Η Λούξεμπουργκ και οι Μπολσεβίκοι: συγγένειες και συγκρούσεις

Του Δημήτρη Μπελαντή  (15-03-2024, συζήτηση στον  Πολυχώρο  Διέλευσις)

 

 

Το ζήτημα των σχέσεων της Ρόζας Λούξεμπουργκ  με τον μπολσεβικισμό και ιδίως με το έργο του Λένιν   έχει  τεράστια σημασία για το εργατικό κίνημα του εικοστού αιώνα αλλά και μέχρι σήμερα αλλά και πάρα πολλές διακλαδώσεις που αφορούν την Ιστορία της μετάβασης από την Δεύτερη στην Τρίτη Διεθνή και των αγώνων σχετικά με αυτήν.  Επεκτείνεται και στην οικοδόμηση της ΕΣΣΔ και των άλλων κοινωνιών του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού».  Στα πλαίσια αυτής εδώ της ανάπτυξης θα μείνουμε στις πιο  σημαντικές και κρίσιμες, αντικειμενικά, όψεις,  αφήνοντας πολλά ζητήματα εκτός. Επίσης, το θέμα μας  εδώ είναι η σύγκρουση με τον Λένιν το 1904. Στο ζήτημα της κριτικής στους Μπολσεβίκους, ήδη στην εξουσία, το 1918 θα μας απασχολήσει σε επόμενη μελέτη μας.

 

1.Η κοινή παρουσία και συστράτευση  με τον Λένιν σε κρίσιμες μάχες

Η Λούξεμπουργκ μετείχε  από το τέλος του 19ου αιώνα  ως την αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου  σε δύο  εθνικά εργατικά κινήματα. Εγκατεστημένη μόνιμα στην  βιλχελμινική-καϊζερική  Γερμανία από το 1897 και εξής, αφού έλαβε το διδακτορικό της στην Ζυρίχη το 1893 ( τίτλος :«Η οικονομική ανάπτυξη της Πολωνίας»), ήταν ταυτόχρονα  ανώτερο στέλεχος του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ( SPD)  και του Πολωνικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ή ορθότερα του   Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Βασιλείου της Πολωνίας και Λιθουανίας,  περιοχών που ανήκαν τότε  στην Ρωσική Αυτοκρατορία. Με το τελευταίο ως δεδομένο, παρακολουθούσε στενά και τις εξελίξεις στη Ρωσία και στο ΡΣΔΕΚ, αφού η τύχη της τότε διαμοιρασμένης Πολωνίας συνδεόταν αξεδιάλυτα με την τύχη όλης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.  Η Λούξεμπουργκ  ήταν ακόμη ένα εκλεκτό τέκνο της ρωσοεβραϊκής και πολωνοεβραϊκης  δημοκρατικής, σοσιαλιστικής  και ριζοσπαστικής διανόησης που προερχόταν από τους κόλπους  της αστικής και μεσαίας μορφωμένης   ρωσοεβραϊκής τάξης ( Haskala, εβραϊκός κοσμικός Διαφωτισμός με αφομοιωτική κατεύθυνση).

Με τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους  γνωρίζονταν πολύ καλά  λόγω της κοινής συμμετοχής τους στην Δεύτερη- Σοσιαλιστική Διεθνή αλλά και λόγω  των  αυτονόητων αλληλεπιδράσεων ανάμεσα  στο ρωσικό και το πολωνικό μαρξιστικό κίνημα μέσα στα πλαίσια της ρωσικής αυτοκρατορίας. Παρά την οξεία κριτική που επανειλημμένα τού άσκησε, η εκτίμηση  μεταξύ τους ήταν αμοιβαία και οι θέσεις τους εντός της ΣΔ και στα Διεθνή Συνέδρια της ΣΔ συνέκλιναν σημαντικά[1]. Είχαν κοινές αντιλήψεις για τον διεθνισμό/αλληλεγγύη μεταξύ των εργατικών τάξεων  και κατά της υποστήριξης του επικείμενου ιμπεριαλιστικού Παγκοσμίου Πολέμου από τους σοσιαλιστές. Είχαν αρκετά κοινές αντιλήψεις στο ζήτημα της ενίσχυσης της προοπτικής της γενικής πολιτικής απεργίας ως μέσου για την κοινωνική επανάσταση, την προοπτική της οποίας υπερασπίζονταν και οι δύο ανυποχώρητα έναντι του ρεφορμισμού.

Ανήκαν και οι δύο στις «αριστερές» τάσεις των κομμάτων τους και στην «αριστερή» τάση της  Σοσιαλιστικής Διεθνούς συνολικά[2]. Ήταν και οι δύο ριζικά αντίθετοι στην καθαρά «δεξιά» -ρεφορμιστική ή ρεβιζιονιστική  πτέρυγα που ειδικά στην Γερμανία εκπροσωπούσε ο Έντουαρντ Μπερνστάιν, στην οποίαν η Λούξεμπουργκ απάντησε με το κλασσικό έργο της «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση». Παρά τις σημαντικές  διαφορές που είχαν με την «κεντρώα» -ορθόδοξη τάση του Καρλ Κάουτσκυ, έτρεφαν και οι δύο μεγάλη εκτίμηση στον Κάουτσκυ, που ήταν στην Β’ Διεθνή κάτι σαν τον Λένιν στην Τρίτη, ήταν η κεντρική μορφή της.  Η Λούξεμπουργκ πρώτη συγκρούστηκε με τον Κάουτσκυ το 1910 στο ζήτημα της γενικής απεργίας στην Πρωσσία. Ο Λένιν τον θεωρούσε κάπως σαν θεωρητικό του μέντορα και έπρεπε να φτάσει η χρεωκοπία της  Σοσιαλιστικής Διεθνούς με την υποστήριξη των εθνικών κρατών από τα εθνικά κόμματα το 1914 για να διαχωρισθεί πια ριζικά από αυτόν.

