12 Nov Μπολσεβίκοι εναντίον του Λένιν : η περίπτωση των «Αριστερών Κομμουνιστών» το 1918 και ο εργατικός έλεγχος
Του Δημήτρη Μπελαντή
1.Εισαγωγή : οι ξεχασμένες αντιπολιτεύσεις των Μπολσεβίκων στα 1917-1921
Η Ιστορία των τάσεων και των αντιπολιτεύσεων στο Μπολσεβίκικο Κόμμα έχει φτάσει στην εποχή μας – μιλώντας κυρίως για ένα ευρύτερο πολιτικοποιημένο κοινό και όχι για την στενή κοινότητα των ιστορικών και ιστοριοδιφών- κυρίως διαμέσου της αντίθεσης σταλινισμού-τροτσκισμού (Αριστερή Αντιπολίτευση, από το 1923 και εξής) ή το πολύ πολύ λαμβάνοντας υπ’όψιν και την Δεξιά Αντιπολίτευση κατά της κολλεκτιβοποίησης του 1928-1932, εκπροσωπούμενη από τον Νικολάι Μπουχάριν και τους Αλεξέι Ρύκοφ,Μιχαήλ Τόμσκι , Γκεόργκι Πιατακόφ κ.α., την λεγόμενη «μπουχαρινική» Αντιπολίτευση. Οι βασικοί εκπρόσωποι και των δύο Αντιπολιτεύσεων αυτών «εκκαθαρίζονται» στην περίοδο 1934-1939.
Αυτό το γεγονός, κατά μία έννοια, αποτελεί απόδειξη ότι την Ιστορία γράφουν οι νικητές.
Ποιοι νικητές, όμως ; Στην περίπτωσή μας, τόσο οι «σταλινικοί» όσο και οι «τροτσκιστές» (που για δεκαετίες αποτελούν , κατά προτίμηση, τους «καλούς» ή τους «κακούς» εντός του διεθνούς ΚΚ) αποτελούν απογόνους της ευρύτερης λενινιστικής τάσης, η οποία κατίσχυσε απέναντι σε ορισμένες «αριστερές» τάσεις των Μπολσεβίκων κατά την περίοδο 1917-1921 και επέβαλε μορφές «υποκατάστασης» της εργατικής τάξης. Αναφέρουμε όχι τυχαία το έτος 1921, ακριβώς επειδή στο 10ο Συνέδριο των Μπολσεβίκων ( Μάρτιος 1921) κατισχύει σαφώς η ευρύτερη λενινιστική πλειοψηφία κατά των προηγούμενων «αριστερών» αντιπολιτεύσεων, καταργούνται οι επίσημες τάσεις στο κόμμα, και συγκεντροποιείται δραστικά σε βάρος της εσωκομματικής δημοκρατίας το κόμμα των Μπολσεβίκων. Το 10ο Συνέδριο των Μπολσεβίκων και όχι ο υστερότερος «σταλινισμός» είναι η αρχή του τέλους των τάσεων και της εσωκομματικής δημοκρατίας στους Μπολσεβίκους. Ο Λένιν είχε σαφή επίγνωση του γεγονότος αυτού, παρά το ότι το απέδιδε στις- πράγματι- εξαιρετικά δύσκολες αντικειμενικές συνθήκες ύπαρξης της σοβιετικής εξουσίας. Στο 10ο Συνέδριο όλοι οι πρωταγωνιστές των μετέπειτα μεγάλων συγκρούσεων από το 1922 ως το 1932, ο Λένιν, ο Τρότσκυ, ο Ζηνόβιεφ, ο Μπουχάριν συσπειρώνονται κατά των τάσεων της «Εργατικής Αντιπολίτευσης» (Αλεξάντρα Κολοντάι, Αλεξάντερ Σλιάπνικοφ κ.α.) και του «Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού» ( Βαλέριαν Οσσίνσκυ, Βλαντιμίρ Σμιρνόφ κ.α.) . Αυτές οι δύο τάσεις συγκλίνουν στο ζήτημα της διατήρησης και ενίσχυσης της εσωκομματικής δημοκρατίας μέσα στους Μπολσεβίκους, ενώ ειδικά η τάση της «Εργατικής Αντιπολίτευσης» υπερασπίζεται την ισχυρή θέση των εργατικών συνδικάτων στην Σοβιετική Ένωση, την ανεξαρτησία τους από το κόμμα και τη συμμετοχή τους στην λήψη των αποφάσεων για την λειτουργία των επιχειρήσεων τόσο ανά επιχείρηση όσο και σε σχέση με τον κεντρικό σχεδιασμό ( που ακόμη είναι στα σπάργανα) . Στο Συνέδριο αντιμετωπίζουν τόσο την κυρίαρχη τάση του Λένιν («Πλατφόρμα των Δέκα») κατά τον οποίο τα συνδικάτα διατηρούν κάποια αυτονομία, αλλά αποτελούν και «ιμάντες μεταβίβασης της κομματικής γραμμής στις μάζες», καθώς και την ακραία άποψη του Τρότσκυ ( «Πλατφόρμα των Οκτώ»), ο οποίος τίθεται υπέρ της στρατιωτικοποίησης και στρατιωτικής διοίκησης των συνδικάτων.
Όμως, ακόμη σημαντικότερη από τις δύο προαναφερθείσες δημοκρατικές και αποκεντρωτικές τάσεις της περιόδου 1919-1922 , της «Εργατικής Αντιπολίτευσης» και του «Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού» είναι η τάση των «Αριστερών Κομμουνιστών» εντός του κόμματος των Μπολσεβίκων, η οποία γεννιέται και «πεθαίνει» μέσα στο 1918. Οι βασικοί της εκπρόσωποι ήταν εξέχοντες Μπολσεβίκοι όπως ο Νικολάι Μπουχάριν, ο Καρλ Ράντεκ, ο Βαλέριαν Οσσίνσκυ κ.α. Ιδίως, το εξαιρετικό έργο του R.V. Daniels αλλά και ορισμένες πολύ δυσεύρετες πρωτογενείς πηγές της εποχής εκείνης μας διαφωτίζουν σημαντικά για τις απόψεις των «Αριστερών Κομμουνιστών» και για την προφητικότητα ορισμένων οξυδερκών απόψεών τους.
