Η κεντρικότητα της οικονομίας και της Προόδου στον κλασσικό μαρξισμό -μια ριζική επανεξέταση

 Η κεντρικότητα της οικονομίας και της Προόδου στον κλασσικό μαρξισμό -μια ριζική επανεξέταση

(Αύγουστος – Σεπτέμβριος  2021)

Του Δημήτρη Μπελαντή

 « Πράγματι, αν η εμπνευσμένη από τον μαρξισμό πρακτική υπήρξε αληθινά επαναστατική σε ορισμένες φάσεις της σύγχρονης ιστορίας, υπήρξε ακριβώς το αντίθετο σε άλλες περιόδους. Και , αν τα δύο αυτά φαινόμενα έχουν ανάγκη ερμηνείας (θα επανέλθουμε), παραμένει το γεγονός ότι υποδεικνύουν αδιαμφισβήτητα την ουσιώδη αμφισημία που χαρακτήριζε τον μαρξισμό. Παραμένει επίσης το γεγονός, και είναι ακόμη πιο σημαντικό, ότι στην ιστορία και στην πολιτική το παρόν βαραίνει πολύ περισσότερο από το παρελθόν. Αλλά αυτό το «παρόν» είναι ότι εδώ και σαράντα χρόνια ο μαρξισμός έγινε μια ιδεολογία, και μάλιστα με το νόημα    που ο Μαρξ έδινε στον όρο : ένα σύνολο ιδεών που αναφέρεται σε μια πραγματικότητα όχι για να τη φωτίσει και να την αλλάξει, αλλά για να τη συγκαλύψει και δικαιώσει μέσα στο φαντασιακό,  και το οποίο επιτρέπει στους ανθρώπους  να λένε κάτι και να κάνουν κάτι άλλο , να εμφανίζονται άλλοι από αυτό που είναι..»  , Κορνήλιος Καστοριάδης «Η ιστορική κατάσταση του μαρξισμού και η έννοια της ορθοδοξίας», στο «Μαρξισμός και Επαναστατική Θεωρία», Μέρος Πρώτο  του έργου « Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», 1961-1965, ελληνική έκδοση, Κέδρος ,1981, σελ. 21-22. .            

 Δεν  χρειάζεται  να αποδεχθούμε  συνολικά  την παραπάνω τοποθέτηση του Καστοριάδη , από την μακρινή δεκαετία του ’60,  για τον μαρξισμό ως ιδεολογία-ψευδή συνείδηση. Ούτε κύλησε όλη η σαραντακονταετία από το 1924 ως το 1965 ακολουθώντας μονομερώς αυτήν την κατεύθυνση. Είμαστε, όμως,  υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ότι η μαρξιστική θεωρία, και στο μαρξικό έργο αλλά και στους Επιγόνους, συνιστά ένα πεδίο ισχυρών αντιφάσεων. Αντικείμενο αυτής εδώ της μελέτης είναι να διερευνήσει κριτικά και χωρίς στρογγυλέματα  ορισμένες από αυτές τις αντιφάσεις, και ιδίως όσες σχετίζονται με τον ρόλο της οικονομίας και της Προόδου  στο μαρξιστικό κριτικό εγχείρημα, θεωρητικό και πρακτικό, καθώς και ορισμένα  από τα αποτελέσματά τους.

Στο μαρξιστικό  εγχείρημα, ο ρόλος της οικονομικής  παραγωγικής δραστηριότητας και της υλικής παραγωγής αγαθών παραμένει -σε όλες τις εκδοχές του μαρξισμού-κεντρικός έως  συχνά  αφόρητα  κεντρικός,  υπερχειλής. Όπως γράφει ο  Φρήντριχ Ένγκελς, η κοινωνική και παραγωγική εργασία οδηγεί τον άνθρωπο στην κατασκευή εργαλείων, εξημερώνει τον πίθηκο και τον καθιστά άνθρωπο. Ας πάμε όμως πέρα από τον δαρβινισμό ή τον νατουραλιστικό εξελικτικισμό  του Ένγκελς σε μια πιο συνολική φιλοσοφική  θεώρηση.  Στον περίφημο Πρόλογο στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του 1859,  ο Μαρξ αναφέρεται στην κίνηση της κοινωνίας μέσα από την όξυνση της αντίφασης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων[1]. Όταν οι παραγωγικές σχέσεις δεν μπορούν πλέον να ωθήσουν ή να ενισχύσουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά γίνονται εμπόδιο σε αυτές, τότε ενεργοποιείται η διαδικασία της κοινωνικής επανάστασης για την ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων και την αντικατάστασή τους από νέες παραγωγικές σχέσεις  που θα ωθήσουν τις παραγωγικές δυνάμεις σε επιπλέον ανάπτυξη. Αυτό το μοντέλο εξηγεί την ανάπτυξη όλων των τρόπων παραγωγής από τον αρχαίο κομμουνισμό και τον ασιατικό τρόπο παραγωγής ως τον καπιταλισμό, και τέλος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό (ουσιαστικά πέντε ή έξι διαδοχικοί Τρόποι Παραγωγής).. Η θεώρηση αυτή , για μια σειρά  ιστορικούς λόγους και λόγους που αφορούν την εξέλιξη της νεωτερικότητας,   θα κυριαρχήσει  ιστορικά  εντός του μαρξισμού, αν και αντιπαλεύοντας έντονα  στην κύρια  περίοδο των επαναστάσεων (1789-1989)  με αντιοικονομίστικες  και πιο επαναστατικές θεωρήσεις του μαρξισμού. Ενδεικτικά: Γκράμσι ,  Η επανάσταση του Οκτώβρη 1917, επανάσταση εναντίον του «Κεφαλαίου» του Μαρξ[2], που θέλει την επανάσταση να εκδηλώνεται στον πιο αναπτυγμένο καπιταλιστικό σχηματισμό, κυρίως την Βρετανία- ο Οκτώβρης ανατρέπει αυτήν την εκτίμηση . Όμως, η διατύπωση στον Πρόλογο του 1859 θα γίνει η πηγή όλων των μονομερώς οικονομίστικων αναγνώσεων κατ’ άλλους και παρανοήσεων κατ’ άλλους του μαρξισμού.  Την ντετερμινιστική   αυτήν θεωρία επαναλαμβάνει με ακρίβεια ο Στάλιν στο έργο του «Διαλεκτικός και Ιστορικός Υλισμός»[3], θεωρώντας ότι όλο το νόημα του μαρξισμού για την Ιστορία των κοινωνιών εμπεριέχεται σε αυτήν .

Θα μπορούσε κανείς πολύ σχηματικά να πει ότι η κύρια αντίφαση στην πορεία του  έργου  του Μαρξ δεν είναι αυτή που αφορά την  αντίθεση ανάμεσα  στην «ιδεαλιστική»  έννοια της αλλοτρίωσης και του ανθρωπισμού   και στην  «επιστημονική» υπέρβασή της ( όπως υποστηρίζει ο Αλτουσέρ στο έργο του «Για τον Μαρξ», 1965) αλλά η αντίφαση ανάμεσα σε μια περίοδο όπου η ταξική εκμετάλλευση συνδέεται πιο πολύ με την άμεση δημοκρατική και σοσιαλιστική  επαναστατικότητα, την διαρκή επανάσταση  και την άμεση ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος (όπως πίστευαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς ως το 1848, ελπίδα που αναγεννάται με την Α’ Διεθνή και με την Κομμούνα του Παρισιού) και σε μια περίοδο αργής μελέτης και κατανόησης των  οικονομικών αντιφάσεων του καπιταλισμού ( συγγραφή του «Κεφαλαίου» και των Grundrisse ) που συνδέεται με μια  μακρόχρονη προοπτική ανάπτυξης των αντιφάσεων του καπιταλισμού και των ταξικών αγώνων του εργατικού κινήματος. Καθώς ίσως και με μια σύντομη τρίτη περίοδο, στις αρχές της δεκαετίας του 1880,όταν ο Μαρξ αναζητά με αφορμή την Ρωσία δρόμους υπέρβασης  ή ανατροπής της ταξικής κοινωνίας, δρόμους μετάβασης στον κομμουνισμό,   σε «μη αναπτυγμένες καπιταλιστικά» κοινωνίες, ξεπερνώντας απολύτως το καπιταλιστικό στάδιο.

 

1. Ο οικονομισμός-παραγωγισμός στον μαρξισμό   ως εκδήλωση του φιλοσοφικού μηχανικισμού- ντετερμινισμού

Ο τρόπος σκέψης  του  Προλόγου στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας  συνδέεται φιλοσοφικά με τον ντετερμινισμό- εξελικτικισμό ή τον μηχανιστικό υλισμό[4]. Έχει καθοδηγήσει όλες τις ντετερμινιστικές αναγνώσεις του Μαρξ.  Καθώς η κίνηση των κοινωνικών σχέσεων εξαρτάται γραμμικά από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την ποσοτικοποίηση της οικονομίας, οι παραγωγικές σχέσεις δεν είναι ουσιαστικά παρά το κοινωνικό επικάλυμμα για την  απεριόριστη ή  μπλοκαρισμένη  ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Όπως επισημαίνει ο  Σαρλ Μπετελέμ στον ΙΙο  Τόμο των Ταξικών Αγώνων στην ΕΣΣΔ ( περίοδος 1923-1930), ασκώντας κριτική στο έργο του Στάλιν «Διαλεκτικός και Ιστορικός Υλισμός» (1938), οι παραγωγικές δυνάμεις σε αυτό το πλαίσιο σκέψης δεν ενέχουν  ή δεν προσδιορίζονται  ποιοτικά από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και  εξουσίασης (σχέσεις μεταξύ ανθρώπων) αλλά είναι «πράγματα», είναι εξωτερικές στις κοινωνικές σχέσεις και έχουν αντικειμενικό-ουδέτερο-τεχνικό χαρακτήρα[5]. Έτσι, το  πρόβλημα για τον σοσιαλισμό δεν είναι να αλλάξει ποιοτικά  τον τρόπο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και την ιεραρχική σχέση ανθρώπου / φύσης και ανθρώπου επί ανθρώπου αλλά να αλλάξει το μοντέλο διεύθυνσής τους και να   άρει τα εμπόδια στην άπλετη ανάπτυξή τους.

Το γενικό φιλοσοφικό  μοντέλο  σε αυτό το χωρίο είναι ο εξελικτικισμός. Μηχανική και μη διαλεκτική κίνηση βάσει μιας απαράλλακτης ουσίας ή μιας ουσίας που μεταβάλλεται μεν αλλά πάντα με την ίδια μέθοδο και κανόνες. Τρόποι παραγωγής που διαδέχονται σχεδόν μηχανικά ο ένας τον άλλον , καθώς η όξυνση των αντιφάσεων στην σχέση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων ενεργοποιεί την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας και  το κοινωνικό υποκείμενο δεν είναι παρά ένα διάνυσμα, μια μηχανική ενεργοποίησης της αναγκαίας αλλαγής δομών. Κάθε εθνικός κοινωνικός σχηματισμός δεν μπορεί να έχει «ιδιομορφίες» ή «ιδιοσυστασίες». Οδηγείται αναγκαστικά  στην κανονισμένη νομοτελειακή  διαδοχή των τρόπων παραγωγής, τα περίφημα πέντε στάδια της κοινωνικής εξέλιξης. Αν όμως η παραγωγική Ιστορία «στραβώσει» (όπως συνέβη εν μέρει στην περιφέρεια και ημιπεριφέρεια του καπιταλισμού) και δεν μπορεί να υπάρξει μια αστική τάξη, η οποία θα είναι ικανή να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις, ως έδει, όπως έπρεπε, τότε η σοσιαλιστική συνιστώσα της Ιστορίας , δηλαδή η εθνική εργατική και αγροτική τάξη, θα πρέπει να κάνουν εναλλακτικά δύο τινά: ή να προωθήσουν τις  καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και μέσω αυτών τις παραγωγικές δυνάμεις  ώστε να έρθει μετά ως φυσική συνέπεια ο σοσιαλισμός- κομμουνισμός ( πριν από την επανάσταση -Μενσεβίκοι, μετά την επανάσταση -Μπολσεβίκοι) είτε να επιλύσουν κατευθείαν το πρόβλημα της υπανάπτυξης , μερικής ή ολικής με μεταβατικές και σοσιαλιστικές- κομμουνιστικές  παραγωγικές σχέσεις (κάτι που δεν έγινε σχεδόν πουθενά). Εκεί οι νόμοι της κοινωνικής εξέλιξης καταλήγουν στην ετερογονία των σκοπών και στην εγελιανή Πανουργία του Λόγου.

Η προτεραιότητα των παραγωγικών δυνάμεων (οικονομισμός ως ειδικότερη έκφραση του εξελικτικισμού στο κοινωνικό επίπεδο) ταυτίζεται και με την προτεραιότητα της κοινωνικής εργασίας ως  βασικού μέσου  για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ιδίως στις κοινωνίες που προσδιορίζονται  από  εμπορευματικές -ανταλλακτικές οικονομίες παραγωγής εμπορευμάτων, μόνο η  αφηρημένη  κοινωνικά αναγκαία εργασία ορισμένου χρόνου  παράγει αυτοτελώς ανταλλακτική -εμπορευματική αξία, ενώ όλοι οι άλλοι συντελεστές παραγωγής απλώς μετακυλίουν την αξία τους στο τελικό προϊόν -εμπόρευμα  (Πρώτος Τόμος του «Κεφαλαίου»).

Η θεωρία αυτή της τάξης που κατευθύνει τις παραγωγικές δυνάμεις, ως κύρια αποστολή της, αν και προσδιορίζεται από αυτές,  καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική των επαναστάσεων του 19ου και του 20ου αιώνα.

Όμως, ο μαρξισμός επικαλείται και την προτεραιότητα της ταξικής πάλης, ήδη από το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος»  των Μαρξ-Ένγκελς το 1848. Η Ιστορία είναι Ιστορία των ταξικών αγώνων. Πώς είναι δυνατόν η ταξική πάλη που καθορίζεται από τους κοινωνικούς πόλους εντός των παραγωγικών σχέσεων  να οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα αναπόφευκτο από την άποψη της αντίφασης παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων; Γιατί η κοινωνικοποίηση της παραγωγής στον καπιταλισμό, η οποία οδηγεί σε μια μαζική , συγκεντροποιημένη και συνειδητή, αλλά και με επιστημονικές -τεχνικές δεξιότητες (ιδίως τώρα, στον 21ο αιώνα) εργατική τάξη, δεν έχει οδηγήσει ως τώρα στην νίκη του σοσιαλισμού επί του καπιταλισμού; Έχουμε εδώ μια λογική αντινομία του μαρξισμού που συνδέεται και με την σύγκρουση ανάμεσα σε ένα μηχανιστικό μοντέλο ( νόμοι της κοινωνικής εξέλιξης που φέρουν την αναγκαιότητα) και σε ένα ιστορικιστικό μοντέλο  (εξέλιξη που δεν ορίζεται από μηχανικούς  νόμους αλλά από την κίνηση προς ένα ορισμένο Τέλος της Ιστορίας, που ορίζεται από μια τελολογία) ή σε ένα διαλεκτικό-ιστορικό μοντέλο που αποδέχεται τον ρόλο της ιστορικής υποκειμενικότητας (ανάπτυξη των αντιφάσεων με διαλεκτικό και ιστορικά ανοιχτό, δυνητικό τρόπο) .

Δεν θα ασχοληθούμε με προσχηματικές ή απολογητικές  θέσεις του τύπου «η απουσία ή η κρίση επαναστατικής ηγεσίας», η «προδοσία του σταλινισμού ή της σοσιαλδημοκρατίας» , «η καταναλωτική εξημέρωση της εργατικής τάξης», «έχουν περάσει μόνο 200 χρόνια, άρα περιμένουμε ακόμη γιατί ο καπιταλισμός χρειάστηκε 600 χρόνια για να επιβληθεί » κλπ  , οι οποίες πιάνουν επιμέρους  υπαρκτές πλευρές  αντικειμενικά για να ερμηνεύσουν την ήττα του ιστορικού κομμουνισμού  αλλά ποτέ δεν κάνουν τον κόπο να  μπουν σε μια σε βάθος διερεύνηση του προβλήματος, αναγκαστικά επώδυνη. . Και κυρίως αντιμετωπίζουν τον μαρξισμό ως μια αλάθητη και ανέλεγκτη θεωρία του κοινωνικού, ως  πολιτική θρησκεία, ως κάτι που ποτέ τελικά, για να γίνουμε και λίγο ποππεριανοί,  δεν επιβεβαιώνεται ή δεν διαψεύδεται.

Η προτεραιότητα της ταξικής πάλης δεν είναι συμβατή με την προτεραιότητα των παραγωγικών δυνάμεων έναντι των παραγωγικών σχέσεων -μια από τις δύο όψεις οφείλει να υποχωρήσει και να υπαχθεί στην άλλη: αυτήν την θέση ,  της προτεραιότητας της ταξικής πάλης, όσο γνωρίζουμε, την ανέπτυξαν, από μια  συγκυριακή  οπτική αλλά και με γενικότερης φύσης επιχειρήματα , οι Μπολσεβίκοι το 1917  ( Λένιν : Θέσεις του Απρίλη, Κράτος και επανάσταση, ρόλος επαναστατικής συγκυρίας ως προέχων),  από μια πιο συγκροτημένη θεώρηση ,που αναβαθμίζει τον ρόλο της ιδεολογίας και της ηγεμονίας στην οργάνωση της κοινωνίας,  ο Γκράμσι, και από μια ιδεαλιστική-εγελιανή  ιστορικιστική οπτική ο νεαρός Λούκατς στο «Ιστορία και ταξική συνείδηση». Τελείως αντίθετη ήταν η ιστορική σοσιαλδημοκρατία  (δεξιά και κεντρίστικη) η οποία θεωρούσε κάθε επανάσταση σε «μη ανεπτυγμένη χώρα» ως πρόωρο βήμα ή πείραμα, που αναγκαστικά οδηγεί στον ολοκληρωτισμό (Κ. Κάουτσκυ, Ρ.Χίλφερντινγκ, Ο. Μπάουερ κ.α) .

Στην πορεία, τόσο η σταλινική θεώρηση ή εκδοχή του λενινισμού  μετά το 1928  (ξέφρενη ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων στην ΕΣΣΔ κάτω από σοσιαλιστική ιδιοκτησία-κολλεκτιβοποίηση-εντατική  βαριά εκβιομηχάνιση , προτεραιότητα οικονομίας και τεχνικής, θεωρία των σταδίων) όσο και η τροτσκιστική (διεθνής ωριμότητα του σοσιαλισμού λόγω της διεθνοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων, σάπισμα και καταστροφή του καπιταλισμού, «κατάρρευση») υπερβαίνουν προς τα πίσω  την  αντιοικονομίστική τομή του Λένιν υπέρ της προτεραιότητας της πολιτικής ταξικής πάλης,   το 1917 και επανακάμπτουν, από διαφορετική πόρτα από την σοσιαλδημοκρατία) στον ντετερμινισμό- οικονομισμό-και παραγωγισμό. Παλινδρομούν στον οικονομισμό, γεγονός πολιτικά και θεωρητικά εξόχως σημαντικό[6]. Προκύπτει δηλαδή ότι όσοι κομμουνιστές πραγματοποίησαν επιτυχημένες επαναστάσεις ήταν υπέρ της προτεραιότητας της ταξικής πάλης ante revolutionem  και υπέρ της προτεραιότητας των παραγωγικών δυνάμεων post revolutionem -με την κρίσιμη, αν και κάπως αμφιλεγόμενη,  εξαίρεση του Μάο τσε τουνγκ  κατά την περίοδο 1966-1976 (Πολιτιστική Επανάσταση) .

Στο θεωρητικό επίπεδο, η «μαρξιστική» κριτική στον μαρξιστικό οικονομισμό-παραγωγισμό  αναπτύσσεται από μια σειρά μαρξιστές κριτικούς, ορισμένοι από τους οποίους παρέμειναν μαρξιστές , ενώ άλλοι εγκατέλειψαν το έδαφος του μαρξισμού.

  • Η θεωρία της διαρκούς επανάστασης του Τρότσκυ, η οποία αντιτίθεται στην θεωρία των σταδίων[7], από μια σκοπιά που δείχνει την συνέχεια μεταξύ δημοκρατικής και σοσιαλιστικής επανάστασης,  διατηρώντας όμως ορισμένα  βαρίδια από τον οικονομισμό.Βαρίδι πρώτο, η θεωρία της γενικής ή «επιθανάτιας»  κρίσης του καπιταλισμού, που συνδέεται με επανειλημμένες προφητείες περί «κατάρρευσης», που θα επιταχύνει την παγκόσμια επανάσταση.

    Βαρίδι δεύτερο,
    η εν μέρει θεμελίωση της διαρκούς και διεθνούς επανάστασης στην ανεπάρκεια του έθνους να χωρέσει τις διεθνώς συσσωρευόμενες παραγωγικές δυνάμεις ( Τρότσκυ «Η διαρκής επανάσταση», Αθήνα 2010,  Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο).

 

  • Με κάποια όρια, η θεωρία της ηγεμονίας στον Γκράμσι. Ο Γκράμσι, ιδίως στην αντιπαράθεσή του με τον Μπουχάριν, αναδεικνύει μια ιστορικιστική θεώρηση του μαρξισμού, η οποία συγκρούεται με τον μηχανιστικό υλισμό, από την σκοπιά μιας φιλοσοφίας της πράξης.  Επίσης, η θεωρία της «παθητικής επανάστασης»  (Τετράδια της Φυλακής) αναδεικνύει τον μη γραμμικό χαρακτήρα της ταξικής πάλης και της ιστορικής διαδικασίας.

 

  • Η θεωρία του συμβουλιακού κομμουνισμού ή ο αντιλενινιστικός κομμουνισμός των Α. Πάννεκοκ, Χ. Γκόρτερ, Ο. Ρύλε, Π. Μάττικ κα. . Όμως, και ο συμβουλιακός κομμουνισμός διατηρεί παρά επιλύει την αντίφαση οικονομισμού και προτεραιότητας της ταξικής πάλης.  Ενώ τάσσεται υπέρ όλων των επαναστάσεων όταν  και όποτε εκδηλώνονται  και  κατά της γραφειοκρατίας και του «κόμματος πρωτοπορία των ηγετών» και υπερασπίζει την αυθόρμητη  αμεσοδημοκρατική οργάνωση της επανάστασης, δεν έχει μια ολοκληρωμένη θεωρία σοσιαλιστικής δημοκρατίας (ούτε ο τροτσκισμός έχει). Επίσης παλινδρομεί στο ζήτημα της ερμηνείας της Ρώσικης Επανάστασης προς τον οικονομισμό. Η θεώρηση του Ρύλε και του Πάννεκοκ ιδίως είναι ότι ο Οκτώβρης ήταν μια καθαρά αστική επανάσταση, όχι κυρίως ή μόνο  γιατί οι Μπολσεβίκοι καθορίζονταν από την αστική ή την γραφειοκρατική πολιτική σκέψη, αλλά ακριβώς επειδή η Ρώσικη κοινωνία ήταν λόγω  καθυστερημένων παραγωγικών δυνάμεων κατάλληλη μόνο για μια αστική επανάσταση -το ίδιο δηλαδή που λέει και ο Κάουτσκυ ή ο Όττο Μπάουερ εκ μέρους της σοσιαλδημοκρατίας κατά του Λένιν[8]. Η γραφειοκρατία των Μπολσεβίκων  ερμηνεύεται έτσι από τον βαθμό ανάπτυξης  της οικονομίας στην Ρωσία.  Ούτε διαθέτει  ο συμβουλιακός κομμουνισμός  μια ιδιαίτερη θεώρηση για την υπέρβαση της διάκρισης εκτελεστικής και διευθυντικής εργασίας μέσα στην ίδια την παραγωγή-πως θα επιλύσουν οι αυτοδιευθυνόμενοι εργάτες  την σχέση τους με τους φορείς της τεχνικής γνώσης, μάνατζερ και μηχανικούς;  . Η περίπτωση του Πάουλ Μάττικ είναι πιο σύνθετη και ενδιαφέρουσα (δες ιδίως το βιβλίο του «Μαρξ και Κέυνς»).

 

  • Για πρώτη ουσιαστικά φορά, θεωρούμε ότι το ζήτημα της αντιφατικής ή ορθότερα αλληλοαποκλείουσας λογικά σχέσης μεταξύ αντικειμενικής ή αναγκαίας οικονομικής εξέλιξης  και προτεραιότητας της ταξικής πάλης αναπτύσσεται  αρκετά ικανοποιητικά και σαφώς  από τον Κορνήλιο Καστοριάδη στο δοκίμιό του «Μαρξισμός και Επαναστατική Θεωρία» του 1961- 1965, Πρώτο Κεφάλαιο του βιβλίου « Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», με το οποίο ουσιαστικά εγκαταλείπει το έδαφος της μαρξιστικής θεωρίας. Ο Καστοριάδης έχει φάει αρκετή  λάσπη από την Υπαρκτή Αριστερά ως «αντικομμουνιστής», ώστε  αξίζει να ασχοληθούμε λίγο παραπάνω με αυτό το γραπτό του. Στο δοκίμιο αυτό, ορθά υποστηρίζει , ανεξάρτητα από την ορθή ή μη συνολική του κριτική στον μαρξισμό, ότι δεν μπορούν να ισχύουν ταυτόχρονα  και τα δύο, και η μηχανιστική αντικειμενική εξέλιξη, βασισμένη  στους  νόμους της οικονομίας και της κοινωνικής εξέλιξης και η προτεραιότητα  της ταξικής πάλης, ιδίως, κατά τον Λένιν, της πολιτικής ταξικής πάλης,  άρα, ανοιχτή έκβαση της ταξικής πάλης[9]. Από αυτήν την κρίσιμη αντίφαση καταλήγει στο ότι ο μαρξισμός είναι ένας συνδυασμός οικονομίστικής και νομοτελειακής κοινωνικής εξέλιξης  (στηριγμένης στο αστικό παράδειγμα της οικονομικής κεντρικότητας και της θετικής επιστήμης ) και μεσσιανικού ή αποκαλυπτικού «Τέλους της Ιστορίας», σαν – στο συγκεκριμένο πολύ σωστή σκέψη- η τέλεια ή ανώτατη δυνατή ταξική κοινωνία , η καπιταλιστική, να γεννά μέσω της κοινωνικοποίησης που πέτυχε στην οργάνωση της παραγωγής, την τέλεια αταξική  κοινωνία, τον σύγχρονο κομμουνισμό.  Σαν ο εργάτης να κληρονομεί την τελειοποιημένη τεχνικοεπιστημονική γνώση, όπως ενσωματώνεται στην παραγωγική  εργασία,  την «Συλλογική Διάνοια» από τον καπιταλιστή.   Και, άρα, σαν στην «ανώτερη δυνατή» ταξική κοινωνία, να γεννιέται το ανώτερο δυνατό επαναστατικό υποκείμενο, το σύγχρονο προλεταριάτο εντός της καπιταλιστικής παραγωγής. Στην πραγματικότητα, η ταξική πάλη είναι ο διάμεσος ανάμεσα στην παραγωγική νομοτέλεια και στο μεσσιανικό θαύμα του  κομμουνιστικού Τέλους της Ιστορίας.Ανεξάρτητα από το αν η συνολική κριτική του Καστοριάδη στον Μαρξ και στον μαρξισμό είναι ορθή ή όχι, οφείλουμε εδώ να βάλουμε μια άνω τελεία. Κρατάμε από τον Καστοριάδη την διαπίστωση ότι έχουμε δύο αλληλοαποκλειόμενες θεωρήσεις εντός του μαρξισμού[10]: προτεραιότητα των παραγωγικών δυνάμεων και της αντικειμενικής κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης ή προτεραιότητα της ταξικής πάλης, και , άρα, ενός έντονα υποκειμενικού παράγοντα, εστιασμένου κυρίως στην πολιτική και σε αυτό που ο ορθόδοξος μαρξισμός χαρακτηρίζει «υπερδομή ή εποικοδόμημα». Στον βαθμό ιδίως που ο Καστοριάδης και στην μαρξιστική του ακόμη περίοδο ( 1947-1964) είναι υποστηρικτής μιας υποκειμενικής, έν μέρει ιστορικιστικής, θεώρησης για το προλεταριάτο-σε αντίθεση πλήρη με το ρεύμα του δομισμού και της απόρριψης του υποκειμένου ως ιδεολογικής κατασκευής- και υποστηρικτής μιας  υποκειμενικής και όχι δομιστικής προσέγγισης στην πρόσληψη της ζωής και στην κοινωνική και πολιτική πρακτική, η αποσύνδεσή του από την μαρξιστική ερμηνεία των τρόπων παραγωγής , και όχι μόνο από τον οικονομισμό, τον οδηγεί στην γνωστή του θεώρηση περί αυτόνομης φαντασιακής θέσμισης του κοινωνικού, η οποία μεταθέτει ουσιαστικά την αντίθεση καπιταλισμού/κομμουνισμού σε μια αμεσοδημοκρατική αντιπαράθεση μεταξύ αυτόνομης και ετερόνομης οργάνωσης του κοινωνικού, η οποία έχει όψεις συγγένειας με τον αναρχισμό, και η οποία κατατείνει  στην  ανάδυση  στην  κοινωνική φαντασία και στην υλοποίηση στην πρακτική αυτόνομων συλλογικών  κοινωνικώνθεσμών.Επιπλέον, ο Καστοριάδης στο παραπάνω έργο του είναι και από τους πρώτους που υποστηρίζουν ότι το οικονομικό-παραγωγικό παράδειγμα και η κυριαρχία του στον μαρξισμό σηματοδοτούν μια συνέχεια ή ομοιότητα παραδείγματος ανάμεσα στον μαρξισμό ως θεωρία και στον καπιταλισμό ως οργάνωση του κοινωνικού. Η μια κοινή κοινωνική-συλλογική  φαντασία (με την έννοια της κοινωνικής υποκειμενικής βίωσης, της imagination και όχι της phantasy).

 

  • Η δομιστική θεωρία του Αλτουσέρ για την οργάνωση του τρόπου παραγωγής και την σχετική αυτονομία των  υπερδομών.

 

Η θεωρία του Αλτουσέρ και της ομάδας του, κατά την δεκαετία του ’60, για τον ιστορικό υλισμό, αποτελεί, επίσης,  μια σημαντική  συνεισφορά σε μια αντιοικονομίστική εκδοχή του μαρξισμού , η οποία αμφισβητεί, σε συγχρονία και συμφωνία με την Κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση και την σκέψη του Μάο τσε τουνγκ/ΚΚ Κίνας, την προτεραιότητα των παραγωγικών δυνάμεων ως φορέα της κοινωνικής εξέλιξης αλλά και την παντοκρατορία της οικονομίας στην οργάνωση και λειτουργία των τρόπων παραγωγής και των ειδικότερων κοινωνικών σχηματισμών. Προτεραιότητα στην διαμόρφωση της κοινωνίας έχει η ταξική πάλη, ιδίως η πολιτική ταξική πάλη, η πάλη για την πολιτική εξουσία (και θεωρία της Πολιτιστικής Επανάστασης). Δημιουργείται έτσι μια εκδοχή του μαρξισμού ( στα πλαίσια πάντοτε της καλύτερης υπεράσπισής του, σε αντίθεση με την εγκατάλειψη του πεδίου από στοχαστές όπως ο Καστοριάδης ή ο Κώστας Παπαϊωάννου ) η οποία διαφοροποιείται από τον οικονομισμό-παραγωγισμό της  Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς ( Αλτουσέρ : Απάντηση στον Τζων Λιούις 1973).

Ιδίως στο έργο του «Για τον Μαρξ» και στο δοκίμιό του «Αντίφαση και επικαθορισμός» , ο Αλτουσέρ παρουσιάζει  μια διάρθρωση του τρόπου παραγωγής ως μιας ενότητας άνισα δομημένων και τοποθετημένων επιπέδων [11]όπου υπάρχει ένα πεδίο ή επίπεδο σε τελική ανάλυση καθοριστικό: αυτό του οικονομικού επιπέδου γενικότερα, των παραγωγικών σχέσεων γενικότερα, και της αντίφασης κεφάλαιο-εργασία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής γενικότερα. Στο σημείο αυτό , ο Αλτουσέρ θυμίζει ορισμένες σοβαρές αντιοικονομίστικές επιφυλάξεις του Φρήντριχ Ένγκελς από την δεκαετία του 1880 :

 

  • Η βάση δεν επηρεάζει μόνο το εποικοδόμημα αλλά το εποικοδόμημα αντεπιδρά και στην βάση.

 

  • Το εποικοδόμημα διατηρεί ένα σημαντικό βαθμό αυτονομίας σε σχέση με την οικονομική βάση( αυτό που η σχολή Αλτουσέρ θα προσδιορίσει ως σχετική αυτονομία του εποικοδομήματος-βλ. και σε Ν.Πουλαντζά).

 

  • -Με βάση τις επιστολές του στον Μπλοχ του 1890 και στον Μπόργκιους ή Στάρκενμπουργκ της 25-1-1894 [12] , ο Ένγκελς υποστηρίζει ότι το οικονομικό επίπεδο δεν είναι πάντοτε κυρίαρχο  (κυρίαρχο είναι βασικά στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής) , αλλά μόνο σε τελική ανάλυση καθοριστικό[13]. Αυτό σημαίνει ότι η διάρθρωση του οικονομικού στοιχείου, η σχέση κυρίαρχων και κυριαρχούμενων στις σχέσεις παραγωγής,  και η αναγκαιότητα εξωοικονομικού ή μόνο οικονομικού  καταναγκασμού στον εργαζόμενο για την απόσπαση της υπερεργασίας καθορίζει ποιο θα είναι το κυρίαρχο επίπεδο στον Τρόπο Παραγωγής και  στους κοινωνικούς σχηματισμούς όπου αυτός κυριαρχεί.Προχωρώντας τον συλλογισμό του Ένγκελς, ο Αλτουσέρ υποστηρίζει ότι σε όλους τους Τρόπους Παραγωγής υπάρχει ένα σε τελική ανάλυση καθοριστικό επίπεδο ( η οικονομία και οι αντιφάσεις της, οι σχέσεις παραγωγής) και ένα κυρίαρχο, το οποίο παραλλάσσει. Συνεπώς,  στον Τρόπο Παραγωγής, αλλά και στους ειδικότερους κοινωνικούς σχηματισμούς,  , η ανάπτυξη της ταξικής πάλης καθορίζεται από μια αντίφαση σε τελική ανάλυση καθοριστική  (παραγωγικές  σχέσεις, στον καπιταλισμό η σχέση κεφαλαίου-εργασίας) και από μια σειρά άλλων αντιφάσεων που συγκαθορίζουν την κοινωνική και πολιτική πρακτική, που είναι επικαθοριστικές της κυρίαρχης ή ορθότερα της σε τελική ανάλυση καθοριστικής αντίφασης. Πχ  στην Ρώσικη Επανάσταση, επικαθοριστικές συνθήκες ήταν ο πόλεμος, η ανισορροπία αστικού και αγροτικού τομέα, ο τσαρικός απολυταρχισμός, η αδυναμία των μηχανισμών ηγεμονίας κλπ  Το σύνολο των αντιφάσεων αυτών συγχωνεύεται στον αδύναμο κρίκο του διεθνούς συστήματος (Ρωσία) και δημιουργεί την επαναστατική συγκυρία.