Κράτησαν και οι δύο αδιάλλακτη διεθνιστική  γραμμή στην διάρκεια του Α’ ΠΠ κατά του πολέμου, προτείνοντας την απειθαρχία των εργατών στην πολεμική προσπάθεια  και την μετατροπή του σε ταξικό-εμφύλιο.  Η Λούξεμπουργκ φυλακίστηκε, ο Λένιν ήταν στην Ζυρίχη εξόριστος.  Ο επαναστατικός κύκλος των ετών 1917-1923 στην Ευρώπη κατέστησε  τον Λένιν ηγέτη μιας νικηφόρας επανάστασης και της κυβέρνησης των σοβιέτ στη Ρωσία ενώ σήμανε παράλληλα  την συμμετοχή της Λούξεμπουργκ στην  ηττημένη εξέγερση του 1.1919 στο Βερολίνο  και την τραγική δολοφονία της από τα ακροδεξιά και παρακρατικά  σώματα  Φράικορπς. Ήδη από το 1916 ,η Λούξεμπουργκ, το μεγαλύτερο διάστημα στην φυλακή,  πρωταγωνίστησε πολιτικά  στην δημιουργία του Σπάρτακου, οργάνωσης των αντιπολεμικών Γερμανών σοσιαλιστών, του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το 1917 και στην ίδρυση του ΚΚ Γερμανίας στα τέλη Δεκεμβρίου του 1918.

Όμως, παρά την συντροφικότητα και ιδεολογική  σύγκλιση που διέκρινε την σχέση τους,  οι αντιλήψεις τους και για το οργανωτικό ζήτημα του σοσιαλιστικού κόμματος και για την σχέση σοσιαλισμού και δημοκρατίας ήταν πολύ διαφορετικές και αποκλίνουσες.

 

  1. Η σύγκρουση του 1904 για την μορφή οργάνωσης του ΡΣΔΕΚ : Λενινισμός ή Μαρξισμός [3]

Θυμίζουμε εδώ ότι το ΡΣΔΕΚ που είχε ιδρυθεί στην Ρωσία κατά την δεκαετία του 1890, πέρασε από μια βαθύτατη κρίση το 1903 στο Δεύτερο Συνέδριό του που διεξήχθη στην εξορία για λόγους παρανομίας του στη Ρωσία και ειδικότερα στην  αρχή στις Βρυξέλλες και μετά στο Λονδίνο. Ως τότε το παράνομο κόμμα λειτουργούσε εντός της Ρωσίας αλλά και στην εξορία έχοντας ως άτυπο καθοδηγητικό όργανο την συντακτική επιτροπή της εφημερίδας Ίσκρα.

Στο Συνέδριο συγκρούστηκαν έντονα δύο  κομματικές  ομάδες που είχαν ριζικά διαφορετικές πολιτικές  αντιλήψεις για την οργάνωση του παράνομου κόμματος. Η αρχική διαφωνία  δεν έγκειτο ακόμη στην μορφή της επανάστασης στη Ρωσία που για όλους ήταν δεδομένο  ότι λόγω απολυταρχίας και φεουδαλικών  ισχυρών στοιχείων θα ήταν αστικοδημοκρατική. Έγκειτο  αποκλειστικά στην μορφή και την δομή της επαναστατικής οργάνωσης σε συνθήκες απολυταρχισμού[4].

Η ομάδα του Λένιν ( οι μετέπειτα Μπολσεβίκοι) είχε την εξής λογική.  Στις τωρινές συνθήκες του απολυταρχισμού, δεν χρειαζόμαστε ένα μαζικό και ανοιχτό προς τα έξω κόμμα αλλά ένα κόμμα οριοθετημένο καθαρά προς το «έξω» του και ισχυρά  συγκεντρωτικό, ένα κόμμα  ειδικά εκπαιδευμένων «επαγγελματιών επαναστατών» (έννοια που ο Λένιν πρωτοχρησιμοποιεί λίγο πιο νωρίς στο επίσης περίφημο έργο του «Τι να κάνουμε» του 1902).