Η τάση αυτή εμφανίζεται τον Μάρτιο του 1918 και θέτει δύο κεντρικά ζητήματα. Το ένα είναι η άρνηση της σύναψης συνθήκης ειρήνης με την ιμπεριαλιστική Γερμανία, της οποίας τα στρατεύματα έχουν προελάσει βαθιά στο ρωσικό έδαφος και βρίσκονται αρκετά κοντά στην Πετρούπολη, και η πρόταση συνέχισης ενός επαναστατικού πολέμου κατά των Γερμανών μαζί με την έκκληση στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη-ιδίως την γερμανική- για επανάσταση και διεθνή επαναστατικό πόλεμο. Το δεύτερο είναι η αντίθεση των «Αριστερών Κομμουνιστών» ( στο εξής, ΑΚ) στην μονοπρόσωπη διεύθυνση των επιχειρήσεων, στα πλαίσια τότε του πολεμικού κομμουνισμού» , και η μαχητική υπεράσπιση του «εργατικού ελέγχου», ο οποίος εκείνη την εποχή αφορά τις συγκροτημένες κατά την επανάσταση εργοστασιακές επιτροπές ανά επιχείρηση ή εργοστάσιο και την αυτοδιεύθυνση των επιχειρήσεων από αυτές- σε συνεργασία με την κεντρική εξουσία αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και όχι. Στα πλαίσια αυτού του σημειώματος και ελλείψει χώρου, θα ασχοληθούμε μόνο με το δεύτερο ζήτημα και όχι με την μαχητική κριτική στην σύναψη της συμφωνίας του Μπρεστ Λιτόφσκ, η οποία εγείρει άλλα θέματα και θα μας οδηγούσε σε μια διαφορετική συζήτηση και έκθεση αντιλήψεων.
2. Η εξέλιξη του «εργατικού ελέγχου» στην Σοβιετική Ένωση
Η έννοια του εργατικού ελέγχου είναι μια πολύσημη και διφορούμενη έννοια. Μπορεί να σημαίνει τον έλεγχο μιας ή πολλών επιχειρήσεων από εργοστασιακές ή επιχειρησιακές συνελεύσεις των εργατών κάτω από την καπιταλιστική εξουσία με την έννοια του «βέτο» στις αποφάσεις της διεύθυνσης ή πάντως του «βέτο» στα ζητήματα των εργασιακών σχέσεων. Μετά την κατάληψη της εξουσίας, μπορεί να σημαίνει μια μορφή «λογιστικού ελέγχου» υπό την έννοια της παρακολούθησης από τους εργάτες των πραγματικών οικονομικών μεγεθών και της παραβίασης του απορρήτου της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και διεύθυνσης, άνοιγμα βιβλίων κλπ. Τα παραπάνω είχαν σαφώς προπαγανδισθεί από τους Μπολσεβίκους πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση , στις προτάσεις του κόμματος τον Μάρτιο 1917 αλλά και σε κείμενα του Λένιν τον Σεπτέμβριο 1917 .
Όμως, το επαναστατικό κύμα του φθινοπώρου 1917 εισάγει «από τα κάτω» έναν πολύ πιο αναβαθμισμένο έλεγχο των αυθόρμητα συγκροτούμενων εργοστασιακών επιτροπών, που σημαίνει την καθαίρεση του καπιταλιστή και των οργάνων διεύθυνσής του, την επιβολή μιας ανά επιχείρηση πλήρους εργατικής αυτοδιεύθυνσης ή με πολύ μεταγενέστερους όρους μιας «αυτοδιαχείρισης» σε όλα τα βασικά ζητήματα. Βεβαίως, ένα πραγματικό πρόβλημα αυτού του εργατικού ελέγχου είναι η δυσκολία κεντρικού συντονισμού των επιχειρήσεων και , μέσα σε διαδικασίες κατάρρευσης της αγοράς, η χειροτεχνική κάπως διαχείριση του καθεστώτος των μεμονωμένων επιχειρήσεων σε σχέση με την διανομή και σε ορισμένες περιπτώσεις και η ανάπτυξη μιας αυτοδιαχείρισης με καπιταλιστικές όψεις ( βλ. και Εισαγωγή του Μπρίντον οπ.π. σελ. 5-30). Χωρίς αγορά και χωρίς γραφειοκρατικό σχεδιασμό, η γνήσια λύση θα ήταν ο συντονισμός των αυτοδιευθυντικών οργάνων σε εθνική κλίμακα.
Η κεντρική σοβιετική εξουσία μετά τον Οκτώβρη έχει μια κυμαινόμενη και τροποποιούμενη στάση απέναντι στον εργατικό έλεγχο εκ μέρους των εργοστασιακών επιτροπών, στην δημιουργία των οποίων οι Μπολσεβίκοι συνέβαλαν, χωρίς, όμως, και να ελέγχουν αυτήν την διαδικασία. Αρχικά, με το Διάταγμα της 14-11-1917. Λίγες μόλις ημέρες μετά την επανάσταση ( ακολουθείται εδώ το παλιό ακόμη ημερολόγιο) , εκδίδεται από την Κεντρική Πανρωσική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ, με ψήφους 24 κατά 10, το Διάταγμα του Εργατικού Ελέγχου, το οποίο εισάγει την «αναγνώριση της ισχύος του εργατικού ελέγχου σε όλη την οικονομία». Νομιμοποιείται έτσι το ήδη υφιστάμενο καθεστώς των εργοστασιακών επιτροπών ως καθεστώς εργατικού ελέγχου, αλλά και προστίθεται ένα Περιφερειακό και ένα Πανρωσικό Συμβούλιο Εργατικού Ελέγχου , που θα συντονίζουν περιφερειακά και εθνικά τις εργοστασιακές επιτροπές. Αυτό το Διάταγμα αποτελεί μεγάλη κοινωνική και πολιτική κατάκτηση του Οκτώβρη. Ορίζεται ( Μπρίντον σελ. 64-64) ότι ο έλεγχος θα γίνεται από όλους τους εργάτες και υπαλλήλους στην επιχείρηση, ότι όλα τα βιβλία ως τώρα θα τους καταστούν προσβάσιμα και ότι οι αποφάσεις της επιτροπής είναι δεσμευτικές για τον μέχρι τώρα ιδιοκτήτη , αλλά μπορούν να αναιρεθούν κεντρικά από τα συνδικάτα ή τα συνέδρια τους. Τίθεται , δηλαδή, ένα ενδεχόμενο βέτο υπέρ της κεντρικής συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Από το σημείο αυτό ως την άνοιξη του 1918 ξεκινά μια αντίστροφη διαδικασία, μια διαδικασία ανάσχεσης αυτής της κατάκτησης. Διεξάγεται μια ολόκληρη σύγκρουση ανάμεσα στο κόμμα των Μπολσεβίκων και την κεντρική σοβιετική εξουσία από την μια πλευρά και από τις εργοστασιακές επιτροπές από την άλλη ( όπου