Ο Πουλαντζάς, ακολουθώντας την μεθοδολογία του Αλτουσέρ και της ομάδας του, που διαμόρφωσε το έργο «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» (Reading Capital, 1965-1966),  θα προσθέσει στο δικό του έργο «Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις»  (1967, ελληνική έκδοση, Θεμέλιο 1975, δύο τόμοι)  την σημαντική σκέψη ότι η ταξική πάλη σε όλες της τις μορφές δεν είναι κάτι εξωτερικό προς την λειτουργία του οικονομικού επιπέδου και των σχέσεων παραγωγής, αλλά ότι αντίθετα όλες οι διαστάσεις της ταξικής πάλης ενυπάρχουν μέσα στην ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής-και βεβαίως και των παραγωγικών δυνάμεων- και την καθορίζουν.  Η θέση του αυτή προετοιμάζει κάπως και την μεταγενέστερη σκέψη του στο ύστερο έργο του  «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός» (1978) ότι το κράτος  και η κρατική εξουσία συνιστά μια σχέση  συμπύκνωσης του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων  (θέση που σχετίζεται και με την ευρωκομμουνιστική στροφή του Πουλαντζά μετά το 1974 ).

  • Η μπετελεμική κριτική του οικονομισμού και του κρατικού καπιταλισμού-οικονομία και κράτος στο φως της κινέζικής Πολιτιστικής Επανάστασης  

Η περίπτωση του Γάλλου μαρξιστή Σαρλ Μπετελέμ είναι πολύ ιδιαίτερη. Ξεκινώντας από μια σχετικά άκριτη υποστήριξη της ΛΔ Κίνας στην δεκαετία του 50 αλλά έχοντας πάντοτε μια στάση σχετικά κριτική προς τον οικονομισμό και προς το σοβιετικό μοντέλο (πράγμα που σχετίζεται και με την κριτική του οικονομικού σχεδιασμού στην σταλινική και χρουστσωφική ΕΣΣΔ), ο Μπετελέμ συγγράφει στην δεκαετία του 1970 και ως το 1982 το τρίτομο κεφαλαιώδες έργο του για τους Ταξικούς Αγώνες στην ΕΣΣΔ, 1917-1923, 1923-1930, 1930-1941[14]. Από τον πρώτο Τόμο,  όπου υποστηρίζει μια λενινιστική κριτική στους Μπολσεβίκους,  σε συνδυασμό με  την επικαιροποίηση της κριτικής της Πολιτιστικής Επανάστασης, ως τον δεύτερο Τόμο και ακόμη παραπάνω τον Τρίτο Τόμο, η αλλαγή ή μεταβολή θεωρητικής κριτικής και τοποθέτησης είναι πολύ σημαντική . Ήδη στον Δεύτερο Τόμο εκφεύγει αισθητά από το πλαίσιο της Σχολής Αλτουσέρ-Πουλαντζά, παρά το ότι διατηρεί την επιστημονική της μεθοδολογία στην παρουσίαση των επιπέδων του Τρόπου Παραγωγής και των κοινωνικών σχηματισμών, συν την θέση ότι τα επίπεδα υπάρχουν μόνο δια της μεσολάβησης της ταξικής πάλης και ότι η πολιτική ταξική πάλη είναι η κύρια όψη και η οικονομική ανάπτυξη ή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων η δεσποζόμενη και όχι η δεσπόζουσα όψη.

Όμως, προς το τέλος του Δεύτερου Τόμου γίνεται σαφές ένα ζήτημα που έχει επισημάνει ο Καστοριάδης στο «Μαρξισμός και Επαναστατική Θεωρία» και μάλλον πριν ήδη ή παράλληλα προς αυτό στο «Η μπολσεβίκικη ιδεολογία και ο ρόλος της στην γέννηση της γραφειοκρατίας» (1964):

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η σταλινική παραχάραξη της μπολσεβίκικης θεωρίας στην οποίαν θα αντιστοιχούσε ένας γνήσιος επαναστατικός μπολσεβικισμός , όπως για παράδειγμα ο τροτσκισμός ή ο γνήσιος ριζοσπαστικός μαοϊσμός, σύμφωνα με την αντισταλινική μαοϊκή εκδοχή του 1968. Πρώτον, διότι στην περίπτωση του ρώσικου  μπολσεβικισμού, ήδη στην λενινιστική καθαρή μορφή του, το στοιχείο του παραγωγισμού -οικονομισμού είναι ήδη εμφανές και εμμενές, αν και αντισταθμίζεται κατά  σημαντικές στιγμές από την προτεραιότητα της πολιτικής. Ιδίως , μετά την κατάκτηση της εξουσίας, τέσσερις  μήνες μετά την επανάσταση και πέντε μήνες μετά την συγγραφή του πιο αντιεξουσιαστικού του έργου, του έργου «Κράτος και επανάσταση»,  ο Λένιν υποστηρίζει την προτεραιότητα των ειδικών-τεχνικών και των διευθυντών-μάνατζερ και ανακόπτει το κίνημα των επιτροπών εργατικού ελέγχου στα σοβιετικά εργοστάσια υπέρ της μονοπρόσωπης διεύθυνσης[15]. Αυτοί που θέλουν την αυτοδιεύθυνση της παραγωγής, εναντίον των μάνατζερ και του κόμματος, θεωρούνται   είτε αναρχικοί είτε χωρίς ταξική συνείδηση είτε ανίκανοι και σαμποτέρ είτε με τον «λαϊκό καπιταλισμό».   Ουσιαστικά , στην φάση αυτήν, όπου η μονοκρατορία του κόμματος αίρει και τις επιτροπές εργατικού ελέγχου αλλά και την αυτοτέλεια των σοβιέτ, ο Λένιν ανατρέπει απολύτως όσα γράφει στο «Κράτος και Επανάσταση» περί της άμεσης δημοκρατίας και της παντοδυναμίας των συμβουλίων.

Επίσης, όπως επισημαίνει ο Μπετελέμ, ήδη από την τοποθέτηση του Λένιν στα «Αριστερά Παιδιαρίσματα και την Μικροαστική Νοοτροπία» , του 1918. αλλά στο   έργο του τού 1921 «Ο Φόρος σε Είδος», ο κρατικός καπιταλισμός δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως ένα «πρόσκαιρο πρόβλημα» ( πράγμα που θα ήταν λογικό, αν δεχτούμε ότι μετά την αλλαγή των νομικών σχέσεων ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και ενώ κυριαρχούν ακόμη οι σχέσεις παραγωγής του καπιταλισμού , ακολουθεί μια περίοδος ακόμη  «αντικειμενικού κρατικού καπιταλισμού» , καπιταλισμού χωρίς καπιταλιστές, όπου δεν έχει, όμως,  σχηματοποιηθεί ήδη  μια νέα αστική τάξη, η οποία  ιδιοποιείται το παραγωγικό πλεόνασμα ή υπεραξία, αλλά και είναι ανοιχτή ακόμη η διαδικασία μετάβασης στον κομμουνισμό)[16]. Ο Λένιν, υμνώντας την γερμανική πολεμική οικονομία, και την συγκέντρωση μιας τεράστιας εξουσίας σε λίγους που κατευθύνουν την ολόπλευρα κοινωνικοποιημένη και συγκεντροποιημένη παραγωγή, θεωρεί την υποταγή στον κρατικό καπιταλισμό, και οριακά και την δημιουργία μιας νέας άρχουσας τάξης, ως ιδεώδες και αναγκαίο να υποστηριχθεί προστάδιο του σοσιαλισμού και όχι ως μια κατάσταση που το κομμουνιστικό κίνημα,  ακόμη και αν την ανέχεται ή την διαχειρίζεται  βραχυπρόθεσμα,  οφείλει να αρχίσει να ανατρέπει.   Αυτό γίνεται ακόμη φανερότερο στην επικρότηση καθαρά καπιταλιστικών μεθόδων , νομιμοποιημένων πια ως «σοσιαλιστικών» και «επιστημονικών» (σύστημα Ταίυλορ, μισθός με το κομμάτι κλπ) στα κρατικοποιημένα εργοστάσια (δες σε  Λένιν «Τα άμεσα καθήκοντα..» οπ.π.). Τα ίδια γράφει και ο Τρότσκυ στα κείμενά του της περιόδου 1917-1923. Και χειρότερα ακόμη, εκεί όπου αναφέρεται στην στρατιωτικοποίηση της μισθωτής εργασίας (Τρομοκρατία και Κομμουνισμός, 1919-1920).

Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο Λένιν αντιστέκεται στον οικονομισμό και στην γραφειοκρατία σε κάποιον βαθμό, ιδίως προς το τέλος της ζωής του, ( δες τα σημαντικά  τελευταία κείμενά του τού 1923 και σε Σ. Ζίζεκ «Λένιν 2017»)) και στον γιγάντιο κομματικό- κρατικό μηχανισμό που ήδη διοικεί ο Σταλιν και ο σύμμαχοί του , είναι αρκετά καθαρό ότι:

Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση , οι Μπολσεβίκοι και ο Λένιν περνούν, αρκετά γρήγορα, από την προτεραιότητα της ταξικής πάλης στην προτεραιότητα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων με «καπιταλιστικό» ή «σοσιαλιστικό» πρόσημο. Αυτό είναι σε έναν βαθμό λογικό και αναγκαίο, καθώς η χώρα πρέπει μέσα και μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, να επιζήσει οικονομικά και οι άνθρωποι να τραφούν (πχ απροσφορότητα παραγωγική του λεγόμενου «πολεμικού κομμουνισμού», όπου το κράτος δημεύει τα σιτηρά δια της βίας, θέσπιση της ΝΕΠ το 1921) , αλλά δεν ισχύει αποκλειστικά  αυτό. Υπάρχει μια απόκρυψη των αντιφάσεων και του προβλήματος, η οποία συμβάλλει  στην τελική καθολική  νίκη του οικονομισμού-παραγωγισμού- ντετερμινισμού. Η ομάδα Στάλιν παραλαμβάνει αυτήν την ιδεολογική συμπύκνωση  υπέρ της αναπτυξιολατρείας από τους Λένιν-Τρότσκυ, δεν την δημιουργεί μόνη της, αν και την παροξύνει σημαντικά και την χειρίζεται πολιτικά με  απίστευτα αντιδημοκρατικό και ωμό τρόπο. Η διαφορά από τον Λένιν είναι ότι  ο Λένιν κατανοεί μερικά το πρόβλημα του γραφειοκρατισμού  στο κράτος αν και δεν το συνδέει ικανοποιητικά με τον οικονομισμό και με τον γραφειοκρατισμό στην παραγωγή (γνώση και εξουσία των ειδικών-τεχνικών πάνω στους εργάτες).  Για τον Λένιν, ο γραφειοκρατισμός είναι βασικά μια ασθένεια του εποικοδομήματος και της τσαρικής συγκεντρωτικής κρατικής παράδοσης, που μπορεί να καταπολεμηθεί με θεσμούς όπως η «Εργατοαγροτική Επιθεώρηση» (Ραμπκρίν). .  Επίσης,  ο Λένιν μέσω της ΝΕΠ σταθεροποιεί  την συμμαχία του εργατικού κράτους με την φτωχομεσαία αγροτιά, και άρα διατηρεί κοινωνικούς παράγοντες μη απόλυτα ελέγξιμους από το γραφειοκρατικό κράτος. Η ΝΕΠ δεν είναι κυρίως μια οικονομική διαχείριση αλλά μια κοινωνική αρχιτεκτονική, την οποίαν ο Λένιν θέλει να παρατείνει για δεκαετίες. Αυτό που θα άρει ο Στάλιν με την κολλεκτιβοποίηση του 1928-1932 (την λεγόμενη και Τρίτη Επανάσταση) .  Το μόνο τμήμα των Μπολσεβίκων που αντιστέκεται στα 1918-1922 στην γραφειοκρατικοποίηση του κράτους και στην εξουσία των ειδικών στις επιχειρήσεις χάριν του παραγωγισμού είναι οι αντιπολιτεύσεις των «Αριστερών Κομμουνιστών» του 1918  (Μπουχάριν, Ράντεκ  Οσσίνσκυ κλπ) και της «Εργατικής Αντιπολίτευσης» το 1921-1922, η οποία στηρίζει μια μορφή αυτοδιεύθυνσης της παραγωγής από τα συνδικάτα. Οι τάσεις αυτές καταστέλλονται πλήρως, η δεύτερη μάλιστα βίαια [17]. Πέραν τούτου όμως, δεν είναι βέβαιο ότι αυτές οι  αντιπολιτευτικές τάσεις έχουν ασχοληθεί ικανοποιητικά με την σχέση γνώσης-εξουσίας και με μια εμπεριστατωμένη αμφισβήτηση της αντίθεσης διανοητική- χειρωνακτική εργασία και του καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας.  Επιπλέον, είναι έντονα εργατίστικες και αντιαγροτικές.

Ο Μπετελέμ επιμένει στο ότι οι «παραγωγικές» δυνάμεις και ιδίως το πλέγμα τεχνολογία-επιστήμη στην κοινωνική του παραγωγή και εφαρμογή (δηλ.όχι ως σκέτες-καθαρές γνώσεις ή σύστημα γνώσεων) προσδιορίζεται από τις σχέσεις παραγωγής και εξουσίας. Υπάρχουν καπιταλιστικές και κομμουνιστικές παραγωγικές δυνάμεις, όχι σκέτες   παραγωγικές δυνάμεις  (βλ  στην  ίδια λογική και σε  Μπενζαμέν Κοριά  «Επιστήμη, τεχνική και κεφάλαιο», Αθήνα 1985, Α/Συνέχεια).

 

  • Η παγίωση του γραφειοκρατικού καπιταλισμού στα 1928-1932 στην ΕΣΣΔ (μέσω της τεράστιας εκστρατείας «κολλεκτιβοποίηση- εντατική εκβιομηχάνιση- αποκουλακοποίηση» και με απίστευτα μαζική καταστολή επί των αγροτών) καθοδηγείται από έναν συνδυασμό  ιδεολογικής κυριαρχίας του παραγωγισμού-οικονομισμού, του τεχνικισμού  και της αναπτυξιολατρείας ( ένταση αντίθεσης διανοητικής- χειρωνακτικής εργασίας και πόλης -υπαίθρου αλλά και πλήρης κυριαρχία βαριάς βιομηχανίας επί της καταναλωτικής-ελαφριάς βιομηχανίας και της γεωργίας κλπ) με τον αναπτυξιακό βολονταρισμό και τον  απεριόριστο κρατισμό[18].  Ο Στάλιν  στην ομιλία του στην Τελετή  των Αποφοίτων από τις Ακαδημίες του Κόκκινου Στρατού ( 4-5-1935, Ζητήματα  Λενινισμού» σελ.  648-654) προτείνει ως βασικά συνθήματα τα συνθήματα « Η τεχνική αποφασίζει για όλα»  και «Τα στελέχη αποφασίζουν για όλα».Θα ήταν, όμως λάθος, να υποστηρίξει κανείς ότι όλα οφείλονται στον οικονομισμό -παραγωγισμό ή στο πλέγμα οικονομισμός-τεχνικισμός . Ότι η  υπερέμφαση του σοβιετικού μαρξισμού, ή και μιας τάσης γενικότερα του μαρξισμού,  στην οικονομία  περιορίζεται στον τεχνικισμό και τον οικονομισμό. Πρέπει να δούμε βαθύτερα τις σχέσεις οικονομίας, τεχνολογίας και επιστήμης.Για παράδειγμα, για να μείνουμε ακόμη στο παραγωγικό επίπεδο, η σχέση επιστήμης-τεχνικής και εξουσίας , μέχρι και την Πολιτιστική Επανάσταση ή τον Μάο ή τα κινήματα του 1968 στον κλασσικό μαρξισμό είναι εξαιρετικά καθυστερημένη. Η μαοϊκή κριτική, ιδίως στην Γαλλία, ( Μπενζαμέν Κοριά, Σαρλ Μπετελέμ, Ρομπέρ Λινάρ κ.α)  ξαναπιάνει ζητήματα της κριτικής του εργοστασιακού δεσποτισμού, που είχε αναπτύξει ο Μαρξ κυρίως στα Grundrisse, εν μέρει ο Γκράμσι στα Τετράδια της Φυλακής, αποδυναμώνοντας την πρακτική  ουδετερότητα ακόμη και των φυσικών επιστημών ( θετικισμός) και οξύνοντας την κριτική της επίπτωσης των ταξικών σχέσεων στην παραγωγή και αναπαραγωγή της επιστήμης και της τεχνολογίας. Σε κάθε περίπτωση όμως, από τον Ένγκελς ως και τον Αλτουσέρ, ιδίως της πρώτης περιόδου, η επιστήμη έχει ένα τεράστιο αξιακό κύρος εντός του μαρξισμού, με αποτέλεσμα η μαρξιστική κριτική να επιδιώκει να παρουσιάσει όλα τα αντίπαλα ιδεολογικά ρεύματα ως καθαρά «ιδεολογικά» ( ψευδή ή υποκειμενικά) και αποκλειστικά τον μαρξισμό και τις φυσικές επιστήμες ως «επιστημονικά καθεστώτα» δηλαδή ως γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η θέση αυτή, η οποία συγκυριακά αμφισβητείται μόνο από τον ριζοσπαστικό μαοϊσμό και από τα ρεύματα της Αυτονομίας στην Ιταλία, διαμορφώνει διεθνώς  έναν ιδιότυπο μαρξιστικό επιστημονισμό. Πέρα από τον κλασσικό μαρξισμό, η θέση περί απόλυτης αντικειμενικότητας της επιστήμης έχει αμφισβητηθεί  από κριτικά φιλοσοφικά ρεύματα σκέψης  όπως η Σχολή της Φραγκφούρτης , ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, και πιο πρόσφατα το επιστημολογικό ρεύμα του Μισέλ Φουκώ, που αναδεικνύει την μη απόλυτη διασπασιμότητα και διαχωρισιμότητα   μεταξύ επιστήμης και σχέσεων εξουσίας , επιστήμης και ιδεολογίας ( βλ. και σε Μ. Φουκώ, «Η Αρχαιολογία της Γνώσης», Εξάντας). Ιδίως, το έργο του Μ. Φουκώ, σε πολλά επίπεδα, αναδεικνύει την διαμόρφωση τόσο των φυσικών-θετικών  επιστημών όσο και των ανθρωπιστικών επιστημών  (ψυχολογία, κοινωνιολογία, νομική ) καθώς  και επιστημών που ασχολούνται πολύπλευρα  με το ανθρώπινο σώμα ( Ιατρική)  στην νεωτερικότητα  όχι σε ένα εξουσιαστικό,πολιτικό  και αξιακό κενό  και σε ένα καθεστώς απόλυτης ουδετερότητας, αλλά σε ένα πλαίσιο ανάδυσης νέων «λόγων» και παραδειγμάτων σκέψης , το οποίο συνδέεται άμεσα με την παρατήρηση των ανθρώπων από τους νεωτερικούς  μηχανισμούς  εξουσίας και την άσκηση εξουσίας πάνω στο σώμα τους , με την ανάδυση σχημάτων επιβολής και αντίστασης  στην εξουσία. Η επιστήμη σε σχέση με τον άνθρωπο ιδίως είναι πεδίο σχέσεων εξουσίας.  Επίσης, η ανάπτυξη των φυσικών και θετικών επιστημών  και των τεχνολογικών τους μαζικών εφαρμογών σε βιομηχανική κλίμακα  στην νεωτερικότητα  αντιστοιχεί σε  έναν ιεραρχικό  κοινωνικό καταμερισμό εργασίας  όπου αυτός που ελέγχει το εργοστάσιο ελέγχει και το επιστημονικό εργαστήριο, την έρευνα και την τεχνολογική εφαρμογή της γνώσης. Όλη αυτή η κοινωνική κριτική, η οποία κορυφώθηκε με τα κινήματα του Μάη 68 έβαλε την αξιολογική ουδετερότητα  των επιστημών, φυσικών και κοινωνικών, στο στόχαστρο[19].  Κατέδειξε ότι ο επιστημονικός θετικισμός είναι κατ’ εξοχήν τμήμα της αστικής ιδεολογίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η θετική/φυσική επιστήμη είναι καθ’ εαυτήν αστική ή προλεταριακή ( Λυσένκο) , σημαίνει όμως ότι οι όροι παραγωγής και ανπαραγωγής των επιστημών και των τεχνολογικών τους εφαρμογών συνδέονται αναπόσπαστα με τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής και κυριαρχίας.Επίσης, άλλα  σύγχρονα ρεύματα επιστημονικής σκέψης και επιστημολογίας διατυπώνουν με πολύ ισχυρή επιχειρηματολογία είτε την μη γραμμικότητα  και μη απόλυτη συνέχεια στην επιστημονική μέθοδο ( Τόμας Κουν « Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων») , όπου η επιστήμη προχωρά με μεθοδολογικά άλματα και ρήξεις ανατρέποντας το παλιό επιστημονικό παράδειγμα και διαμορφώνοντας καινούριο είτε αμφισβητείται  η ίδια η  συνοχή των επιστημονικών μεθόδων και οι συντηρητικές όψεις τους ( Paul Feyerabend “Against Method” ,{1970},  1993).

 

Επιστρέφοντας στο ζήτημα του κρατικού ή γραφειοκρατικού καπιταλισμού ( «Υπαρκτός Σοσιαλισμός»).

  • Το πρόβλημα της σοβιετικής εμπειρίας και της κοινωνικής μορφής του γραφειοκρατικού καπιταλισμού , όπου το πολιτικό-κρατικό στοιχείο δεν επιβάλλει μόνο την καταστολή, την συναίνεση ή την οικονομική οργάνωση των εκμεταλλευόμενων – είναι το ίδιο το κράτος ως συλλογικό κεφάλαιο που είναι νομικός ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής και που έχει και την πραγματική κυριότητα πάνω σε αυτά, ενώ είναι κρατικοί αξιωματούχοι αυτοί που είτε ως μάνατζερ είτε ως σχεδιαστές του κεντρικού σχεδιασμού ασκούν την διεύθυνση της παραγωγικής διαδικασίας και του εμπορίου θέτει σύνθετα προβλήματα.  Το κράτος και το πολιτικό επίπεδο δεν είναι απλώς εγγενές και εσωτερικό  στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, όπως συμβαίνει στον ιδιωτικό καπιταλισμό. Η άρχουσα τάξη υπάρχει άμεσα δια του κράτους, η ιδιοκτησία και διεύθυνση των μέσων παραγωγής υλοποιείται άμεσα από το κρατικοκαπιταλιστικό γραφειοκρατικό κράτος. Αυτό συνδέεται σαφώς και με την ρωσική τσαρική παράδοση όπου οι τάξεις δομούνταν σε μεγάλο βαθμό από το τσαρικό κράτος και όπου η κοινωνική κίνηση δεν πήγαινε από την αστική κοινωνία ή την κοινωνία γενικότερα προς το κράτος αλλά ανάποδα από το κράτος προς την κοινωνία  (Κ. Παπαϊωάννου «Η γέννηση του ολοκληρωτισμού- οικονομική  υπανάπτυξη και  κοινωνική επανάσταση», Αθήνα 1994, Εναλλακτικές Εκδόσεις).

 

Η κατάσταση αυτή δημιουργεί έναν ιδιαίτερο καπιταλισμό ή μια ιδιαίτερη μορφή ταξικής κοινωνίας όπου ούτε το οικονομικό στοιχείο είναι σαφώς κυρίαρχο  (συνυπάρχει σε μια ιδιόμορφη ενότητα με το πολιτικό-κρατικό) ούτε ο εξαναγκασμός των κυριαρχούμενων είναι καθαρά οικονομικός – χωρίς την δράση των κατασταλτικών μηχανισμών συχνά είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξει καν παραγωγική διαδικασία, ενώ ένα τμήμα της οικονομίας έχει ουσιαστικά δουλοκτητικά και νεοφεουδαλικά  και όχι καπιταλιστικά χαρακτηριστικά (  αγρότες που εργάζονται στα κολχόζ-σοβχόζ, κρατούμενοι που εργάζονται μακροχρόνια  σε στρατόπεδα εργασίας).

Η περίπτωση μιας κοινωνίας όπου το κράτος ιστορικά καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την αναπαραγωγή των τάξεων , ακόμη και αν δεν δεχθούμε πλήρως την βεμπεριανή-εγελιανή θέση του Κώστα Παπαϊωάννου στο έργο του «Η Γέννηση του Ολοκληρωτισμού» , σηματοδοτεί ένα μεθοδολογικό πρόβλημα στην θεωρία της εν γένει κυριαρχίας της οικονομίας στον καπιταλισμό αλλά εν μέρει και του σε τελική ανάλυση καθορισμού της οικονομίας και των βασισμένων στην οικονομία παραγωγικών σχέσεων στους ταξικούς τρόπους παραγωγής.  Μπορεί βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι είτε εδώ έχουμε μια εξαίρεση στον κανόνα είτε πρόκειται για μια κοινωνία όπου για λόγους διάρθρωσης ή οργάνωσης των παραγωγικών σχέσεων  ή ειδικών όψεων της ταξικής πάλης το κράτος διατηρεί μια αυξημένη αυτονομία και έναν αυξημένο καθοριστικό ρόλο πάνω στην οικονομική δραστηριότητα ( σε μικρότερο βαθμό, σε όλες τις ταξικές κοινωνίες το κράτος και το πολιτικό επίπεδο παρεμβαίνουν και είναι παρόντα στην παραγωγή και στην οικονομική δραστηριότητα, επίσης στον φασισμό-ναζισμό  υπήρξαν φάσεις, ιδίως η τελική μετά το 1941  όπου η αυτονομία της οικονομίας από την πολιτική σφαίρα συρρικνώθηκε  ). Όμως, το ερμηνευτικό πρόβλημα παραμένει. Ορισμένες όψεις του καλύπτονται  ικανοποιητικά στο βιβλίο «Ο διάλογος Μαρξ-Χέγκελ-κράτος και φιλοσοφία» του φιλοσόφου Κώστα Παπαιωάννου (Αθήνα 1990,  Εναλλακτικές Εκδόσεις).

 

2. Οικονομία και δημοκρατία στον μαρξισμό

Εικόνα: Στα πρώτα σοβιέτ

Το ρωσικό παράδειγμα, αλλά και πολλά άλλα, αποδεικνύουν ότι στην πραγματικότητα, ο οικονομισμός -παραγωγισμός δεν είναι η μοναδική όψη της πολύ σοβαρής και εν μέρει προβληματικής  επικέντρωσης του μαρξισμού ( ακόμη και του μαρξικού, ακόμη και των πιο αντιοικονομίστικων όψεών του) στο πεδίο της οικονομίας και της παραμέλησης άλλων σοβαρών όψεων  της κοινωνικής ζωής και του πολιτισμού. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ισχυρή ανάδειξη του υλικού οικονομικού και παραγωγικού παράγοντα στην συγκρότηση των κοινωνιών από τους Μαρξ-Ένγκελς, η οποία πρωτύτερα είχε υποτιμηθεί,  δεν συνέβαλε καθοριστικά στην κατανόηση των συγχρόνων κοινωνιών[20]. Το ζήτημα της δημοκρατίας, του κράτους και της πολιτικής είναι όχι αρκετά διαυγασμένο στην μαρξική σκέψη , καθώς και στην σκέψη της Β’ και της Γ’ Διεθνούς. Ορισμένοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα του κράτους και της πολιτικής είναι σχεδόν λευκό χαρτί στο μαρξικό έργο και θεώρηση ( δες και σε Ε. Μπαλιμπάρ-  Τ.Λουπορίνι- Α. Τοζέλ «Η κριτική της πολιτικής στον Μαρξ» , Αθήνα 1984, Πολύτυπο). Η συνεισφορά του Νίκου Πουλαντζά στην δεκαετία του 60 και του 70 ως προς την σχετική αυτονομία και την ιδιαίτερη δυναμική του κράτους και του εποικοδομήματος  υπήρξε κεφαλαιώδης στην συμπλήρωση, γονιμοποίηση  και επικαιροποίηση της σκέψης των Μαρξ-Ένγκελς -Λένιν στο πεδίο του κράτους της πολιτικής  και της ηγεμονίας-κυριαρχίας, αναπτύσσοντας και εμπλουτίζοντας την μαρξική σκέψη, στο φως και της ανάπτυξης του Γκράμσι και του Αλτουσέρ, αλλά και υπερβαίνοντας κάπως το μαρξιστικό παράδειγμα στο τελευταίο βιβλίο του, υπό το φως και των επεξεργασιών του Φουκώ για την πολλαπλότητα , πολυμορφία και ευπλασιμότητα του εξουσιαστικού φαινομένου και πέραν των ορίων του κράτους.

Θα αφήσουμε κατά μέρος όσους μαρξιστές θεωρούν ότι όλα πήγαν άψογα ωσότου ο καπιταλισμός ανέτρεψε τα σοσιαλιστικά καθεστώτα με πανουργία ( πχ το  ΚΚΕ στην Ελλάδα, που κυρίως   επισημαίνει το πώς ο ρεβιζιονιστής Χρουστσόφ, επικεφαλής μιας τάσης κρατικών οπορτουνιστών,  προετοίμασε το έργο του  αντεπαναστάτη Γκορμπατσόφ).  Δεν χρειάζεται να τους απαντήσουμε εμείς. Τους απάντησε η ίδια η Ιστορία το 1989.

Η εύκολη και προσχηματική δικαιολογία για το γιατί τα πράγματα πήγαν εκτός σχεδίου στις σοσιαλιστικές επαναστάσεις και εξεγέρσεις είναι α) είτε ότι έφταιξαν οι κατά χώρα αντικειμενικές συνθήκες και ιδίως η οικονομική καθυστέρηση ή ο Εμφύλιος Πόλεμος. Είτε β) ότι κάποιοι εντός ή εκτός του εργατικού κινήματος ( η σοσιαλδημοκρατία, οι αστικές κυβερνήσεις, ο σταλινισμός  ή, αντίθετα,  η μετασταλινική ρεβιζιονιστική  γραμμή των ΚΚ κλπ) εκάστοτε κορόιδεψαν  και χειραγώγησαν το «αγνό επαναστατικό υποκείμενο», το οποίο ως  και αγνό  επαναστατικό, έχει την τάση μονίμως να υπόκειται σε παραπλάνηση και χειραγώγηση. Αναρωτιέται κανείς αν ο σε τελική ανάλυση ο καθορισμός από τις παραγωγικές σχέσεις σε τελική ανάλυση και καθορισμό σε τελικό επίπεδο   μπορεί αέναα να μπλοκάρεται από τις επικαθορίζουσες (αρνητικές συνθήκες διεξαγωγής  της ταξικής πάλης) και από  τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς της αστικής εξουσίας.

Ιδίως, η θεωρία της «καπιταλιστικής καθυστέρησης» που δήθεν επικαλούνται πολλοί αριστεροί  και μαρξιστές όσον αφορά την Ρωσία και τις περιφερειακές χώρες είναι σημαντικά   εσφαλμένη. Πρώτον, δεν απαντά γιατί η επανάσταση απέτυχε στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, ιδίως στην Βρετανία όπου προσδοκούσαν οι Μαρξ-Ένγκελς, ή στις ΗΠΑ ή την Γερμανία. Αυτό είναι μείζον πρόβλημα της μαρξιστικής θεωρίας και, δυστυχώς, η   μείζων διάψευση των προσδοκιών της. Περαιτέρω, στην Ρωσία όπως και στην Ισπανία, όπου έγιναν οι σημαντικότερες ευρωπαϊκές  σοσιαλιστικές επαναστάσεις ( εν μέρει και στα Βαλκάνια στην δεκαετία του 1940, Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία, αν και με διαφορετικά χαρακτηριστικά λόγω της φασιστικής  ξένης κατοχής ) οι κοινωνίες αυτές δεν ήταν μισοαποικιακές  ή φεουδαλικές ή αφηρημένα μιλώντας «απόλυτα καθυστερημένες». Αυτή η ανάγνωση προϋποθέτει ένα καθαρά εξελικτικιστικό μοντέλο όπου όλες οι χώρες, χωρίς ιδιομορφίες, έπρεπε να  αναπτυχθούν ισομερώς και με τον ίδιο τρόπο καπιταλιστικά όπως η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία ή οι Γερμανία. Ο Κώστας Βεργόπουλος στο βιβλίο του «Το αγροτικό ζήτημα» έχει δείξει τα ισχυρά λάθη αυτής της μεθόδου[21]. Η Ρωσία στα 1900-1914 και η Ισπανία στην περίοδο 1900-1930 είχαν πολύ γρήγορη και ισχυρή καπιταλιστική ανάπτυξη.  Είχαν ισχυρούς βιομηχανικούς θύλακες , και ιδίως η Ρωσία είχε μεγάλη συγκέντρωση- συγκεντροποίηση της οικονομίας ,μεγαλύτερη και από την Γερμανία ακόμη  (Παπαιωάννου «Η γέννηση του ολοκληρωτισμού» οπ.π. σελ. 50, 138-141, ο οποίος όμως εγκλωβίζεται και αυτός στο σχήμα της «καθυστέρησης-υπανάπτυξης»),    μεταλλουργία και εξόρυξη μετάλλων, πετρέλαιο, σιδηρόδρομοι κλπ). Οι γαλλικές επενδύσεις  στην ρωσική  βιομηχανία ήταν αναπτυξιακές και όχι ληστρικές, πράγμα που συνδέεται και με την γεωπολιτική συμμαχία Γαλλίας-Ρωσίας από το 1894 και εξής.  Υφίστατο ισχυρή κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Ήταν κοινωνίες, αν όχι  σαφώς μητροπολιτικές, πάντως ημιμητροπολιτικές. Είχαν ισχυρή πνευματική ζωή, πολύ όμοια με της Δυτικής Ευρώπης)  και  ισχυρή αποικιακή κτήση-η Ισπανία εξωτερικές και η Ρωσία εσωτερικές αποικίες. Το πρόβλημά τους δεν  έγκειτο στην «καθυστερημένη καπιταλιστική ανάπτυξη», αλλά στην αδύναμη σχετικά ηγεμονική οργάνωση, οργάνωση της κοινωνικής συναίνεσης,  που ήταν ευάλωτη στην επίθεση των εργατών και αγροτών[22]. Οι εργατικές τους τάξεις ήταν, πάντοτε σχετικά μιλώντας,  ιδεώδεις για την επανάσταση, εργάτες αρκετά υποκείμενοι στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας και στο  μεγάλο εργοστάσιο για να προλεταριοποιηθούν, να συγκεντρωθούν   και να συνειδητοποιηθούν ταξικά, αλλά όχι τόσο διαρκώς χρονικά  υποκείμενοι στον καταμερισμό εργασίας και στον καπιταλιστικό πολιτισμό γενικότερα καθώς και τις αξίες του,   ώστε να υποταγούν στον καπιταλισμό  (πρωτεργάτες  με ισχυρή μνήμη από την αγροτική προκαπιταλιστική κοινότητα[23]).  Το πραγματικό πρόβλημα αυτών των επαναστάσεων έγκειτο στην ιδιαίτερη συγκυρία της ταξικής πάλης και στην ιδεολογία των εργατικών οργανώσεων και όχι στην καθυστέρηση. Επίσης, ο ισχυρός αγροτικός τομέας αντιστοιχούσε πιότερο στην μορφή του αγροτικού καπιταλισμού και λιγότερο στην υποτιθέμενη φεουδαρχία.  Μετά την κατάργηση  της φεουδαλικής αγγαρείας ( 1861) , ιδίως όμως μετά την μεταρρύθμιση Στολύπιν αμέσως πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο , όπου η γη έγινε σε ευρεία κλίμακα εμπορεύσιμο αγαθό,  οι μεγάλοι γαιοκτήμονες είναι λιγότερο φεουδαλικοί κύριοι ή εκμισθωτές και περισσότερο αγροτικοί καπιταλιστές ( κουλάκοι). Στην Ισπανία η μεγάλη γαιοκτησία είχε καπιταλιστικοποιηθεί ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα.