Ενώ η αντίθετη ομάδα των  Γιούλιους Μαρτόφ,  Φιόντορ Νταν, Πάβελ Άξελροντ και Γκεόργκι Πλεχάνοφ (οι κατοπινοί Μενσεβίκοι)  υποστήριξε την ιδέα ενός κόμματος πιο ανοιχτού στον περίγυρό του και με μεγαλύτερη αυτονομία των οργανώσεών του από το Κέντρο,  η θέση του Λένιν έλεγε το ακριβώς αντίθετο. Πρέπει το μέλος  όχι απλώς να συνεισφέρει στην δουλειά του κόμματος αλλά να  ανήκει πολιτικοοργανωτικά  σε μια συγκεκριμένη κομματική οργάνωση, διαχωρίζοντας καθαρά το οργανωμένο  μέλος  από τον περίγυρο ή τον κύκλο των συμπαθούντων. Το ενεργό μέλος και ιδίως το στέλεχος  σε συνθήκες παρανομίας  αποκτά επαγγελματική σχέση με το κόμμα και ζει από αυτό. Το μέλος και η τοπική οργάνωση  υπακούουν αυστηρά στις κατευθύνσεις της Κεντρικής Επιτροπής, η οποία, βέβαια, έχει εκλεγεί από το κομματικό Συνέδριο . Η Κεντρική Επιτροπή έχει ευρύτατη εξουσία να διορίζει στελέχη κατά τόπους ή τομείς ,να διαλύει και ανασυγκροτεί «προβληματικές» οργανώσεις, να καθορίζει την διάθεση των πόρων του κόμματος (τότε κρίσιμο ζήτημα). .

Στο Δεύτερο Συνέδριο ξεκίνησε μια ριζική διάσπαση των Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών  που προσωρινά ξεπεράσθηκε με επανενώσεις (πχ συνέδριο στην   Στοκχόλμη  1906) και νέες διασπάσεις και ολοκληρώθηκε το 1912, όταν πια είχαν ανακύψει και πολλές άλλες στρατηγικές διαφωνίες.  Όσον αφορά το οργανωτικό ζήτημα, οι μεν  Μενσεβίκοι κατήγγειλαν τον Λένιν ως  ηγέτη με δικτατορικές τάσεις και ως «Γιακωβίνο» ενώ ο Λένιν τους κατήγγειλε ως διαλυτικά αποκεντρωτικούς, οπαδούς του μικροαστικού ατομικισμού και φορείς αναρχικών ή οπορτουνιστικών αντιλήψεων, υποκινητές μιας διάλυσης του κόμματος. Οι Μενσεβίκοι πήραν μεν την  ψηφοφορία για το τι σημαίνει «μέλος του κόμματος» αλλά έχασαν την  κρίσιμη ψηφοφορία για την συντακτική της Ίσκρα, ουσιαστικά δηλαδή την σύνθεση της Κεντρικής Επιτροπής. Αυτό ήταν και το σημαντικότερο γι’ αυτό και ονομάσθηκαν Μενσεβίκοι ( μειοψηφικοί), αντίστοιχα οι Μπολσεβίκοι  (πλειοψηφικοί).

Στην συζήτηση αυτήν, η Λούξεμπουργκ παρεμβαίνει πολύ σύντομα,  το 1904, για να αντικρούσει την θέση του Λένιν στο «Ένα Βήμα Μπρος, Δύο Βήματα Πίσω»,  κινούμενη αντικειμενικά πιο κοντά στους Μενσεβίκους όσον αφορά το κρίσιμο πολιτικοοργανωτικό ζήτημα. Ο τόνος της είναι ταυτόχρονα συντροφικός προς την ομάδα του Λένιν  αλλά και πολεμικός. Δεν παραγνωρίζει, βέβαια, ότι οι συνθήκες  στη Ρωσία είναι ριζικά άλλες από αυτές στη Γερμανία που είναι αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα και έχει συνταγματικό καθεστώς και όπου το εργατικό κίνημα λειτουργεί σχετικά νόμιμα.  Δεν διαφωνεί με τον συγκεντρωτισμό γενικά αλλά με έναν  «υπερσυγκεντρωτισμό» ( “ultracentralism”) σαν αυτόν που προτείνει ο Λένιν.

Η θεωρητική της προϋπόθεση είναι ριζικά  διαφορετική από εκείνη του Λένιν ήδη στο «Τι αν κάνουμε». Η πολιτική οργάνωση των εργατών είναι απολύτως αναγκαία αλλά ( Section I σελ. 7) δεν πηγάζει από ένα σχήμα όπου  το κόμμα εισάγει εξωτερικά την πολιτική ταξική συνείδηση («από τα έξω») στους εργάτες ( αντίληψη του Κάουτσκυ που με ενθουσιασμό ακολούθησε ο Λένιν) και όπου μόνο αστοί διανοούμενοι ως ηγέτες του κόμματος μπορούν να την παράξουν .  «Το αυθόρμητο προηγείται του συνειδητού». Είναι οι εμπειρίες των εργατών μέσα από την συμμετοχή τους στην ταξική πάλη και ιδίως την πολιτική ταξική πάλη που γεννούν την συνείδηση, ενώ το κόμμα  αποκρυσταλλώνει και κεφαλαιοποιεί αυτήν την συνείδηση. Δεν την γεννά ούτε την εισάγει. Το αυθόρμητο προηγείται του συνειδητού και το καθορίζει, όχι το αντίστροφο.   Υπό αυτήν την έννοια δεν υπάρχει εξωτερικότητα στην σχέση κόμματος και προλεταριάτου ως προς την διαμόρφωση και σχηματισμό της εργατικής ταξικής συνείδησης  ( Section I σελ. 5) αλλά οργανικότητα. Την άποψη περί «αυθόρμητης καταγωγής της ταξικής συνείδησης» θα την επαναλάβει το 1906 στο έργο της «Μαζική  απεργία, κόμμα, συνδικάτα» που συμπυκνώνει την εμπειρία της ρωσικής επανάστασης του 1905 ( όπου και συμμετέσχε άμεσα και φυλακίστηκε γι’ αυτό)[5].