μετέχουν Μπολσεβίκοι, Σοσιαλεπαναστάτες, Αναρχικοί αλλά και ανένταχτοι συνειδητοί εργάτες) για το ποιος ελέγχει πραγματικά την διαδικασία παραγωγής. Οι λόγοι που τόσο ο Λένιν όσο και η πλειοψηφία των Μπολσεβίκων σταδιακά αποσύρουν την υποστήριξή τους από τις εργοστασιακές επιτροπές και την «εργατική αυτοδιεύθυνση» ( είτε αποκεντρωμένη είτε συγκεντρωμένη, όπως θα μπορούσε λογικά να εξελιχθεί ) είναι ποικίλοι. Αφορούν σοβαρά προβλήματα, όπως ο συνεχιζόμενος επιθετικός πόλεμος της Γερμανίας κατά της επαναστατικής Ρωσίας, όπως η πολύ δυσχερής οικονομική κατάσταση του νέου κράτους, όπως οι τάσεις πλήρους αποδιοργάνωσης της παραγωγής και πολύ δυσχερούς εξασφάλισης της τροφοδοσίας σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης και ακόμη πιο δυσχερούς τροφοδοσίας σε βιομηχανικά προϊόντα. Ο εργατικός έλεγχος δεν λειτουργεί πάντοτε αποτελεσματικά και συχνά βρίσκεται σε σχέση έντασης με τις κεντρικές ανάγκες εφοδιασμού και υποστήριξης της κοινωνίας και του κράτους-υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η εργοστασιακή επιτροπή αποσπά για τον εαυτό της όλο το παραγόμενο προϊόν. Από την άλλη πλευρά, όπως θα αναπτύξουμε πιο παρακάτω, ο εργατικός έλεγχος, αν και σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με τοποθετήσεις του Λένιν για την γενικευμένη αυτοκυβέρνηση στο «Κράτος και Επανάσταση», συγκρούεται με βαθύτερες και μονιμότερες απόψεις του Λένιν και των Μπολσεβίκων για την «αποδοτικότητα» και «αποτελεσματικότητα» στην παραγωγή, για τις σχέσεις γνώσης και εξουσίας μέσα στο εργοστάσιο και για την διαμεσολάβηση των σχέσεων παραγωγής μέσα από έναν ιεραρχικό και συγκεντρωτικό έλεγχο από τους διευθυντές τόσο στην μεμονωμένη επιχείρηση όσο και στην συνολική εθνική οικονομία. Αντιλήψεις, τις οποίες ο Λένιν και η πλειοψηφία των Μπολσεβίκων κληρονομούν ως συνέχεια των αντιλήψεων της Δεύτερης Διεθνούς για την προτεραιότητα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων έναντι της αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων , για την αξία της γνώσης των ιεραρχικά προϊσταμένων ή «αστών ειδικών» και μόνον και την απαξία της άγνοιας ή και της εμπειρίας των άμεσων παραγωγών, για την εξελικτικιστική πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας κλπ. Επίσης, το πέρασμα στην οικονομία του «πολεμικού κομμουνισμού» οξύνει και εντείνει αυτονόητα την υπεροχή των αντιλήψεων περί αποτελεσματικότητας αποκλειστικά και μόνο της «μονοπρόσωπης διεύθυνσης». Στις 5 Δεκεμβρίου 1917 δημιουργείται η Βέσενκα (Ανώτατο Συμβούλιο Οικονομικού Ελέγχου), έμβρυο κεντρικού σχεδιασμού, η οποία σε πρώτη φάση οικειοποιείται χάριν του συγκεντρωτισμού/συντονισμού πολλές επιμέρους λειτουργίες των εργοστασιακών επιτροπών και η οποία αποτελείται βασικά από κομματικά στελέχη, συνδικαλιστές και «αστούς ειδικούς»/μάνατζερ. Η Βέσενκα και το Πανρωσικό Συμβούλιο Εργατικού Ελέγχου δίνουν για μήνες μια μεγάλη μάχη για την συγκέντρωση όλων των αρμοδιοτήτων και την απογύμνωση των εξουσιών των ανά επιχείρηση εργοστασιακών επιτροπών. Η μάχη αυτή τελειώνει οριστικά την ίδια ημέρα της σύναψης της Συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ με την αυτοκρατορική Γερμανία, την 3-3-1918. Την ημέρα αυτήν δημοσιεύεται διάταγμα της Βέσενκα που βάζει οριστικό τέλος στον σοβιετικό εργατικό έλεγχο ως πείραμα. και επιβάλλει οριστικά την μονοπρόσωπη διεύθυνση στην επιχείρηση. Βάσει του διατάγματος αυτού ( Μπρίντον οπ.π. σελ. 104) ορίζεται σε κάθε επιχείρηση ένας πολιτικός επίτροπος και δύο διευθυντές, ένας τεχνικός-οικονομικός και ένας διοικητικός. Αυτά τα τρία πρόσωπα έχουν πλέον απόλυτη εξουσία στην επιχείρηση.
3. Οι θέσεις του Λένιν για τον εργατικό έλεγχο και την μονοπρόσωπη διεύθυνση το 1918.
Οι απόψεις του Λένιν για την μονοπρόσωπη διεύθυνση και κατά του συλλογικού εργατικού ελέγχου αναπτύσσονται σε δύο βασικά κείμενά του, στα «Βασικά Καθήκοντα της Σοβιετικής Εξουσίας» ( εκδόσεις Ειρήνη, χ.χρ., Άπαντα Λένιν τ. 27 σελ. 243 επ., επίσης στα αγγλικά σε Immediate Tasks of the Soviet Government, www.marxists.org, Lenin Archive 3. 1918) και στο « Για τον μικροαστισμό και τα αριστερά παιδιαρίσματα» , περιλαμβανόμενο ολόκληρο και στο μεταγενέστερο «Φόρος σε Είδος» Απαντα Λένιν τ. 43 σελ. 205-245, επίσης στα αγγλικά σε Left Wing Childishness and the Petty Bourgeois Mentality, www.marxists.org, Lenin Archive, 4.1918 και σε The Tax in Kind , Lenin Archive 1921 ) . Στα δύο αυτά κείμενά του ο Λένιν επικρίνει την υπεράσπιση του εργατικού ελέγχου τόσο από τις εργοστασιακές επιτροπές όσο και από την τάση των «Αριστερών Κομμουνιστών» στο Μπολσεβίκικο κόμμα ως «αναρχοσυνδικαλιστική» θέση, απολύτως αναντίστοιχη με τις ανάγκες τις σοβιετικής εξουσίας. Ως μια θέση που εξιδανικεύει την εργατική αυτοδιεύθυνση, που είναι ουσιαστικά στην φάση αυτήν το ισοδύναμο του ερασιτεχνισμού και της αποδιάρθρωσης της παραγωγής .