Για να το πούμε ακόμη πιο καθαρά: χωρίς να αποκλείουμε ότι θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει νικηφόρες επαναστάσεις και στην μητρόπολη, καθώς το θέμα της επανάστασης δεν είναι νομοτελειακά καθορισμένο, αλλά ενέχει δυνητικότητα και τυχαιότητα , θεωρούμε ότι , στον καιρό των επαναστάσεων τουλάχιστον, ιδεώδεις χώρες για την έκρηξη μιας επανάστασης σοσιαλιστικού, στηριγμένης στην άμεση εξέγερση σε πόλεις και σε ύπαιθρο,  και όχι κυρίως αντιιμπεριαλιστικού τύπου (όπως συνέβη στην περιφέρεια)   ήταν οι ημιμητροπολιτικές κοινωνίες, δηλαδή αυτές ακριβώς όπου η επανάσταση εκδηλώθηκε στην Ευρώπη: Ρωσία, Ισπανία, Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία.

Όσον αφορά την μορφή και την εξέλιξη ενός μετεπαναστατικού καθεστώτος, η θεωρία των Μαρξ-Λένιν είναι απολύτως ανεπαρκής για να μας εξηγήσει πλήρως  την έκβαση. Ή ορθότερα αυτό που απομένει ως εργαλείο από αυτήν την θεωρία και είναι σημαντικό είναι η προτεραιότητα της ταξικής πάλης σε συνδυασμό με ετερόδοξες μαρξιστικές θεωρήσεις ή και με εργαλεία σκέψης πέραν του κλασσικού μαρξισμού.

Υποτίθεται ότι το πρότυπο εργατικό κράτος είναι το Κράτος της Κομμούνας του Παρισιού  (Μαρξ,  «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία», Λένιν «Κράτος και Επανάσταση»), ένα αυτοκυβερνώμενο από τους εργάτες κράτος που καταπιέζει και απαλλοτριώνει τις κυρίαρχες τάξεις,, κυβερνώμενο ακόμη και από τους απλούς εργάτες και από τις μαγείρισσες, που σταδιακά τίθεται σε μαρασμό , αίρεται ως ειδικός γραφειοκρατικός μηχανισμός πάνω από την κοινωνία, μπαίνει  στο μουσείο της Ιστορίας ( Ένγκελς στον «Αντι ντύρινγκ»). . Μετά την σοσιαλιστική επανάσταση, το κράτος αυτό «επαναστατικοποιείται» δηλαδή αυτοκυβερνάται όλο και περισσότερο , αίρει τις καπιταλιστικές σχέσεις και στο εσωτερικό του και στην κοινωνία, αίρει την ειδική του  γραφειοκρατική δομή, τείνει προς τον μαρασμό. Αυτή η «επαναστατικοποίηση» ξεκίνησε και σταμάτησε πολύ γρήγορα στην Ρωσία και όπου αλλού νίκησε η επανάσταση (δες το έργο του Μπετελέμ) . Γρήγορα, όπου επικράτησε  το λενινιστικό μοντέλο επανάστασης, η επαναστατικοποίηση έληξε άδοξα υπέρ της αποκατάστασης των καπιταλιστικών σχέσεων. Στην Ισπανία  όπου οι αναρχικοί και οι ετερόδοξοι μαρξιστές πήγαν να πειραματιστούν σε μια σοσιαλιστική αυτοδεύθυνση χωρίς κεντρικό  κράτος, οι «πούροι» σταλινικοί  κομμουνιστές ( το ΚΚ Ισπανίας και η Κομμουνιστική Διεθνής) συνέτριψαν βίαια αυτό το κίνημα.  Μόνο η μαοϊκή Κίνα με την Πολιτιστική Επανάσταση κινήθηκε κάπως προς την «επαναστατικοποίηση» των παραγωγικών αλλά και των κρατικών σχέσεων  ( Κομμούνα της Σαγκάης κλπ). Δεν είναι ασήμαντο να ειπωθεί ότι ο Στάλιν από την αρχή της Μεγάλης Στροφής ( 1928-1932) τοποθετείται επανειλημμένα κατά της θέσης περί εφαρμογής του μαρασμού του κράτους στην Σοβιετική Ένωση. Διατυπώνει την παράδοξη σκέψη ότι το εργατικό κράτος στην ΕΣΣΔ, λόγω της όξυνσης της πάλης κατά των κουλάκων κλπ θα μαρανθεί  ή θα αποδυναμωθεί δια της  κατασταλτικής ενίσχυσής του ( τοποθέτησή του στο 16ο Συνέδριο των Μπολσεβίκων,καλοκαίρι 1930).

Θεωρητικά, ο λόγος που διατηρείται το κράτος στην μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στον ανώτερο κομμουνισμό ( κομμουνιστική κοινωνία) είναι η καταπίεση από τις κυρίαρχες πολιτικά υποτελείς ως τώρα και εργαζόμενες τάξεις επί των καπιταλιστών και λοιπών κυρίαρχων τάξεων ώστε να αποδεχθούν την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής από την κοινωνία. Όπως αναλυτικά το παρουσιάζει ο Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση», το μεταβατικό εργατικό κράτος ( η δικτατορία του προλεταριάτου) έχει δύο  βασικές λειτουργίες: την καθαρά πολιτική λειτουργία, δηλαδή την ταξική κατασταλτική επιβολή από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της πάνω στις πρώην κυρίαρχες τάξεις και την αντίστασή τους και την «τεχνική-διοικητική λειτουργία», δηλαδή την οργάνωση της παραγωγής και άλλων κοινωνικών λειτουργιών, ώστε η κοινωνία να αναπαραχθεί και να προετοιμάσει τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Και στα δύο επίπεδα, το εργατικό αμεσοδημοκρατικό κράτος «επαναστατικοποιείται» , δηλαδή η καταστολή περνά από τα ειδικά σώματα ασφαλείας του αστικού κράτους, επαγγελματικό στρατό και αστυνομία,  σε εργατικές πολιτοφυλακές ή μιλίτσιες  και η διαχείριση είναι μια λειτουργία όπου σταδιακά οι μάζες εκπαιδεύονται να την ασκούν χωρίς ειδικούς, γραφειοκράτες .Όταν εκλείψουν κοινωνικά οι ταξικοί εχθροί και οι μάζες εκπαιδευθούν ικανοποιητικά για να κυβερνούν την κοινωνία, θα έχουμε φτάσει στον ανώτερο κομμουνισμό και το κράτος θα έχει απονεκρωθεί ή εκλείψει, καθώς, όπως γράφει ο Ένγκελς στον Αντι Ντύρινγκ, δεν θα έχει καμία λειτουργία να επιτελέσει, και θα απομένει στην θέση του μόνο η «διακυβέρνηση  των  πραγμάτων». Ήδη , αυτή η θεώρηση που ταυτίζει την πολιτική με το κράτος οδηγεί μαζί με την άρση του κράτους και στην άρση της πολιτικής και της δημοκρατίας. Η πολιτική και η δημοκρατία δεν ενέχει εδώ  το στοιχείο του συλλογικού αυτοκαθορισμού τόσο των ανθρώπινων συλλογικών και ατομικών σχέσεων όσο και της διαχείρισης των πραγμάτων. Είναι μόνο όψη του κράτους, δηλαδή της πολιτικής καταστολής και της οικονομικής διαχείρισης από έναν ειδικό μηχανισμό πάνω από την κοινωνία, που σταδιακά διαλύεται και αντικαθίσταται από τους ελεύθερους παραγωγούς. Και μετά τι συμβαίνει; Οι ελεύθερα συνεταιρισμένοι παραγωγοί θα έχουν μόνο οικονομικά ή τεχνικά προβλήματα να λύσουν; Οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους  είναι μόνο οικονομικό-τεχνικό ζήτημα; Οι αντιθέσεις , τα προβλήματα συλλογικής ρύθμισης,  η παραβατικότητα, η ρύθμιση αυτού που ο Μαρξ ονομάζει «κοινωνική αποθήκη», από όπου ο καθένας πορίζεται σύμφωνα με τις ανάγκες του, ο καθορισμός των δυνατοτήτων του καθένα για εργασία και συνεισφορά  του, οι πολιτισμικές και εθνικές διαφορές,  είναι πολιτικά πρόβλήματα, και όχι μόνο οικονομική ή τεχνικά.    Δεν θα χρειάζονται δημοκρατικούς θεσμούς συλλογικού αυτοπροσδιορισμού, που πλέον όμως δεν θα οδηγούν σε κρατικό μηχανισμό καταναγκασμού αλλά σε οικειοθελή και συναινετική συμμόρφωση στις κοινές αποφάσεις; Η δημοκρατία είναι θεσμός αποκλειστικά των ταξικών κοινωνιών; Είναι μια συγκάλυψη μόνο της καταπίεσης, άλλοτε της αστικής και άλλοτε της σοσιαλιστικής; Σημαντικό θεωρητικό λάθος των Μαρξ-Ένγκελς και ακόμη περισσότερο του Λένιν. Που οδηγεί είτε σε ένα γνωστικό αδιέξοδο είτε σε μια τεχνοκρατική δυστοπία όπου ο κομμουνισμός είναι πια σκέτη καθαρή  οικονομία ( «διαχείριση των πραγμάτων», έννοια αναγόμενη στον Αύγουστο Κοντ)[24].

Όπως σωστά επισημαίνει ο Καστοριάδης και στην μαρξιστική αλλά και στην μεταμαρξιστική φάση του, η συλλογική πολιτική και η δημοκρατία είναι βασικός θεσμός ή σύστημα θεσμών αυτοκαθορισμού και αυτονομίας στον ανθρώπινο πολιτισμό που προκύπτει από μια συλλογική «φαντασία» αυτόνομης οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων, βεβαίως στις ταξικές κοινωνίες με συγκεκριμένα όρια και περιορισμούς. Στις ταξικές κοινωνίες, όταν υπάρχει μια μορφή δημοκρατίας , αυτή περιορίζεται από την ταξικότητα των κοινωνικών σχέσεων και τον εκμεταλλευτικό τους χαρακτήρα και από την πολιτική κυριαρχία της άρχουσας τάξης, η οποία ποτέ δεν θα επιτρέψει οι δημοκρατικοί θεσμοί να εμβαθυνθούν τόσο πολύ ώστε να κινδυνεύσει η ταξική της κυριαρχία. Αν και εφόσον μπορεί να  υπάρξει ένα εργατικό κράτος, αυτό εμβαθύνει και δεν θα καταργήσει την δημοκρατία  για την ως τώρα εκμεταλλευόμενη πλειοψηφία, ενώ θα επιβάλλει μεν περιορισμούς στις πρώην ιδιοκτήτριες τάξεις, ακόμη και καταστολή αν χρειασθεί,  αλλά δεν θα συνίσταται σε έναν διαρκή Τρόμο. Αν και εφόσον υπάρξει μια ώριμη κομμουνιστική κοινωνία, αυτή θα είναι μια άμεση και αυτοδιευθυνόμενη μη κρατική δημοκρατία και συνομοσπονδία των κοινοτήτων των παραγωγών, όπου μια ανθρώπινη οικονομία θα αλληλοτροφοδοτείται με μια ευρεία δημοκρατική πολιτική και συναπόφαση.

Όσον αφορά την σχέση του μαρξισμού θεωρητικά και πρακτικά με την δημοκρατική διακυβέρνηση, υπάρχουν, όπως είναι γνωστό μια σειρά από προβλήματα.

Το πρώτο πρόβλημα είναι θεωρητικό. Η στάση του Λένιν, αντίθετα από αυτήν του Μαρξ και της Ρόζα Λούξεμπουργκ, απέναντι στη  σοσιαλιστική δημοκρατία είναι από ακατανόητη και μη συνεκτική ως , σε κάποια χωρία του, πρακτικά ανύπαρκτη. Η αστική δημοκρατία και τα δικαιώματά της είναι απολύτως ψευδή και ανύπαρκτα για την εργατική τάξη όσο διαρκεί η αστική κυριαρχία . Την θέση αυτήν υιοθετεί μετά την κατάκτηση της εξουσίας, ενώ ως την κατάκτηση συμμερίζεται την άποψη του Μαρξ ότι η αστική δημοκρατία είναι  σημαντικό σχολείο για την εργατική τάξη ώστε να προετοιμασθεί για την ανώτερη μορφή δημοκρατίας, την εργατική δημοκρατία. Επίσης , στο Κράτος και Επανάσταση, υποστηρίζει ότι τα βασικά δικαιώματα για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της θα είναι ευρύτερα και όχι στενότερα στην δικτατορία του προλεταριάτου από ό,τι στην αστική δημοκρατία. Μετά τον Οκτώβρη, η τοποθέτηση αλλάζει, και μάλιστα ήδη πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο : η ύπαρξη ελευθεριών είναι όπλο των πρώην ιδιοκτητριών τάξεων για την παλινόρθωση και όχι των εργαζομένων για την διατήρηση της εξουσίας τους. Αυτοί εκχωρούν τα πολιτικά τους δικαιώματα στο κόμμα.   Στην απάντησή τους στον Κάουτσκυ το 1919-1920 ,και ο Λένιν αλλά και ο Τρότσκυ υπερασπίζουν ότι η αστική δημοκρατία και τα δικαιώματά της συνιστούν απλά μια απάτη και όχι μια κατάκτηση των εργαζόμενων τάξεων («Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκυ», Κλασσικά Κείμενα).  . Από την άλλη πλευρά,  το εργατικό κράτος, η πραγματική δημοκρατία που αμύνεται κατά της καπιταλιστικής περικύκλωσης, χρειάζεται την απουσία δικαιωμάτων και την βία για να αμυνθεί κατά της αστικής τάξης. Αυτό παγιώνεται στο 10ο Συνέδριο των Μπολσεβίκων (1921) .Ως πότε θα κρατήσει; Άγνωστο. Ο ίδιος ο Ράντεκ παρατηρεί στο 10ο Συνέδριο, όταν καταργούνται οι εσωκομματικές τάσεις στους Μπολσεβίκους, ότι δημιουργήσαμε μια δύναμη πάνω από το κεφάλι μας  που ανά πάσα στιγμή μπορεί να μας συντρίψει.  Η απάντηση για το για πόσο θα ισχύουν αυτοί οι περιορισμοί  στην Σοβιετική Ρωσία είναι  μάλλον για πάντοτε, με την πιθανή εξαίρεση να νικήσει ο σοσιαλισμός διεθνώς .

Η θεώρηση των Λένιν και Τρότσκυ, και γενικότερα της πλειοψηφίας των Μπολσεβίκων,  μετά το 1917,είναι μια θεώρηση, η οποία, εν πολλοίς, αγνοεί και υποτιμά  το πρόβλημα της σοσιαλιστικής ή εργατικής δημοκρατίας, ακριβώς γιατί το κατανοεί αποκλειστικά μέσα από το δίπολο πολιτική καταστολή/τεχνική διαχείριση και μέσα από την ταύτιση δικτατορία της τάξης= δικτατορία του κόμματος. . Και από τα δύο απουσιάζει το στοιχείο του συλλογικού κοινωνικού και πολιτικού αυτοκαθορισμού της κοινωνίας, καθώς η άρση της εκμετάλλευσης δεν συνδέεται με ένα στοιχείο συλλογικού αυτοκαθορισμού, εννοείται υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης και των ως τώρα υποτελών τάξεων. Ο συλλογικός αυτοκαθορισμός των εργαζομένων και της αυτόνομης κοινωνίας ευρύτερα, , ακόμη και αν έχει οικονομικές ρίζες, δεν είναι αυστηρά αναγώγιμος στην οικονομία, είναι αναγώγιμος στον σοσιαλισμό ως σύστημα πολιτικών και ηθικών αξιών και ως σύστημα σεβασμού της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.  Ένα σύστημα σκέψης που βλέπει στον σταλινισμό μόνο τον «οικονομισμό» και στον Χρουστσόφ μόνο την δίδυμη παρέκκλιση προς τον οικονομισμό, τον «αστικό ανθρωπισμό» ( Αλτουσέρ και Σχολή του ) δεν μπορεί παρά να ασκεί μια εξαιρετικά περιορισμένη, ρηχή  και ακίνδυνη κριτική στον σταλινισμό και στον μπολσεβικισμό που, έστω με ασυνέχειες, γέννησε τον σταλινισμό[25]. Σαν ο «οικονομισμός» να σκότωσε μόνος του εκατομμύρια σοβιετικούς πολίτες, ενώ το άνοιγμα  της συζήτησης στο θέμα της σταλινικής καταστολής και της ανυπαρξίας δικαιωμάτων στην ΕΣΣΔ, θα άνοιγε διάπλατα τον δρόμο στον «αστικό ανθρωπισμό», την δίδυμη παρέκκλιση προς εκείνη του οικονομισμού.  Βγάζει νόημα;  Και η σοσιαλδημοκρατία καθορίσθηκε από τον μαρξιστικό οικονομισμό. Αλλά, όσο κυβερνούσε, σε καθεστώτα αστικής δημοκρατίας,  ήταν πιο φειδωλή στις ανθρώπινες ζωές. Άρα, φταίει μόνο  ο οικονομισμός; Όχι βέβαια. Όπως δείχνει η παράδοση του συμβουλιακού κομμουνισμού, του ποιοτικού αναρχισμού, του  γνήσιου ριζοσπαστικού μαοϊσμού,  αλλά και της σκέψης του Καστοριάδη, ο αυτοκαθορισμός των εργαζομένων μέσα από όργανα εργατικής συλλογικής αυτοθέσμισης  ( συμβούλια, σοβιέτ, εργοστασιακές επιτροπές, αγροτικές συνελεύσεις κλπ)  έχει μια αυταξία, δεν είναι απλώς μια μορφή οργάνωσης της καταστολής ή της οικονομικής διαχείρισης. Είναι μια ποιότητα από μόνη της  ή ένα καθεστώς όπου η ως τώρα εκμεταλλευόμενη τάξη ή τάξεις γίνεται ηγεμονική όχι απλώς γιατί εκφράζει μια τάση της ταξικής πάλης ( όπως θα έλεγαν οι δομιστές) αλλά γιατί καθίσταται  από αλλοτριωμένο αντικείμενο ολοκληρωμένο συλλογικό υποκείμενο, τάξη για τον εαυτό της κατά την ορολογία του Λούκατς, γιατί μετατρέπεται σε συλλογικό κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο που οργανώνει την ζωή της αλλά και  όλη την κοινωνία με βάση τις αξίες της . Δεν είναι μια τάξη, στην κατάσταση αυτήν, η οποία επιθυμεί μαζί με τον μαρασμό του κράτους και το τέλος της πολιτικής ( η πολιτική σε μια αταξική κοινωνία συνεχίζει να υφίσταται ως διαδικασία διαβούλευσης και συλλογικού αυτοκαθορισμού αλλά και καθορισμού των σχέσεων μεταξύ των κομμουνιστικών παραγωγών, δεν αυτοδιαλύεται μαζί με το κράτος ως ειδικό μηχανισμό εξουσίασης πάνω στην κοινωνία). Επίσης, για να μπορούν  η εργατική τάξη και οι υποτελείς τάξεις να ασκούν εξουσία στο μεταβατικό κράτος και στον κομμουνισμό, όπου υφίσταται συλλογική πολιτική χωρίς κράτος, τα μέλη της κοινωνίας απαιτείται να είναι φορείς δικαιωμάτων , ατομικών, πολιτικών, κοινωνικών: αυτό σημαίνει και την διατήρηση μορφών δικαίου χωρίς κράτος, ένα είδος φυσικού δικαίου, ένα πλέγμα  σχετικά σταθερών  κανόνων του παιχνιδιού.  . Η αντιοικονομίστικη ερμηνεία του μαρξισμού δεν είναι εχθρική στα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά ενισχυτική και συμπληρωματική τους (δες και Μπετελέμ οπ.π. Τρίτος Τόμος «Είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα μαρξιστικά;», ελληνική έκδοση, σελ. 431 και επ. ).    Στο μεταβατικό κράτος μπορεί να υπάρξουν για μια περιορισμένη  περίοδο περιορισμοί των δικαιωμάτων των μελών των πρώην ιδιοκτητριών τάξεων ή ακόμη και όλης της κοινωνίας , αλλά δεν μπορεί να υπάρξει ένα διαρκές κράτος στέρησης των δικαιωμάτων, ένα διαρκές «σοσιαλιστικό κράτος έκτακτης ανάγκης». Ένα τέτοιο κράτος δεν μπορεί να είναι σοσιαλιστικό, αλλά μόνο κράτος που συγκαλύπτει νέες μορφές ταξικής κυριαρχίας. Ακόμη και τα μέλη των πρώην ιδιοκτητριών τάξεων, μετά την σταθεροποίηση της επανάστασης, πρέπει να είναι φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στον βαθμό που δεν κινούνται ένοπλα κατά της σοσιαλιστικής έννομης τάξης. Πρόκειται βέβαια  για ένα σοσιαλιστικό μοντέλο λουξεμπουργκιστικό, που είναι ριζικά άλλο από το λενινιστικό  που επικράτησε ιστορικά. Ένα μοντέλο που γνήσια και όχι προσχηματικά αναφέρεται στην σοσιαλιστική νομιμότητα.

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι το σοσιαλιστικό κράτος , για να διευκολυνθεί ο αυτοπροσδιορισμός των εργαζομένων και των πρώην υποτελών τάξεων, οφείλει να είναι  συνταγματικά και πρακτικά ένα πολυτασικό και πλουραλιστικό εργατικό κράτος, όχι κράτος ενός κόμματος μόνο.  Το μονοκομματικό κράτος, αφότου παγιωθεί,   αναγκαστικά απορροφά και αίρει τα συμβούλια. Δεν γίνεται διαφορετικά. Ακόμη και αν δεν τα αίρει, τα μετατρέπει σε ιμάντες  μεταβίβασης των εντολών του. Τα απονευρώνει και απονεκρώνει. Δεν απονεκρώνει το κράτος, απονεκρώνει την εργατική πολιτική και την εργατική και λαϊκή δημόσια σφαίρα. . Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η αμεσοδημοκρατική εξουσία των εργαζομένων στο «Κράτος και Επανάσταση» δεν συνδέεται καθόλου με τον ρόλο των κομμάτων, έστω  των σοσιαλιστικών και αναρχικών οργανώσεων και κομμάτων, Τα άλλα κόμματα, εκτός από τους Μπολσεβίκους, δεν εμφανίζονται πουθενά  στο ελκυστικό  τοπίο της εργατικής εξουσίας του «Κράτος και Επανάσταση».  Ακόμη και ο ρόλος των Μπολσεβίκων σε αυτό το ιδεατό κράτος είναι σχεδόν απών.  Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο οι Μαρξ-Ένγκελς υποστηρίζουν ότι το κόμμα των κομμουνιστών είναι ένα από τα εργατικά κόμματα, ένα  μόνο από τα τμήματα της εργατικής τάξης,  αυτό που έχει κατανόηση των γενικών συμφερόντων της τάξης,  και βέβαια αν αυτό ισχύει πριν από την επανάσταση, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην ισχύει και στο καθεστώς της εργατικής τάξης μετά την επανάσταση[26]. Τελείως αντίθετα, λόγω ακριβώς της λενινιστικής θεωρίας του κόμματος -πρωτοπορία ( ήδη από το 1902-1903, «Τι να κάνουμε», «Ένα βήμα μπρος δύο βήματα πίσω» ), το λενινιστικό  κόμμα δεν είναι μόνο το επιτελείο της εργατικής τάξης αλλά είναι και το μόνο συνειδητό τμήμα της, αυτό που εισάγει την συνείδηση από τα έξω στην εργατική τάξη. . Υφίσταται , μέσα από την σχέση συνειδητού-αυθόρμητου αλλά και μέσα από την σχέση όπου το κόμμα καθορίζει την στρατηγική και η τάξη την τακτική, μια σχέση πολιτικής υποκατάστασης  ( subtitution) της τάξης από το κόμμα πρωτοπορίας. Και μάλιστα στα πλαίσια μιας θεωρίας που στηρίζεται στην προτεραιότητα της εργατικής τάξης, γίνεται παράδοξα δεκτό ότι η συνειδητή θεωρία και πολιτική της εργατικής τάξης δεν καθορίζεται από την ίδια την τάξη αλλά από ένα συνδυασμό αστών και μικροαστών επαναστατών διανοουμένων και πρωτοπόρων εργατών, με την έμφαση στους επαναστάτες διανοούμενους (θεωρία που ανάγεται  από τον Λένιν ρητά στον Κάουτσκυ στο «Τι να κάνουμε»). ). Εφόσον αυτό το κόμμα αποκλειστικά εκφράζει την συνείδηση και τα συμφέροντα των εργατών, υπάρχει άραγε ανάγκη για την ύπαρξη άλλων εργατικών κομμάτων ή για την συμμετοχή τους στην εργατική εξουσία; Μάλλον όχι. Ήδη , η Λούξεμπουργκ από το 1904 στο έργο της «Λενινισμός ή Μαρξισμός-Οργανωτικά ππροβλήματα της Ρώσικης Σοσιαλδημοκρατίας» προσδιορίζει αυτήν την αυταρχική ιδεολογία των Μπολσεβίκων επί της τάξης αλλά και στο εσωτερικό τους ως έναν νέο «γιακωβινισμό»,μια  αστική επαναστατικότητα από τα πάνω (εκείνη την εποχή συμφωνεί μαζί της και ο Μενσεβίκος Τρότσκυ).   Κατά τον Εμφύλιο  (άνοιξη 1918- αρχές 1921) ο αποκλεισμός των άλλων εργατικών κομμάτων και η άρση των αυτόνομων εργατικών θεσμών  έχει και μια αντικειμενική λογική καθώς ο πόλεμος απαιτεί μια συγκέντρωση εξουσίας και επίσης στα 1920-1921 ήδη ένα σημαντικό τμήμα των συνειδητών εργατών έχει χαθεί στην μάχη, ένα τμήμα απορροφάται στην κρατική και κομματική στελέχωση και ένα τρίτο τμήμα αντιπολιτεύεται τους Μπολσεβίκους. Όμως, οι Μπολσεβίκοι εξοσκελίζουν   τα άλλα εργατικά και «αριστερά» ή αναρχικά οργανωμένα σχήματα ήδη πριν από τον Εμφύλιο, και ολοκληρώνουν αυτό το έργο , θεμιτά ή αθέμιτα, κατά τον Εμφύλιο. Ακόμη και δυνάμεις που δεν έχουν καμία σχέση με τους Λευκούς και βασικά τάσσονται υπέρ της  σοβιετικής εξουσίας, όπως πολλοί Αναρχικοί, Διεθνιστές Μενσεβίκοι και Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες . Η ιδιαίτερη λογική τους, όπως παγιώνεται τον Μάρτιο 1921 στο 10ο Συνέδριο του κόμματος όχι μόνο αρνείται την ύπαρξη άλλων εργατικών κομμάτων, αλλά αποκλείει ακόμη και τις οργανωμένες Αντιπολιτεύσεις μέσα στους ίδιους τους Μπολσεβίκους. Θυμίζουμε μόνο ορισμένα περιστατικά:

-Άρνηση μετά από σύγκρουση μέσα στους Μπολσεβίκους τον 11.1917 για συγκυβέρνηση με άλλα  σοσιαλιστικά κόμματα πλην των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών.

-Διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης λόγω της πλειοψηφίας των (Δεξιών) Σοσιαλεπαναστατών στις εκλογές του Γενάρη 1918.

-Κατάργηση ουσιαστικά της ελευθερίας τύπου τον 2.1918 ( βλ. και σε Volin “The Unknown Revolution”, 1974).

– Αδυναμία ειρηνικής επίλυσης της διαφοράς με τους Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες για το Μπρεστ Λιτόφσκ και ώθησή τους στην παρανομία – σε αυτό, πάντως,  είχαν ευθύνες και οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες κατά την εξέγερσή τους του καλοκαιριού 1918.

-Εφαρμογή μετά την απόπειρα της Φάνυ Κάπλαν κατά του Λένιν του Διατάγματος του Κόκκινου Τρόμου ( 5/9/1918) κατά όλων των αντιπολιτευόμενων κομμάτων.

-Παρά το ότι οι Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες δεν τάχθηκαν με τους Λευκούς, ώθηση και αυτών καθώς και της διεθνιστικής τάσης των    Μενσεβίκων στην παρανομία .

-Παρά το ότι το 1919-1920 ο Λένιν, έχει δώσει ένα καθεστώς μισονομιμότητας στους Δεξιούς Σοσιαλεπαναστάτες του Τσερνόφ, κρατά όμηρο την ηγεσία τους, η οποία καταδικάζεται σε θάνατο το 1922 στα πλαίσια μιας θεαματικής δίκης. Αργότερα, θα εκτελεσθούν όλοι τους.

-Στρατιωτικό τσάκισμα του αναρχικού στρατού του  Μαχνό στην Ουκρανία, ο οποίος εθεωρείτο αρχικά  σύμμαχος κατά των Λευκών ( Volin “The Unknown Revolution”, 1974, σελ. 550-650 κα.) [27] , καταστολή των άγριων απεργιών των αρχών του 1921 και αιματηρή καταστολή της κυρίως αναρχικής εξέγερσης της Κρονστάνδης.  Εφεξής καταστολή των αναρχικών μονιμότερα. Σταδιακή υποταγή των συνδικάτων στην σοβιετική εξουσία και αποβολή των μη Μπολσεβίκων συνδικαλιστών.

-Δημιουργία σε μικρό ακόμη αριθμό στρατοπέδων συγκέντρωσης κατά δεξιών και αριστερών αντιφρονούντων ήδη από το 1920 ( νησιά  Σολόβκι στην Βόρεια Παγωμένη Θάλασσα).

Το μοντέλο αυτό επαναλήφθηκε σε όλες τις περιπτώσεις όπου κόμματα με λενινιστική ιδεολογία κατέλαβαν την εξουσία είτε επικεφαλής γνήσιων σοσιαλιστικών και αντιιμπεριαλιστικών επαναστάσεων είτε ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής  διεύρυνσης επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης.

 

Εικόνα: Η καταστολή της εξέγερσης της Κρονστάνδης από τους Μπολσεβίκους, Μάρτιος 1921

 

Τελείως διαφορετική ήταν η στάση της Ρόζα Λούξεμπουργκ και όσων ιστορικά τάχθηκαν με αυτήν. Μπορεί να παρατηρηθεί ότι η Λούξεμπουργκ στο περιορισμένο διάστημα όπου συμμετείχε στην Γερμανική Επανάσταση (από τον Νοέμβριο του 1918 ως τον Γενάρη του 1919, οπότε δολοφονήθηκε μαζί με τον Λήμπκνεχτ) δεν είχε την αναγκαία επαναστατική αποφασιστικότητα ή ορμή -θεωρούσε πρόωρη την ίδρυση του ΚΚ Γερμανίας και την αποσύνδεση από τους Ανεξάρτητους, υποστήριξε την εξέγερση του Γενάρη, αλλά αρκετά απρόθυμα, καθώς ήταν μειοψηφική,  επένδυε σε μια πολύ πλειοψηφική επαναστατικοποίηση της εργατικής τάξης, η οποία πιθανόν δεν ήταν εφικτή στην Γερμανία ούτε τότε ούτε και στην συνέχεια. Όμως, σε κάθε περίπτωση όχι μόνο θεωρούσε το επαναστατικό κόμμα πολιτική οργάνωση, οργάνωση στήριξης και στρατηγικής προώθησης των εργατικών συμφερόντων  και όχι  αποκλειστική ενσάρκωση της συνείδησης της τάξης (η οποία πηγάζει κυρίως από τους ίδιους τους αγώνες της , αυθόρμητους ή οργανωμένους),  αλλά είναι βέβαιο ότι πίστευε σε έναν  αστερισμό οργανώσεων και κομμάτων της εργατικής τάξης, που θα συνεργάζονταν στα πλαίσια της εργατικής δημοκρατικής εξουσίας. Η επιμονή της για την διατήρηση πολιτικών σχέσεων του ΚΚΓ-Σπάρτακος  με ένα τμήμα των Ανεξάρτητων είχε και αυτήν την  διάσταση. Επίσης, πίστευε ακράδαντα στην διατήρηση βασικών ελευθεριών για τις εργαζόμενες τάξεις, ελευθερία τύπου, ελευθερία πολιτικής έκφρασης, ελευθερία οργάνωσης και για τους συμφωνούντες αλλά και για τους διαφωνούντες.  Όπως προκύπτει και από την κριτική της στον Λένιν στο έργο της «Η Ρώσικη Επανάσταση»[28].

Όπως παρατήρησε ο Ισαάκ Ντόυτσερ στο  περίφημο έργο του για τον Τρότσκυ, οι άοπλοι προφήτες εκτελούνται. Οι ένοπλοι έχουν την τάση να γίνουν τύραννοι.