Ως αποτέλεσμα ο συγκεντρωτισμός και η πειθαρχία των μελών  μέσα στην πολιτική οργάνωση δεν είναι στοιχεία  εξαναγκαστά αλλά ηθελημένα και συνειδητά. Η Λούξεμπουργκ δεν αρνείται την συνωμοτικότητα κάτω από ένα απολυταρχικό καθεστώς. Αυτό που αρνείται με έμφαση είναι η δικτατορία των ηγετών ή της Κεντρικής Επιτροπής πάνω στα μέλη και τις οργανώσεις. Αφού τα μέλη αλλά και οι ενεργοί εργάτες γενικότερα αποκτούν ταξική  συνείδηση δια της  συμμετοχής τους στους αγώνες, δεν είναι λογικό η Κεντρική Επιτροπή να φέρεται σαν να είναι «πάνσοφη» , σαν να τους μαθαίνει τα πάντα με τρόπο εξουσιαστικό και μηχανιστικό. Κλείνοντας την μελέτη της γράφει την φράση ότι «Τα λάθη ενός γνήσιου επαναστατικού κινήματος είναι απείρως προτιμότερα από το αλάθητο της Κεντρικής Επιτροπής», μια φράση προφητική για πολλά  ιστορικά γεγονότα που θα συνέβαιναν στον εικοστό αιώνα αλλά και μέχρι τις ημέρες μας ακόμη. Οι υπερεξουσίες της ηγεσίας  οδηγούν στην υποκατάσταση ενός αυθόρμητου και συνειδητού συντονισμού των κομματικών μελών  αλλά και των ενεργών αγωνιστών του εργατικού κινήματος από την επιβολή μηχανικά μιας ενιαίας πειθαρχικής κίνησης από τα πάνω προς τα κάτω σε χιλιάδες σώματα. Δεν μπορεί η έννοια της επαναστατικής οργάνωσης να περιγράφει ταυτόχρονα αυτά τα ριζικά ανόμοια πράγματα ή καταστάσεις (Section I σελ.6). Βέβαια, στην εποχή μας που είναι η εποχή του μη-κόμματος, αυτή η συζήτηση για την διάκριση του συγκεντρωτικού και του δημοκρατικά ενοποιημένου κόμματος φαντάζει πολυτελής, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να είναι.

Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η άποψη του Λένιν για την δόμηση του κόμματος το 1903  είναι μια υπερσυγκεντρωτική άποψη. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι οι Μπολσεβίκοι του 1903  είναι ήδη  διαμορφωμένοι όπως το σταλινικό κόμμα της δεκαετίας του 1920 ή του 1930, είναι ένα κόμμα παρά τον ισχυρότατο συγκεντρωτισμό και ιεραρχία  του, όπου υπάρχουν ακόμη διαφωνίες, τάσεις,  πλούσια πολιτική ζωή, σχίσματα,  αντιπαραθέσεις, πολεμικές και μεταξύ ακόμη των Μπολσεβίκων. Επίσης, οι πραγματικές επαναστάσεις που θα ακολουθήσουν , του 1905, η διπλή του 1917,  σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητες, θα φέρουν στο προσκήνιο το αυθόρμητο των μαζών, θα μειώσουν την σιδερένια πειθαρχία, θα αμβλύνουν την εξωτερικότητα κόμματος και εργατών ( βλ. και σε R.Brym “ Jewish Intelligentsia and Russian Marxism”, 1978), ακόμη και θα ξεσκεπάσουν την ανετοιμότητα του κόμματος να τις διαχειρισθεί  . Όμως, το «από  πάνω προς τα κάτω»   δεν είναι μια φράση που επινοεί η Λούξεμπουργκ. Την επαναλαμβάνει συνεχώς ο Λένιν στο «Ένα Βήμα Μπρος Δυο Βήματα Πίσω» ως την επιτομή της επαναστατικής σοσιαλιστικής οργάνωσης. Χρησιμοποιεί  (Ένα Βήμα μπρος… σελ. 271-272) με επιμονή το «Από τα πάνω προς τα κάτω» κατά των απόψεων του Γ. Μαρτόφ, βάζοντας τυπικά το Συνέδριο πάνω από τις οργανώσεις, όμως το Συνέδριο βασικά είναι μια πρόσοψη των εξουσιών της Κεντρικής Επιτροπής που είναι το  πραγματικό σημείο συγκέντρωσης εξουσίας.  Όχι μόνο κατηγορεί τον Μαρτόφ που τάσσεται υπέρ κάποιας αυτονομίας των οργανώσεων  για αναρχισμό, αλλά   χρησιμοποιεί ως πρότυπο για την οργάνωση του κόμματος, και  αυτό είναι  μια πολύ ενδιαφέρουσα αναλογία, τον ιεραρχικό  καταμερισμό εργασίας και ιεραρχία του  καπιταλιστικού εργοστασίου («Το εργοστάσιο είναι η ανώτατη μορφή κεφαλαιοκρατικής συνεργασίας …που μαθαίνει   την πειθαρχία στον εργάτη…μόνο οι ασταθείς διανοούμενοι βλέπουν το εργοστάσιο σαν μπαμπούλα» σελ. 253) . Αν το κόμμα ακολουθεί το καπιταλιστικό εργοστάσιο ως πρότυπο, δεν είναι απολύτως  αυθαίρετη η σκέψη ότι και ο σοσιαλισμός, ιδίως στην πρώτη φάση του, θα είναι κάτι σαν το καπιταλιστικό εργοστάσιο.