Όχι μόνο υποστηρίζει την μονοπρόσωπη διεύθυνση, αλλά στο έργο του «Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας» υποστηρίζει και την εφαρμογή χάριν της αποδοτικότητας πρακτικών του καπιταλιστικού εργοστασίου όπως ο ταιυλορισμός, ο μισθός με το κομμάτι, τα πριμ κλπ .Θεωρεί ότι αυτά τα μέτρα υπό την σοβιετική εξουσία αποκτούν ριζικά άλλο χαρακτήρα και μάλιστα συμβάλλουν όχι μόνο στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας αλλά και …στην εκπαιδευτική αναμόρφωση της εργατικής τάξης.
Ακόμη χειρότερα, στο έργο του «Για τον μικροαστισμό και τα αριστερά παιδιαρίσματα» (Απρίλιος 1918), που στρέφεται σαφώς και ειδικότερα κατά των «Αριστερών Κομμουνιστών» , ο Λένιν λαμβάνει μια ακόμη πιο ακραία θέση. Υποστηρίζει ότι η σοβιετική εξουσία πρέπει να αντιγράψει τα επιτεύγματα του γερμανικού πολεμικού «κρατικού καπιταλισμού» ( δηλαδή της γερμανικής συγκεντρωτικής πολιτικής οικονομίας υπό τον Κάιζερ και τον στρατηγό Λούντεντορφ στα 1916-1918), τον οποίο θεωρεί ως προοίμιο του σοσιαλισμού, λόγω της ακραία συγκεντρωτικής κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και διεύθυνσής τους από πολύ λίγους και ικανούς διευθύνοντες .
Όχι μόνο δεν είναι ο «κρατικός καπιταλισμός» μια αποκλειστικά καπιταλιστική τεχνολογία παραγωγής και εξουσίας. Aντιθέτως, την στιγμή αυτή πρέπει να υποστηριχθεί ο κρατικός καπιταλισμός σε βάρος του συνδυασμού ιδιωτικός κερδοσκοπικός καπιταλισμός-μικροϊδιοκτησία, όπου η μικρή ιδιοκτησία εμφανίζεται ως ο βασικός κοινωνικός πράκτορας και βάση του καπιταλισμού. Ο κρατικός καπιταλισμός περιέχει τα στοιχεία του «κρατικού μονοπωλίου» και του «εθνικού υπολογισμού, και ελέγχου της παραγωγής και διανομής» (The Tax in Kind οπ.π. σελ. 7 ).
Επιπλέον δε :
« Για να κάνουμε τα πράγματα πιο σαφή, ας λάβουμε υπ’όψιν μας το πιο συγκεκριμένο παράδειγμα του κρατικού καπιταλισμού, Όλοι γνωρίζουν ποιο είναι αυτό. Είναι η Γερμανία. (αυτά γράφονται μήνες πριν από την Γερμανική Επανάσταση του 11.1918 και αναφέρονται στο καθεστώς Λούντεντορφ ). Εδώ έχουμε την τελευταία λέξη στον σύγχρονο μεγάλης κλίμακας καπιταλιστικό οργανωτικό σχεδιασμό (“ engineering”) και στην σχεδιασμένη οργάνωση, υποτεταγμένη στον Γούνκερ-αστικό ιμπεριαλισμό. Ας διαγράψουμε τα πλάγια γράμματα και ας θέσουμε στην θέση του κράτους που είναι φεουδαλικό, αστικό, ιμπεριαλιστικό, ένα κράτος διαφορετικού κοινωνικού τύπου, με διαφορετικό ταξικό περιεχόμενο-ένα Σοβιετικό κράτος , δηλαδή ένα προλεταριακό κράτος και θα έχουμε όλες τις συνθήκες που αποτελούν προϋποθέσεις του σοσιαλισμού. Ο σοσιαλισμός είναι αδιανόητος χωρίς έναν μεγάλης κλίμακας καπιταλιστικό οργανωτικό σχεδιασμό , βασισμένο στις τελευταίες ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης. Είναι αδιανόητος χωρίς την σχεδιασμένη κρατική οργάνωση, η οποία διατηρεί εκατομμύρια ανθρώπων κάτω από την πιο αυστηρή επιτήρηση ενός ενιαίου προτύπου στην παραγωγή και διανομή. Εμείς οι μαρξιστές πάντοτε μιλούσαμε γι’ αυτό και δεν αξίζει να ξοδέψεις λίγα δευτερόλεπτα μιλώντας σε ανθρώπους, που δεν κατανοούν ούτε κα αυτό ( αναρχικούς και τους μισούς από τους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες ). Ταυτόχρονα, ο σοσιαλισμός είναι αδιανόητος, αν δεν έχει το προλεταριάτο την κρατική εξουσία. Αυτό είναι, επίσης, το βασικό αλφάβητο. Και η Ιστορία ( ως προς την οποία κανείς εκτός από τους κουφιοκέφαλους πρώτης τάξεως Μενσεβίκους δεν περίμενε να «ολοκληρώσει» τον σοσιαλισμό ήπια, ευγενικά, εύκολα και απλά) έχει πάρει αυτόν τον ιδιαίτερο δρόμο, ώστε να δώσει γέννηση σε δύο διαφορετικές και ασύνδετες ημίσειες μορφές ( half forms) σοσιαλισμού το 1918, υπάρχουσες η μια δίπλα στη άλλη, σαν δύο μελλοντικά κοτόπουλα μέσα από το ίδιο αυγοκέλυφος του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Το 1918 , η Γερμανία και η Ρωσία έγιναν η πιο εντυπωσιακή