρξιστική επιθεώρηση «Όρντινε Νουόβο» και το 1921 στο συνέδριο του ΣΚΙ στο Λιβόρνο, ο Γκράμσι ενέπνευσε τον διαχωρισμό της λενινιστικής ομάδας από το ΣΚΙ και την ίδρυση  του ΚΚΙ,που ήταν επίσημα τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς .Η μοναδικότητα ιδεολογικής εκπαίδευσης και προετοιμασίας του Γκράμσι  ( αν και υπήρχε σε αυτόν ένα μείγμα σύγχυσης μεταξύ  βολονταριστικών και αιτιοκρατικών-αντανακλαστικών τάσεων,που, κατά μια  έννοια, απέτρεψαν να γίνει ένας πλήρως ορθόδοξος μαρξιστής –κομμουνιστής) και οι εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες που διέθετε τον έκαναν τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη του ιταλικού μαρξισμού. Μόνο για μικρό διάστημα απειλήθηκε η ηγεσία του από τις υπερ-αριστερές τοποθετήσεις του Αμαντέο Μπορντίγκα. Η πάλη του Γκράμσι κατά του φασισμού ήταν προσωπικά παραδειγματική, αν και από το 1922-1926, σε αντίθεση με την γραμμή της Διεθνούς για τον φασισμό στην Ιταλία, ο Γκράμσι επέλεξε όχι την παράνομη υπόγεια  δράση αλλά   την δημόσια νόμιμη δράση στα πλαίσια της Βουλής των Αντιπροσώπων,όπου είχε εκλεγεί  μέλος της και όπου  ως μέλος της τελικά συνελήφθη». “Antoniο Gramsci- il Risorgimento” του  A. William  Salomone από το ευρύτερο έργο του “Italy from the  Risorgimento to Fascism” , Anchor Books, Doubleday and co , Inc, Garden City ,New York, 1970, σελ. 397-398.