Το ζήτημα του κρατισμού , της άρνησης της δημοκρατίας και των συλλογικών μορφών αυτοκαθορισμού , γιγαντώνεται με τον μπολσεβικισμό είτε λόγω των αντικειμενικών συνθηκών είτε κυρίως, κατά την γνώμη μας, λόγω ενύπαρκτων  και εγγενών αντιλήψεων κρατισμού μέσα στον μπολσεβικισμό[29]. Το ίδιο το στοιχείο της ενότητας-ομοιομορφίας και αντιπλουραλισμού, που είναι ξένο προς την σκέψη του Μαρξ.

Όμως , υπάρχουν ορισμένα δίκια και ορθές προαισθήσεις και στην  αναρχική κριτική προς τον Μαρξ, ήδη από την εποχή της Α’ Διεθνούς. Ο Μπακούνιν, γράφοντας μετά την εμπειρία της Κομμούνας του Παρισιού [30],  δίνει μια τελείως διαφορετική διάσταση στην Κομμούνα από τον Μαρξ του «Εμφυλίου Πολέμου στη Γαλλία».  Η Κομμούνα δεν είναι το έμβρυο του σοσιαλιστικού κράτους και της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά το έμβρυο της  κοινωνίας που δεν διαθέτει κρατική οργάνωση, που την έχει υπερβεί. Παρά το ότι ο Μπακούνιν, όπως περίπου και ο Μαρξ, κατανοούν λανθασμένα  ως σχεδόν ταυτόσημη την ύπαρξη  κράτους και πολιτικής, εξ ού και το αναρχοσυνδικαλιστικό ή κολλεκτιβιστικό αντιπολιτικό πρόσημο του αναρχισμού, ο Μπακούνιν ιδιαίτερα κρούει τον κώδωνα του  κινδύνου κατά του «σοσιαλιστικού κράτους», που από κράτος του προλεταριάτου θα μετατραπεί σ κράτος κατά και επί  του προλεταριάτου. «Οι μαρξιστές στην εξουσία θα γίνουν  η τέταρτη ιστορικά άρχουσα τάξη» ( οπ.π. σελ. 59). Ο Μπακούνιν δεν εξηγεί πώς η άμεση κατάργηση του κράτους κατά την κοινωνική επανάσταση μπορεί να απαντήσει στην τάση των αρχουσών τάξεων να καταλάβουν ή να διατηρήσουν την κρατική εξουσία και να την στρέψουν κατά των επαναστατών,    πράγμα που φάνηκε και στην βασική αναρχική επανάσταση του 20ου αιώνα, την Ισπανική Επανάσταση: πρέπει να κρατήσεις την κρατική εξουσία ή να την κερδίσεις ακόμη και για να την καταργήσεις στο επόμενο βήμα.

 

Παρ’όλα αυτά, τα κριτικά  ερωτήματα του Μπακούνιν προς τον Μαρξ  από την δεκαετία του 1870 έχουν αποδειχθεί έστω εν μέρει πραγματικά και χρήσιμα:

-πόσο διαφέρει μια σοσιαλιστική εξουσία από μια καπιταλιστική; Φτάνει η φράση «εξουσία μιας νέας τάξης» για να μεταβάλει την πραγματικότητα και αν όχι ποιες πρακτικές είναι αναγκαίες; Μπορεί το κράτος να επαναστατικοποιηθεί ριζικά;

 

-γιατί οι υπαρκτές σοσιαλιστικές εξουσίες δεν επαναστατικοποίησαν τον ιεραρχικό κρατικό μηχανισμό της αστικής εξουσίας, προτού τον άρουν; Γιατί δεν τον ήραν ποτέ και πουθενά;

 

-ποια είναι τα λεπτά όρια που ένα μαρξιστικό επαναστατικό στρώμα περνώντας τα καθίσταται  κυρίαρχο γραφειοκρατικό στρώμα ή νέα κυρίαρχη τάξη;

 

– Πόσο ρόλο παίζουν οι καλές προθέσεις των επαναστατών προς το εξουσιαστικό φαινόμενο, ιδίως όταν πια το επαναστατικό κύμα αποσύρεται και οι άνθρωποι επιστρέφουν στην καθημερινή τους απάθεια και έλλειψη  ενεργού συμμετοχής;

 

Όμως, και ο Μπακούνιν, παιδί του καιρού του, αδυνατεί να απαντήσει σε μια άλλη ερώτηση του δικού μας καιρού: αν πιστεύεις στην οικοδόμηση , μέσω και της τεχνικής Προόδου, ενός  απολύτως Τέλειου Κόσμου, πόσο μπορείς να προφυλαχθείς από τις παγίδες ενός Εξτρεμιστικού Διαφωτισμού; Ακόμη και αν πιστεύεις στην απόλυτη αντιεξουσία, δεν θα χρειαστεί να απομακρύνεις από την μέση  όλους όσους στηρίζουν την παλιά κοινωνία ή ακόμη και τους «κρατιστές  σοσιαλιστές» ή όσους κινούνται προς λάθος δρόμο και αποτρέπουν την ιστορική ολοκλήρωση;   Ή ακόμη και τους αντιεξουσιαστές με τους οποίους  διαφωνείς σημαντικά; Δεν θα χρειαστεί να επινοήσεις μια μορφή οργάνωσης  εξουσίας, έναν καταμερισμό καθηκόντων και μια αναρχική «οργάνωση ειδικών»;  Βεβαίως, πλην της Ισπανικής Επανάστασης, όπου οι αναρχικοί δεν προσέφυγαν στην εξουσία και εξ αυτού του λόγου, μεταξύ πολλών,  ηττήθηκαν, το ερώτημα ως τώρα παραμένει ρητορικό για τον αναρχισμό. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι ανύπαρκτο. Είναι υπαρκτό για  όλο το χειραφετητικό κίνημα.      

 

3. Οικονομία, υποκείμενο, αλλοτρίωση, επιστήμη και τεχνοκρατία, Κριτική της Προόδου

«Δεν υπάρχει τίποτε που να διέφθειρε το γερμανικό κίνημα τόσο πολύ όσο η αντίληψη ότι οι εργάτες κολυμπούσαν μαζί με το ρεύμα ( της τεχνικής προόδου).Οι τεχνικές εξελίξεις μετρούσαν γι’ αυτούς σαν να ήταν η κορύφωση του ρεύματος, μέσα  στο οποίο θεωρούσαν ότι κολυμπούσαν. Από εκεί και πέρα, ήταν μόνο ένα βήμα μέχρις την ψευδαισθητική  αντίληψη   ότι η βιομηχανική εργασία, προωθημένη καθοριστικά από το μονοπάτι της τεχνικής προόδου,  συνιστούσε ένα πολιτικό επίτευγμα.  Η παλιά προτεσταντική ηθική κέρδισε έτσι μια αναγέννηση  ανάμεσα στους Γερμανούς εργάτες σε πιο κοσμική μορφή. Το Πρόγραμμα του Συνεδρίου της Γκότα (1875)  ήδη περιείχε  στοιχεία αυτής της σύγχυσης. Χαρακτήριζε την εργασία ως «πηγή κάθε πλούτου και πολιτισμού». Υποπτευόμενος ο Μαρξ αυτόν τον κίνδυνο, απαντούσε ότι ο άνθρωπος που δεν διαθέτει καμία άλλη ιδιοκτησία πέρα από την εργατική του δύναμη, «πρέπει να είναι ο σκλάβος άλλων ανθρώπων… που έχουν μετατραπεί ( με το κεφάλαιό τους) σε δουλοκτήτες»

 

Βάλτερ Μπένγιαμιν «Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας», Θέση XI [31]

 Η  έννοια της αλλοτρίωσης  ( alienation, Entfremdung) είναι μια κεντρική έννοια της μαρξιστικής φιλοσοφίας.  Εμφανίζεται πιο συστηματικά στο πρώιμο έργο του Μαρξ και ιδίως στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα» του 1844.  Τόσο ο σοβιετικός  ντετερμινιστικός μαρξισμός-λενινισμός όσο και η νεοθετικιστική  «ορθοδοξία της Σχολής Αλτουσέρ» ισχυρίζονται ότι η αλλοτρίωση είναι μια ιδεαλιστική εγελιανή- φοϋερμπαχιανή έννοια, η οποία χαρακτηρίζει τον μη διαμορφωμένο ακόμη επιστημονικά Μαρξ, τον «νεαρό Μαρξ», ενώ ο ώριμος Μαρξ από την «Γερμανική Ιδεολογία» και μετά ( έργο «επιστημολογικής τομής» μεταξύ νεαρού και ώριμου Μαρξ, υποτίθεται) και ιδίως ο επιστημονικός Μαρξ του «Κεφαλαίου» αγνοούν  πια και έχουν εγκαταλείψει αυτήν την ιδεολογική καθαρά και μη επιστημονική έννοια. Η οικονομική ανάλυση των διαδικασιών του κεφαλαίου καθώς και το κομμουνιστικό κίνημα  δεν χρειάζονται την ιδεαλιστική  έννοια της αλλοτρίωσης. Η αλλοτρίωση είναι μια καθαρά ιδεαλιστική έννοια, όπως και ο ανθρωπισμός, διότι παραπέμπει σε μια αναλλοίωτη και μεταφυσική έννοια του Ανθρώπου, ενώ η σωστή αντιανθρωπιστική-αντιιστορικιστική θέση είναι ότι την Ιστορία δεν την διαμορφώνει ο Άνθρωπος ή η ιστορικιστικά δομημένη  εργατική τάξη αλλά η συγκεκριμένη  Πάλη των Τάξεων ( δες και τον σχετικό διάλογο ή μάλλον πολεμική μεταξύ  του Αλτουσέρ και  του Βρετανού μαρξιστή Τζων Λιούις). Ο Άνθρωπος ή το Υποκείμενο είναι ένα παράγωγο της αστικής νομικής ιδεολογίας, αυτό που υπάρχει πραγματικά είναι οι δομές, οι πρακτικές και οι τάσεις . Οι άνθρωποι και οι τάξεις είναι το πολύ πολύ φορείς και διανύσματα που υποστηρίζουν μια  κοινωνική τάση ή μια δυναμική. Είναι, όπως το λέει με απερίγραπτο τρόπο ο Πουλαντζάς στο πρώιμο έργο του, η αντανάκλαση του επιπέδου  των δομών πάνω στα κοινωνικά υποστηρίγματα.   

  Η θέση αυτή είναι, κατά την γνώμη μας, απόλυτα εσφαλμένη. Όπως έχουν δείξει μια σειρά από μαρξιστές διανοητές όπως ο Ίστβαν Μέσαρος ( «Η έννοια της αλλοτρίωσης στον Μαρξ») και γενικότερα η Σχολή της Βουδαπέστης,  ή ο Τζων Λιούις ή ο E.P.Thompson ή ο Πρέτραγκ Βρανίτσκυ ( «Ιστορία του Μαρξισμού») η αλλοτρίωση και η πραγμοποίηση όπως και η έμφαση της αντίθεσης του ανθρώπου στην φενακιστική πραγματικότητα της ταξικής κοινωνίας, καθώς και το ζήτημα της αντίστασης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας στην εκμετάλλευση και καταπίεση είναι βασική και αναπαλλοτρίωτη  διάσταση του σοσιαλισμού και των κινημάτων αντίστασης στον καπιταλισμό και στις ταξικές κυριαρχήσεις. Η έννοια της αλλοτρίωσης και της απώλειας της ανθρώπινης ουσίας, σε συνδυασμό και με την έννοια του «φετιχισμού του εμπορεύματος» είναι συνεχώς  παρούσα και στο ύστερο έργο του Μαρξ, στα Grundrisse, έμμεσα στο Κεφάλαιο, κ.α.

Η έννοια της αλλοτρίωσης σηματοδοτεί την μετάθεση της ανθρώπινης ουσίας και υποκειμενικότητας σε πράγματα, καταστάσεις και σχέσεις ξένες και αλλότριες προς τον άνθρωπο, η απώλεια αυτής της ουσίας,  και την  παρατήρηση αυτού του «εξωτερικού κόσμου» ως ξένου και εχθρικού  από το αλλοτριωμένο υποκείμενο  (όχι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική και πολιτιστική αλλοτρίωση) . Η γενεαλογία της έννοιας είναι σαφώς από την κλασσική γερμανική φιλοσοφία  (Έγελος, Φόυερμπαχ, νεοεγελιανοί ) και στις  μη μαρξιστικές παραλλαγές της συνδέεται και με την παράδοση της φαινομενολογίας και του υπαρξισμού (Κίργκεγκαρντ ,  Σαρτρ, Χάιντεγκερ, Μερλώ Ποντύ, Χούσερλ  κλπ). Πλην όμως, στα μαρξιστικά πλαίσια , η αλλοτρίωση δεν είναι πια η απώλεια μιας υπεριστορικής ουσίας, ούτε το υποκείμενο είναι υπεριστορικό και μεταφυσικό. Ο εργάτης στον Μαρξ , αλλά και όλα τα καταπιεσμένα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα,  διαθέτει μια ιστορικά και κοινωνικά καθορισμένη ανθρώπινη ουσία, και η «απώλεια» αυτής της ουσίας συνδέεται με την κυριάρχησή του από το κεφάλαιο είτε ως φορέας της εργατικής δύναμης στην παραγωγική διαδικασία ( εγγραφή  της υποκειμενικότητάς  του σε  εμπορεύματα που στέκουν ως ξένα προς αυτόν και όπου δεν έχει κανέναν έλεγχο ούτε στα προϊόντα της εργασίας του ούτε στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, θέαση των παραγόμενων αγαθών ως εχθρικών ή ξένων και του εαυτού του ως υποταγμένου σε έναν ξένο και εχθρικό μηχανισμό ) είτε ως πολιτικά κυριαρχούμενος ( συμμετοχή τυπική  σε μια εκλογική διαδικασία που δεν τον καθιστά ουσιαστικά κυρίαρχο) είτε ως καταναλωτής σε ένα κόσμο εμπορευμάτων και αγαθών στα οποία και υποτάσσεται αντί να υποτάσσονται αυτά στις ανάγκες του.

Στην πράξη, η έννοια της αλλοτρίωσης , όπως έχουν δείξει και οι Löwy-Sayre  στο σημαντικό έργο τους «Εξέγερση και Μελαγχολία- ο ρομαντισμός στους αντίποδες της νεωτερικότητας» (Αθήνα 1999, Εναλλακτικές Εκδόσεις)  συνδέεται και με την ανάδυση  ενός ιδιαίτερου  μαρξιστικού ρεύματος, του μαρξιστικού ρομαντισμού ή υποκειμενισμού, με την ανάδειξη των θετικών όψεων των προκαπιταλιστικών κοινοτήτων ( μορφές κοινοτικής αυτονομίας όπως το μιρ στην Ρωσία του 19ου αιώνα, το πουέμπλο στην Ισπανία ως το 1939 , οι μορφές βίωσης των αυτοχθόνων Αμερικάνων στην Λατινική Αμερική κλπ).  Η απώλεια της ουσίας συνδέεται και με την πολιτική βούληση ανάκτησης δημοκρατικών και αντιεξουσιαστικών όψεων των προκαπιταλιστικών κοινωνιών ή υπολειμμάτων τους. Οι άνθρωποι δεν αγωνίζονται και πεθαίνουν μόνο για να άρουν την οικονομική εκμετάλλευση: αγωνίζονται και πεθαίνουν για να αρνηθούν ένα κόσμο κυριάρχησης, ανισότητας, εκμετάλλευσης   και αδικίας που τους είναι εχθρικός και ξένος. Εκτός από την διανόηση, κανείς άνθρωπος δεν γίνεται εχθρός του καπιταλισμού  μόνο επειδή πείσθηκε διαβάζοντας το «Κεφάλαιο». Χωρίς μια επανάγνωση του παρελθόντος, δεν μπορεί να υπάρξει χειραφετητικό μέλλον. Είναι  το «θερμό ρεύμα του μαρξισμού» κατά του λογοκρατούμενου και υποκλινόμενου στην Πρόοδο «ψυχρού ρεύματος» του μαρξισμού  (Löwy-Sayre) .

Αυτή η εκδοχή του μαρξισμού ( το «θερμό ρεύμα του μαρξισμού») συνδέεται με  την κριτική στον εργαλειακό ορθολογισμό και στην Πρόοδο με την εξελικτικιστική κυρίως έννοια,  ως μια γραμμική  και αέναη διαδικασία κοινωνικής και παραγωγικής ανάπτυξης  βασισμένη στην οικονομική  υπερανάπτυξη και «αφθονία» και στην μεταφυσική αγιοποίηση μιας επιστήμης-τεχνικής που δεν διαπερνάται υποτίθεται από αντιφάσεις και δεν υπόκειται στις σχέσεις κοινωνικής εξουσίασης. Συνδέεται με όψεις της κριτικής της Σχολής της Φραγκφούρτης στον εργαλειακό λόγο, χωρίς να υιοθετεί αναγκαστικά όλο το σκεπτικό της, με άλλες ριζοσπαστικές κριτικές στην Πρόοδο και την τεχνοκρατία ή την αναπτυξιολαγνεία, όπως η σκέψη ιδίως του Μισέλ Φουκώ, η σκέψη του Ιβάν Ίλιτς, η σκέψη ιδιαίτερα του Μαρκούζε, η οικοαναρχία του Μάρεη Μπουκτσιν κλπ

Όμως, η έννοια της Προόδου δεν είναι μια μονοσήμαντη και εύκολη έννοια : χρειάζεται ορισμένες εξηγήσεις και διευκρινίσεις στο σημείο αυτό προς αποφυγή κατανοητικών λαθών  και παρεξηγήσεων.

 

-Παρέκβαση σχετικά με την έννοια της Προόδου και τις παραλλαγές της

 Ο Διαφωτισμός είναι σύμφυτος με  την έννοια της Προόδου (Progress, Fortschritt) , αν και φαίνεται ότι μορφές  προσέγγισης στην Πρόοδο υπήρχαν και στους αρχαίους. Η Πρόοδος  εμφανίζεται ως η τάση, συνήθως συνεχής ή διαρκής,  προς μια συνολική κοινωνική βελτίωση είτε στο οικονομικό είτε στο τεχνικό-επιστημονικό είτε στο πολιτικό-κοινωνικό  επίπεδο  είτε στο πνευματικό και φιλοσοφικό   επίπεδο είτε και  σε όλα μαζί σωρευτικά . Η νίκη της γνώσης και του Λόγου είναι αναγκαίο στοιχείο τόσο της Προόδου όσο  και της διαφωτιστικής νεωτερικότητας.  Επίσης, η έννοια της Προόδου, όπως και του Διαφωτισμού άλλωστε, εμπεριέχει μια ριζική μεταστροφή και  μια νέα αντίληψη  επί της κατανόησης του Ιστορικού Χρόνου αλλά και του κοινωνικού χρόνου. Ενώ ο προνεωτερικός χρόνος είναι κυκλικός, σύμφυτος με τον κύκλο των εποχών και των εποχικών εργασιών, ιδίως των αγροτικών,    και επαναλαμβανόμενος βασικά, αλλά  και με όψεις ασυνέχειας στο βαθύ  μέλλον  (τέλος του κόσμου, Αποκάλυψη κλπ)  , ο νεωτερικός είναι βασικά  γραμμικός, είναι μια ευθεία γραμμή που προχωρά από  το παρελθόν προς το μέλλον.

Όμως, η έννοια της Προόδου εμπεριέχει πολλές διαφορετικές παραλλαγές , δεν είναι συμπαγής και ομοιογενής , αλλά διακλαδώνεται φιλοσοφικά και ιδεολογικά ήδη από τον 18ο αιώνα. .

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι παραλλαγές αυτές της Προόδου σχετίζονται με την διακλάδωσή της με την έννοια της Εξέλιξης ( Evolution,  Entwicklung/ graduelle Entwicklung ) . Οι διαφορετικές μορφές Προόδου, προκύπτουν από το αν είναι α) προγενέστερες ή  διακριτές από την έννοια της Εξέλιξης ή, αντίθετα,  β)  συγκλίνουσες ή και ταυτιζόμενες με αυτήν[32].

Η Πρόοδος είναι μια φιλοσοφική έννοια που εμφανίζεται τον 18ο αιώνα, ιδίως στην Γαλλία αλλά και στην Βρετανία, συνδέεται με το κίνημα των εγκυκλοπαιδιστών και το διανοητικό και φιλοσοφικό  πλαίσιο που προετοιμάζει την Γαλλική Επανάσταση. Ιδίως, ο Turgot, στην διάλεξή του  στην Σορβόννη  της 11-12-1750  και σε μια σειρά κειμένων που γράφει κατά  την δεκαετία του 1750[33] αναπτύσσει μια θεωρία της Προόδου, η οποία ξεκινά από το παρόν ως κατώτερη βαθμίδα της πραγματικότητας και προχωρά αισιόδοξα προς το μέλλον προς ανώτερες βαθμίδες.  Όπως περιγράφει την θεώρηση του Turgot o Ζωρζ Σορέλ στο περίφημο βιβλίο του “Illusions of Progress” [34] , η Πρόοδος είναι μια διαδικασία που προχωρά χάρη στον Λόγο και κατά της άγνοιας και προετοιμάζει ένα ανώτερο μέλλον, ενέχει μια κατά κανόνα γραμμική κίνηση από το παρόν προς το μέλλον.    Σωστά, ο Σορέλ επισημαίνει ότι ο πραγματικός φορέας του Λόγου στον Turgot είναι η Τρίτη Τάξη , δηλαδή η αστική τάξη ως εκπρόσωπος της κοινωνίας. Ο Λόγος είναι η νίκη της γνώσης, η χρήση της γνώσης για  την κατανόηση και τον έλεγχο της φύσης, η γνώση κατά της πολιτικής τυραννίας, η οποία συνδέεται με την ανελευθερία, την   άγνοια, την ανηθικότητα και την διαφθορά.  Βεβαίως, η διαφθορά είναι η δεσποτική διαφθορά. Τα κίνητρα του έλλογου ανθρώπου είναι το ενδιαφέρον για κατανόηση, δηλαδή η φιλομάθεια, αλλά και  το ιδιωτικό συμφέρον, η φιλοδοξία, η ανάμειξη στο εμπόριο και την πολιτική. Πολλές όψεις της Προόδου υπήρχαν ακόμη και στην αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, όμως από την Αναγέννηση και μετά η πορεία προς την Πρόοδο αρχίζει να συστηματοποιείται.

Παρά το ότι εδώ η Πρόοδος δεν έχει ακόμη ταυτισθεί στενά με την επιστημονική-τεχνική εξέλιξη, το στοιχείο της τεχνικής γνώσης αναφέρεται από τον  Turgot ως εξόχως σημαντικό για την σχέση ανθρώπου φύσης. Γράφει :

«Οι τεχνικές δεξιότητες ( skills) δεν είναι παρά το να βάλει κανείς την φύση να καταστεί χρήσιμη, και η πρακτική των τεχνικών δεξιοτήτων συνίσταται σε μια διαδοχή από φυσικά πειράματα που αποκαλύπτουν την λειτουργία της φύσης όλο και περισσότερο ( Sorel οπ.π. σελ. 123).

Ήδη, το ανθρώπινο πνεύμα, αν και οδηγεί  σε  πολλαπλές διαστάσεις της Προόδου, επιστημονική, οικονομική, πολιτική, πνευματική,  είναι κατ’ εξοχήν προσανατολισμένο  στην τεχνική-επιστημονική αποτελεσματικότητα.   Παρ’ όλα αυτά, δεν υφίσταται ακόμη ένας γραμμικός εξελικτικισμός , στηριγμένος στην επιστημονοτεχνική εξέλιξη και την κατανόηση και επανάληψη των νόμων της φύσης.  ΟΙ λόγιοι και οι διανοούμενοι οφείλουν , κατά τον Turgot, να ασχολούνται όχι μόνο με αφηρημένες πνευματικές θεωρήσεις αλλά και να διαβάζουν και να κατανοούν τεχνικά -επιστημονικά βιβλία.

 

Η έννοια της νίκης του Λόγου πάνω στην τυραννία , της νίκης της γνώσης πάνω στην άγνοια και    την αυθαιρεσία  είναι κεντρική διανοητική και πολιτική στιγμή της Γαλλικής επανάστασης, της Αμερικανικής Επανάστασης και όλων των μεγάλων αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Φτάνει μέχρι και στην προσωρινή «θεοποίηση» του Λόγου από τους γιακωβίνους  ως  του Ανώτερου Όντος.   Στις επαναστάσεις αυτές αναδεικνύεται ιδίως η σχέση γνώσης και διεκδίκησης της  ατομικής και πολιτικής ελευθερίας, το  στοιχείο των φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας είναι παρόν αλλά όχι στην πρώτη γραμμή.

Στην συνέχεια, η έννοια της Προόδου αποκτά πολύ πληρέστερο νόημα και εμβάθυνση στα πλαίσια της εγελιανής Φιλοσοφίας της Ιστορίας και στην συνέχεια και της μαρξιστικής οικειοποίησης της διαλεκτικής.  Από τα πρώιμα έργα του Έγελου ως την Φαινομενολογία του Πνεύματος (1807)  και ως το τέλος του έργου του, με ασυνέχειες βέβαια και  με   σταδιακή ριζική αλλαγή πολιτικού προσήμου  (από τον Ναπολέοντα και την Γαλλική Επανάσταση ως την εξύμνηση του πρωσσικού κράτους ως φορέα του Λόγου) , αναδεικνύεται η πορεία της ανθρωπότητας ως έκφραση του Πνεύματος της Ιστορίας μέσα από αντιφάσεις, αρνήσεις και ρήξεις προς τον τελικό σκοπό , όπου το Πνεύμα θα επανασυμφιλιωθεί  με την ιστορικά χαμένη ουσία του και θα από-αλλοτριωθεί[35].

Όπως εξηγεί ο Χέρμπερτ Μαρκούζε στο σημαντικό έργο του «Λογική  και επανάσταση- οι βάσεις της Φιλοσοφίας του Χέγγελ, τ.Α’» ( εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα, χ.χρ.εκ.), στην αρχική φάση του έργου του Χέγκελ , η Γαλλική Επανάσταση κατανοείται ως μια κρίσιμη στιγμή όπου η Λογική επιβάλλεται πάνω στην πραγματικότητα και όπου η πραγματικότητα καθίσταται ορθολογική (σελ. 20). Η Ιστορία είναι μια διαδικασία όπου η ελευθερία συναντιέται με την αναγκαιότητα και όπου η πορεία του Πνεύματος μέσα στην διαδικασία αυτήν  κινείται μεν προς την τελική επίτευξη των στόχων του Πνεύματος αλλά όχι μέσα από ένα τυφλό και  απόλυτα γραμμικό εξελικτικισμό.  Η κίνηση εδώ στηρίζεται στις αντιφάσεις, στην εσωτερική  αντιφατική δυναμική της ουσίας,  στο στοιχείο της άρνησης και της άρνησης της άρνησης και στην διάσταση της υπέρβασης ( Aufheben) , όπου η άρνηση δεν είναι σκέτη άρνηση αλλά εμπεριέχει και όψεις αυτού που υπερβαίνει ή αρνείται. Οι τάσεις στον Χέγκελ αλλά και στις καλύτερες στιγμές του Μαρξ είναι «ανοιχτές τάσεις», τάσεις που περιέχουν δυνατότητες και όχι απόλυτη γραμμικότητα στην σχέση αιτίου και αιτιατού.

Η μαρξιστική θεώρηση της Ιστορίας επηρεάζεται καθοριστικά από την εγελιανή Φιλοσοφία της Ιστορίας. Δεν μπορούμε να επεκταθούμε στο θέμα αυτό, αλλά σίγουρα η  πολυσυζητημένη σχέση  Χέγκελ-Μαρξ δεν εξαντλείται σε αυτό που ο Ένγκελς χαρακτηρίζει «αναποδογύρισμα της εγελιανής διαλεκτικής», ώστε από ιδεαλιστική να καταστεί υλιστική. Η εγελιανή διαλεκτική συμβάλλει σημαντικά στην αποσύνδεση του μαρξισμού από όψεις μηχανιστικού υλισμού του 18ου αιώνα. Αυτό δεν αναιρεί ότι η εγελιανή διαλεκτική και ο εγελιανός ιστορικισμός   δεν συνοδεύονται από σημαντικά προβλήματα. Επικέντρωση στην αφηρημένη  ιδεαλιστική έννοια του Πνεύματος, που διαθέτει μια ιστορικοποιούμενη αλλά και υπεριστορική ουσία,  υιοθέτηση μιας μη ντετερμινιστικής αλλά παρόλα αυτά προβληματικής θεωρητικά τελολογίας, όλα καταλήγουν σε έναν τελικό σκοπό, στο Τέλος της Ιστορίας κ.α.

Η έννοια της Εξέλιξης , η οποία θα τείνει αργότερα να  εμπλέξει με αυτήν  και σε σημαντικό βαθμό να απορροφήσει την έννοια της Προόδου, είναι , επίσης, εξαιρετικά  σημαντική. Έχει μια σειρά από ετερογενείς πηγές και  γιγαντώνεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Στον δε 20ο αιώνα σε όλον τον πλανήτη. Σήμερα, η έννοια της Προόδου , όσον αφορά την ποιοτική κοινωνική βελτίωση έχει σχεδόν εξαλειφθεί, ενώ έχει θριαμβεύσει  συνώνυμο της Εξέλιξης και του εξελικτικισμού.

Όπως εξηγεί ο Σορέλ (σελ. 131-132) , ορισμένες πρώτες όψεις της «εξέλιξης» έχουν συντηρητική και εν μέρει αντεπαναστατική γενεαλογία. Η Ιστορική Σχολή του Δικαίου  (Savigny, Puchta κ.α)  αναπτύσσει μια νομική προβληματική για το Έθιμο που δεν στηρίζεται κυρίως στον έλλογο νομοθέτη αλλά στο διαρκές και υγιώς εξελισσόμενο με σταθερό τρόπο  «ένστικτο του λαού». Μέσω του Εθίμου, όπως έχει γράψει κριτικά ο Μαρξ,  δεσποτικές πρακτικές νομιμοποιούνται ως απορρέουσες από μια υγιή λαϊκή κοινωνική εξέλιξη.  Το παρελθόν ελέγχει το παρόν.

Όμως, οι βασικές πηγές της  έννοιας της Εξέλιξης έρχονται λίγο αργότερα:

  • Είναι η ανάδυση της τεράστιας σημασίας των φυσικών επιστημών και των τεχνολογιών που βασίζονται σε αυτές, ιδίως των τεχνολογικών εφαρμογών στην μεγάλη βιομηχανία ( ατμός και μηχανές καύσης και μετά ηλεκτρισμός).
  • Είναι η άνοδος των θεωριών του Δαρβίνου για την υπερίσχυση στην εξέλιξη των ειδών των καλύτερα προσαρμοζόμενων ειδών και την εξαφάνιση των ασθενέστερων ειδών[36].
  • Είναι η ανάπτυξη κοινωνικών θεωριών, που υποστηρίζουν ότι όπως στην Φύση υπάρχουν  φυσικοί  νόμοι που κατανοούμε και χρησιμοποιούμε για τον μετασχηματισμό της φύσης, ανάλογοι νόμοι μπορούν να ανευρεθούν για την εξέλιξη των κοινωνιών, που να εφαρμόζονται και να λειτουργούν ανάλογα προς τους φυσικούς,  να έχουν βέβαια αποτελέσματα, να ελέγχουν την σχέση αιτίου και αιτιατού. . Οι θεωρίες αυτές δεν αφορούν μόνο την πολιτική Δεξιά, τον ρατσισμό  και αυτό που λέμε «κοινωνικός δαρβινισμός».  Σημαντικό τμήμα του σοσιαλισμού και του μαρξισμού  ήδη από τον 19ο αιώνα στρέφεται προς μια μη διαλεκτική και εξελικτικιστική προσέγγιση των ανθρώπινων κοινωνιών. Ακόμη και ο Ένγκελς στον Αντι-ντύρινγκ, αν και προσπαθεί να συμβιβάσει αυτό το οικοδόμημα με την διαλεκτική,  έχει μια έκσταση προς την ανάπτυξη των θετικών επιστημών και σε μεγάλο βαθμό πιστεύει στην δυνατότητα αντιγραφής στην κοινωνία των νόμων φυσικής και μηχανικής εξέλιξης.   Έτσι, τα στοιχεία της «ανοιχτότητας», της «αντιφατικότητας» της δυνατότητας «οπισθοδρόμησης» των κοινωνιών   και ακόμη και οριακά του τυχαίου υποβαθμίζονται στον μαρξισμό οδηγώντας στον ντετερμινισμό και στον εξελικτικισμο-οικονομισμό της Β’ και της Γ’ Διεθνούς. Η οικονομία από πεδίο ανοιχτών δυνατοτήτων και ανθρώπινης πράξης, και η πολιτική ως παρακολούθημα  της οικονομίας μετατρέπονται σε φυσικό νόμο και σε μηχανική νομοτελειακή κίνηση.
  • Η θεώρηση του Toqueville στο κλασσικό έργο του «Δημοκρατία στην Αμερική» αλλά και άλλων στοχαστών του 19ου αιώνα ότι όλα τα νοήμονα και προοδευτικά έθνη  θα κατευθυνθούν και θα κατατείνουν στο δημοκρατικό πολίτευμα. Πολιτική σύγκλιση με προοδευτικά χαρακτηριστικά όλου του κόσμου.    Δημοκρατία,  στηριγμένη όμως στον πραγματισμό.

Έτσι, σε αντίθεση με μια διαλεκτική και ανοιχτή Πρόοδο, μεταβαίνουμε σε μια γραμμική και εξελικτικιστική  Πρόοδο, η οποία καθιστά την ιστορική κίνηση ένα σχεδόν φυσικό φαινόμενο την ίδια στιγμή που επιβάλλεται επιθετικά στην Φύση στο όνομα της ανθρώπινης Προόδου και κυριαρχίας. Όπως σωστά επισημαίνει στην ανάλυσή του ο Σορέλ , ενώ η αρχική έννοια της Προόδου  μεταβαίνει από το παρόν σε ένα καλύτερο μέλλον, η έννοια της Εξέλιξης βασικά περιγράφει τις νομοτέλειες ή τους κανόνες μετάβασης από το παρελθόν στο παρόν. Η κίνηση από το παρόν στο μέλλον θεωρείται απλή αντιγραφή της προηγούμενης.