πραγματοποίηση των οικονομικών, παραγωγικών, και κοινωνικοοικονομικών όρων του σοσιαλισμού από την μια πλευρά, και των πολιτικών όρων από την άλλη…… Καθώς η επανάσταση στην Γερμανία είναι ακόμη κινούμενη αργά προς την επίθεσή της, το καθήκον μας είναι να μελετήσουμε τον κρατικό καπιταλισμό των Γερμανών, να μην παραλειψουμε καμία προσπάθεια να τον αντιγράψουμε και να μην απέχουμε από το να εφαρμόσουμε δικτατορικές μεθόδους για να επιταχύνουμε την αντιγραφή του δυτικού τεχνικού πολιτισμού από την βάρβαρη Ρωσία, χωρίς να διστάσουμε να εφαρμόσουμε βάρβαρες μεθόδους για να πολεμήσουμε την βαρβαρότητα. Αν υπάρχουν αναρχικοί ή αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες (θυμάμαι πρόχειρα τις ομιλίες του Καρέλιν και του Τζε στην συεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου) που καταλήγουν σε σκέψεις σαν αυτές του Καρέλιν και λένε ότι δεν είναι σωστό εμείς οι επαναστάτες να πάρουμε μαθήματα από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, ένα πράγμα έχουμε να απαντήσουμε : η επανάσταση που θα έπαιρνε σοβαρά αυτούς τους ανθρώπους, θα καταστρεφόταν αμετάκλητα ( και δικαίως)…». ( Tax in Kind , οπ.π. σελ. 5-7,μεταφραστική απόδοση Δ.Μπ. )
Και πιο κάτω, ο Λένιν αναφέρεται σε παλιότερα κείμενά του :
«Γιατί ο σοσιαλισμος είναι απλώς το επόμενο στάδιο από το κρατικοκαπιταλιστικό μονοπώλιο..» .Και, επίσης, :
«Ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πλήρης υλική προετοιμασία του σοσιαλισμού, το κατώφλι του σοσιαλισμού, ένα άλμα στην κλίμακα της Ιστορίας, ανάμεσα στο οποίο και στο άλμα που ονομάζεται «σοσιαλισμός» δεν υπάρχουν ενδιάμεσα άλματα»
«Δεν είναι σαφές ότι το ταχύτερο που ανεβαίνουμε στην πολιτική κλίμακα, το ταχύτερο που ενσωματώνουμε το σοσιαλιστικό κράτος και την δικτατορία του προλεταριάτου στο σύστημα των σοβιέτ ( εννοεί σε σχέση με το καθεστώς Κερένσκυ , όταν έγραψε τα παλιότερα κείμενα) , το λιγότερο έχουμε να φοβόμαστε τον κρατικό καπιταλισμό; (σελ. 8)»
«(βρισκόμαστε) σε μια εξαιρετική περίπτωση όπου εμείς, το ρώσικο προλεταριάτο, είμαστε μπροστά από την Βρετανία ή την Γερμανία ως πολιτικό σύστημα, όσον αφορά την δύναμη της πολιτικής εξουσίας των εργατών, αλλά είμαστε πιο πίσω από την πιο καθυστερημένη ευρωπαϊκή χώρα όσον αφορά την οργάνωση ενός καλού κρατικού καπιταλισμού, όσον αφορά το επίπεδο του τεχνικού μας πολιτισμού και τον βαθμό της υλικής και παραγωγκής ετοιμότητας για την «εισαγωγή» του σοσιαλισμού. Δεν είναι σαφές ότι η ειδική φύση της παρούσας κατάστασης δημιουργεί την ανάγκη για την πιο ειδική μορφή επιχείρησης «εξαγοράς» ( buying off), κατά την οποία οι εργάτες πρέπει να προσφέρουν στους πιο καλλιεργημένους, στους πιο ταλαντούχους από τους οργανωτές ανάμεσα στους καπιταλιστές , οι οποίο είναι έτοιμοι να τεθούν στην διάθεση της σοβιετικής εξουσίας, και να βοηθήσουν τίμια στην οργάνωση της «κρατικής» παραγωγής στην μεγαλύτερη δυνατή κλίμακα; Δεν είναι σαφές ότι σε αυτήν την ειδική συγκυρία πρέπει να αποφύγουμε δύο λάθη , τα οποία είναι αμφότερα λάθη μικροαστικής φύσης ; Από την μια πλευρά, θα ήταν κορυφαίο λάθος να πούμε ότι, αφού υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα στις οικονομικές μας δυνάμεις και στην πολιτική μας δύναμη, «συνεπάγεται» ότι δεν θα έπρεπε να έχουμε καταλάβει την εξουσία. Ένα τέτοιο επιχείρημα μπορεί να διατυπωθεί μόνο από έναν άνθρωπο «μέσα σε ένα κάλυπτρο», που ξεχνάει ότι πάντοτε θα υπάρχει μια «αναντιστοιχία» , ότι αυτή υπάρχει και στην εξέλιξη της φύσης και στην εξέλιξη της κοινωνίας , ότι μόνο μέσα από μια σειρά από απόπειρες, κάθε μια από τις οποίες θα είναι μονόπλευρη και θα υποφέρει από κάποιες ανεπάρκειες- θα δημιουργηθεί ολοκληρωμένα ο σοσιαλισμός από τους την επαναστατική συνεργασία των προλεταρίων όλου του κόσμου..» ( Tax in Kind οπ.π. σελ. 9-10, μεταφραστική απόδοση Δ.Μπ.).