Η επόμενη διαμάχη είναι αυτή για τον γιακωβινισμό. Ο ίδιος ο Λένιν στο παραπάνω έργο του υποστηρίζει εμφατικά την αναλογία μεταξύ επαναστατών σοσιαλιστών στη Ρωσία και γιακωβίνων στη Γαλλία του 1789. «Ο σοσιαλδημοκράτης είναι σήμερα ένας  γιακωβίνος που συνδέεται αναπόσπαστα με το  οργανωμένο προλεταριάτο, το οποίο έχει αποκτήσει συνείδηση των ταξικών συμφερόντων του» ( Section I σελ. 3). Συνεπώς, το επαναστατικό κόμμα ( πιο πολύ στη Ρωσία, αλλά γιατί όχι και αλλού) είναι μια «αδελφότητα»,  μια  γιακωβίνικη ένωση λίγων επαναστατών όπου συναντάται ένας πυρήνας  ριζοσπαστών διανοουμένων με έναν πυρήνα ταξικά συνειδητών εργατών» όχι για να βοηθήσουν να ολοκληρωθεί η επανάσταση αλλά  για  « να κάνουν τη επανάσταση». Η Λούξεμπουργκ εξανίσταται κατά της προσέγγισης αυτής. Θεωρεί ότι είναι μια μορφή γιακωβινισμού ή μπλανκισμού που ανατρέχει στην στρατηγική των αστικών επαναστάσεων ή πάντως σε μια ξεπερασμένη  προϊστορία του εργατικού κινήματος.  Η επανάσταση είναι μια καθολική, μαζική ανατροπή και δεν προετοιμάζεται από μια στενή συνωμοτική ομάδα. Οι συνωμοτικές ομάδες προετοιμάζουν πραξικοπήματα και όχι επαναστάσεις. Συνεπώς,  ο Λένιν, λόγω των  ρωσικών δυσκολιών, παλινδρομεί σε ιστορικά ξεπερασμένες μορφές.

Ας σημειωθεί εδώ ότι την ίδια εποχή ανάλογη κριτική στις απόψεις του Λένιν για τον σοσιαλιστικό γιακωβινισμό ή μπλανκισμό  και τις υπερεξουσίες της Κεντρικής Επιτροπής σε ένα επαναστατικό κόμμα ασκεί ο ακόμη Μενσεβίκος Τρότσκυ[6]. Στα έργα του «Τα πολιτικά μας καθήκοντα» και «Αναφορά της αντιπροσωπείας από την Σιβηρία» , απολύτως σχετικά και τα δύο με την διαμάχη στο 2ο Συνέδριο του ΡΣΔΕΚ,  ο Τρότσκυ ισχυρίζεται ότι ο γιακωβινισμός στην εποχή του μερικώς απέτυχε γιατί νόμισε ότι θα επιλύσει όλα τα προβλήματα δια της γκιλοτίνας και του Τρόμου ( τριάντα χρόνια προ του σταλινισμού!!! ), ότι οι σοσιαλιστικές οργανώσεις πρέπει να ενέχουν οπωσδήποτε  την πολυμορφία, πολυτασικότητα και   εσωτερική δημοκρατία. Ότι η εργατική επανάσταση εγκαταλείπει την γραφειοκρατική, συνωμοτική  και σεχταριστική όψη της Γαλλικής , όντας δημόσια, μαζική, αυθόρμητη, πολιτιστικά διαφορετική. Στην ουσία, λέει τα ίδια ακριβώς με την Λούξεμπουργκ. Ο Λένιν, κατά τον Τρότσκυ, θέλει να οικοδομήσει το ΡΣΔΕΚ των αρχών του εικοστού αιώνα σαν την «Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας» του 1792-1794. Η ΚΕ είναι τώρα κάτι το ανάλογο. Ας σημειωθεί εδώ ότι ενώ οι αντιαυταρχικοί τόνοι του Τρότσκυ κατά του Λένιν του 1904, ίσως γιατί ήταν στο ίδιο κόμμα αντίπαλοι, είναι οξύτεροι από της Λούξεμπουργκ ( φτάνει να πει τον Λένιν υποψήφιο  «δικτάτορα της  Κεντρικής Επιτροπής»), στην συνέχεια και λόγω των προσπαθειών του Τρότσκυ από το 1917 και μετά να ταυτιστεί με τον Λένιν και τον μπολσεβικισμό, και ιδίως να αντικρούσει τις κριτικές των άλλων Μπολσεβίκων ότι παραμένει  βαθύτερα  ένας μενσεβίκος που όψιμα ανακάλυψε τον μπολσεβικισμό,  αυτά τα κείμενα απωθούνται τελείως και μάλιστα όχι μόνο από τον Τρότσκυ αλλά και από όλη την τροτσκιστική ιστοριογραφία.  Στην προσπάθεια αυτού του ρεύματος να αποδείξει ότι είναι η «γνήσια» συνέχεια του λενινισμού, κάθε προπατορική κριτική του Τρότσκυ στον Λένιν έπρεπε να απαλειφθεί.