Ήδη στην περίοδο από το 1880 ως το 1930, διαμορφώνεται ένας οικονομίστικός και εξελικτικιστικός μαρξισμός και σοσιαλισμός  : στην μεν περίπτωση της σοσιαλδημοκρατίας, βαθμιαίες  κοινωνικές μεταβολές που μαζί με την οικονομική και επιστημονική οργάνωση  και την εξέλιξη της αστικής δημοκρατίας οδηγούν αναπόφευκτα στον Σοσιαλισμό ( ως «μυθικό σκοπό» δικαιοσύνης που θα ολοκληρώσει την Πρόοδο). Στην δε περίπτωση του σταλινικού κομμουνισμού, η βαθμιαία εξέλιξη υποτίθεται ότι αντικαθίσταται από επαναστατικές  ρήξεις και τομές. Όμως, αυτές οι ρήξεις και τομές  οδηγούν στο «μυθικό τέλος» βάσει της μηχανικής κίνησης των παραγωγικών δυνάμεων, είναι παιδιά  της κίνησης των ουδέτερων  παραγωγικών δυνάμεων που συγκρούονται με τις παραγωγικές σχέσεις που πια δεν τις χωρούν.. Οι επαναστάτες αξιοποιούν την κίνηση των παραγωγικών δυνάμεων  και τις αντιφάσεις τους για να προετοιμάσουν την επανάσταση , δεν την κάνουν, αν δεν έχουν ωριμάσει αυτές οι  αντικειμενικές δυνάμεις.  Αν η επανάσταση πετύχει, αφοσιώνονται πλέον στην ανεμπόδιστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Φυσικοί νόμοι και κοινωνικοί νόμοι, επιστημονοτεχνική  κυριαρχία, επιστημονική οργάνωση της οικονομίας και της πολιτικής, αναπόδραστο της κοινωνικής απελευθέρωσης: τα βάθρα της εξελικτικιστικής Προόδου στην Αριστερά.

 

  • Ριζοσπαστικές και μαρξιστικές κριτικές της Προόδου- Ρομαντικός διαφωτισμός

  Όπως αναφέρει ο Μπένγιαμιν, ιδίως στην 9η και στην 11η από τις «Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας», ενώ ο κλασσικός μαρξισμός θεωρεί ότι κολυμπά πάνω  και μέσα στο ρεύμα της Προόδου, ότι η επανάσταση προχωρά αλληλέγγυα με τον τεχνικό πολιτισμό, στην πραγματικότητα ο τεχνικός-επιστημονικός  πολιτισμός , στην μονομέρειά του και στην απομόνωσή του από τις αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης , δεν προχωρά μαζί με τον κομμουνισμό αλλά μαζί με την εδραίωση του ιεραρχικού  καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και την αλλοτριωμένη εργασία, και δεν αναδεικνύει την νίκη των κυριαρχούμενων αλλά μια σειρά από καταστροφές και ήττες σε βάρος των κυριαρχούμενων και νίκες των κυρίαρχων τάξεων. Όσο οι κυριαρχούμενοι ταυτίζονται με την (εργαλειακή, εξελικτική)  Πρόοδο, όσο ταυτίζονται με την εκμετάλλευση και καταστροφή της φύσης, τόσο οδηγούν τον εαυτό τους σε μια σειρά από καταστροφικές ήττες. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μπένγιαμιν, η νίκη της Προόδου είναι η νίκη στην εποχή του τού φασισμού και η διάβρωση του Ιστορικού Υλισμού ( ο Μπένγιαμιν έχει ταξιδέψει στην Μόσχα με αποτέλεσμα να γνωρίζει πόσο ο σταλινικός μαρξισμός συγκλίνει με τον ναζισμό και με την σοσιαλδημοκρατία στην λατρεία της Προόδου[37]).Ο Μπένγιαμιν δεν είναι αντιδιαφωτιστής, είναι ταγμένος με την ρομαντική – διαφωτιστική τάση του μαρξισμού. Υπάρχει αντιδιαφωτιστικός ρομαντισμός αλλά και διαφωτιστικός/ δημοκρατικός  και σοσιαλιστικός  ρομαντισμός , όπως επίσης   δημοκρατική  τεχνοκρατία  και φασιστική τεχνοκρατία.

Ιδίως, η αμφισβήτηση, μερική ή ολική,  της (εξελικτικής ή εξελικτικιστικής )  Προόδου θέτει σοβαρά προβλήματα στο ζήτημα  του οικονομικού υπερκαθορισμού χωρίς αναγκαστικά να αρνείται  τους οικονομικούς προσδιορισμούς. Τι είναι η  εξελικτική Πρόοδος από τον Διαφωτισμό και μετά; Είναι η παρακίνηση για όλο και μεγαλύτερη και ποσοτικότερη οικονομική ανάπτυξη, για όλο και περισσότερα και μεγαλύτερα επιστημονικά-τεχνικά επιτεύγματα. Για όλο και μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στην Φύση μέσα από την κατανόηση, χρήση και μαζική-βιομηχανική κατάχρηση των νόμων της και τελικά και για έλεγχο πάνω στην κοινωνία. Όπως η Φυσική ή η Ιατρική  μας μαθαίνει να κυριαρχούμε πάνω στην Φύση και στο ανθρώπινο σώμα, έτσι και η Κοινωνιολογία μας μαθαίνει τις (σχεδόν φυσικές)  τάσεις και νόμους της κοινωνίας ώστε να κινηθούμε προς δεδομένους κοινωνικούς σκοπούς.  Η φυσικοποίηση των κοινωνικών τάσεων και δυναμικών διαγράφει το κριτήριο της  Πράξης, που είναι καθοριστικό στην ριζοσπαστική εκδοχή του μαρξισμού αλλά και του αναρχισμού[38]. Η απόλυτη χειραφέτηση βάσει της πρακτικής των κοινωνικών νόμων μπορεί να οδηγήσει στην απόλυτη υποδούλωση.

Όπως διαπιστώνουν οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο στην «Διαλεκτική του Διαφωτισμού», ο Λόγος  της Νεωτερικότητας διαπερνάται από μια καίρια αντίφαση. Είναι χειραφετητικός στον βαθμό που ενισχύει την υλική διαβίωση του ανθρώπου και τις δημοκρατικές  και φιλελεύθερες ( ή και σοσιαλιστικές) αξίες και  ταυτόχρονα εργαλειακός/καταπιεστικός/κυριαρχικός  στον βαθμό που προάγει τον πλήρη έλεγχο πάνω στην Φύση (έως και την καταστροφή της) και τον πλήρη έλεγχο του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο , φτάνοντας στον «ορθολογικό» ολοκληρωτισμό. Ο Λόγος περιέχει την χειραφέτηση αλλά και την δόλια κυριαρχία. Είναι ο Προμηθέας, αλλά και ο Οδυσσέας, και ο Σαντ  και ο Μεφιστοφελής. Παρέχει ευτυχία, αλλά με πολύ υψηλό αντάλλαγμα και ρίσκο.Η ίδια η επιστήμη-τεχνική δεν είναι τεχνικό ουδέτερο ζήτημα αλλά συνδέεται με τον ιεραρχικό ταξικό καταμερισμό εργασίας και με τις σχέσεις κυριαρχίας[39].

Στην πιο ήπια μορφή του, ο φιλελεύθερος-δημοκρατικός  καπιταλιστικός Λόγος οδηγεί σε μια ισχυρή   εκμετάλλευση της  Φύσης  και της μισθωτής εργασίας  και στην υπόσχεση μιας κοινωνίας σχετικής παραγωγικής αφθονίας με δημοκρατικά-φιλελεύθερα  καπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Σε μια πιο έντονη και εξτρεμιστική εκδοχή του, ο  τεχνοκρατικός   Διαφωτισμός, έχοντας πάντοτε και αυτός διαφωτιστική και  καπιταλιστική γενεαλογία,    υπόσχεται την δια της υπεραναπτυγμένης επιστήμης-τεχνολογίας αλλά και δια της πολιτικής καταπίεσης  τέλεια ανθρώπινη κοινωνία, την ναζιστική φυλετική κοινωνία ή την σταλινικού τύπου κομμουνιστική κοινωνία. Ένας «τελικός μύθος» δικαιοσύνης προσαρτάται  σε μια εξελικτική διαδικασία.   Η  Πρόοδος ως ολοκληρωτική διαδικασία ελέγχου  είναι πίσω και από τις δύο. Υπάρχουν και άλλες μορφές Εξτρεμιστικού Διαφωτισμού. Η προσπάθεια των ιμπεριαλισμών να οργανώσουν όλο τον πλανήτη καταδυναστεύοντας λαούς και επιβάλλοντας τα συμφέροντά τους αλλά και το πολιτιστικό τους πρότυπο. Η άγρια όψη του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού μετά το 1990, στην προσπάθειά του να υποτάξει τα πάντα στην καπιταλιστική παραγωγή και κατανάλωση, στην υπέρβαση  κάθε ορίου στην καπιταλιστική αξιοποίηση,  στην πλήρη κατάκτηση και εργαλειακή  αξιοποίηση του ίδιου του εσωτερικού του ανθρώπινου σώματος.  . Είναι περιττό να πούμε ότι τα εγχειρήματα ιδίως του Εξτρεμιστικού Διαφωτισμού οδήγησαν σε ετερόκλιτες ολοκληρωτικές κοινωνίες, με την έννοια όχι μόνο της πολιτικής δικτατορίας αλλά και του απόλυτου ελέγχου του κρατικού μηχανισμού και των δικτύων του πάνω στην κοινωνία[40]. Ο σύγχρονος καπιταλισμός ομοίως κινείται σε μια τέτοια ολοκληρωτική  κατεύθυνση.

Ο  γνήσιος σοσιαλισμός, στον βαθμό που είναι  ανθρωπιστικός ,αντιαλλοτριωτικός και αντιεξουσιαστικός ,  δεν χρειάζεται  την προσφυγή στον Εξτρεμιστικό Διαφωτισμό είτε σταλινικού είτε λενινιστικού χαρακτήρα, αν και υπερβαίνει τον αστικοδημοκρατικό Ήπιο Διαφωτισμό, που άλλωστε σε μεγάλο βαθμό έχει εγκαταλειφθεί από τον καπιταλισμό του παρόντος.. Μια τέτοια θεώρηση διερευνά την δυνατότητα ανατροπής του καπιταλισμού και αντικατάστασής του από μια δίκαιη , ελεύθερη, δημοκρατική  και εξισωτική -κατά το δυνατόν- κοινωνία. Δεν ελπίζει στην πλήρη και απόλυτη  κατάργηση μορφών ανισότητας, καταπίεσης και εκμετάλλευσης, παρά μόνο στην κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (κοινωνική και όχι  απλώς κρατική)-γιατί η απόλυτη κατάργηση όλων των μορφών ανισότητας και εξουσίας χωρίς όρια , όπως έχει δείξει και ο Φουκώ στο πλούσιο έργο του, ο απεριόριστος κομμουνισμός (Μπιτσάκης[41]),  τείνει   προς  καταστάσεις μη προσβάσιμες στην Ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών, ακόμη και των πιο «ιθαγενικών» ή «πρωτόγονων» ακόμη, συμβατικά μιλώντας.  Πιστεύει σε μια συνεταιριστική -κοινοτική δημοκρατία ή συνομοσπονδία δημοκρατιών,, αφού η δημοκρατία και η συλλογική αυτοδιεύθυνση  είναι διαδικασία επικοινωνίας και συναπόφασης των ανθρώπων και των παραγωγών και όχι απλώς  μορφή του  ταξικού κράτους, όπως πίστευαν ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι, πιθανόν και ο Μαρξ. Δεν πιστεύει στην αντικατάσταση της πολιτικής από την σκέτη οικονομία, αφού σε μια δίκαιη κοινωνία η οικονομία και η πολιτική είναι μη κρατικές ούτε ιδιωτικές αλλά κοινωνικά αδιαχώριστες. Ούτε πιστεύει στην κατάργηση των εθνικών πολιτισμικών διαφορών.

Ο ανθρωπιστικός και αντιαλλοτριωτικός σοσιαλισμός είναι ένα εγχείρημα, σε μεγάλο βαθμό,  εναντίον της Προόδου ( με την παραπάνω  γραμμική, εξελικτική  και εργαλειακή, ανελεύθερη και κυριαρχική έννοια, όχι με την έννοια της επιστημονικής και κοινωνικής-πολιτικής  βελτίωσης) και  υπέρ της αναβαθμισμένης τεχνοεπιστημονικά  εξισωτικής  επιστροφής στις αξίες των κοινοτήτων και κομμουνών που προϋπήρξαν του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Στον βαθμό που ο σοσιαλισμός στρέφεται κατά της αυτονομίας της οικονομίας και κατά της αυτονομίας της επιστήμης-τεχνολογίας από τις ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες και  από την κοινωνική συνεργασία, είναι ένα αντι-οικονομικό και αντι-τεχνοκρατικό πολιτικό και κοινωνικό διακύβευμα.   Σε όλη την κρίσιμη περίοδο του 19ου και του 20ου αιώνα, όταν η επανάσταση ήταν ανθρωπολογικά πιθανότερη από ό,τι σήμερα, το επαναστατικό διακύβευμα και εγχείρημα υπονομεύθηκε από την Πρόοδο, την υπερανάπτυξη, τον τεχνοκρατισμό, τον οικονομισμό και  την αντιμετώπιση του πλανήτη και του ανθρώπου ως πεδίου μιας απεριόριστης κυριαρχίας. Η ανάπτυξη στα λεγόμενα «σοσιαλιστικά» καθεστώτα ήταν ουσιαστικά ιδιόμορφη  καπιταλιστική ανάπτυξη όχι μόνο γιατί διατήρησε το χρήμα, το εμπόρευμα, την μισθωτή σκλαβιά, την εισοδηματική ανισότητα, τον καταμερισμό διεύθυνσης εκτέλεσης και τον χωρισμό πόλης και υπαίθρου ή τον κρατικό και εργοστασιακό δεσποτισμό, αλλά κυρίως γιατί υποτάχθηκε στο πρόταγμα της  εξτρεμιστικής Προόδου, γιατί κατέστρεψε οικολογικά μεγάλες εκτάσεις, γιατί υπέταξε τους ανθρώπους  και τους πόρους της μη ανθρώπινης φύσης στο Μεγάλο Εργοτάξιο   και γιατί αναπόφευκτα οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι μόνο μια κλειστή φωτισμένη ομάδα μπορεί να οδηγήσει την κοινωνία μέσω της Κοιλάδας των Δακρύων στον Παράδεισο του Κομμουνισμού[42].  Η Πρόοδος σε αυτόν τον «σοσιαλισμό» ( βλ. και υπόθεση Τσερνομπίλ  το 1986 στην ΕΣΣΔ κα.) ήταν μια εξτρεμιστική αντιγραφή των καπιταλιστικών ιδεωδών, σε συνδυασμό με τους μηχανικούς οικονομικούς νόμους (που δεν υπάρχουν καθόλου  στην πραγματικότητα, η πραγματικότητα είναι διαλεκτική και επίσης εμπεριέχει όψεις τυχαιότητας) και με μια μονοθεϊστική πίστη σε μια αποκαλυπτική- μεσσιανική Έκβαση, το Δικό μας Τέλος της Ιστορίας.  Πίστη όχι ξένη στην ιουδαιοχριστιανική μας πολιτισμική παράδοση. Μπορεί κανείς κιόλας να πει ότι ο «Υπαρκτός Σοσιαλισμός», και με ριζικά άλλο τρόπο  και ιδεολογία, πιο απάνθρωπη και σαρκοβόρα, ο φασισμός-ναζισμός, ήταν εξτρεμιστικές εκδοχές της καπιταλιστικής Προόδου.

Το οικολογικό κίνημα, προτού εξελιχθεί εν μέρει σε μια οικοκαπιταλιστική μεγάλη επιχείρηση, επικεντρωμένη μόνο στην κλιματική αλλαγή,  αναγέννησε  με υπέροχο τρόπο τις προηγούμενες δεκαετίες αυτήν την προβληματική, των ορίων της  απόλυτης κυριαρχίας πάνω στην Φύση αλλά   του σεβασμού σε αυτήν και της αρμονικής συνύπαρξης με αυτήν, των περιορισμένων παρεμβάσεων σε αυτήν, του «σοσιαλισμού του πεπερασμένου» . Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται τα κινήματα της λεγόμενης «Αποανάπτυξης»[43] ( που δεν την κατανοούμε ως  πλήρη απουσία εργασίας ή παραγωγικής διαδικασίας αλλά ως μια συμβατότητα εργασίας και περιβάλλοντος, συνδεδεμένη και με μια πλανητικά σχεδιασμένη απομείωση και όχι επιτάχυνση των παραγωγικών δυνάμεων, και με μια αποεπιτάχυνση-επιβράδυνση  ( όχι κατάργηση αλλά βραδύτερη εξέλιξη) της ανακύκλησης της τεχνολογίας και των τεχνολογικών καινοτομιών ως μορφών των παραγωγικών δυνάμεων.  Πίσω από αυτήν την κριτική στην Πρόοδο, υπάρχουν ποικίλες σοσιαλιστικές ή έστω κριτικές παραδόσεις, ξένες προς τον οικονομισμό και την τεχνοκρατία, που θεωρούμε δικές μας.. Αναφέραμε ήδη κάποιες. Επιπλέον, το έργο του Βάλτερ Μπένγιαμιν και αυτά που γράφει στις «Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας» , όπου η  (εργαλειακή) Πρόοδος ταυτίζεται με μια σειρά διαδοχικών ηττών των κινημάτων των υποτελών και εκμεταλλευόμενων τάξεων στην Ιστορία. Ο Άγγελος της Ιστορίας αποστρέφει το βλέμμα του από την Πρόοδο -Σώρευση των Ηττών. Το έργο του Ουίλιαμ Μόρρις με την επανεκτίμηση  και διάθεση ανάκτησης των αξιών των αγροτικών και προκαπιταλιστικών κοινοτήτων στην Αγγλία. Οι αναζητήσεις των ουτοπικών σοσιαλιστών. Το έργο του φιλοσόφου  Έρνστ Μπλοχ για την επανεκτίμηση του έργου του  προκαπιταλιστικού τεχνίτη σε αντίθεση με την μαζική καπιταλιστική παραγωγή, που συναντά σε ορισμένα σημεία  την κριτική της Σχολής της Φραγκφούρτης στην μαζική παραγωγή και μαζική κατανάλωση του φτηνού γούστου. Το έργο του Χέρμπερτ  Μαρκούζε για την ανάγκη μιας σύγκρουσης με τον κλασσικό παραγωγικό πολιτισμό, που επίσης επηρέασε έντονα ιδίως τα αμερικάνικα κινήματα του 1968. Τα κινήματα της Αντιψυχιατρικής (Cooper, Laing, Szasz κ.π.α.)  και η συνάντησή τους με την σκέψη και το έργο του Φουκώ. Το κίνημα του Γκυ Ντεμπόρ και των Καταστασιακων κατά της παραγωγικής -εμπορευματικής ανάδυσης του Θεάματος ως της ύψιστης μορφής του φετιχισμού του εμπορεύματος ( Α’ Τόμος του «Κεφαλαίου» ) και των επιδράσεών του στην πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή.

  Στον ύστερο ή μετανεωτερικό καπιταλισμό ( από το 1968 ως σήμερα, και πιο εντατικά από το 1989 μέχρι σήμερα) το ζήτημα ενός αντιαλλοτριωτικού σοσιαλισμού ή κομμουνισμού  είναι πολύ δύσκολο αλλά και επιτακτικά  επίκαιρο, καθώς συναντά και καινούρια προβλήματα. Η αναπτυξιολατρεία συνεχίζει και επεκτείνεται με νέες μορφές. Στην Κίνα και στις αναπτυσσόμενες χώρες με τις κλασσικές βιομηχανικές παραγωγικές μορφές, το Μεγάλο Εργοστάσιο. Στην Δύση, ένα δίκτυο υπεραναπτυγμένων τεχνολογικά μονάδων ή θυλάκων  με σχετικά ειδικευμένους εργαζόμενους,  σε συνδυασμό με πολύ λιγότερες κλασσικές μεταποιητικές επιχειρήσεις, μεταφορές κλπ  με κυρίως  μεταναστευτικό δυναμικό και με τεράστιες τεχνολογικές πλατφόρμες υπηρεσιών που απασχολούν κυρίως ανειδίκευτους νεαρούς πρεκάριους. Επιπλέον, λόγω της διαρκούς κρίσης πτώσης του ποσοστού κέρδους, έντονη χρηματιστικοποίηση του κεφαλαίου και παραγωγή χρήματος αποκλειστικά από χρήμα. Όψεις παρασιτισμού του ύστερου καπιταλισμού. Δεν θα μπούμε εδώ στα δύσκολα προβλήματα οργάνωσης και συντονισμού της σύγχρονης πολύμορφης εργατικής τάξης. Θα μας απασχολήσει το ζήτημα των νέων όψεων αλλοτρίωσης και θεαματοποίησης του πολιτισμού στον ύστερο καπιταλισμό :

-ένταση της οικονομικής αλλοτρίωσης , φτώχεια των εργαζομένων και των υποτελών τάξεων, πλέον όχι μόνο σχετική αλλά και απόλυτη,  πλήρης απόσπαση της παραγωγικής και οικονομικής διαδικασίας από την συνείδηση των ανθρώπων. Απολυτοποίηση των αξιών της οικονομίας στο ιδεολογικό επίπεδο. Συγκεντροποίηση της εξουσίας και του πλούτου σε ελάχιστα χέρια.

-ένταση της πολιτικής αλλοτρίωσης, πολιτικό σύστημα απόλυτα κλειστό στους πολίτες και κατοίκους της χώρας, μεταδημοκρατία στην Δύση.

-όψεις κατάργησης της εθνικής ταυτότητας, της οικογένειας και άλλων παραδοσιακών κοινωνικών δεσμών, που δεν ήταν μόνο καταπιεστικοί θεσμοί ή Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του αστικού κράτους,  αλλά και όψεις καταφυγής από την κυριαρχία της οικονομίας. Κονφορμιστική οργάνωση του πολιτισμού που παντρεύεται με τον ατομικισμό. 

-σεξουαλική σύγχυση. Μεταξύ παντοδυναμίας- μη ορίων- της σεξουαλικής επιθυμίας, που μπορεί να οδηγεί και στην έμφυλη βία,  και  πουριτανισμού της πολιτικής ορθότητας. Μεταξύ υπαρκτών ανισοτήτων μεταξύ  των φύλων και ακραίων ιδεολογιών εξάλειψης των έμφυλων χαρακτηριστικών ως δήθεν κατασκευασμένων και μόνο.  Επίσης, η μείωση των παλιών στερεοτύπων και ρόλων αφήνει εκκρεμές το ζήτημα τι είναι σήμερα τα φύλα, τι είναι η αρρενωπότητα και τι η θηλυκότητα, γεγονός με τραγικά αποτελέσματα και ψυχικές  παραμορφώσεις.  

– κυριαρχία των τεχνολογικών επιτευγμάτων και μιας αυστηρά ψηφιακής επικοινωνίας πάνω στους ανθρώπους (που εντείνεται από την επιδημία του Covid).   

-ομοιωματοποίηση των ιδεολογιών και αποκοπή τους από τις υπαρκτές κοινωνικές συνθήκες. Το έργο του Ζαν Μπωντριγιάρ «Ομοιώματα και προσμομοίωση» (1981,  ελληνική έκδοση ,Πλέθρο 2018), επηρεασμένο άμεσα από την ντεμπορική κριτική του Θεάματος,  μας παρέχει σημαντικά εργαλεία για την κατανόηση της μεταστροφής και μετασχηματισμού των ιδεολογιών σήμερα σε «όψεις του Θεάματος».

 Η ζωή στον 21ο αιώνα εμφανίζεται ως μια αναπαράσταση  της ύπαρξης χωρίς προοπτικό βάθος, με λίγα γνήσια συναισθήματα και χωρίς μελλοντική προσδοκία βελτίωσης ή και καν αλλαγής ( Mark Fischer “The slow cancellation of the future” , στο διαδίκτυο). Είναι ένας αιώνας του ζόφου.

 

Το μόνο σοβαρό ενδιαφέρον των ανθρώπων, πέρα από την γυμνή οικονομική επιβίωση, έγκειται στην διαρκή και απεριόριστη  τεχνολογική καινοτομία, η οποία καθιστά κάθε προϊόν-αντικείμενο του πόθου πολύ σύντομα passe, ξεπερασμένο σε ελάχιστο διάστημα (acceleration, ανακύκληση του τεχνολογικού εμπορεύματος πολύ σύντομα).  Η οποία επικεντρώνεται στην διαρκή εικονική έκθεση αλλά και ακύρωση του εαυτού μας και των άλλων.  Η οποία εκτοπίζει κάθε πνευματική αξία, στον βαθμό που το πνεύμα δεν εξαντλείται  στην πατενταρισμένη από το μεγάλο κεφάλαιο τεχνική «καινοτομία». Περίπου το ίδιο ισχύει και για τις ανθρώπινες σχέσεις, φιλικές και ερωτικές: οι άνθρωποι και των δύο φύλων  καταναλώνουν γρήγορα ο ένας τον άλλο, δεν έχουν συναισθηματική  «νομιμοφροσύνη», ή  καταναλώνουν το πολύ πολύ την συμβατικότητα. Οι άνθρωποι είναι οργισμένοι αλλά δεν ξέρουν γιατί, ούτε επαναστατούν: κυρίως είναι οργισμένοι γιατί ασυνείδητα ξέρουν ότι ζουν μη κοινωνικά, είναι μόνοι τους και επίσης ξέρουν ότι αυτό δεν είναι υπερβατό σε αυτήν την κοινωνική οργάνωση. Επίσης, είναι οργισμένοι επειδή η  ναρκισσιστική ανατροφή τους τούς διδάσκει ότι είναι παντοδύναμοι-χωρίς όρια στην συμπεριφορά τους προς τους άλλους- αλλά η  στοιχειώδης αναπαραγωγή της κοινωνικής πραγματικότητας καθώς και η αναγκαία εμφάνιση  των ορίων στις ανθρώπινες σχέσεις τούς «επιβάλλει» απαγορεύσεις  που θεωρούν  λόγω διαμόρφωσης παράλογες. Εξ αυτού  γίνονται βίαιοι-συχνά και φονικοί. Το σύστημα καλλιεργεί αυτό που η ψυχιατρική ορίζει ως δομικά αντιφατικά μηνύματα, ως Διπλό Δεσμό ( Double Bind).

Οι ιδεολογίες που κάποτε ήταν ισχυρές, γιατί εξέφραζαν πραγματικούς δεσμούς με τους υλικούς όρους κοινωνικής ύπαρξης, και που καλλιεργούσαν πρακτικές μεταβολής του κόσμου είναι πλέον, όχι απόλυτα αλλά σε μεγάλο βαθμό,  Ομοιώματα, κατά την έννοια του Μπωντριγιάρ , των παρελθοντικών τους μορφών. Όσοι ενδιαφέρονται για τις ιδεολογίες, το κάνουν με έναν μη υλιστικό και αποκρυφιστικό σχεδόν τρόπο, με τον τρόπο των θρησκευτικών σεκτών..  Με λίγα λόγια, οι άνθρωποι πιάνονται  ψευδαισθητικά από το παρελθόν, γιατί το  Μέλλον με την έννοια της   προσδοκίας δεν υφίσταται και γιατί η διαρκής παροντικότητα, που διατρέχει αυτόν τον πολιτισμό, τους είναι αφόρητη. Όπως έχει αναλύσει ο Μπωντριγιάρ, τα συμβολικά Ομοιώματα της πολιτικής και των ιδεολογιών του παρελθόντος ( αναφορά στον φιλελευθερισμό, την δημοκρατία, τον κομμουνισμό, ακόμη και τον συντηρητισμό)  δεν έχουν πια δεσμό με πραγματικές κοινωνικές τάσεις. Ακόμη και όταν εμφανίζονται τέτοιες τάσεις ή μορφές αγώνα, δεν μπορούν ικανοποιητικά να αναγνωρισθούν μέσα από τις παλιές μορφές, και προκύπτει, αν θέλει κανείς να απαλλαγεί από την  παραλυτική μαγεία της ψευδαίσθησης, η ανάγκη εύρεσης νέων προσδιορισμών ή ριζικά νέων χρήσεων των παλιών.

Τα Ομοιώματα στον χώρο της κοινωνικής ύπαρξης ή της ιδεολογίας δεν αποτελούν μόνο μορφές ψεύδους ή φενακιστικής παραμόρφωσης της πραγματικότητας. Ή όπως θα έλεγε ο Αλτουσέρ μια φανταστική σχέση με τους πραγματικούς όρους ύπαρξής μας, που είναι ένας πιο κομψός τρόπος για να ταυτίσεις την Ιδεολογία με την ψευδή συνείδηση. Υπάρχουν για να αποκρύπτουν έντεχνα την απουσία νοήματος πίσω από την  εξωτερική μορφή τους. Υπάρχουν ως προσωπεία του ανύπαρκτου και απόντος Άλλου. Η εύκολη ψηφιακή επικοινωνία ενισχύει τον ρόλο των Ιδεολογιών -Ομοιωμάτων και τα φυλετοποιεί, δημιουργεί μια φυλετική ( tribal) κοινωνικότητα γύρω από την μη υλική τους σημαία. Τα ιδεολογικά ομοιώματα, όπως και τα τεχνολογικά καταναλωτικά ομοιώματα  , όπου η φαντασία της παντοδυναμίας μέσα από την τεχνολογία ερεθίζει το μυαλό , αλλά και αποκρύπτει τον βαθύ υπαρξιακό ακρωτηριασμό του σύγχρονου ανθρώπου, είναι απολύτως  αναγκαία θρησκευτικά συμπληρώματα σε έναν μη θρησκευτικό κόσμο, σαν αυτόν της Δύσης. Χωρίς αυτά τα ψηφιακά και άσαρκα σύμβολα ( είμαστε όλοι με τα δικαιώματα, με την δικαιοσύνη, με τους μετανάστες,   με τον αντικαπιταλισμό, με την Πρόοδο κλπ- Αριστερά- είμαστε όλοι με τον νόμο και τάξη, με την εθνική καθαρότητα, με  την οικονομική ελευθερία, Δεξιά  ),που επιδέχονται μόνο φιλάθλους και όχι δομές κριτικής σκέψης ή δημοσίου διαλόγου, ο πολιτισμός ίσως θα κατέρρεε πολύ πιο γρήγορα, η κοινωνική συνοχή, που εδράζεται πια σε μια πολυπολική αρχιτεκτονική, θα κατέρρεε επίσης,  και η απελπισία θα εξαπλωνόταν γρηγορότερα. Όπως έγραφε   ο Μαρξ στην δεκαετία του 1840 , η θρησκεία είναι το όπιο του λαού, η ψυχή ενός κόσμου που δεν έχει ψυχή ( Καρλ Μαρξ «Κείμενα από την Δεκαετία του 1840», Αθήνα 2014, ΚΨΜ, μετάφραση-επιμέλεια Θανάσης Γκιούρας, σελ. 148). Η Οικονομία και η Τεχνική Πρόοδος έχουν σε μεγάλο βαθμό αντικαταστήσει, ιδίως στην συμβολική-ομοιωματική τους διάσταση, την παραδοσιακή θρησκεία, είναι οι βασικές κοσμικές θρησκείες του 21ου αιώνα. Η επιστροφή τμημάτων των κοινωνιών στην παραδοσιακή θρησκευτικότητα  δείχνει την παρηγορητική ανεπάρκεια των κοσμικών θρησκειών που στηρίζονται κυρίως  στον τεχνικό πολιτισμό.

Επίσης, όπως και πάλι υποστηρίζει ο Μπένγιαμιν στις «Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας», το Ομοίωμα άπτεται μιας παλιότερης μορφής από αυτό: της τάσης του ιστορικιστή φιλοσόφου να ανακατασκευάζει το παρόν σαν να ήταν παρελθόν αλλά και το παρελθόν σαν να καθορίζεται από τις επόμενες ιστορικές εκβάσεις. Στην πραγματικότητα, μας λέει ο Μπένγιαμιν, ο μόνος τρόπος για να γνωρίσουμε το παρελθόν είναι να το προσεγγίσουμε σαν να μην ξέραμε τίποτε για την μεταγενέστερη έκβαση.

Το πιο λατρευτό σήμερα Ομοίωμα, μαζί με το Ομοίωμα της τεχνολογίας και της επιτάχυνσης, είναι το Ομοίωμα της Οικονομίας και σε συνάφεια με αυτό το Ομοίωμα της  Τεχνικής και το Ομοίωμα της Παραγωγικής Εργασίας. Βεβαίως,  το Ομοίωμα της Οικονομίας δεν είναι μόνο Ομοίωμα,  είναι και γνήσια κεντρική  ηθική και κοινωνική αξία και εργασιακό κίνητρο του ύστερου καπιταλισμού, η αποκλειστική ίσως. Ομοίωμα είναι κυρίως στον βαθμό  που αποσυνδέεται σταδιακά και αφανώς  από όλα αυτά που χαρακτήριζαν την οικονομία ιστορικά: από την ανθρώπινη εργασία και την κοινωνική της αξία, από την παραγωγή υλικών αγαθών, από μια παραγωγική διαδικασία  κοινωνική και στηριγμένη σε μια στοιχειώδη τοπική και εδαφική συνύπαρξη. Με τους όρους του Μπωντριγιάρ στο έργο του «Ο καθρέφτης της παραγωγής», μας κυριαρχεί ένα σημαίνον που όλο και λιγότερο προσδιορίζεται από   κάποιο υλικό σημαινόμενο. Το ίδιο το χρήμα και η αϋλοποίηση ψηφιοποίησή του οδηγεί σε ένα σύστημα ανταλλαγής αξιών, όπου οι αξίες αυτές ούτε ανάγονται πλήρως στην αφηρημένη κοινωνική εργασία ορισμένου χρόνου αλλά και ούτε παίρνουν την μορφή εμπορευμάτων ή του εμπορεύματος των εμπορευμάτων που είναι το υλικό χρήμα. Δεν είναι πια ένα σύμβολο μόνο αλλά ένα άυλο σύμβολο. Από την εποχή του χρήματος-μετάλλου ή του χρήματος που αντιστοιχεί σε  πολύτιμο μέταλλο σε μια εποχή όπου ολοκληρώνεται ο ρόλος του χρήματος ως άυλου εμπορεύματος των εμπορευμάτων  χωρίς καμία υφή, ι ως καθαρά αφηρημένου συμβόλου.

Η αναπαράσταση και βίωση της ζωής μέσω  Ομοιωμάτων που ουσιαστικά είναι φαντάσματα προηγουμένων υπάρξεων, συνδέεται αρμονικά με τον κατακερματισμένο και σπαραγμένο κόσμο του ύστερου καπιταλισμού και της μετανεωτερικότητας[44]. Ένα πολυπολικό και πολυφυλετικό κόσμο όπου οι άνθρωποι αποσύρονται από τον «κοινό» κόσμο  σε παράλληλους κόσμους και όπου η κυριαρχία λειτουργεί ως ο τροχονόμος και παιδονόμος ανάμεσα στα διαφορετικά matrix-es. Ο δικαιωματισμός και οι πολιτικές ταυτοτήτων είναι μια από τις πιο κλασσικές μορφές μιας φυλετικής, ατομικιστικής  αλλά και κονφορμιστικής    κοινωνίας.