Εκτός από επικύρωση της καπιταλιστικής επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας, ο «κρατικός καπιταλισμός» είναι κάτι το πολύ βαθύτερο. Είναι η τάση «κοινωνικοποίησης» ή «συγκέντρωσης των παραγωγικών δυνάμεων», η οποία έρχεται όλο και πιο κοντά στον «σοσιαλισμό», είναι το έμβρυο και το κατώφλι του. Ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός στην καϊζερική εμπόλεμη Γερμανία δεν είναι κάτι το διαφορετικό από έναν μπολσεβίκικα οργανωμένο «κρατικό καπιταλισμό» υπό τα σοβιέτ. Ο κεντρικός έλεγχος από τα πάνω και ιεραρχικά/γραφειοκρατικά , ο σχεδιασμός από τα πάνω, η καθολική επιτήρηση εν είδει ενός «σοσιαλιστικού πανοπτικού», ο έλεγχος από όλο και λιγότερους ή και ακόμη από έναν σε όλο και περισσότερους, η κεντρικότητα του κράτους έναντι της αγοράς, μπορούν να εφαρμοστούν από διαφορετικά ταξικά καθεστώτα. Αυτή η θέση του Λένιν συνεπάγεται ότι τα χαρακτηριστικά αυτά του κρατικού καπιταλισμού μπορούν ως εργαλεία να χρησιμοποιηθούν από κάθε διαφορετική ταξική εξουσία. Ακόμη περισσότερο, ο Λένιν ονομάζει τον καϊζερικό «κρατικό καπιταλισμό» ως «σοσιαλισμό», ως το ήμισυ του ολοκληρωμένου σοσιαλισμού: αυτό που λείπει είναι η εξουσία των γερμανών μαρξιστών στην Γερμανία. Κάτι παραπάνω δηλαδή από ένα στοιχείο του καπιταλισμού που θα αναλάβει και θα χρησιμοποιήσει ο σοσιαλισμός, το θεμελιώδες ήδη υπάρχον «περιεχόμενο του σοσιαλισμού» μέσα στον καπιταλισμό. Άρα, ο σοσιαλισμός πριν από την κατάληψη της εξουσίας ενυπάρχει στον «οργανωμένο» καπιταλισμό των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Ενυπάρχει ως η ενίσχυση των κρατικών γραφειοκρατών πάνω στην καπιταλιστική οικονομία και η ενίσχυση των «αστών ειδικών» πάνω στην εργατική δύναμη εκατομμυρίων παραγωγών. Ενυπάρχει ως η πραγματική πια και όχι απλώς τυπική υπαγωγή των εργατών στο κεφάλαιο, πράγμα που όντως προχωρά στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα . Ως η κατάσταση όπου πια το κεφάλαιο παρεμβαίνει στην εργασιακή διαδικασία και την οργανώνει με ενεργητικό τρόπο, δεν αποσπά πια παθητικά πλεόνασμα/υπεραξία από αυτήν. Ουσιαστικά, η ιδεολογία του Λένιν στο σημείο αυτό είναι μια ειδική μορφή αστικής ιδεολογίας που αντιστοιχεί α) στην αναγκαιότητα πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο στην Ρωσία της εποχής του και β) στην κρίσιμη ενίσχυση του ρόλου των κρατικών/κομματικών αξιωματούχων και των «αστών ειδικών» σε συνεργασία με τους πρώτους στα πλαίσια των αναδιοργανώσεων του καπιταλισμού σε συνθήκες πολέμου και της άμβλυνσης ή και άρσης της αυτορρύθμισης της καπιταλιστικής αγοράς. Στην οριακή τάση αντικατάστασης των καπιταλιστών από μια συγχώνευση σε ένα ενιαίο ταξικό στρώμα, σε μια ενιαία τάξη, κομματικών, κρατικών και διευθυντικών στελεχών , διατηρώντας ανέπαφο τον μηχανισμό διεύθυνσης-εκτέλεσης και επιφέροντας καθοριστικές αλλαγές στην σχέση αγοράς και κρατικού σχεδιασμού . Βεβαίως, στον Λένιν, οι γραφειοκρατικές ή και τεχνοκρατικές αυτές αντιλήψεις αποτελούν εκδήλωση ενεργού τάσης και όχι σταθεροποίηση ακόμη της γραφειοκρατικής ταξικής κυριαρχίας και του γραφειοκρατικού καπιταλισμού. Επίσης, από τα τελευταία κείμενα του Λένιν του 1923 ( «Κάλιο λιγότερα και καλύτερα», «Για τον εργατοαγροτικό συνεταιρισμό» κλπ ) , προκύπτει ότι προς το τέλος της ζωής του κατανοεί πολύ καλύτερα τους κινδύνους της γραφειοκρατικοποίησης από ό,τι στην περίοδο του «πολεμικού κομμουνισμού»
4. Η αντιπολίτευση των «Αριστερών Κομμουνιστών» (1918)
Η τάση των «Αριστερών Κομμουνιστών» αναπτύσσει κατά της κατάργησης του εργατικού ελέγχου και κατά των απόψεων του Λένιν για τον «κρατικό καπιταλισμό» ως αποδεκτή κοινωνική τεχνολογία και ως «έμβρυο του σοσιαλισμού». Οι ΑΚ εκδίδουν αρχικά στην Πετρούπολη και στην συνέχεια στην Μόσχα, κατά την διάρκεια του 1918, το περιοδικό Kommunist. Στο περιοδικό αυτό, αναπτύσσεται μια οξεία κριτική στις απόψεις του Λένιν και της πλειοψηφίας των Μπολσεβίκων για τον εργατικό έλεγχο και για την θετική αξιολόγηση του «κρατικού καπιταλισμού». Με τρόπο οξυδερκή και προδρομικό, οι ΑΚ αξιολογούν την κατάργηση του εργατικού ελέγχου ως ένα μέτρο , που μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα ταξική κυριαρχία και στον εκφυλισμό της σοβιετικής εξουσίας.
Γράφει ο Βαλέριαν Οσσίνσκυ στο Kommunist τ. 1/ Απρίλιος 1918 :
«Δεν τοποθετούμαστε υπέρ της άποψης της οικοδόμησης του σοσιαλισμού κάτω από την διεύθυνση των οργανωτών των (επιχειρησιακών) τραστ-ενώσεων. Τοποθετούμαστε υπέρ της κατασκευής της προλεταριακής κοινωνίας από την δημιουργικότητα των ίδιων των εργατών, όχι από τα ουκάζια (διατάγματα) των καπετάνιων της βιομηχανίας…λόγω του ταξικού μας ενστίκτου μεταβαίνουμε από τα τραστ την ενεργό ταξική πρωτοβουλία του προλεταριάτου. Δεν μπορεί να γίνει αλλοιώς. Αν το προλεταριάτο δεν γνωρίζει πώς να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την σοσιαλιστική οργάνωση της εργασίας, κανείς δεν μπορεί να το κάνει αντί για αυτό και κανείς δεν μπορεί να το εξαναγκάσει να το κάνει. Το ρόπαλο, αν σηκωθεί εναντίον της εργατικής τάξης ( εννοεί : από το εργατικό κράτος), θα βρεθεί τελικά στα χέρια μιας κοινωνικής δύναμης , η οποία είτε θα βρίσκεται υπό την επιρροή μιας άλλης τάξης είτε θα είναι στα χέρια της σοβιετικής εξουσίας. Τότε, η σοβιετική εξουσία θα χρειαστεί ή θα υποχρεωθεί να ζητήσει συμπαράσταση κατά του προλεταριάτου από μια άλλη τάξη ( π.χ. την αγροτιά) και τότε θα καταστρέψει τον εαυτό της ως δικτατορία του προλεταριάτου. Ο σοσιαλισμός και η σοσιαλιστική οργάνωση πρέπει να τεθούν από το ίδιο το προλεταριάτο ή δεν θα τεθούν καθόλου. Στην θέση τους θα τεθεί κάτι άλλο, ο κρατικός καπιταλισμός» ( Daniels “Conscience of the Revolution..” , οπ.π. σελ. 85-86, απόδοση Δ.Μπ., λαμβάνοντας υπ’όψιν και την μετάφραση του Α.Στίνα ) .