Τελευταίο ζήτημα αυτής της διαμάχης είναι το ζήτημα της συσχέτισης από τον Λένιν του αποκεντρωτισμού με τον οπορτουνισμό. Ο οπορτουνισμός είναι μια πολύσημη  και αμφίσημη έννοια εκείνη  την εποχή στον διάλογο μεταξύ των σοσιαλιστών. Εν  μέρει ταυτίζεται με τον μεταρρυθμισμό ,την εγκατάλειψη της επαναστατικής προοπτικής και τον ρεβιζιονισμό τύπου Μπερνστάιν. Σημαίνει ακόμη την τάση ένταξης σε αστικές κυβερνήσεις, τον καρριερισμό αστικών και μικροαστικών στοιχείων που μπαίνουν  στα σοσιαλιστικά κόμματα για να κάνουν καρριέρα. Κατά τον Λένιν, οι αποκεντρωτικές απόψεις των κατοπινών Μενσεβίκων προκύπτουν από το ότι θέλουν, μην ορίζοντας στενά την έννοια του κομματικού μέλους, να κάνουν το κόμμα φυτώριο ασταθών διανοουμένων και μικροαστών καρριεριστών. Ο Λένιν, όπως έχουμε δει, δεν έχει πρόβλημα με την ένταξη επαναστατών διανοουμένων στον πυρήνα του κόμματος, αντίθετα το θεωρεί απαραίτητο  για την διαμόρφωση της επαναστατικής θεωρίας και συνείδησης. Θεωρεί, όμως, ότι η σκληρή πειθαρχία και η υπερεξουσία της Κεντρικής Επιτροπής θα διαφυλάξουν το κόμμα από μικροαστούς και διανοούμενους που δεν είναι επαναστάτες αλλά καρριερίστες. Οι συνειδητοί εργάτες θέλουν σαφώς την σκληρή πειθαρχία,  όπως και οι «εργατικοποιημένοι» διανοούμενοι, μόνο οι καρριερίστες ή ντιλετάντες διανοούμενοι δεν την θέλουν. Η πειθαρχία είναι εργατική αρετή, η κριτική και ο αποκεντρωτισμός αστικά φαινόμενα.

Σε αυτό το ζήτημα και η Λούξεμπουργκ και ο Τρότσκυ το 1904  θεωρούν την συσχέτιση αυτήν του Λένιν  ατυχή και υποβολιμαία. Ειδικά, η Λούξεμπουργκ υποστηρίζει ότι οπορτουνισμός δεν ταυτίζεται καθόλου με τον αποκεντρωτισμό. Ο οπορτουνισμός είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται με την ιστορική ανάπτυξη του  σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος και την έλξη που ασκεί και σε έντιμα αλλά και σε ανέντιμα στοιχεία των μεσαίων τάξεων. Δεν μπορεί ο οπορτουνισμός να κρατηθεί έξω από το εργατικό κίνημα με «συνταγές του καταστατικού» και με καθαρά οργανωτικές ή πειθαρχικές  εγγυήσεις. Χρειάζεται πολιτική πάλη, και σε αυτήν την πάλη πρέπει οι συνειδητοί εργάτες και οι σύμμαχοί τους να λειτουργούν σε ένα κλίμα  πολιτικής ελευθερίας και όχι σε ένα κλίμα  συγκεντρωτικής «προκρούστειας κλίνης»  υπό την  δικτατορία της Κεντρικής Επιτροπής.   Με λίγα λόγια, το ζεύγος  επανάσταση-οπορτουνισμός δεν ταυτίζεται με το ζεύγος συγκεντρωτισμός-αποκεντρωτισμός. Και ο οπορτουνισμός αλλά και η επαναστατικότητα μπορεί να εκφραστούν μέσα από διαφορετικά οργανωτικά  ή πολιτικοοργανωτικά σχήματα.   Επίσης, η Λούξεμπουργκ,  χωρίς να πηγαίνει καθόλου  προς τον φεντεραλισμό  αναρχικού τύπου    (δηλαδή ομοσπονδία ομάδων και όχι ενιαίο κόμμα ή πολιτική οργάνωση),   καθιστά σαφές ότι σε ένα νεαρό και σχετικά άπειρο ακόμη  εργατικό κίνημα σαν το ρωσικό, ο υπερσυγκεντρωτισμός αντί να κλείσει αποτελεσματικά την πόρτα στον οπορτουνισμό ή τον καρριερισμό, θα ευνουχίσει και θα καταστείλει εν μέρει τον δυναμισμό αυτού του νεαρού προλεταριακού κινήματος ( Section II σελ. 5 ).

Όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά:

«Τίποτε δεν θα υποτάξει  ασφαλέστερα ένα νεαρό εργατικό κίνημα σε μια διανοούμενη ελίτ, πεινασμένη για εξουσία, από αυτόν  τον γραφειοκρατικό ζουρλομανδύα που θα ακινητοποιήσει το κίνημα και θα το μετατρέψει σε ένα  μηχανικό εργαλείο  ( automaton) της Κεντρικής Επιτροπής»   

 

Αξίζει, εδώ, να αναφερθεί ότι αυτές οι  χαρακτηριστικές  ιδεολογικές διαφορές της Λούξεμπουργκ από τον Λένιν και το ρεύμα του μπολσεβικισμού ( κλειστό κόμμα, πρωτοπορία  της τάξης  καθαρά διαχωρισμένη από την τάξη,  συνείδηση που εισάγεται από το κόμμα στην τάξη, συγκεντρωτισμός με προνομιακό τον ρόλο της Κεντρικής Επιτροπής και οικοδόμηση  κομματική κυρίως από τα πάνω προς τα κάτω)  θα αποκτήσουν την ευρύτερη  σημασία τους πολύ αργότερα. Και στην  οξεία κριτική της Λούξεμπουργκ στους Λένιν-Τρότσκυ  για την μονοπώληση της  εργατικής  εξουσίας  το 1918 από τους Μπολσεβίκους, παρά τον θαυμασμό της για την επανάσταση του Οκτώβρη[7],  αλλά και στην ήττα αυτών των αντιγραφειοκρατικών αντιλήψεων στην Τρίτη Διεθνή, ήδη επί Λένιν και καθοριστικά πλέον επί Στάλιν υπό το πρόσχημα της «μπολσεβικοποίησης». Πέρα από το φωτοστέφανο της μάρτυρος που δολοφόνησε η αντίδραση, από τα μέσα  της δεκαετίας του 1920 επικρατεί στο ΚΚ Γερμανίας και στην ΚΔ πλέον  η άποψη ότι οι πολιτικοοργανωτικές απόψεις της Λούξεμπουρκ ήταν  αντιλενινιστικές, οπορτουνιστικές, αυθορμητίστικες και κατά της πρωτοπορίας του κόμματος,  αναρχορεφορμιστικές  – μικροαστικές. Κατά την δεκαετία του 1920 διαγράφονται όλοι οι  βασικοί συνεργάτες της από το ΚΚΓ (Πάουλ Λέβι,  Χ. Μπράντλερ, Α.Ταλχάιμερ, Ε. Μάγερ  κα.)    και στην δεκαετία του 1930, κατά τον Τρόμο του σταλινικού καθεστώτος το 1937-1938, εκτελούνται  Γερμανοί κομμουνιστές  πρόσφυγες στη Μόσχα, ανάμεσά τους  σημαντικοί συνεργάτες της Λούξεμπουργκ, όπως ο Χούγκο Εμπερλάιν που ήταν ο μοναδικός αντιπρόσωπος του ΚΚΓ στο 1ο Συνέδριο της ΚΔ (Μάρτιος 1919), αλλά και όλη η ηγεσία του ΚΚ Πολωνίας, που ήταν εξόριστη στη Μόσχα  κατηγορούμενη  για «λουξεμπουργκισμό». Το ΚΚ Πολωνίας διαλύεται το 1937  κατηγορούμενο  από την ηγεσία της ΚΔ  επί «λουξεμπουργκισμώ» , ενώ τα μέλη της  ανώτερης ηγεσίας του (όλοι και όλες στενοί φίλοι  και σύντροφοι παλιά  της Λούξεμπουργκ, οι Adolf Warski, Maria Koszutska, Julian Leszinsky, Joseph  Unzslicht κα  ) εκτελούνται από τους Σοβιετικούς ως τον τελευταίο[8]. Ο μόνοι Πολωνοί κομμουνιστές ηγέτες που κατάφεραν και   δεν εκτελέστηκαν ήταν αυτοί που, κατά τύχη,  ήταν το 1937-38 κρατούμενοι στην Πολωνία του δικτάτορα Πιλσούδσκι και των διαδόχων του. Αυτοί θα ξαναέφτιαχναν εκ του μηδενός  το ΚΚ στην Πολωνία μετά τον Β’ΠΠ υπό την καθοδήγηση της σταλινικής ηγεσίας.