 

4. Ιντερμέντζο : η Υπαρκτή Αριστερά και τα εμβόλια κατά του Covid 19

H πλανητική κρίση που προέκυψε από την επιδημία του Covid 19 ανέδειξε μια αναδιάταξη των πολιτικών διαχωριστικών γραμμών. Οι οργανώσεις ή κόμματα που αναφέρονται ή ορίζονται από την παράδοση της Αριστεράς και του μαρξισμού είναι αυτές που υποστήριξαν και υποστηρίζουν όχι μόνο τα πιο καταπιεστικά κρατικά μέτρα  (έμμεσα ακόμη και τον υποχρεωτικό εμβολιασμό  δια του επιχειρήματος του «καθολικού εμβολιασμού», που δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο ως νομικά υποχρεωτικός, μέσω κυρώσεων στους μη συμμορφούμενους) αλλά και εκείνο το τμήμα του πολιτικού φάσματος που αρνείται πιο πεισματικά από όλους  την αυτοϋπευθυνότητα των ανθρώπων και χαρακτηρίζει όσους δεν επιθυμούν να εμβολιασθούν ως παράλογους, ανορθολογικούς, ακροδεξιούς και «ψεκασμένους» και μάλιστα συλλήβδην.

Η στάση αυτή είναι μια έντονα τεχνοκρατική στάση, που στα απώτατα όριά της προσεγγίζει τον ακραίο τεχνοκαπιταλισμό,  τον τεχνοφασισμό.  Ας ληφθούν εδώ υπόψιν και μαρξιστικές σχολές τεχνοκρατικής σκέψης όπως πχ η Λογική της Ιστορίας του φιλοσόφου Βαζιούλιν , η οποία διαβάζει την ήττα του κομμουνισμού στον 20ο αιώνα από το γεγονός ότι ο Στάλιν και η ομάδα του δεν διέθεταν τα κομπιούτερ της τέταρτης τεχνολογικής επανάστασης (κατά την γνώμη μας άποψη άδικη ακόμη και ως προς το έργο του Στάλιν: ο Στάλιν χρησιμοποίησε εκτατικά και εντατικά ό,τι καλύτερο τεχνολογικά διέθετε η εποχή του, αλλού ήταν το πρόβλημα). Αυτό το τμήμα του πολιτικού φάσματος ( η Υπαρκτή Αριστερά) είναι μεθυσμένο και «εξαρτημένο» από τον  σύγχρονο  τεχνικό πολιτισμό και την ειδική του μορφή ορθολογικότητας, και ακόμη παραπάνω από την υποταγή του τεχνικού πολιτισμού στα κελεύσματα της πολιτικής και κοινωνικής κυριάρχησης από το κεφάλαιο. Έχει χάσει κάθε επαφή με εκείνη την μαρξιστική ή και αναρχική τάση που έχει ιστορικά ασκήσει κριτική στον επιστημονισμό και στην τεχνοκρατία, και θεωρεί (αφελώς) ότι αυτή είναι η πιο γνήσια υποστηρίκτρια του τεχνικού πολιτισμού, τον οποίον το κεφάλαιο δήθεν προδίδει και εγκαταλείπει. Αυτή η μομφή ή η επίκριση στο κεφάλαιο είναι ψευδής και ανυπόστατη , για να είμαστε τίμιοι. Δεν μπορείς να γίνεις περισσότερο φιλοκαπιταλιστής από το κεφάλαιο.  Το κεφάλαιο δεν υπο-αναπτύσσει, συνολικά μιλώντας,  τις παραγωγικές δυνάμεις ούτε ακόμη παραπάνω υπο-αναπτύσσει τον τεχνολογικό πολιτισμό  (Ζivilisation, civilization, ). Αυτό που υπο-αναπτύσσει είναι ο πνευματικός πολιτισμός και οι αξίες του  (Culture,Kultur), τα κοινωνικά-εργασιακά δικαιώματα  καθώς  και η ανθρώπινη ελευθερία. Είναι  σωστό να υποστηριχθεί ότι στις μητροπόλεις της Δύσης  υπάρχει ένα σχετικό παραγωγικό μπλοκάρισμα λόγω της κρίσης του μέσου ποσοστού κέρδους ( βλ. σχετικά στην θεωρία των κρίσεων υπερσυσσώρευσης, Τρίτος Τόμος του «Κεφαλαίου»)  και οπωσδήποτε έχει προχωρήσει η υλική αποβιομηχάνιση στις μητροπόλεις της Δύσης , αφού η σχετική παραγωγική υλικών εμπορευμάτων έχει μετατοπισθεί στον αναπτυσσόμενο κόσμο, την πρώην περιφέρεια της Ανατολής, που  ένα τμήμα του έχει καταστεί  πια υπερμητρόπολη. Όμως, στην πραγματικότητα, αν ληφθεί υπόψιν και η παραγωγή άϋλων εμπορευμάτων (υπηρεσίες, δίκτυα) αλλά και το συνολικό παραγωγικό δυναμικό του πλανήτη, παρά  την καπιταλιστική κρίση, ο σύγχρονος καπιταλισμός  και υπερπαράγει πολλών ειδών εμπορεύματα και υπερπαράγει επιστημονικό- τεχνολογικό δυναμικό και δυνατότητες. Μάλιστα, παράγει τεχνολογικό δυναμικό σε τέτοια κλίμακα και με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτό όλο και περισσότερο να  εκφεύγει των ηθικών, δημοκρατικών  και φιλελεύθερων πολιτικά ορίων και ελέγχων  και να κινείται στην πλήρη ανακατασκευή του ανθρώπινου είδους μέσω γενετικών και πληροφορικών-κυβερνητικών τροποποιήσεων ( με την έννοια της Κυβερνητικης).Η Υπαρκτή Αριστερά όχι μόνο δεν θέλει να βάλει ηθικά, οικολογικά και κοινωνικά όρια στην υπερανάπτυξη της τεχνολογίας ( πχ αραιότερη ανακύκληση των πληροφορικών συσκευών, έλεγχος στην χρήση τους από παιδιά και εφήβους, μελέτη αντικοινωνικών τους όψεων, κέρδος χρόνου εκτός του κυβερνοχώρου για τις άμεσες ανθρώπινες σχέσεις και εκπαίδευση των ανθρώπων γι’ αυτό ) αλλά είναι αυτή που πλειοδοτεί στην εξτρεμιστική Δυστοπία,  στον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο της καπιταλιστικής τεχνοκρατίας, στην κοινωνική αποστασιοποίηση, στην ανθρώπινη επαφή μέσω ψηφιακών συσκευών και μόνο κλπ  Το βαφτίζει μάλιστα άνοιγμα στις απεριόριστες  «νέες ανθρώπινες ανάγκες». Η στάση αυτή δεν είναι μια απλή υπεράσπιση κατακτήσεων του τεχνικού πολιτισμού υπέρ της καλύτερης και ασφαλέστερης ανθρώπινης διαβίωσης ή μια άμυνα σε μια απειλητική  αρρώστια . Είναι μια αξιακή ταύτιση με το κυριαρχο κοινωνικό και πολιτικό υπόδειγμα. Διαφοροποιείται από υπαρκτά μειοψηφικά φαινόμενα μιας απόλυτης οπισθοδρόμησης προς τον προνεωτερικό  μαγικό κόσμο, που έχουν ενεργοποιηθεί κυρίως ως αντίδραση ακριβώς λόγω της υπερτεχνολογικής  ανθρώπινης αλλοτρίωσης και σύγχυσης, για να ταυτιστεί με τον πυρήνα των συστημικών αντιλήψεων και σχέσεων, που οδηγούν προς τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό.

Το παράδειγμα της τυφλής υπακοής στην  ελίτ του ιατρικού επαγγέλματος, στην Big Pharma,και στις κρατικές/κυβερνητικές  επιλογές για την υγεία  και της περιφρόνησης προς τον απλό κόσμο που διεκδικεί τις ελευθερίες του, και ιδίως την πιο θεμελιακή, το αυτεξούσιο  στο ανθρώπινο σώμα, δείχνει ότι η από παλιά  υπαρκτή οικονομίστικη και τεχνοκρατική/αλλοτριωτική  όψη ή τάση μέσα στον μαρξισμό, σε συνθήκες κρίσης των απελευθερωτικών ιδεών, έχει απομακρυνθεί από  κάθε πρόταγμα  κοινωνικής ελευθερίας και αυτονομίας  και προωθεί μια Αριστερά που δεν είναι πρωτοπορία των κοινωνικών αγώνων της μισθωτής εργασίας αλλά πρωτοπορία της κοινωνικής τεχνολογίας του κεφαλαίου.

Επιπλέον, ένα σοβαρό ζήτημα που συσκοτίζει η Υπαρκτή Αριστερά  μιλώντας μόνο για την «υγειονομική ασφάλεια»  είναι οι σοβαρές προοπτικές αξιοποίησης των ίδιων των δυναμικών του ανθρώπινου σώματος από το κεφάλαιο. Έχοντας κατακτήσει το κεφάλαιο όλο τον εξωτερικό κόσμο, αποκτά σταδιακά την δυνατότητα, μέσω ιδίως των τεχνολογιών υγείας  α) να επιτηρεί αναλυτικά και περιεκτικά  το ανθρώπινο σώμα β) να παράγει πειθαρχίες και ελέγχους  πάνω σε αυτό (κάμερες, βιομετρικά, συνεχείς μετρήσεις, παρακολούθηση συνεχής )   γ) να επιτείνει ή να αποδυναμώνει ή να τροποποιεί  μέσω ιατρικών επεμβάσεων και υγειονομικών πειθαρχιών όψεις που ήταν κάπως «φυσικές» στο ανθρώπινο είδος δ)  να μειώνει προοπτικά την απόσταση τεχνητού και φυσικού σώματος  (μοντέλο cyborg ). Όλα αυτά δεν σημαίνουν βεβαίως ντε και καλά τσιπάκια ή άλλα απλοϊκά σχήματα ερμηνείας. Σημαίνουν όμως την άνοδο μιας βιοεξουσίας, την οποίαν η Υπαρκτή Αριστερά ως απολογήτρια του νεοκαπιταλισμού άλλοτε την παρασιωπά και άλλοτε την επαινεί κιόλας.

Θυμίζουμε ως προς την στάση της Υπαρκτής Αριστεράς την διετία 2020-2021 :

-Άδικη και ακραία ισοπεδωτική κριτική στον φιλόσοφο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν για την κριτική του στην χρήση της επιδημίας από την εξουσία. Χωρίς να ταυτιζόμαστε με την αρχική του άποψη ότι η επιδημία ήταν ένας ελάσσων κίνδυνος ή σκέτη κατασκευή, πράγμα που αποδείχθηκε μη βάσιμο.  .

-Τυφλή και άκριτη πίστη στην εξελικτική Πρόοδο και στην ουδετερότητα της επιστήμης-τεχνικής, ακόμη και όταν ελέγχεται ολοφάνερα από το μονοπωλιακό πολυεθνικό κεφάλαιο.

-Περιγέλαση στις κοινοτικές και ρομαντικές παραδόσεις, ιδίως αυτές που συνδέονται όχι με τον συντηρητισμό αλλά με την τοπική κοινοτική δημοκρατία, που στηρίζουν ό,τι καλύτερο περιλαμβάνει η μαρξιστική θεωρία, η αναρχική τοποθέτηση   και άλλες κριτικές πολιτικές θεωρίες (πχ Μισέλ Λεβύ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Ουίλιαμ Μόρρις, θεωρία αλλοτρίωσης κλπ) αλλά και τα κοινοτικά ιθαγενικά κινήματα (πχ Λατινική Αμερική).

-Περιγέλαση  και άγνοια ως προς την  ριζοσπαστική κριτική των κινημάτων του 68 κατά του επιστημονισμού. Ακόμη και διακεκριμένοι αριστεροί επιστήμονες αγνοούν σήμερα αυτήν την κριτική.

-Άγνοια ογκώδης της κοινωνιολογικής και φιλοσοφικής κριτικής στην νεωτερική  οργάνωση των επιστημών  και της τεχνολογίας, και  στην σχέση τους με την νεωτερική εξουσία (π.χ.  ρεύμα σκέψης του Φουκώ).

-Άγνοια για την καταστροφή όπου οδήγησε από οικολογική άποψη η υπερανάπτυξη του τεχνολογικού πολιτισμού σε  καπιταλιστική Δύση και σε κρατικοκαπιταλιστική  Ανατολή. Εξάντληση  της πλούσιας οικολογικής αντίληψης στα  στερεότυπα περί «κλιματικής αλλαγής».

– Υπεραισιόδοξη, χαζοχαρούμενη αντίληψη ότι οι ακρότητες του τεχνολογικού πολιτισμού και το κίνημα των εργαζομένων μοιράζονται το ίδιο τραίνο προς την πρόοδο. Πρόοδο, πώς και για ποιους; Ο Μπένγιαμιν έχει απαντήσει στο ερώτημα αυτό πειστικά, αλλά όλοι αντιμετωπίζουν το έργο του ακαδημαϊκά και ως popular philosophy.

-Παρασιώπηση της πλήρους αξιοποίησης του ανθρώπινου σώματος στην διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου.

– Έμμεση επιστροφή στην κουλτούρα σοβιετικού τύπου ότι μια γραφειοκρατία ή μια τεχνοκρατία μπορεί να οδηγεί τα «αμόρφωτα» μέλη της κοινωνίας σαν να είναι πρόβατα.

-Εναγκαλισμός όχι μόνο με την τεχνοκρατία  της ιατρικής ελίτ και των μεγάλων επιχειρήσεων αλλά και με τον κρατισμό, κοινωνικός κονφορμισμός.

– Δημιουργία μιας λογικής «σέκτας» , όπου οι άνθρωποι δεν διαλέγονται με λογικά επιχειρήματα αλλά  με «ομολογίες πίστης» και με φανατισμό, ο οποίος συντονίζεται από τους κρατικούς μηχανισμούς.

-Λογοκρισία, μη ανοχή , εύκολος χαρακτηρισμός  κατά εναλλακτικών πολιτικών ή επιστημονικών  προσεγγίσεων στο θέμα του covid και της θεραπείας του.

Που οδηγούν αυτά : μα είναι προφανές, στην οικοδόμηση μιας Αριστεράς του Κεφαλαίου και της καταστροφής του πολιτικού και ηθικού αξιακού περεχομένου της παράδοσής μας, της παράδοσης του εργατικού κινήματος.

  • Η οικονομία και μάλιστα η υπερκαπιταλιστική οικονομία ως απώτατο κριτήριο και κίνητρο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αξιολόγηση της υγείας και του ανθρώπινου σώματος ως παραμέτρων βασικά της καπιταλιστικής οικονομίας, παραγωγικής ή μη παραγωγικής.  

  

5.Ο Μαρξ, ο Κόμπντεν, η Σχολή του Μάντσεστερ, οι Βρετανοί στην Ινδία : η οικονομία απελευθερώνει (;;;) 

Μια παράδοξη διατύπωση του  Ιταλού μαρξιστή και ιδρυτή του ΚΚ Ιταλίας  Αμαντέο Μπορντίγκα στο έργο του “Marxism of the  Stammerers”  ( Marxist Internet Archive , 1952) παρουσιάζει σημαντικό θεωρητικό ενδιαφέρον. Χαρακτηρίζει   το Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Μαρξ-Ένγκελς ως Απολογία υπέρ  της Αστικής Τάξης ( Una apologia por la borghesia). Η διατύπωση αυτή είναι υπερβολική έως ακραία και άδικη  για ένα έργο που συνέβαλε τόσο καθοριστικά στην άνοδο του εργατικού κινήματος και των ιδεών του σοσιαλισμού και κομμουνισμού  διεθνώς. Άλλωστε, ο Μπορντίγκα  συχνά χρησιμοποιεί μια γλώσσα δύσκαμπτη, σεχταριστική  και δογματική, παρά το σημαντικό του πολιτικό και θεωρητικό έργο.

Όμως, η διατύπωση ενέχει έναν σημαντικό κόκκο  ορθότητας  και αναλυτικής αλήθειας όπου και θα σταθούμε. Συνδέεται και με την ιδιαίτερη θεωρητική τοποθέτηση του ίδιου του Μπορντίγκα κατά την οποίαν ο καπιταλισμός τόσο στην παραγωγή όσο και στην κυκλοφορία είναι η πιο προωθημένη εμπορευματοχρηματική μορφή, η μορφή που κατ’ εξοχήν στηρίζεται στην παραγωγή και πώληση εμπορευμάτων. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο δεν είναι μόνο η προτεραιότητα της ταξικής πάλης στην Ιστορία,    η συνοπτική παρουσίαση των αντιφάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η τοποθέτηση (υπεραισιόδοξη) πάνω στην σοσιαλιστική  επανάσταση που έρχεται, η κριτική στις αστικές ιδεολογικές αντιλήψεις, η παρουσίαση των στόχων του εργατικού κινήματος και της κίνησης των Κομμουνιστών στην Γερμανία, η παράθεση των «ψευδών» σοσιαλισμών.

Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο περιέχει σε ορισμένα χωρία του  μια έντονα θαυμαστική και εξυμνητική  στάση απέναντι στην καπιταλιστική Πρόοδο[45].  Ιδίως το ελεύθερο εξαγωγικό εμπόριο των ισχυρών ήδη καπιταλιστικών χωρών, βασικά της Βρετανίας, είναι αυτό που διεισδύει στον προκαπιταλιστικό και «υπανάπτυκτο» κόσμο και καταστρέφει τις οπισθοδρομικές , φεουδαλικές και δουλοκτητικές ή δεσποτικές δομές, καταστρέφει τον ασιατικό δεσποτισμό, καταστρέφει την πατριαρχία, ευνοεί κοινωνίες στηριγμένες στην καπιταλιστική παραγωγή, που αντικειμενικά είναι πιο ελεύθερες, πιο τεχνολογικά προηγμένες , πιο ανοιχτές στην δημοκρατία, πιο ανοιχτές στην συγκεντροποίηση και κοινωνικοποίηση της παραγωγής, συνεπώς πιο ανοιχτές προς την καπιταλιστική ολοκλήρωση, η  οποία είναι αναγκαστικά το προστάδιο του σοσιαλισμού. Η επανάσταση στην Δύση (που κατά τους Μαρξ-Ένγκελς το 1848 έρχεται άμεσα) είναι ο στενός συγγενής μιας καπιταλιστικής ανάπτυξης στον καθυστερημένο κόσμο, που θα την επιβάλλει άμεσα ο βρετανικός ιμπεριαλισμός.  Είναι η καπιταλιστική οικονομία αυτή που στον προκαπιταλιστικό κόσμο διαρρηγνύει τους υποδουλωτικούς  παραδοσιακούς δεσμούς, την κατάργηση της παράδοσης υπέρ της Προόδου, που ανοίγει τον δρόμο από τους υπηκόους προς τους ίσους και ελεύθερους πολίτες, τυπικά του καπιταλισμού και στην συνέχεια του σοσιαλισμού. Είναι η τεχνική και οικονομική Πρόοδος η δύναμη που απελευθερώνει την κοινωνία από τους δεσποτικούς και παραδοσιακούς δεσμούς και επιβάλλει την νεωτερικότητα, όπως θα λέγαμε σήμερα. Στην πραγματικότητα, η διαλεκτική  της υπεροχής του πλέγματος τεχνικής και οικονομίας μπορεί να επιβληθεί μόνο με την ελευθερία του εμπορίου. Όμως, πράγμα που υποτιμούν σαφώς οι Μαρξ-Ένγκελς, η καπιταλιστική οικονομία δεν μπορεί να επιβληθεί στους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς παρά μόνο με την δύναμη των όπλων . Είναι τα κανόνια και οι κανονιοφόροι που καταργούν τους προστατευτικούς δασμούς και άλλους θεσμούς κατά της βρετανικής οικονομικής διείσδυσης και όχι το ελεύθερο εμπόριο από μόνο του.  Είναι τα κανόνια αυτά που επιβάλουν τα φτηνά προϊόντα των βρετανικών εργοστασίων (κυρίως υφαντά) έναντι των υφαντουργείων  της Ινδίας, τα οποία και καταστρέφονται οικονομικά. Στο κείμενό του για την Ινδία του 1853, ο Μαρξ το αναγνωρίζει αυτό με κάθε ειλικρίνεια, αλλά δέχεται ότι είναι το αναγκαίο τίμημα της Προόδου.

Η τοποθέτηση αυτή των Μαρξ-Ένγκελς, αν και  λογική ή αναμενόμενη στα πλαίσια του θετικιστικού/οικονομοκρατικού  ιδεολογικού ορίζοντα της εποχής τους, είναι μια τοποθέτηση υπέρ της απελευθερωτικής δυναμικής της καπιταλιστικής οικονομίας ως φορέα αντικειμενικά της Προόδου, έννοιας  εσωτερικής του Διαφωτισμού, η οποία εμπεριέχει την ενότητα Λόγου – ανάπτυξης της οικονομίας- ανάπτυξης της επιστημονοτεχνικής νεωτερικότητας-ατομικότητας  ως προϋπόθεσης  της ελευθερίας. Είναι ένας λόγος ντετερμινιστικής εξέλιξης των κοινωνικών σχηματισμών, παρά το γεγονός ότι ο Μαρξ είναι ακόμη σε μια φάση εξέλιξης  της σκέψης του στραμμένη προς την άμεση επανάσταση στην Δύση και όχι στην κατανόηση των νόμων του κεφαλαίου. Είναι ένας λόγος όμοιος με αυτόν του Λένιν στα «Αριστερά Παιδιαρίσματα και την Μικροαστική Κοινωνία» όπου η συγκεντροποίηση της  (καπιταλιστικής) παραγωγής με αυταρχική μέθοδο και η υπερανάπτυξη της τεχνικής, ο κρατικός καπιταλισμός δηλαδή είναι ο σιαμαίος αδελφός και το αναγκαίο προστάδιο του  σοβιετικού σοσιαλισμού ( «σαν δύο κλωσσόπουλα που βγαίνουν από το ίδιο αυγό»). Είναι, επίσης, ένας λόγος καθαρά οικονομίστικος σε μεγάλο βαθμό. Η  (καπιταλιστική) οικονομία είναι αυτή που απελευθερώνει τον προκαπιταλιστικό κόσμο. Η προσέγγιση του προκαπιταλιστικού κόσμου από τους Μαρξ-Ένγκελς, ενδεχομένως και σε ρητή σύγκρουση με τα τότε ρομαντικά ρεύματα ( τα οποία οι Μαρξ-Ένγκελς εύκολα κατηγοριοποιούν ως  « φεουδαλικό σοσιαλισμό) , στρέφεται γύρω από    δύο άξονες: ο πρώτος άξονας, οικονομική υπανάπτυξη, παραμονή σε υποδουλωτικούς τρόπους παραγωγής, μη απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων αλλά αντίθετα μπλοκάρισμά τους, και ο δεύτερος άξονας, πάλη για την προσωπική ελευθερία που υπάρχει για πρώτη φορά μόνο στην καπιταλιστική κοινωνία. Ο προκαπιταλιστικός κόσμος δεν έχει μια δική του ιδιοσυστασία ή και «θετικότητα», είναι η άρνηση   του αντικειμενικά προοδευτικού καπιταλισμού,π ου θα έρθει να τον ανατρέψει σώζοντάς τον.

Ο Μαρξ θα επανέλθει στα κείμενά του για την Ινδία το 1853 στην New York Herald Tribune, όπου αποτιμά εξαιρετικά θετικά την αποικιοκρατία στην Ινδία , παρουσιάζοντας τον βρετανικό ιμπεριαλισμό ως βασικό φορέα Προόδου σε αυτές τις κοινωνίες[46]. Τόσο η στρατιωτική ισχύς όσο και το εξωτερικό ελεύθερο εμπόριο καταστρέφουν τις αποκρουστικές προκαπιταλιστικές σχέσεις στην Ινδία, τον αναλφαβητισμό, τον δεσποτισμό, πιθανόν στο μέλλον  τις κάστες, τον εξωοικονομικό ταξικό καταναγκασμό. Με βία και με αίμα, τα οποία ο Μαρξ κατακρίνει, αλλά πάντως αποτελεσματικά. Σημασία έχει το αποτέλεσμα.

Κατά πρώτον, η βρετανική κυριαρχία στην Ινδία , όπως παραδέχθηκε αργότερα ο ίδιος ο Μαρξ, μπορεί σε διοικητικό επίπεδο να εισήγαγε ορισμένες  όψεις δυτικού ορθολογισμού ωφέλιμες κοινωνικά, αλλά στην πραγματικότητα δεν ανέπτυξε καπιταλιστικά τις παραγωγικές δυνατότητες της Ινδίας, παρά μάλλον τις ανέσχεσε ή και κατέστρεψε. Όπως θα εξηγηθεί αργότερα από διάφορα αντιαποικιακά μαρξιστικά ρεύματα, όπως και το  μαρξιστικό ρεύμα μητρόπολης-περιφέρειας στον 20ο αιώνα, η ανάπτυξη της περιφέρειας δεν υπήρξε γραμμική καπιταλιστικά από τις αποικιακές δυνάμεις. Μεγάλο μέρος του ενδογενούς καπιταλισμού ή των τοπικών οικονομιών καταστράφηκε από τους  ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς βίας   και «ελεύθερου εμπορίου». Το ελεύθερο εμπόριο κατέστρεψε τα σπέρματα ενδογενούς καπιταλισμού και τοπικής εκτεταμένης τον 19ο αιώνα  βιοτεχνικής παραγωγής (κυρίως της υφαντουργίας) .  Επίσης, η αποικιοκρατία δεν διαμόρφωσε κανένα καθεστώς δημοκρατίας ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πέρα ίσως από μια φιλοαποικιακή ελίτ, που απόλαυσε ορισμένα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Συνεδύασε τον παραδοσιακό δεσποτισμό με την δική της  εξορθολογισμένη τυραννία. Η εικόνα του Μαρξ ότι προοπτικά η στρατιωτική ισχύς των Βρετανών και το ελεύθερο εμπόριο θα μεταμόρφωναν την Ινδία σε μια δεύτερη Βρετανία ήταν νεωτεριστικά και ντετερμινιστικά αφελής[47].

Κατά δεύτερον, όπως θα αναγνωρίσει αργότερα ο Μαρξ στην αλληλογραφία του με την Βέρα Ζάσουλιτς για τα προβλήματα κοινωνικής ανάπτυξης στην Ρωσία , ακριβώς γιατί οι κοινωνίες δεν αναπτύσσονται γραμμικά, ούτε υπάρχει γραμμική  ιστορική Πρόοδος, οι προκαπιταλιστικές κοινωνίες δεν ήταν μια ομοιόμορφη κοινωνία , απόλυτα καταπιεστική και δεσποτική, την οποίαν θα αντικαθιστούσε η απόλυτα θετική και αντιδεσποτική καπιταλιστική απελευθέρωση. Ούτε ήταν δεδομένο ότι η μετάβαση στον σοσιαλισμό- κομμουνισμό προαπαιτούσε αναγκαστικά την πλήρη  καπιταλιστική ολοκλήρωση[48]. Αντίθετα, όπως έχουμε δει παραπάνω, οι επαναστάσεις συνέβησαν στην Ευρώπη εκεί όπου ο καπιταλιστικός κοινωνικός καταμερισμός εργασίας δεν είχε παγιωθεί μακροχρόνια ,όπου οι αξίες και οι πειθαρχήσεις του δεν είχαν επίσης παγιωθεί, και όπου η αντίσταση των εργατών στο καπιταλιστικό εργοστάσιο είχε σημεία μνήμης και συνέχειας με τις παραδοσιακές προκαπιταλιστικές κοινοτικές δομές.  Οι προκαπιταλιστικές κοινωνίες δεν ήταν μόνο  απολυταρχίες και δεσποτισμοί: ήταν δεσποτισμοί από πάνω προς τα κάτω, με μικρότερη όμως ύφανση εξουσίας μέσα στην παραδοσιακή κοινωνία, καθώς  και ισχυρές κοινοτικές δομές αντίστασης από τα κάτω προς τα πάνω . Αυτές οι δομές δεν καταπολεμήθηκαν μόνο από τους προκαπιταλιστικούς δεσποτισμούς, αλλά κυρίως από την «πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου» ( Το Κεφάλαιο, τόμος 1ος, Αθήνα 1978, Σύγχρονη Εποχή,  σελ. 735 και επ.). Για να υπαχθούν οι άνθρωποι στην αξιοποίηση του  κεφαλαίου, αυτές οι κοινοτικές δομές έπρεπε να καταστραφούν .

O οικονομισμός /προγκρεσσιβισμός των Μαρξ-Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με την καπιταλιστική ιδεολογία της εποχής του (πράγμα που επισημαίνουν και οι Lowy -Sayre αλλά και ο Καστοριάδης στο προαναφερθέν κείμενο «Μαρξισμός και επαναστατική θεωρία» του 1961-1965). Το κοσμοείδωλο ή η κοσμοαντίληψη ότι η καθοριστική  ,αν όχι η κυρίαρχη πάντοτε , όψη της κοινωνίας, είναι η οικονομία και η παραγωγική εργασία. Και μάλιστα χωρίς καν τους επικαθορισμούς από άλλους παράγοντες που προσθέτει αργότερα, προς τις αρχές της δεκαετίας του 1980,  ο Ένγκελς και συστηματοποιεί στον 20ο αιώνα η παρέμβαση του Αλτουσέρ (δες παραπάνω). Σχεδόν όλα ξεκινούν και όλα καταλήγουν στην παραγωγή και στην βάσει αυτής οικονομική δραστηριότητα. Η ίδια η προτεραιότητα της ταξικής πάλης γίνεται έτσι σχεδόν ακατανόητη, αφού η ταξική πάλη προϋποθέτει την πολιτική και ιδεολογική παρέμβαση επί της οικονομίας, την ανάπτυξη του κρατικού φαινομένου, την ανάπτυξη των ιδεολογιών, την εμφάνιση και άνοδο της κοινωνικής και ταξικής συνείδησης, που κάθε άλλο παρά είναι σκέτα οικονομικό φαινόμενο ,παρά συνδέεται έντονα με αυτό που ο Καστοριάδης χαρακτηρίζει στην «Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» ως καθεστώτα αυτονομίας ή ετερονομίας. Επίσης, η ταξική πάλη συνδέεται με τις ιδιομορφίες κάθε κοινωνικού σχηματισμού και με μορφές ιστορικής συνείδησης και κοινής ιστορικής πορείας, όπως είναι το εθνικό φαινόμενο , που καθόλου δεν ανάγεται μονοσήμαντα στην οικονομία. Η προοπτική άρση των εθνών από την διεθνοποίηση της οικονομίας, που ήδη γίνεται κάπως εμφανής στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, είναι μια ακόμη οικονομίστικη και εξελικτικιστική αυταπάτη. Ζώντας στον κόσμο μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης, στον κόσμο της αναβίωσης των εθνικών ιδεολογιών, μπορούμε να το κατανοήσουμε πολύ καλά. Ο καπιταλισμός εν μέρει στηρίχθηκε (στην κλασσική του εποχή) στο εθνικό φαινόμενο και εν μέρει αδυνατεί ( στην σύγχρονη φάση του ) να το εξαλείψει ακόμη  εκεί όπου γίνεται α-εθνικός.

Η οπτική των Μαρξ-Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όσον αφορά τον  διεθνή απελευθερωτικό ρόλο του καπιταλιστικού εμπορίου , και ειδικά τον φιλελεύθερο ρόλο του βρετανικού ιμπεριαλισμού, του μόνου τότε έθνους που ταυτίζεται με το κοσμοείδωλο της «κυριαρχίας της οικονομίας» συμπίπτει  σχεδόν, από μια άλλη οπτική γωνία, με τις απόψεις του Richard Cobden και της οικονομικής και φιλοσοφικής Σχολής του Μάντσεστερ, η οποία και αυτή συνδέεται με τις απόψεις της σχολής των Βρετανών ωφελιμιστών ( James Mills, Jeremy Bentham, David Hume κ.λπ.). Ιδίως, ο Richard Cobden, ως διαπρεπής  πολιτικός αλλά και διανοητικός εκφραστής της Σχολής του Ελευθέρου Εμπορίου και του  φιλελεύθερου εμποριοκρατισμού, είναι αυτός που δίνει και κερδίζει την μάχη στο Κοινοβούλιο και στην βρετανική πολιτική σκηνή για την Κατάργηση των Νόμων για τα Σιτηρά ( Corn Laws)..   Ο νόμος για τα σιτηρά επέβαλλε ισχυρούς δασμούς και φόρους στα εισαγόμενα σιτηρά ώστε να προτιμώνται στην αγορά τα σιτηρά των μεγάλων Βρετανών γαιοκτημόνων εντός της μητρόπολης. Η κατάργηση των δασμών  σήμαινε φτηνότερες τιμές για το ψωμί και άλλα σιτογενή είδη διατροφής. Σήμαινε φτηνότερη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και , άρα,  ισχυροποίηση της κερδοφορίας των Βρετανών βιομηχάνων και νίκη τους πάνω στα γαιοκτημονικά συμφέροντα. Όμως, η Σχολή του Ελευθέρου Εμπορίου δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν μια αδιάκοπη μάχη κατά του εθνικού προστατευτισμού αλλά και κατά των πολέμων (πασιφισμός) , κατά των εθνικών στρατιωτικών ανταγωνισμών,  υπέρ ενός εμποριοκρατικού πασιφισμού, που δήθεν θα προωθούσαν οι Βρετανοί φιλελεύθεροι, οι Ουίγοι[49] . Η λογική αυτή ότι το καπιταλιστικό εμπόριο μειώνει τον εθνικό ανταγωνισμό και ενισχύει την ειρήνη όπως επίσης τους «προοδευτικούς-καπιταλιστικούς» κοινωνικούς σχηματισμούς (Βρετανία) κατά των «αντιδραστικών-προκαπιταλιστικών» (Μεγάλη Ρωσία) συμπίπτει στην λογική αφενός μεν των Μαρξ-Ένγκελς αφετέρου δε των εμποριοκρατών του Μάντσεστερ, Η τοποθέτηση εκείνη την εποχή του Μαρξ υπέρ της  φιλελεύθερης Βρετανίας και της εξωτερικής της πολιτικής και κατά της τσαρικής  Ρωσίας είναι χαρακτηριστική για μια λογική που ενισχύει την εμποριοκρατική ισχύ απέναντι στην εδαφική- στρατιωτική -προκαπιταλιστική ισχύ. Η φιλοσοφία της κοινωνικής οργάνωσης ( όπου τόσο ο καπιταλισμός όσο και ο κομμουνισμός αναδεικνύουν την κυριαρχία της οικονομίας εντός της κοινωνίας, ο δε κομμουνισμός τείνει να είναι σκέτη οικονομία, έστω δημιουργική και εξισωτική οικονομία) αντανακλάται και στις γεωπολιτικές προτιμήσεις του Μαρξ εκείνη την εποχή.