Επίσης, ο Καρλ Ράντεκ, στο ίδιο πρώτο τεύχος του Kommunist γράφει :
«Αν η ρωσική επανάσταση ανατραπεί με την βία από την αστική αντεπανάσταση, αυτή θα αναστηθεί πάλι από τη στάχτη της όπως ο φοίνικας. Αν , όμως, αυτή χάσει τον σοσιαλιστικό της χαρακτήρα και απογοητεύσει τις μάζες, το χτύπημα θα έχει δέκα φορές πιό σοβαρά αποτελέσματα για το μέλλον της ρωσικής και της διεθνούς επανάστασης» .
Οι ΑΚ θεωρούν ότι υφίσταται μια νέα τάξη εν τη γενέσει, η τάξη των «οργανωτών» , η οποία έχει γραφειοκρατικό χαρακτήρα και μικροαστική ταξική παρέκκλιση. Γι’ αυτό και επικρίνουν την ηγεσία του κόμματος ως υποκείμενη σε μια «μικροαστική παρέκκλιση» . Η κριτική τους αφορά το Μπρεστ Λιτόφσκ, την αναίρεση του εργατικού ελέγχου και την μη γενίκευση και ολοκλήρωση ακόμη της κοινωνικοποίησης ιδιωτικών επιχειρήσεων. H επιρροή τους τούς πρώτους μήνες του 1918-για λόγους που αφορούν και την υπεράσπιση των εργοστασιακών επιτροπών αλλά και την αντίθεση στην συμφωνία του Μπρσετ Λιτόφσκ- είναι πολύ σημαντική . Διαθέτουν σχεδόν πλειοψηφική στήριξη στις μεγάλες κομματικές οργανώσεις της Μόσχας , της Πετρούπολης και των εργατών των Ουραλίων. Από τις 5 ως τις 19 Μαρτίου 1918, οι ΑΚ εκδίδουν το Kommunist στην Πετρούπολη όχι ως έντυπο μιας φράξιας αλλά ως την επίσημη επιθεώρηση-περιοδικό του Κόμματος των Μπολσεβίκων στην Πετρούπολη, κάτω από την διεύθυνση των Μπουχάριν , Ράντεκ και Ουρίτσκυ. Βγήκαν έντεκα τεύχη. Στην συνέχεια, από τις 20 Απριλίου ως τις 15 Μαίου 1918, το έντυπο βγαίνει στην Μόσχα ( ακόμη τέσσερα τεύχη) από τους Σμιρνόφ και Β. Οσσίνσκυ. Μετά τον Μάιο και λόγω και της εμπέδωσης της Συνθήκης του Μπρεστ αλλά και της εργασιακής πειθάρχησης , αρχίζει μια πολιτική υποχώρηση και αποσύνθεση της τάσης αυτής, καθώς βασικά στελέχη της όπως οι Μπουχάριν και Ράντεκ κινούνται προς την πλειοψηφία του κόμματος, ενώ , αντίθετα, ο Οσσίνσκυ και άλλα στελέχη, θα συνεχίσουν να στελεχώνουν αντιλενινιστικές αντιπολιτεύσεις της περιόδου 1918-1922 ( «Εργατική Αντιπολίτευση», «Τάση Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού»). Η διαμάχη του 1918 δεν περιλαμβάνει κανένα πολιτικό ή οργανωτικό μέτρα κατά των ΑΚ, καθώς βασικά στελέχη τους παραμένουν σε ηγετικές θέσεις των Μπολσεβίκων. Είναι ουσιαστικά η τελευταία φορά, που μια σοβαρή διαμάχη εντός των Μπολσεβίκων δεν συνεπάγεται οργανωτικά μέτρα και όπου η εσωτερική δημοκρατία επιβεβαιώνεται, ανεξάρτητα από την οξύτητα της πολιτικής σύγκρουσης ( θυμίζουμε εδώ ότι μια βασική σταλινική κατηγορία κατά του Μπουχάριν στην δίκη του το 1938 είναι η κατηγορία ότι συνωμότησε με τους Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες το 1918 για να συλλάβει τον Λένιν). .
Αξίζει να σημειωθεί ότι την Ιδρυτική Πλατφόρμα των ΑΚ ( Όλη στο Left Communists’ Theses οπ.π.) συνυπογράφουν εκτός από τους προαναφερθέντες , πολύ εξέχοντα στελέχη του κόμματος και του διεθνούς κομμουνιστικού ρεύματος όπως οι Μπουμπνόφ , Κόσιορ (αργότερα σταλινικός) ,Κολοντάι, Κουιμπίσεφ, Ποκρόβσκι, Πρεομπραζένσκυ, Πιατακόφ, Σαπρόνοφ, Ουρίτσκυ, Σαφάροφ, Κρίτσμαν, Β.Σμιρνόφ, Γιαροσλάβσκι, Ινέσα Αρμάν, Μπέλα Κουν κ.ά.
Αντιγράφουμε εδώ δύο από τις βασικές θέσεις της Πλατφόρμας των «Αριστερών Κομμουνιστών» :
Θέση 11. …………………. Στην θέση μιας πλήρους κοινωνικοποίησης της μεγάλης βιομηχανίας αντί για μια μερική , (επιχειρούνται) συμφωνίες με τους «καπετάνιους της βιομηχανίας» ( εννοεί διευθυντές, αστούς ειδικούς ή και πρώην ιδιοκτήτες), που θα οδηγήσουν στην διαμόρφωση μεγάλων τράστ , καθοδηγημένων από αυτούς και περιλαμβανόντων τους βασικούς κλάδους της βιομηχανίας, πράγμα που με εξωτερική βοήθεια μπορεί να πάρει την μορφή κρατικών επιχειρήσεων. Ένα τέτοιο σύστημα οργάνωσης της παραγωγής δημιουργεί την κοινωνική βάση για τον κρατικό καπιταλισμό και μπορεί να αποτελέσει μεταβατικό στάδιο προς αυτόν.