Βεβαίως, αρκετές ετερόδοξες κομμουνιστικές προσεγγίσεις στην διάρκεια του 20ου αιώνα βρήκαν στήριγμα  και επηρεάστηκαν  σημαντικά από τις αντιλήψεις της Λούξεμπουργκ, όπως επίσης και σημαντικοί μαρξιστές στοχαστές,  πχ ο Νίκος Πουλαντζάς και η αριστερή τάση του ευρωκομμουνισμού αλλά, με άλλο τρόπο,  και τα υπεραριστερά  ρεύματα του συμβουλιακού αντιλενινιστικού  κομμουνισμού, ορισμένες τάσεις (μειοψηφικές)  του τροτσκισμού  κα.. .  Σημειωτέον, επίσης,  ότι σημαντικοί σοσιαλδημοκράτες ιστορικοί όπως ο σύγχρονος  Χάινριχ Άουγκουστ Βίνκλερ που έχει γράψει μια αναλυτική  και πολύτομη Ιστορία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης  ή παλιότερα ο Julius Braunthal επισημαίνουν ότι η Λούξεμπουργκ δεν δολοφονήθηκε παράνομα από τα παρακρατικά Φράικορπς που είχαν πίσω τους σοσιαλδημοκράτη Υπουργό Εσωτερικών  τον Γκούσταβ Νόσκε, αλλά θανατώθηκε νόμιμα γιατί μετείχε σε στασιαστική ένοπλη  δράση κατά της νεοανακηρυχθείσας αστικής  δημοκρατίας. Ούτε η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία σε κρίση και αποδρομή μπορεί ακόμη να χωνέψει το «παράφωνο» φαινόμενο Λούξεμπουργκ.  Όπως ούτε και οι καταλήξεις του κομμουνισμού σταλινικού  ή γραφειοκρατικού  γενικότερα τύπου.

 

Κλείνοντας:

Μια ιδεολογική διαμάχη μεταξύ μαρξιστών ηγετών του εργατικού κινήματος στην αρχή του εικοστού αιώνα, που εκτιμούσαν παρά τις διαφωνίες πολύ ο ένας την άλλη και αντίστροφα,  κατέληξε  τριάντα  χρόνια μετά στην μαζική  εκτέλεση των παλαιών συντρόφων/ισσών  της Λούξεμπουργκ από τα όργανα του κράτους που υποτίθεται συνέχιζε  το έργο  του Λένιν.

 Τα όπλα της κριτικής βρήκαν μπροστά τους κάποιαν μελλοντική στιγμή μια δυστοπική και όχι επαναστατική κριτική των όπλων.

 

Εξώφυλλο βιβλίου «Ένα Βήμα Μπρος , Δύο Βήματα Πίσω» από  τις εκδόσεις  Σύγχρονη Εποχή 1995

 

 

Εξώφυλλο βιβλίου «Σοσιαλισμός και Δημοκρατία» (« Οργανωτικπροβλήματα της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας» , 1904) από τις εκδόσεις Κοροντζή

 

[1] Ο Λένιν, αναφερόμενος το 1918  στις διαφωνίες του με την Λούξεμπουργκ είχε πει χαρακτηριστικά ότι και ένας αετός (η Λούξεμπουργκ)  μπορεί να πετάξει κάποτε  χαμηλότερα αλλά μια κότα  δεν μπορεί ποτέ να πετάξει στο ύψος του αετού.

[2] Βλ. για το  γερμανικό  SPD, τις τάσεις του και τις συγκρούσεις τους αναλυτικά  σε  Carl Schorske “German Social Democracy 1905-1917-The Development of the Great  Schism” , Harvard University Press 1955. Bλέπε, ακόμη,  στα πλαίσια της ελληνικής βιβλιογραφίας,                                                                   και σε Τ. Μαστρογιαννόπουλου « Η Άνοδος και η Πτώση  των Εργατικών Διεθνών» τ.Β’ Η 2η Σοσιαλιστική  Διεθνής , Αθήνα 2019, Τόπος, σελ. 40-103 για τον ρωσικό σοσιαλισμό και το ΡΣΔΕΚ , σελ. 131-149 για τις συγκρούσεις μέσα στο SPD.

[3]  Organizational Questions of the Russian Social Democracy , 1904, www.marxists.org, Rosa Luxemburg Archive, Section I and Section II. Το ίδιο άρθρο είχε τον υπότιτλο «Λενινισμός ή Μαρξισμός». Στα ελληνικά έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Κοροντζή με τον τίτλο «Σοσιαλισμός και Δημοκρατία» (μετάφραση Δημήτρης Φασέας). .

[4] Η θέση του Λένιν στο έργο του « Ένα Βήμα Μπρος, Δύο Βήματα Πίσω-η κρίση μέσα στο κόμμα μας», 1904, ελληνική έκδοση όπου και παραπέμπουμε: έκδοση  από το Θεμέλιο το 1982. Υπάρχει και η μετάφραση της Σύγχρονης Εποχής του 1995. .

[5] Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κοροντζή (μετάφραση Γεωργία Κυριακάκου) και πιο πρόσφατα και από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.

[6] Βλ. σχετικά και σε Τόνυ Κλιφ «Τρότσκυ 1-1879-1917- Προς τον Οκτώβρη», Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2009, σελ. 47 επ. και 65 επ,, Κεφάλαια 3 και 4.  Τα σχετικά κείμενα  του Τρότσκυ υπάρχουν στο αρχείο  Trotski του σάιτ www.marxists.org , “ Our Political Tasks” “Report of the Siberian Delegation”.

[7] Ρ. Λούξεμπουργκ « Η Ρώσικη Επανάσταση» , εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1980, μετάφραση και πρόλογος Άγι Στίνα.

[8] Βλ. σχετικά και  την μονογραφία του William  J. Chase ”Enemy within the gates : the  Comintern and the Stalinist repression 1934-1939” , Yale University Press  2001, πλήρες βιβλίο σχετικά με την εξόντωση των προσφύγων κομμουνιστών στην ΕΣΣΔ κατά τον Μεγάλο Τρόμο του 1937-1938.