Πριν κλείσουμε αυτό το υποκεφάλαιο, ορισμένες σκέψεις πάνω στο ζήτημα της έντονης σχετικής αυτονομίας του πολιτικού επιπέδου, της ιδεολογίας  και του «εποικοδομήματος» γενικότερα. Η ανάλυση του Πουλαντζά  και στο πρώιμο και στο όψιμο έργο του για την σχετική αυτονομία του κράτους και της πολιτικής , η επανεπεξεργασία της πολιτικής σκέψης του μαρξισμού αλλά και του δημιουργικού ρόλου του Γκράμσι στην δεκαετία του 1930, είναι αναγκαία αφετηρία για τον κριτικό ή δημιουργικό μαρξισμό στον 21ο αιώνα. Δεν φτάνει, όμως. Πρέπει, όπως επιχειρεί  ο Πουλαντζάς ιδίως  στο τελευταίο έργο του («Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός»)  να ληφθούν υπόψιν οι επεξεργασίες του Φουκώ για την εξουσία (στα ελληνικά, «Η γέννηση της βιοπολιτικής», όπου η οικονομική στρατηγική ερμηνεύεται ως μια μορφή πολιτικής στρατηγικής, κυβερνησιμότητας, «Η μικροφυσική της εξουσίας» «Το μάτι της εξουσίας» κ.α.) : επέκταση του πεδίου της εξουσίας και πέραν του κράτους που είναι μια μήτρα συντονισμού της εξουσίας, χωρίς να την εξαντλεί, επιβολή και  αντίσταση ως δύο διαλεκτικές στιγμές, συμπύκνωση και διάχυση της εξουσίας,   μη πλήρης  υπερβασιμότητα του φαινομένου της εξουσίας σε μια σύνθετη ανθρώπινη κοινωνία  (πράγμα ενδεχομένως  διακριτό από τον μαρασμό του κράτους), ανθρώπινη δραστηριότητα ερευνώμενη και καταγραφόμενη από τους μηχανισμούς εξουσίας, η οποία μόνο εν μέρει ανάγεται, ακόμη και σε τελευταία ανάλυση,  στην οικονομική δραστηριότητα. Πρέπει ακόμη να ερευνηθεί , ακολουθώντας εδώ μια μη δομιστική παράδοση, όπως  αυτήν του ύστερου Καστοριάδη, το ζήτημα της εν μέρει υπέρβασης της αναγωγής στην οικονομία των μορφών κράτους και πολιτικού καθεστώτος. Γιατί μια δουλοκτητική κοινωνία μπορεί να γεννά την άμεση δημοκρατία της Αθήνας στην κλασσική αρχαιότητα και μια άλλη να γεννά την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του 1ου ως 4ου αιώνα μΧ και την εσωτερική της βαναυσότητα; Ξεπερνούμε εδώ γιατί δεν είναι το θέμα μας την συμμετοχική μερικότητα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας  (αποκλεισμός δούλων, γυναικών, μετοίκων κλπ), γιατί δεν είναι το θέμα μας η ειδικότερη μελέτη της. Σκεφτόμαστε την αξία του γεγονότος ότι για μια σειρά λόγους α) της πάλης των τάξεων όπου οι μικρομεσαίοι ελεύθεροι πολίτες επιβάλλονται στους πλούσιους -δες και το περίφημο έργο του Ste Croix  «Οι κοινωνικοί αγώνες στον αρχαίο ελληνικό κόσμο» – β) της διάρθρωσης της οικονομίας γ) του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα  της αρχαίας Αθήνας και δ) κυρίως όμως ότι για λόγους «κοινωνικής φαντασίας» και οργάνωσης φιλοσοφικά και πολιτικά της κοινωνικής συνείδησης, όπως επισημαίνει ο Καστοριάδης, γεννάται όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και πρακτικά πολιτικά το υποκείμενο του ελεύθερου και συμμετέχοντος στην πολιτεία , στα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις συναποφάσεις της, πολίτη , πράγμα που δεν γεννιέται στις μεγάλες αυτοκρατορίες της αρχαιότητας αλλά ούτε και σε  άλλες πόλεις κράτη της αρχαίας Ελλάδας και υπερβαίνει ποιοτικά κατά πολύ την Δημοκρατία της αρχαίας Ρώμης ή τις εμπορικές δημοκρατίες των Φοινίκων. Αυτό το προηγούμενο πόσο μπορεί να το εξηγήσει η υπερχειλής οικονομική σκέψη του κλασσικού ή και του επικαιροποιημένου μαρξισμού; Πόσο θεωρούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι κεντρική γι αυτούς την οικονομική δραστηριότητα, παρά το γεγονός βέβαια ότι χωρίς μια λειτουργούσα δουλοκτητική και εμποριοκρατική οικονομία, το φαινόμενο της αθηναικής δημοκρατίας θα ήταν προφανώς αδύνατο; Πόσο θεωρούσαν κεντρική την εργασία και την παραγωγή, οι Αθηναίοι ελεύθεροι πολίτες, την στιγμή που   αντίθετα θεωρούσαν υποτιμητικό να ασκούν άμεσα κάποια τεχνική δραστηριότητα και ανέθεταν στους δούλους την αγροτική και την οικιακή ακόμη εργασία;  Είναι διαφορετικό να πει κανείς ότι αυτή η κοινωνία στηριζόταν ή υποστηριζόταν από την δουλοκτητική παραγωγή και άλλο να πει ότι αυτή η μορφή πολιτικής οργάνωσης αναγόταν στην δουλοκτητική παραγωγή.

Και ναι μεν, είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι όλα στηρίζονταν ακριβώς στην παραγωγική εργασία των δούλων και εν μέρει των μετοίκων, και η πολιτική δραστηριότητα των ελεύθερων πολιτών  ήταν απλώς μια οργάνωση της κυριαρχίας πάνω στους μη συμμετέχοντες, και ιδίως τους δούλους, συγκαλυμμένη πίσω από την ψευδή συνείδηση ιδεολογικά της συμμετοχικής δημοκρατίας των κυρίαρχων ελεύθερων πολιτών. Και αυτό έχει υποστηριχθεί. Πλην όμως, σε ποιόν βαθμό μπορεί κανείς να εξηγεί την εξέλιξη και δομή των ανθρώπινων κοινωνιών, σε πλήρη μεθοδολογική και αξιακή αντίθεση προς την τότε συνείδηση  των ανθρώπων στην εποχή που μελετάται; Πόσο μπορεί ο κοινωνικός επιστήμων και ο ιστορικός να αποφύγει τον πειρασμό να μελετά τις προγενέστερες ανθρώπινες    κοινωνίες μέσα από το μεθοδολογικό και αξιακό  πλαίσιο της δικής του εποχής και του δικού του πολιτισμού;  Γιατί  υφίσταται  σε σχέση με τον καπιταλισμό   μια ριζικά διαφορετική πρόσληψη του κόσμου στους προκαπιταλιστικούς ταξικούς τρόπους παραγωγής όσο και στις λεγόμενες «πρωτόγονες κοινωνίες»;  Πόσο παραμορφωτική μπορεί να είναι η μαρξιστική μονομέρεια για  την περίπτωση αυτήν; Γιατί οι νεωτερικές επαναστάσεις, αν και βασισμένες σε καπιταλιστικές παραγωγικές σκέψεις, ξανασκέφτηκαν αρχικά με τις μορφές της αρχαίας Ελλάδας και της αρχαίας δημοκρατικής Ρώμης; Είναι όλοι οι προ του καπιταλισμού Τρόποι Παραγωγής ορθό να χαρακτηρίζονται ως «Τρόποι Παραγωγής» με τα ίδια κριτήρια όπως ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής;   Ερωτήματα για περαιτέρω έρευνα.

 

6. Ο μαρξισμός και η  κεντρικότητα της εργασίας/ παραγωγή στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες- Ο Μπωντριγιαρ και η  ανάκληση του ρομαντικού στοιχείου

Ο Ζαν Μπωντριγιάρ στο έργο του “The Mirror of Production” ( Jean Baudrillard , “Selected Writings”, Stanford University Press, 1988,Editor :Mark Poster,   pp. 98-116, ελληνική έκδοση, «Ο καθρέφτης της παραγωγής-η κριτική αυταπάτη του ιστορικού υλισμού » , Αθήνα 1990  , εκδόσεις Αλεξάνδρεια   )  ασκεί μια οξεία κριτική στην μαρξιστική θεωρία, η οποία μας φαίνεται  πολιτισμικά και πολιτικά ενδιαφέρουσα, χωρίς να την ασπαζόμαστε συνολικά. Καθώς, ιδίως,   το πολιτικό της δια ταύτα σε μια κοινωνία ύστερου και σύνθετου καπιταλισμού είναι εξαιρετικά δυσχερές να διατυπωθεί ή να προβληθεί. Ωθείται σε ένα σκεπτικό «άρνησης της παραγωγικής εργασίας», που δεν ταυτίζεται όμως καθόλου με εκείνο της Ιταλικής Αυτονομίας και ιδίως του Τόνυ Νέγκρι. Όχι μόνο γιατί στα πιο πρόσφατα έργα του ο Νέγκρι υποστηρίζει ότι η τεχνολογοποίηση και δικτυοποίηση του κόσμου έχει ήδη άρει σε κάποιον βαθμό την καταναγκαστική εργασία υπέρ της δημιουργικής και έχει ανοίξει τον δρόμο στην οικειοποίηση της «Γενικής Διάνοιας» ( έννοια που αναπτύσσει ο Μαρξ στα “Grundrisse”) από την σύγχρονη  ζωντανή εργασία ή το «πλήθος»,  επιχείρημα απολύτως  ψευδές και απαράδεκτο,, αλλά και γιατί στην Ιταλική Αυτονομία γενικότερα  η απαλλαγή από την μισθωτή εργασία οδηγεί στην έξοδο από την παραγωγή και στην διαμόρφωση «χώρων ελευθερίας»,, χωρίς όμως να αμφισβητεί απόλυτα την παραγωγική εργασία ως καθεστώς διακριτής κοινωνικής δραστηριότητας. Χωρίς δηλαδή να πιστεύει ότι μπορεί όντως να την εκτοπίσει ως παράδειγμα.

Ο Μπωντριγιάρ υποστηρίζει – με τρόπο που θυμίζει αρκετά τον Καστοριάδη της «Φαντασιακής Θέσμισης της Κοινωνίας» -ότι ο καπιταλισμός είναι η πρώτη κοινωνική μορφή οργάνωσης όπου η οικονομία και ακόμη ειδικότερα η παραγωγική εργασία  συνιστούν μια απολύτως αυτόνομη και ειδική  περιοχή κοινωνικής δραστηριότητας[50].  Το επιχείρημα θυμίζει την άποψη του δομικού μαρξισμού ότι μόνο στον καπιταλισμό είναι το οικονομικό επίπεδο κυρίαρχο , ενώ σε κάθε τρόπο παραγωγής είναι πάντοτε το τελικά καθοριστικό. Όμως, η κριτική του Μπωντριγιάρ , όπως και του Καστοριάδη, μεταβαίνει πολύ πιο πέρα. Αμφισβητεί ακόμη και τον σε τελική ανάλυση οικονομικό καθορισμό, ουσιαστικά, χωρίς βεβαίως να αγνοεί τον σημαντικό ρόλο των οικονομικών και υλικών παραγωγικών  δραστηριοτήτων σε όλες ανεξαιρέτως τις κοινωνίες.  Επικεντρώνεται , όπως και ο Καστοριάδης- στην κεντρική πρόσληψη του νοήματος του κόσμου και της πρόσληψης του κόσμου  για τους ανθρώπους  σε κάθε ιδιαίτερη κοινωνία. Σύμφωνα με αυτήν την λογική, στην μεν δουλοκτητική  κοινωνία, η εργασία θεωρείται μια κατώτερη δραστηριότητα, ανάξια για τους ελεύθερους ανθρώπους, που ασχολούνται  βασικά με την πολιτική δραστηριότητα ή με μια μορφή κατανάλωσης, ενώ στην φεουδαλική, η θρησκευτικότητα και η υπερβατική αντίληψη του κόσμου ενυπάρχει και στις σχέσεις εξουσίας, πολιτικές ή μη, αλλά και στην ίδια την σχέση με την φύση, με την κοινότητα και με την διαμόρφωση της παραγωγικής εργασίας.  Ο δούλος ή ο δουλοπάροικος είναι μεν αντικείμενα   ταξικής εκμετάλλευσης, όπως και ο μισθωτός εργάτης, αλλά είναι ανακόλουθο να τους ερμηνεύει κανείς αναδρομικά με βάση τον μισθωτό εργάτη, όπως  συχνά κάνει η μαρξιστική ανάλυση-σαν να ερμηνεύεις τον πίθηκο με βάση τον άνθρωπο, όπως έγραφαν κάποτε οι Μαρξ- Ένγκελς.  .   Η ίδια η πρόσληψη του χώρου και του χρόνου δεν είναι γραμμική, όπως στην νεωτερικότητα ,ούτε έχει την παραγωγική εργασία στο κέντρο της.  Συχνά, είναι κυκλική, όπως η διαδοχή των φάσεων της αγροτικής ζωής και οικονομίας, ενώ διαθέτει και  ασυνέχειες/τομές , όπως ο χρόνος των αρρωστιών, των πολέμων και των αγροτικών εξεγέρσεων, καθώς και προφητικές ασυνέχειες,  όπως η πίστη  στην  χριστιανική Τελική Κρίση και την Αποκάλυψη, που σχετίζεται και με τις αγροτικές εξεγέρσεις[51].  Ο έλεγχος της πολιτικής εξουσίας  πάνω στους αγρότες ή τους αστούς μπορεί να γίνει υπερβίαιος, σαδιστικός, φονικός   και αιματηρός, αλλά ταυτόχρονα, η εξουσία διατηρεί και έναν  εκτατικά περιορισμένο χαρακτήρα , όπως έχει δείξει ο  Φουκώ  («Επιτήρηση και τιμωρία», « Η τιμωρητική κοινωνία»).  Η ίδια εξουσία που χρησιμοποιεί βασανιστήρια και θανατικές ποινές είναι μια εξουσία που το υφάδι της  και τα δίχτυ της δεν φτάνουν πολύ βαθιά στο κοινωνικό σώμα και όπου υπάρχουν πολλοί περισσότεροι χώροι κοινωνικής οργάνωσης, απόκρυψης,  διαφυγής  και αβάτου της εξουσίας, από ό,τι στην νεωτερικότητα, ιδίως την ύστερη όπου η διαφυγή ή η έξοδος από το δίκτυο της εξουσίας καθίσταται οριακά αδύνατη.   Επίσης, ο αγρότης μπορεί να εξωθηθεί στρατιωτικά στην υπερπαραγωγή και στην υπερκόπωση ή στην λεηλασία , αλλά ο παραδοσιακός -θρησκευτικός τρόπος ζωής γεμίζει επίσης την καθημερινότητα με αργίες, αναπαύσεις επιβλημένες από την εκκλησία, μορφές στενής και όχι μονοσήμαντα καταπιεστικής κοινωνικότητας και «ανήκειν»,   σχέσεις μεγαλύτερου σεβασμού ή και φόβου προς την Φύση, κάτι που η νεωτερικότητα  διαλεκτικά το υπερβαίνει με θετικά αλλά και με καταστροφικά αποτελέσματα.  Ο Μεσαίωνας δεν ήταν αποκλειστικά  μια αρνητικότητα, όπως τον προσδιόρισε εκ των υστέρων ο Διαφωτισμός. Ήταν ένα σύστημα πολύπλοκης ύφανσης και λειτουργίας και ισχυρής κοινωνικής συνοχής, όπως έχουμε μάθει από το έργο του Μπρωντέλ και του Μαρκ Μπλοχ.

Η απόλυτη διακριτότητα και κεντρικότητα της παραγωγικής εργασίας στην κοινωνική οργάνωση  είναι αδιανόητη για τους ανθρώπους των προκαπιταλιστικών κοινωνιών. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι και εδώ η οικονομία είναι σε τελική ανάλυση  αντικειμενικά καθοριστική, δεν βιώνεται καθόλου ως τέτοια. Αυτό δεν αποτελεί απλώς μια αυταπάτη ιδεολογικά που συσκοτίζει τις υποκείμενες οικονομικές σχέσεις, όπως θα έλεγε ο «χυδαίος μαρξισμός». Είναι ένας τρόπος βίωσης και σηματοδότησης της ζωής ριζικά διαφορετικός από την νεωτερικότητα. Ένα  «ζην άλλως». Με αυτήν την έννοια, τίθεται το ερώτημα αν ο Ιστορικός Υλισμός και ο μαρξισμός είναι θεωρίες ειδικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των κοινωνιών του και αν καθ’ υπέρβαση και καταχρηστικά επεκτείνονται και στην μελέτη προγενέστερων ή μεταγενέστερων του καπιταλισμού μορφών κοινωνικής οργάνωσης ή αν πάντως σε κοινωνίες πέραν του καπιταλισμού δεν επαρκεί πάντως και δεν είναι πλήρης η ερμηνεία του Ιστορικού Υλισμού.   Αν οι προκαπιταλιστικές κοινωνίες είναι όντως βασικά Τρόποι Παραγωγής και Οικονομικοί Σχηματισμοί ή αν είναι αυτό μια αναδρομική κατασκευή της Νεωτερικότητας.

Σε κάποιον βαθμό , ο Μπωντριγιάρ δέχεται ότι αυτό σχετίζεται και με τον ανεπαρκώς εμπορευματικό χαρακτήρα αυτών των κοινωνιών ( αν και αυτό δεν είναι απόλυτο, πχ όπως έχουν δείξει ο Πιρέν και ο Μπρωντέλ,   το προκαπιταλιστικό ή πρωτοκαπιταλιστικό εμπόριο παίζει τεράστιο ρόλο στην Νότια Ευρώπη του Ύστερου Μεσαίωνα). Οι προκαπιταλιστικές κοινωνίες είναι κοινωνίες που παράγουν σε μεγάλο βαθμό προϊόντα με άμεση αξία χρήσης και δευτερευόντως εμπορεύματα με ανταλλακτική αξία, στηριγμένη στην αφηρημένη κοινωνική εργασία. Μια κοινωνία όχι κυρίαρχα εμπορευματική είναι μερικά μόνο κυριαρχία της εργασίας και ιδίως της παραγωγικής εργασίας.

‘Όμως, σε αυτές τις κοινωνίες, και ακόμη παραπάνω στις λεγόμενες προταξικές ή πρωτόγονες κοινωνίες, υφίσταται κατά τον Μπωντριγιάρ, αλλά και κατά σημαντικές όψεις της ανθρωπολογικής σκέψης, μια δραστηριότητα που δεν είναι «παραγωγική εργασία» αλλά επικεντρώνεται στην συμβολική δημιουργικότητα/ανταλλαγή  (  symbolic exchange) και στην δημιουργία συμβολικών σχέσεων.   Η δημιουργία πραγμάτων εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό την δημιουργία κοινωνικών σχέσεων ή συναισθημάτων και μορφών βίωσης (πχ ανταλλαγές ανάμεσα σε κοινότητες και ανάμεσα σε φυλές) , την οικονομία του δώρου ή την διαμόρφωση σχέσεων προστασίας, φιλικότητας, εξάρτησης, αλληλεπίδρασης  ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας.  Η δραστηριότητα αυτή δεν αποσκοπεί σε μια «αντικειμενικοποίηση»  (objectificationτης Φύσης με σκοπό την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών. Ακόμη και η έννοια των «αναγκών» έχει διαφορετικό χαρακτήρα από ό,τι στην νεωτερική κοινωνία.   Κατά πρώτον, οι ανάγκες είναι πιο πολύ συλλογικές και συλλογικά ασκούμενες. Υπάρχουν πιο πολύ πρόσωπα, που είναι μέλη της κοινωνίας, αλλά δεν υπάρχουν «άτομα». Κατά δεύτερον, η αναπαραγωγή και η κάλυψη των αναγκών είναι σαφώς πεπερασμένη και συμβατή με ένα «βιώσιμο» , όπως θα λέγαμε σήμερα, φυσικό περιβάλλον, που έχει και θεϊκή-μεταφυσική πρόσληψη. . Έννοιες όπως η παραγωγικότητα δεν είναι προφανείς, ακόμη και εκεί όπου έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ένας πρώτος  τεχνικός και κοινωνικός καταμερισμός της  εργασίας. Ο φόβος και το δέος προς την Φύση, όπου κυριαρχούν Θεοί και δαίμονες, θέτει βέβαια στενά όρια στην αξιοπρεπή  διαβίωση των ανθρώπων και στην ανθρώπινη γνώση και κατανόηση , αλλά, από την άλλη πλευρά, θέτει και  όρια στην εντατική κατάκτηση και έλεγχο  του ανθρώπου πάνω στην φύση. Ο ρυθμός ανάπτυξης των πόλεων και περιορισμού των δασών τους τελευταίους δύο ή τρεις αιώνες υπερβαίνει κατά πολύ μια κατάσταση που διάρκεσε σταθερά  επί χιλιετίες.

Αντίθετα, κατά τον Μπωντριγιάρ, έχουμε δύο επίπεδα αλλοτρίωσης στον καπιταλιστικό νεωτερικό κόσμο ,από τα οποία ο Μαρξ συλλαμβάνει και επικρίνει το ένα μόνο, ο πιο αντιληπτό και επιφανειακό  Το πρώτο είναι αυτό που σχετίζεται με το δίπολο ( fork, κατά την ορολογία του Μπωντριγιάρ) αξία χρήσης και ανταλλακτική εργασία, όπως αναπτύσσεται στο Πρώτο Μέρος του Πρώτου Τόμου του «Κεφαλαίου». Μετρήσιμη αφηρημένη εργασία-ανταλλακτική αξία- και συγκεκριμένες ανθρώπινες εργασίες- αξία χρήσης. Η αφηρημένη εργασία ενοποιεί και υπάγει όλες τις διαφορετικές συγκεκριμένες εργασίες.  Η ανταλλακτική αξία υποτάσσει την αξία χρήσης, η αξία χρήσης μπορεί να αναπτύσσεται , όπως και η συγκεκριμένη κοινωνική εργασία, μόνο όταν εξυπηρετεί την ανταλλακτική αξία και την αξιοποίηση του κεφαλαίου.  Στην παραγωγή, κυριαρχεί η αφηρημένη εργασία, στην κατανάλωση κυριαρχεί το εμπόρευμα πάνω στο αγαθό και στην σημειωτική το σημαίνον κυβερνά το σημαινόμενο , η έννοια καθορίζει μονοσήμαντα το πραγματικό αντικείμενο[52]. Η παραγωγική εργασία γίνεται το σημείο-σύμβολο, το οποίο κυριαρχεί στον κόσμο, καθορίζοντας και συγκαλύπτοντας τις ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις. Η αλλοτρίωση είναι μια εκδήλωση της ταξικής εκμετάλλευσης, κατά την οποίαν ο εργάτης εισάγει την ουσία του στο καθεστώς των ανταλλακτικών αξιών, όπου και την χάνει ( αλλοτρίωση και φετιχισμός του εμπορεύματος).

Κατά τον Μπωντριγιάρ, υπάρχει και ένα δεύτερο επίπεδο αλλοτρίωσης, το οποίο διαφεύγει από τον Μαρξ και τον μαρξισμό.  Η ίδια η παραγωγική εργασία παραμένει αλώβητη σε μια κομμουνιστική κοινωνία, όπως την συλλαμβάνει ο Μαρξ. Δεν υπάρχει μεν ταξική εκμετάλλευση και επίσης υπάρχει πια τόση παραγωγικότητα  ή παραγωγική αφθονία που η αντίφαση   παραγωγικής εργασίας και δημιουργικότητας αμβλύνεται, αν δεν αίρεται, που η παραγωγική εργασία , αν και επεκταμένη προς την αφθονία, απαιτεί λιγότερη  κατανάλωση χρόνου και καθόλου οικονομικό καταναγκασμό.  Η παραγωγική εργασία γίνεται κάτι σαν το «παιχνίδι» στον Μαρκούζε  στο  «Έρως και πολιτισμός». Όμως, η μαζική παραγωγή για την κάλυψη των «ανθρώπινων αναγκών»  παραμένει. Η Φύση εξακολουθεί να ετεροκαθορίζεται από τους στόχους του ανθρώπου, ενώ ο τεχνολογικός ή κομμουνιστικός πολλαπλασιασμός των «αναγκών» ( οι πλούσιες νέες ανάγκες , που τις ευαγγελίζεται σήμερα και η Υπαρκτή Αριστερά, ιδίως η πιο «επαναστατική» )  παράγει μια υποκειμενική δικαιολόγηση στην έντονη εκμετάλλευση της Φύσης, μη ανθρωπογενούς αλλά και ανθρωπογενούς. «Ο πλούτος, αναφέρει ο Μαρξ     στα Grundrisse ( edition ,New York 1973, σελ. 527) συνίσταται  στην «πολύπλευρη  ή ποικιλόμορφη ανάπτυξη των ανθρώπινων αναγκών» ( “Wealth consists in the manifold of human needs”). Κατά τον Μπωντριγιάρ, αυτή η τοποθέτηση διαιωνίζει την μαζική παραγωγική εργασία ως μέτρο και σκοπό της ανθρώπινης δραστηριότητας, ακόμη και αν η εργασιακή δραστηριότητα είναι  πλέον όχι εκμεταλλευτική ούτε  καταναγκαστική, αλλά ενισχυμένη από την ελεύθερη  δημιουργικότητα.. Κατά την γνώμη μας, αυτή η κριτική έχει μια βασιμότητα, αλλά χρειάζεται να την δούμε με προσοχή.  Ο Μαρξ δεν είχε βέβαια υπόψιν του την τεράστια ανάπτυξη των αναγκών στον εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνα λόγω της τεχνολογικής υπερανάπτυξης, της τεράστιας καταναλωτικής διαφοροποίησης στον καπιταλισμό μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο,  και της συνολικής  εξέλιξης του καπιταλισμού, του άγριου φετιχισμού της κατανάλωσης  . Η παραγωγική αφθονία δεν μπορεί να είναι πλέον στόχος του ανθρώπινου πολιτισμού, πόσο μάλλον η ανισόρροπη στον πλανήτη παραγωγική αφθονία, όπου κάποιοι «αφθονούν» και κάποιοι πεθαίνουν από την πείνα. Σίγουρα, μια από-ανάπτυξη που θα άφηνε ιδίως τις φτωχές χώρες και τις φτωχές τάξεις  χωρίς πόρους θα ήταν κάτι το τελείως ανεπιθύμητο.  .  Ούτε όμως μπορεί να είναι στόχος και η καθολική αφθονία , παραγωγική και καταναλωτική, για όλο τον πληθυσμό του πλανήτη, κάτι που και υπερβαίνει τους πόρους του πλανήτη  αλλά και δεν οδηγεί σε μια πραγματική ευτυχία και ευημερία.   Η παραγωγική αφθονία σίγουρα συνδέεται με ένα προμηθεϊκό πρότυπο κυριαρχίας του ανθρώπου στην φύση, τα καταστροφικά αποτελέσματα της οποίας,  κοινωνικά και οικολογικά, έχουν πια πλήρως διαφανεί. Η υπερανάπτυξη των αναγκών, στην οποίαν συναινεί με ενθουσιασμό η Υπαρκτή Αριστερά, είναι μια πολιτική σε λανθασμένη κατεύθυνση. Επίσης, η παραγωγική αφθονία και η έντονα μαζική παραγωγή, υλική ή άυλη, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν εναρμονίζονται με έναν εξισωτικό, αμεσοδημοκρατικό και αντιγραφειοκρατικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας.

Θα πρέπει να επαναπροσδιορισθεί η έννοια των ανθρωπίνων αναγκών  όχι με αστυνομικά περιοριστικά μέτρα, όπως συνέβαινε στον «Υπαρκτό Σοσιαλισμό» ( αστυνομική λιτότητα των αναγκών) , αλλά με έναν ελεύθερο και  συλλογικό οραματικό τρόπο. Μόνο η ανάπτυξη πλούσιων μορφών κοινωνικότητας μπορεί να απαντήσει σε έναν ποιοτικά  «πλούτο των αναγκών» που στρέφεται μονοσήμαντα στην μαζική παραγωγή έστω και μόνο αξιών χρήσης. Ο πλούτος  θα μπορεί να μετρηθεί με κάλυψη των ζωτικών αναγκών για όλους αλλά και με την ανάπτυξη κοινωνικών και ανθρώπινων σχέσεων, που αυτές κυρίως  θα είναι το επίκεντρο της ποικιλότητας των κοινωνικών αναγκών.

 

Κλείνοντας: Η ανάγκη μιας αντιτεχνοκρατικής  και  δημοκρατικής-  αυτοδιευθυντικής  σύγχρονης ανάγνωσης του  Μαρξ

 Δεν μπορεί, στα πλαίσια αυτής της μελέτης, να κριθεί πειστικά  το αν ο κύκλος των κοινωνικών επαναστάσεων που προδιέγραψαν  ο μαρξισμός ή ο αναρχισμός στον 19ο αιώνα  έχει κλείσει μαζί με την κλασσική εποχή των επαναστάσεων (1789-1989) ή με τον ιστορικό κομμουνισμό του 20ου αιώνα ή  αν  ακόμη είναι ανοιχτός και ενδέχεται να  επανακάμψουν οι  αντικαπιταλιστικές ανατροπές με μια νέα μορφή. Ούτε στην αντίληψή μας είναι αυτό πολύ σαφές, μιλώντας αναλυτικά και όχι με βάση την μετατροπή της επιθυμίας  σε πραγματικότητα. Μπορεί ο σοσιαλισμός να επανέλθει με μια ριζικά  νέα μορφή, απαντώντας στα αδιέξοδα της ανθρωπότητας, αλλά μπορεί να  μην επανέλθει και ποτέ. Νομοτέλεια δεν υφίσταται.   Ούτε μπορεί να κριθεί το αν ο καπιταλισμός θα τελειώσει με μια κοινωνική επανάσταση σοσιαλιστικού ή άλλου τύπου, με την παρώθηση όλου του ανθρώπινου καπιταλισμού στην καταστροφή μαζί με τον καπιταλισμό   ή με την αντικατάστασή του από ένα νέο εκμεταλλευτικό τρόπο παραγωγής ή κοινωνική οργάνωση. Θεωρητικά, όλες οι εκδοχές έχουν όψεις επαλήθευσης και εγκύρωσης, αν και για να είμαστε έντιμοι και ειλικρινείς, κλίνουμε πιο πολύ προς την πεσσιμιστική εκδοχή[53], καθώς πυκνώνουν οι όψεις μετατροπής του καπιταλισμού προς ένα διεθνές απολύτως ολοκληρωτικό σύστημα.  Όπως επίσης παγιώνεται μακροχρόνια μια κατάσταση δύσκολης οργάνωσης και ενοποίησης των καταπιεζόμενων   τάξεων και ομάδων αλλά και μια μετατροπή  της ιστορικής Αριστεράς , κατά ένα τμήμα της τουλάχιστον, σε θεραπαινίδα της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, του κοσμοπολιτισμού  και του τεχνοκρατισμού.  Είναι αρκετά πιθανό να συμβαίνει αυτό που περιέγραψε ευφυώς ο Τρότσκυ στο τελευταίο έργο του « Για την υπεράσπιση του μαρξισμού» (1939-1940), όπου υποστήριξε την άποψη ότι εφόσον η σοσιαλιστική επανάσταση καταστεί αδύνατη ιστορικά[54], ο λόγος ύπαρξης των επαναστατών θα είναι να οργανώσουν την αντίσταση στην βαρβαρότητα και να υπερασπίσουν τα δικαιώματα των νέων σκλάβων.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν η τοποθέτησή μας  αποκλίνει αρκετά πλέον από εκείνη του κλασσικού μαρξισμού, ακόμη και αν η  υπαγωγή στον κλασσικό μαρξισμό  έχει σχετική και όχι απόλυτη αξία,  πράγμα που θεωρούμε γόνιμο και όχι καταστροφικό ή, ακόμη παραπάνω,  όχι υποθήκη ήττας στον βαθμό που  η στάση αυτή συνεπάγεται συνέχιση της αντίστασης στο κεφάλαιο, προσπαθήσαμε να τονίσουμε ότι οι σύγχρονες  ιστορικές προτεραιότητες  για την εργατική τάξη και για όλες τις καταπιεζόμενες τάξεις και ομάδες  δεν βρίσκονται   καθόλου στην υμνολόγηση της τεχνοκρατίας, του εργαλειακού ορθολογισμού και του οικονομισμού-παραγωγισμού. Τελείως αντίθετα, η στήριξη αυτών των παραδόσεων, ακόμη και αν χαρακτήρισαν για μεγάλες περιόδους  την κυρίαρχη τάση εντός του μαρξισμού, ιδίως μάλιστα όπου ο μαρξισμός κατέστη νομιμοποιητική ιδεολογία ταξικών και δεσποτικών καθεστώτων, πρέπει να ανακοπεί και να ηττηθεί  καθοριστικά. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει καθόλου  την εγκατάλειψη των θετικών και ωφέλιμων επιτευγμάτων της θετικής  επιστήμης και της τεχνικής των τελευταίων αιώνων.  Ούτε την επιστροφή στις λεγόμενες απαξιωτικά «πρωτόγονες» κοινωνίες.  Αν και κανείς λόγος δεν υφίσταται να τις διαλύσουμε βίαια όπου ακόμη υπάρχουν , όπως ήδη γίνεται (πχ Αμαζόνιος).  Σημαίνει τον δημοκρατικό   κοινωνικό έλεγχο στις σύγχρονες κοινωνίες  πάνω στο επιστημονοτεχνικό πλέγμα σε ανθρωπιστική σοσιαλιστική κατεύθυνση. . Σημαίνει την από-επιτάχυνση της παραγωγής και ανακύκλησης νέων  τεχνολογικών επιτευγμάτων, και ακόμη παραπάνω  την άρση  και απαγόρευση  εκείνων που εγκυμονούν  πιο άμεσα βιοηθικούς  εφιάλτες και εξουσιαστικούς ελέγχους ( πχ μετανθρωπισμός, γενετική τροποποίηση του είδους, ανεξέλεγκτη αυτοματοποίηση και ρομποτική  κλπ ) .  Σημαίνει λιγότερα μεν  αλλά  ποιοτικότερα  αγαθά  και μεγαλύτερη «επένδυση» στις ανθρώπινες σχέσεις και στην «συμβολική ανταλλαγή» . Σημαίνει μια μεταϋλιστική προσέγγιση στις ανθρώπινες ανάγκες-όχι υλική  φτώχεια, σαφώς υλική επάρκεια,  αλλά επένδυση σε μια ζωή όχι τυφλά εξαρτημένη από τα υλικά ή και τα πολιτιστικά αγαθά νέου τύπου ( την υπερεπικοινωνία- υπερτεχνολογία). .   Σημαίνει  όχι μόνο  μείωση των υδρογονανθράκων και της εκπομπής άνθρακα – η εξάντληση σε αυτά είναι μια διαχείριση της οικολογίας από τον «πράσινο» καπιταλισμό.  Αλλά και  μια στροφή στην ποιοτικότερη και στην σχετικά επιβραδυνόμενη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων , με κατεύθυνση την ίση διανομή, την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, την αναβίωση της κατεστραμμένης φύσης, την απόρριψη των μεταλλαγμένων προϊοντων.  και την «αποπαραγωγικοποίηση»  του πολιτισμού μας, με την έννοια των ορίων της ανθρώπινης παραγωγής.   Όπου υπάρχουν ακόμη ιθαγενικές-κοινοτικές παραδόσεις, την ενίσχυση αυτών των παραδόσεων. Σημαίνει την απεμπλοκή  του σοσιαλισμού από την φενάκη της γραμμικής και αέναης τεχνικής προόδου, του πολλαπλασιασμού των  «παραγόμενων»   και παραγωγικά υποβοηθούμενων αναγκών  και της «παραγωγικής αφθονίας» και την στροφή σε μια πιο λιτή εκδοχή της αφθονίας  (φράση του Σερζ Λατούς). Σημαίνει τον δυνατό  μεγαλύτερο σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα, στο σώμα των ζώων και στο σώμα της μη ανθρωπογενούς Φύσης.  Σημαίνει λιγότερη  εμπιστοσύνη στην επιστήμη-τεχνολογία  όπως παράγεται και αναπαράγεται από το γιγάντιο μονοπωλιακό εταιρικό σύμπλεγμα και τους συνεργάτες του και μεγαλύτερη ανοχή στην επιστημονική και ιδεολογική πολυφωνία και στην ελευθερία έρευνας, δημοσίευσης και  έκφρασης στον επιστημονικό τομέα. Σημαίνει μια αντιαλλοτριωτική  στάση στο ζήτημα της διεύθυνσης της υλικής παραγωγής και της γνώσης,   μια απαίτηση για μεγαλύτερη διαφάνεια, για μεγαλύτερη ενημέρωση και για την άρση του μονοπωλίου γνώσης και γνώμης μόνο από  και για τους «ειδικούς». Σημαίνει την επιστροφή της κριτικής των κινημάτων του 68  στην παραγωγή και διανομή  γνώσης μόνο από   «ειδικούς» και στην απαξίωση όλων των άλλων ανθρώπων ως άσχετων , ανορθολογικών, ψεκασμένων κλπ     Σημαίνει την ενίσχυση κοινοτικών μορφών βίωσης τόσο κατά του ατομικισμού όσο και κατά του κονφορμιστικού κρατισμού, δυνάμεων που σήμερα συχνά αλληλοσυμπληρώνονται.

Ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι ένα πρόγραμμα για έναν ανθρωπιστικό, αυτοδιευθυνόμενο  και αντι-αλλοτριωτικό σοσιαλισμό και κομμουνισμό. Το αν μπορούν να υλοποιηθούν πλευρές του ή να οδηγήσει σε μια  καθολική ανατροπή του καπιταλισμού ή έστω σε ένα πρόγραμμα υπεράσπισης των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων  σε συνθήκες βαρβαρότητας   είναι ιστορικά ανοιχτό. Είναι ένα πρόγραμμα ανοιχτό στον μαρξιστικό ρομαντισμό και κλειστό στην μαρξιστική τεχνοκρατία.

Όπως γράψαμε πιο πάνω, μπορούμε να υποστηρίξουμε μόνο εκείνη την μορφή του σοσιαλισμού και του αντικαπιταλισμού που δεν αντιγράφει  τις αξίες και τα είδωλα του παραγωγισμού, που αντιστέκεται στην υποδουλωτική,  εργαλειακή και ποσοτικοποιημένη αυστηρά  Πρόοδο. Μόνο αυτήν την εκδοχή του Μαρξ μπορούμε να υπερασπίσουμε κριτικά μεν ουσιαστικά δε . Γιατί η αντίθετη είναι οργανικό τμήμα πλέον   των μηχανισμών του καπιταλιστικού συστήματος στην ύστερη εποχή του. Και εξτρεμιστικός του  υποκινητής.

————————————————–

 

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία

Ελληνόγλωσση

-Αλτουσέρ Λ. «Για τον Μαρξ» , Αθήνα 2016, Εκτός Γραμμής. Παλαιότερη έκδοση, Αθήνα  1978, Γράμματα.

-Αλτουσέρ Λ. «Απάντηση στον Τζων Λιούις» σε Λ. Αλτουσέρ-Τζων Λιούις «Απάντηση στον Τζων Λιούις-Κριτική του έργου του Λουί Αλτουσέρ», Αθήνα  1977, Θεμέλιο.

-Άρεντ Χ. «Το ολοκληρωτικό σύστημα», Αθήνα 1988,  Ευρύαλος.

-«Αυτοκριτική της Επιστήμης» ( συλλογικός τόμος,  συλλογή κείμενων από  τους Αλαίν Ζωμπέρ και Ζαν-Μαρκ Λεβύ-Λεμπλόν), Αθήνα 1973, εκδόσεις  Βέργος.

Βάκη Φωτεινή «Η Πρόοδος στον Διαφωτισμό – πρόσωπα και προσωπεία», Αθήνα 2012, Ευρασία..

-Βρανίτσκυ Π. « Ιστορία του Μαρξισμού», τ. Α’ και Β’, Αθήνα 1976, Οδυσσέας.

-Γκόλντμαν Έμμα «Η απογοήτευσή μου στη Ρωσία- Δύο χρόνια στη Ρωσία (1920-1921), Αθήνα 2009, Απόπειρα.

-Ελλύλ Ζακ «Το τεχνικό σύστημα», Αθήνα 2012, εκδόσεις Αλήστου Μνήμης.

-Ένγκελς Φρ. «Αντι-ντύρινγκ- η ανατροπή στην επιστήμη από τον κ. Ευγένιο Ντύρινγκ »,

Αθήνα 2010, Σύγχρονη Εποχή.

-Ζίζεκ Σλ. «Λένιν 2017» , Αθήνα  2017, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

-Ίλιτς Ιβάν «Ιατρική Νέμεση- η απαλλοτρίωση της υγείας», Αθήνα 2010, Νησίδες.

-Καστοριάδης Κ. « Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού» , Αθήνα 1986, Ύψιλον.

-Καστοριάδης Κ. «Ο ρόλος της μπολσεβίκικης ιδεολογίας στην γέννηση της γραφειοκρατίας» σε «Η πείρα του εργατικού κινήματος 2 – Προλεταριάτο και οργάνωση», Αθήνα  1984, Ύψιλον.

-Καστοριάδης Κ. «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», Αθήνα  1981, Κέδρος

-Κλιφ Τόνυ « Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία» , Αθήνα 1983, Εργατική Δημοκρατία. Νεότερη έκδοση, Αθήνα 2017, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.

-Κοριά Μπ. «Επιστήμη, Τεχνική και Κεφάλαιο» , Αθήνα 1985, Α/Συνέχεια.

-Κορς Κ. «Μαρξισμός και Φιλοσοφία», Αθήνα 1981, Ύψιλον.

–  Κουν (Kuhn) Τόμας « Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», Αθήνα  2000, Σύγχρονα Θέματα.

-Λατούς Ζ. «Το στοίχημα της αποανάπτυξης», Θεσσαλονίκη 2008, Βάνιας.

-Λέζερ Νόρμπερτ «Η Οδύσσεια του μαρξισμού», Αθήνα 1973, Ζαχαρόπουλος.

-Λένιν  Β.Ι. «Κράτος και Επανάσταση»,  Αθήνα 1996, Σύγχρονη Εποχή.

-Λένιν Β.Ι. « Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκυ», Κλασσικά Κείμενα, χ.χρ.ε.

-Λένιν  Β.Ι «Για τα αριστερά παιδιαρίσματα και τον  μικροαστισμό», Αθήνα 1990, Σύγχρονη Εποχή  –   “Left Wing Childishness and the Petty Bourgeois Mentality” , Marxists Internet Archive , 1918.

-Λιερός Γ. « Το φάντασμα της Προόδου και το νόημα της Ιστορίας», Δρόμος της Αριστεράς, φ. της 29-12-2014.

-Λούκατς Γκεόργκη « Ιστορία και Ταξική  Συνείδηση», Αθήνα 2001, Οδυσσέας.

-Λούξεμπουργκ Ρ.  «Η Ρώσικη Επανάσταση», Αθήνα 1980, Ύψιλον.

-Löwy M  -Sayre R.   «Μελαγχολία και εξέγερση- ο ρομαντισμός στους αντίποδες της νεωτερικότητας», Αθήνα 2000, Εναλλακτικές Εκδόσεις

-Löwy M. «Προμήνυμα Κινδύνου. Μια ανάγνωση των Θέσεων «Για τη Φιλοσοφάι της Ιστορίας», Πλέθρον 2004.

-Μάμφορντ Λιούις « Τέχνη και τεχνική», Αθήνα 1997, Νησίδες.

-Μαρκούζε Χ. «Λόγος και Επανάσταση τ. Α’-Οι Βάσεις της Φιλοσοφίας του Χέγγελ», Αθήνα χ.χρ.ε., εκδόσεις Αρσενίδη.

-Μαρξ Κ. «Το Κεφάλαιο-Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», τ. 1-3, Σύγχρονη Εποχή.

-Μαρξ Κ.-Ένγκελς Φρ. «Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο», Αθήνα 1944, Αλφειός

-Μαρξ Κ.- Ένγκελς Φρ. «Η Γερμανική Ιδεολογία», τ. Α’ και Β’, Αθήνα  1989 , Gutenberg.

-Μαρξ Κ. «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», Εκδόσεις  Οικονομικής και Φιλοσοφικής Βιβλιοθήκης, Αθήνα  1956.

-Μαρξ Κ. « Προκαπιταλιστικοί Οικονομικοί  Σχηματισμοί» , Κάλβος, Αθήνα  1983.

-Μαρξ Καρλ «Grundrisse” , τ. Α’ και Β’, Στοχαστής 1990.

-Μαρξ Καρλ «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία» , Αθήνα 1976, Στοχαστής.

Μεσάρος  Ιστβαν «Η έννοια της αλλοτρίωσης στον Μαρξ», Αθήνα   2016, Κουκκίδα.

-Michael Mann «Οι πηγές της κοινωνικής εξουσίας. Η ανάπτυξη των τάξεων και των εθνών κρατών , τ.Β’ 1760-1914», Αθήνα 2009, Πόλις.

-Μπακούνιν Μ. «Η Παρισινή Κομμούνα και η Ιδέα του Κράτους» , Ελεύθερος Τύπος.

-Μπελαντής Δ. «Αριστερά και εξουσία- ο δημοκρατικός δρόμος προς το σοσιαλισμό», Αθήνα 2014, Τόπος.

-Mπελαντής  Δ. «Κομμουνιστές χωρίς επανάσταση-μια θέση για το  σύγχρονο  επαναστατικό υποκείμενο» ,  Δεκέμβριος 2015,  www.controversy.gr

-Μπελαντής  Δ. «Επανάσταση στην δίνη του Εμφυλίου-οι ταξικοί αγώνες στην Ισπανία 1874-1939» , Αθήνα 2021,   Τόπος .

-Μπενσαίντ Ντ. « Ο Μαρξ της εποχής μας -Μεγαλείο και Κακοδαιμονίες ενός κριτικού εγχειρήματος», Αθήνα 2013, Τόπος.

-Μπετελέμ Σ. «Οι Tαξικοί Αγώνες στην ΕΣΣΔ» , τ. 1-3, Κουκκίδα. Πρώτη Έκδοση Α’ και Β’ τόμου από εκδόσεις Ράππα, 1975, 1977.

-Μπετελέμ Σαρλ- Λινάρ Ρομπέρ « Ιστορικότητα και επικαιρότητα του μαρξισμού», Αθήνα 1980, Ρηξίπυλον.

-Μπιτσάκης Ευτ. «Ανθρώπινη Φύση. Για έναν κομμουνισμό του πεπερασμένου», Αθήνα 2013, Τόπος .

-Μπρίντον Μ. « Οι Μπολσεβίκοι και ο εργατικός έλεγχος-Το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών στη Ρωσία 1917-1921» , Αθήνα 1977, Διεθνής Βιβλιοθήκη.

-Μπωντριγιάρ Ζ. «Ο καθρέφτης της παραγωγής» , Αθήνα 1990, Αλεξάνδρεια.

-Μπωντριγιάρ Ζ. «Ομοιώματα και προσομοίωση», Αθήνα 2018,Πλέθρον.

-Ντεμπόρ  Γκυ «Η κοινωνία του θεάματος», Αθήνα 2016, Μεταίχμιο.

-Παπαϊωάννου Κ. «Η γέννηση του ολοκληρωτισμού-οικονομική υπανάπτυξη και κοινωνική επανάσταση» , Αθήνα 1994, Έναλλακτικές Εκδόσεις.

-Πολάνυι Καρλ « Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός- οι πολιτικές και οικονομικές απαρχές του καιρού μας», Αθήνα 2007, Νησίδες.

-Πουλαντζάς Ν. «Το Κράτος, η  Εξουσία, Ο Σοσιαλισμός», Αθήνα 1990, Θεμέλιο.

-Πρέβε Κ. « Κριτική Ιστορία του μαρξισμού. Από την γέννηση του Κ. Μαρξ μέχρι την κατάρρευση του ιστορικού κομμουνισμού», Αθήνα 2010, ΚΨΜ.

-Στάλιν Ι.Β. «Ζητήματα Λενινισμού», έκδοση Β. Καμπίτση, χ.χρ.ε.

 

-Τερζάκης Φ. « Ο αναρχισμός στον κομμουνισμό -εμμένοντας στην επαναστατική ανάγκη», Αθήνα 2014,Πανοπτικόν.

-Τζάκομπι Ρ. « Διαλεκτική της ήττας- περιγράμματα του Δυτικού Μαρξισμού», Αθήνα 2009, Νησίδες. .

 

-Τρότσκυ Λ. «Η Προδομένη Επανάσταση», Αθήνα 2008, Διεθνές Βήμα.

 

-Τρότσκυ Λ. « Απολογισμοί και προοπτικές» στο « Η Επανάσταση του 1905» , Αθήνα 2005, εκδόσεις Λέων.

Feyerabend Paul «Ενάντια στη μέθοδο. Για μια αναρχική θεωρία της γνώσης», Αθήνα 2006, Σύγχρονα Θέματα.

-Φουκώ Μ. «Επιτήρηση και τιμωρία» , Αθήνα 1989, Ράππας.

 

-Φουκώ Μ. «Η  Ιστορία της τρέλλας στην κλασσική εποχή» , Αθήνα 2007, Καλέντης.

 

-Φουκώ Μ. «Η Γέννηση της Βιοπολιτικής – παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας 1978-1979», Αθήνα 2012, Πλέθρον.

 

-Φουκώ Μ. « Η Τιμωρητική Κοινωνία- παραδόσεις  στο Κολλέγιο της Γαλλίας 1972-1973» , Αθήνα 2016, Πλέθρον.

 

-Χέγκελ Γκ.- Β.- Φρ. «Φαινομενολογία του Πνεύματος» τ. Α’ και Β’, Αθήνα 1993, Δωδώνη.

-Heller Agnes «Η θεωρία των αναγκών στον Μαρξ», Αθήνα, 2018, Πλέθρον.

 

-Χερφ Τζ. «Αντιδραστικός  μοντερνισμός -τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και το Γ’ Ράιχ», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1997.

-Χορκχάιμερ Μ.-Αντόρνο Τ. « Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού» , Αθήνα 1986, Ύψιλον.

-Χορκχάιμερ Μ. « Παραδοσιακή και κριτική θεωρία»  σε «Φιλοσοφία και κοινωνική κριτική», Αθήνα 1984, Ύψιλον.

 

 

Ξενόγλωσση

-Alba Victor- Schwarz Stephen “ Spanish Marxism vs  Soviet Communism – A History of the POUM”, 1988. .

-Althusser L. et alii “Reading CapitaL” , {1965}  Marxists Internet Archive.  New Left Books, 1970.

-Arshinov Peter «Τhe History of the Makhnovist Movement”, 1927.

-Benjamin W. “On the Concept of History” , Marxists Internet Archive.

-Bloch Ernst “Geist der Utopie”, Suhrkamp, 1964.

-Bordiga Amadeo “ Marxism of the Stammerers”  , 1952, Marxists Internet Archive.

-Βrym R. “ The Jewish Intelligentsia and Russian Marxism”, 1978, Macmillan Press Limited

-Deutscher I. “The prophet outcast-Trotsky 1929-1940”, Verso 2003.

-Dunayevskaya Raya “Marxism and Freedom-From 1776 to today” , Humanity Press 2000.

-Fisher Mark “Capitalist Realism-Is there no Alternative?”, 2009, Zero Books.

-Fisher Mark “The slow cancellation of the future”, in “Ghosts of my Life”, Zero Books, 2014.

 

-Gramsci A. “ Selections from the Prison Notebooks”  ( eds:  Quintin Hoare, Geoffrey Nowell Smith)  , 1999.

-Lenin V.I. “ What is to be done-Burning Questions of our movement” , 1901-1902, Marxists Internet Archive.

-Lenin V.I. “ The immediate tasks of the soviet government”, 1918, Marxists Internet Archive.

-Luxemburg R. “Leninism or Marxism? Organizational Problems of the Russian  Social Democracy“ ,1904,. Marxists Internet Archive.

-Marx K. “The British Rule in India” , 1853, Marxists Internet Archive

-Ranciere J. “Althusser’s  Lesson”, 2011, Continuum International.

-Shanin T. “Late Marx and the Russian Road”, Monthly Review Press, 1983.

-Shapiro L. “The origin of the communist autocracy- Political opposition in the soviet state, first phase : 1917-1922.Harvard University Press, 1977.

-Sorel G. “Reflections on Violence” , London 1915, Allen and Unwin

-Sorel G. “The illusions of progress” , University of California Press , 1969.

-Thompson E.P. “The Poverty of Theory or an Orrery of Errors”, 1978, Marxists Internet Archive.

-Trotsky L. “Our Political Tasks” , 1903, Marxists Internet Archive

-Trotsky L. “In Defense of Marxism” , 1939-1940, Marxists Internet Archive

-Trotsky L. “ Terrorism and Communism” , 1919-1920, Marxists Internet Archive.

-Trotsky L. “Die permanente Revolution”, Frankfurt am Main , Rororo, 1981

-Volin  Vs.  “The Unknown Revolution”, έκδοση 1974.

 

 

Υποσημειώσεις

[1] Καρλ Μαρξ «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» , Αθήνα 1956, Εκδόσεις Οικονομικής και Φιλοσοφικής Βιβλιοθήκης , σελ. 6-8.

[2] A. Gramsci “The Revolution against “Capital”, 1917,  Marxists Internet Archive, Gramsci Archive.

[3] Ι. Β. Στάλιν «Για το διαλεχτικό και ιστορικό υλισμό» σε Ι.Β.. Στάλιν « Ζητήματα Λενινισμού», Αθήνα χ.χρ., ε.  , εκδόσεις Β.Καμπίτση, . Σελ. 703-740.Αυτοτελώς, έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Αναγνωστίδη.

[4] Βλ. και σε Καστοριάδη οπ.π. σελ. 64 επ. και 66 επ. , από μια άλλη οπτική σε Κονστάντσο Πρέβε «Κριτική Ιστορία του Μαρξισμού», ΚΨΜ 2010 ,  σελ. . 110-115, κ.α. .

[5] Σ. Μπετελέμ «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ, περίοδος Β’, 1923-1930» , Αθήνα 1977, Ράππας, σελ. 474 επ.

[6] Δες σχετικά και την συζήτηση Σαρλ Μπετελέμ-Ρομπέρ Λινάρ «Ιστορικότητα και επικαιρότηατ του μαρξισμού» Αθήνα 1980, Ρηξίπυλο.

[7] Τρότσκυ «Αποτελέσματα και Προοπτικές» σε «Η Ρώσικη Επανάσταση του 1905», Αθήνα 2005, εκδόσεις Λέων, επίσης L. Trotsky “Die permanente Revolution” , 1981, Rororo Verlag.

[8] Ο Μπετελέμ στον Τρίτο Τόμο των «Ταξικών Αγώνων στην ΕΣΣΔ ,1930-1941» υποστηρίζει ότι η Ρώσικη Επανάσταση δεν ήταν αστική αλλά καπιταλιστική επανάσταση. Υπό την έννοια ότι δεν την έκανε ένα αστικό πολιτικό ρεύμα αλλά  αντικειμενικά οδήγησε  στην πλήρη νίκη των καπιταλιστικών σχέσεων στην Ρωσία.

[9] Καστοριάδης οπ.π. σελ. 47-52, Υποκεφάλαιο  «Οικονομικός ντετερμινισμός και πάλη των τάξεων».

[10] Από μια άλλη τελείως θεωρητική οπτική, βλ. και σε Γιάννη Μηλιού Ο  μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, Αθήνα 1996, Εναλλακτικές Εκδόσεις. Μια παλιότερη  συνολική κριτική του οικονομισμού, από μάλλον εγελιανές θέσεις, αλλά όχι τόσο αναλυτική, έχει ασκηθεί από τον Καρλ Κορς στο έργο του «Μαρξισμός και Φιλοσοφία»  του 1930 κα.

[11] Διαφοροποιημένης απολύτως από την εγελιανή Ολότητα ή Καθολικότητα. Λ. Αλτουσέρ «Αντίφαση και επικαθορισμός»  στο «Για τον Μαρξ», Αθήνα 2016 , Εκτός Γραμμής, σελ. 133-190.

[12] Letter of Engels to Borgius, 25-1-1894, Marxists Internet Archive.

[13] «Αντίφαση και επικαθορισμός» οπ.π.  σελ. 166-167 .

 

[14] Και οι τρεις τόμοι ήδη στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Αρχικά, οι α’ και β’ τόμος είχαν εκδοθεί από τις εκδόσεις Ράππα κατά την δεκαετία του 1970.

[15] Δες το κείμενο του Λένιν ( Μάρτιος 1918 ) «Για τα αριστερά παιδιαρίσματα και την μικροαστική νοοτροπία», σε www.marxists.org, Lenin Archive. Επίσης , το κείμενο του «Για τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας» ( 1918). Σχετικά με το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών για αυτοδιεύθυνση των εργοστασίων δες το βιβλίο του Μ. Μπρίντον «Οι μπολσεβίκοι και ο εργατικός έλεγχος-το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών στην Ρωσία»,   Αθήνα 1977, Διεθνής Βιβλιοθήκη. Επίσης, το δικό μας «ΟΙ Μπολσεβίκοι εναντίον του Λένιν- η περίπτωση των «Αριστερών Κομμουνιστών» το 1918 και ο εργατικός έλεγχος», περ. Ουτοπία 122/ 2017, σελ. 63 επ.

[16]  Για την έννοια του κρατικού καπιταλισμού, δες σε Σ. Μπετελέμ «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ , τ.Β’ 1923-1930», Αθήνα  1977 , Ράππας, σελ. 205, 206 επ., 280,282, 292, 300-312 , 351, 353, 498.

[17] Σχετικά σε R. V. Daniels “ The Conscience of the Revolution-Communist Opposition in Soviet Russia”, Simon and Schuster,  1969.

[18] Αναλυτικά στον Τρίτο Τόμο των Ταξικών Αγώνων στην ΕΣΣΔ, Αθήνα 2017, Κουκκίδα.

[19] Συλλογικό Έργο «Αυτοκριτική της Επιστήμης», συλλογή κειμένων από τους Αλαίν Ζωμπέρ και Ζαν-Μαρκ Λεβύ- Λεμπλόν, Αθήνα 1973, εκδόσεις Βέργος  .

[20] Δες και σε Michael Mann «Οι πηγές της κοινωνικής εμπειρίας, τόμος Β’-η ανάπτυξη των τάξεων και των εθνών-κρατών 1760-1914» , Αθήνα 2009 , Πόλις. Ο συγγραφέας επιχειρεί μια πολυπρισματική κοινωνιολογική  κατανόηση των νεωτερικών κοινωνιών, με στοιχεία από τον Μαρξ, τον Μαξ Βέμπερ και άλλα ρεύματα σκέψης.

[21] Κ. Βεργόπουλος «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα-η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας», Εξάντας 1975, σελ. 203 επ.( Υποκεφάλαιο «Δύσμορφος καπιταλισμός και το αγροτικό ζήτημα στην νεοελληνική ιδεολογία»).

[22] Δες και σε Α.Γκράμσι «Για τον Μακιαβέλη», Ηριδανός, χ.χρ. έκδοσης .

[23]Βλ. σε Robert Brym “ Jewish Intelligentsia and Russian Marxism“, Macmillan Press 1978, ιδίως σελ. l. 104-105.

[24] Βλ. και σε Guy Mor “Whither the state: the abolition of state in Marx and Engels”, pdf.

[25] Δες και τις κριτικές στην σκέψη Αλτουσέρ από τον μαθητή του Jaques Ranciere “Althusser’’s Lesson”, 1974, και του E.P.Thompson στο έργο του “The Poverty of Theory”.

[26] Μαρξ- Ένγκελς « Το κομμουνιστικό μανιφέστο», Αθήνα 1944, μετάφραση Γιάννη Κορδάτου,  Αλφειός, σελ. 71-72.

[27] Κατά τον Voline , o Τρότσκυ ως ηγέτης του Κόκκινου Στρατού εκδίδει το 1920  την περίφημη  διαταγή 1824 , η οποία προβλέπει την διάλυση ουσιαστικά του στρατού του Μαχνό από τον Κόκκινο Στρατό, ενώ τυπικά οι δύο στρατοί είναι ακόμη σύμμαχοι κατά των Λευκών.

[28] Ρόζα Λούξεμπουργκ «Η Ρώσικη Επανάσταση», Αθήνα  1980 , Ύψιλον, με εκτενή Εισαγωγή του Άγι Στίνα. Η πρώτη ελληνική έκδοση ήταν του 1958.

[29] Πρβλ και τις απόψεις της  σημαντικής Αμερικανίδας μαρξίστριας Raya Dunayevskaya “ Marxism and Freedom -from 1776 until today” {1958}., Humanity Books 2000, ιδίως όμως το πολύ πιο κριτικό στον Λένιν έργο της ίδιας και της Grace Lee Boggs “Facing reality” , 1959, όπου υποστηρίζουν την γραφειοκρατική  συνέχεια  μεταξύ Λένιν και Στάλιν. Οι θέσεις τους ήταν  κατά κανόνα κοντά στο  ρεύμα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».

[30] Μιχαήλ Μπακούνιν « Η Παρισινή Κομμούνα και η Ιδέα του Κράτους», Ελεύθερος Τύπος, μάλλον δεκαετία του 1970.

[31] Walter Benjamin “On the Concept of History” , Marxists Internet Archive, Benjamin Archive, απόδοση στα ελληνικά δική μας.  Βλ. και σε M. Lowy «Προμήνυμα κινδύνου. Μι ανάγνωση των «Θέσεων για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας», Αθήνα 2004 , Πλέθρον, ιδίως σελ. 129-149.

[32] Βλ. για αυτήν την διάκριση και το πολύ αξιόλογο άρθρο του Γ. Λιερού « Το φάντασμα της Προόδου και το νόημα της Ιστορίας», εφημερίδα Δρόμος  της Αριστεράς , 29-12-2014,  εξηγεί ικανοποιητικά την σχέση Προόδου και Εξέλιξης, επίσης σε Γ. Μπιτσάκη «Οι θύελλες της προόδου», Αθήνα 2017, ΚΨΜ.  Για μια γενικότερη ένταξη της έννοιας της Προόδου στον Διαφωτισμό βλ. και την μελέτη της Φωτεινής Βάκη «Η Πρόοδος στον Διαφωτισμό-πρόσωπα και προσωπεία» , Αθήνα 2012, Ευρασία.

[33] Για την  διαμόρφωση της διακυβέρνησης στο έθνος,  για την πρόοδο του ανθρώπινου νου, για την πρόοδο στις τέχνες και τις επιστήμες, τρία δοκίμια.

[34]  Georges Sorel {1910} “Illusions of Progress”, University of California Press”, 1969, Introduction: Robert Nisbet, ιδίως σελ. 116-125.   Βλ. και σε Φ. Βάκη οπ.π. , Δεύτερο Κεφάλαιο «Η Φιλοσοφία της Ιστορίας ως πολιτική φιλοσοφία».  Ο Σορέλ υπήρξε ένας πολύπλευρος, εξαιρετικά πολυμαθής αλλά και σκοτεινός διανοούμενος. Αρχικά εξτρεμιστικός υποστηρικτής  του αναρχοσυνδικαλισμού και της αντιπολιτικής, ενέπνευσε τον Γκράμσι, επηρέασε τον Λένιν και  κατέληξε ιδεολόγος του φασισμού και του Μουσσολίνι.

[35] Βλ. και σε Γκέοργκ- Βίλχελμ – Φρήντριχ  Χέγκελ «Φαινομενολογία του Πνεύματος» , τ. Α’ και Β’ , Αθήνα 1993, Δωδώνη.

[36] Για την σύγχρονη  επιστημονική κριτική στην δαρβινική συνεχή εξέλιξη των ειδών βλ και σε Ντ. Μπενσαίντ « Ο Μαρξ της εποχής μας- Μεγαλείο και κακοδαιμονίες ενός κριτικού εγχειρήματος, Αθήνα 2013, Τόπος, σελ. 85-87. .

[37]Δες και σε Jeffrey Herf «Αντιδραστικός Μοντερνισμός- Τεχνολογία, Κουλτούρα και Πολιτική στη Βαϊμάρη και στο Γ’ Ράιχ» , Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1995.

[38] Για την αντίθεση μηχανιστικού και εγελιανού-πρακτικού μαρξισμού βλ. και σε Ράσελ Τζάκομπι «Διαλεκτική της Ήττας-Περιγράμματα του Δυτικού Μαρξισμού»,  Αθήνα 2009  , Νησίδες, σελ. 46-66 , Υποκεφάλαιο «Ο μαρξισμός  του Χέγκελ και του Ένγκελς».

[39] Μαξ Χορκχάιμερ -Τέοντορ Αντόρνο « Η Διαλεκτική του  Διαφωτισμού», Αθήνα 1986, Ύψιλον, ιδίως σελ. 13,  22-23 , 38-39 ,  57-60,. 105-110 κα..  Βλ. και σε Μ. Χορκχάιμερ « Η έκλειψη του λόγου», Αθήνα 1987, Κριτική.

[40] Βλ. και σε Χ. Άρεντ «Το ολοκληρωτικό σύστημα»,  Αθήνα 1988, Ευρύαλος.

[41] Ευτύχης Μπιτσάκης «Για την ανθρώπινη φύση- ο κομμουνισμός  του πεπερασμένου», εκδόσεις Τόπος.

[42]  Ο Μαρξ έχει αφιερώσει άπειρα χωρία του στον δεσποτισμό του εργοστασίου Ο Σορέλ της αναρχοσυνδικαλιστικής περιόδου στο παραπάνω έργο του επίσης επικρίνει  την υπαγωγή του εργάτη  σε μια ξένη προς αυτόν και αυταρχικά διευθυνόμενη παραγωγική διαδικασία. .

[43] Βλ. ενδεικτικά και το βιβλίο του Σερζ Λατούς « Το στοίχημα της απονάπτυξης», Θεσσαλονίκη 2008, εκδόσεις Βάνιας , καθώς και το έργο του «Προς μια κοινωνία της λιτής αφθονίας»>

[44] Φρ. Τζαίημσον «Το Μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού» , Αθήνα 1999, Νεφέλη.

[45] «Το κομμουνιστικό Μανιφέστο» οπ.π. ( εκδόσεις Αλφειός) σελ. 55-63, Η αστική τάξη δεν έχει πάψει να παίζει έναν ρόλο επαναστατικό.

[46] Marx “The British Rule in India”, 6.1853, “The future results of British Rule in India”, 8.1953, Marxist Internet Archive.Δες σχετικά και σε Lowy -Sayre , οπ.π. σελ. 209-210.

[47] Βλ. και σε Lowy -Sayre «Εξέγερση και μελαγχολία ..»  οπ.π.

[48] Theodor Shanin “Late Marx and the Russian Road” , 1983, Monthly Review Press.

[49] Για την μερική κοινότητα   ανάμεσα στην σκέψη του Μαρξ και  στην σκέψη του Ρίτσαρντ Κόμπντεν και της Σχολής του Μάντσεστερ , βλ. σε Κ. Παπαιωάννου «Η Γέννηση..» οπ.π. σελ. 29-32 ( «Ο Μαρξ και ο αστικός κοσμοπολιτισμός»). .

[50] Δες και την άποψη του Καρλ Πολάνυι «Ο μεγάλος μετασχηματισμός- Οι πολιτικές και οικονομικές απαρχές του καιρού μας» : για πρώτη φορά το οικονομικό σύστημα, με την μορφή της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, καθίσταται αυτόνομο και κυρίαρχο στην κοινωνία (Αθήνα 2007, Νησίδες). Σχετικά και σε Löwy-Sayre οπ.π. σελ.134.

  • [51] Βλ. σεNorman Cohn,   A History of Popular Religious and Social Movements in Europe From the Eleventh to the Sixteenth Century (1957)

 

[52] Baudrillard “Selected  Writings” οπ.π. σελ. 101-104. Δες και στην ελληνική έκδοση «Ο καθρέφτης της παραγωγής- η κριτική αυταπάτη του Ιστορικού Υλισμού», Αθήνα 1990, Αλεξάνδρεια,    πιο αναλυτικά  σελ. 19-39.

[53] Βλ. και σε Ραζμίγ Κετσεγιάν « Το αριστερό ημισφαίριο-χαρτογραφία της νέας κριτικής σκέψης» , Αθήνα 2017, Angelus Novus, σελ. 102-107 «Οι πεσιμιστές».

[54] “In Defense  of Marxism”,1939-1940,  Marxists Internet Archive. Ο Τρότσκυ έθετε ως όριο επαλήθευσης την έκρηξη της σοσιαλιστικής επανάστασης κατά τον  ιμπεριαλιστικό Παγκόσμιο Πόλεμο, που μόλις τότε άρχιζε, δηλαδή τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Οι Επίγονοι δεν πολυασχολήθηκαν με αυτό το κείμενο.