Μια πολιτική διεύθυνσης των επιχειρήσεων στην βάση της ευρείας συμμετοχής καπιταλιστών και ημιγραφειοκρατικής συγκεντροποίησης συμβαδίζει φυσικά με μια εργασιακή πολιτική, που κατατείνει στην επιβολή επί των εργατών μιας πειθαρχίας, η οποία μεταμφιέζεται σε «συειδητή αυτοπειθάρχηση» , στην εισαγωγή της εργατικής υπευθυνότητας των εργατών (κάτι που έχουν προτείνει οι «δεξιοί» Μπολσεβίκοι) , στην δουλειά με το κομμάτι, στην επέκταση της εργάσιμης ημέρας, κλπ.
Η μορφή του κρατικού ελέγχου των επιχειρήσεων θα αναπτυχθεί προς την κατεύθυνση του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού, της διεύθυνσης από διάφορους επίτροπους, της αποστέρησης της ανεξαρτησίας από τα τοπικά σοβιέτ, της απόρριψης της αυτοκυβέρνησης από τα κάτω κατά το πνεύμα της Κομμούνας ( ευθεία αναφορά του κειμένου στο «Κράτος και Επανάσταση», που είχε εκδοθεί λίγους μήνες πριν).Πολλά περιστατικά αποδεικνύουν ότι μια οριστική τάση προς αυτήν την κατεύθυνση λαμβάνει χώρα τώρα (διάταγμα για τους εργαζόμενους στους σιδηροδρόμους, άρθρα του Λάτσιτς κλπ). …
Θέση 12……………….Η εισαγωγή της εργατικής πειθαρχίας σε συνδυασμό με την αποδοχή της καπιταλιστικής διεύθυνσης στην παραγωγή ( εδώ εννοούν : μονοπρόσωπη διεύθυνση, αλλά και συνεργασία με παλιούς ιδιοκτήτες ή «αστούς ειδικούς;») δεν μπορεί πραγματικά να ανεβάσει την παραγωγικότητα της εργασίας , αλλά σίγουρα θα ελαττώσει την ταξική αυτονομία, αυτενέργεια και βαθμό οργάνωσης της τάξης. Απειλεί να επαναφέρει την υποδούλωση της εργατικής τάξης και εγείρει την δυσαρέσκεια τόσο των πιο καθυστερημένων τμημάτων όσο και της πρωτοπορίας του προλεταριάτου. Για να υλοποιήσει αυτό το πρόγραμμα, παρά το ισχυρό συναίσθημα μίσους , που επικρατεί στην εργατική τάξη, κατά των «καπιταλιστών και σαμποτέρ», το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να προσεταιριστεί την μικροαστική τάξη κατά των εργατών και έτσι να αρνηθεί τον εαυτό του ως κόμμα του προλεταριάτου….
Ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός στην σοβιετική δημοκρατία και οι πίσω από το τραπέζι συμφωνίες με αστικά και μικροαστικά στρώματα μπορεί μόνο να προάγει την υποχώρηση της ταξικής δραστηριότητας και συνείδησης του προλεταριάτου και να οδηγήσει στην αποξένωση της τάξης από το κόμμα.
Στο δε προγραμματικό κομμάτι της Πλατφόρμας, αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα :
– …….Ο έλεγχος των επιχειρήσεων πρέπει να αποδοθεί σε μικτά όργανα από εργάτες και τεχνικό προσωπικό, κάτω από τον έλεγχο και τη διεύθυνση των τοπικών οικονομικών συμβουλίων (εννοούν τις εργοστασιακές επιτροπές). .Όλη η οικονομική ζωή πρέπει να υπαχθεί στην οργανωμένη επιρροή αυτών των συμβουλίων, τα οποία εκλέγονται από τους εργάτες χωρίς την συμμετοχή «προνομιούχων στρωμάτων» αλλά με την συμμετοχή τν ενώσεων του τεχνικού και διοικητικού προσωπικού μέσα στις επιχειρήσεις.
– Όχι στην εισαγωγή του μισθού με το κομμάτι και στην επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας , που σε συνθήκες αυξανόμενης ανεργίας στερούνται νοήματος, αλλά η εισαγωγή από τοπικά οικονομικά συμβούλια και από τα συνδικάτα προτύπων παραγωγής που ελαττώνουν την εργάσιμη μέρα, αυξάνουν τις διακριτές βάρδιες εργασίας και ανεβάζουν την παραγωγικότητα της εργασίας.
– Μεγαλύτερη ανεξαρτησία στα τοπικά σοβιέτ ( εννοούν σαφώς και τις εργοστασιακές επιτροπές εργατικού ελέγχου) και όχι έλεγχος τα δράσης τους από επιτρόπους, που στέλνει η κεντρική εξουσία. Η σοβιετική εξουσία και το κόμμα πρέπει να αντλήσουν υποστήριξη από την ταξική αυτονομία των ευρύτερων εργατικών μαζών , προς την ανάπτυξη της οποίας πρέπει να στρέφονται όλες οι προσπάθειες ( μεταφραστική απόδοση από τα αγγλικά, Δ.Μπ.) .
5. Μια προφητική προειδοποίηση των «Αριστερών Κομμουνιστών» από τα πρώτα χρόνια της επανάστασης
Η τάση των ΑΚ, όσον αφορά το ζήτημα του εργατικού ελέγχου και της μονοπρόσωπης διεύθυνσης, έθεσε στην πολύ πρώτη περίοδο της σοβιετικής εξουσίας το ζήτημα όχι μόνο της εργατικής αυτοδιεύθυνσης της παραγωγής αλλά και το ζήτημα της διαδικασίας γραφειοκρατικοποίησης και «υποκατάστασης» τα τάξης από το κράτος και το κόμμα της, το οποίο δεν εμφανίζεται το πρώτον με την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία αλλά ήδη στην πολύ πρώτη φάση της λενινιστικής επαναστατικής εξουσίας. Πρόκειται για ένα φαινόμενο πολυεπίπεδο και σύνθετο: ήδη από την περίοδο πριν από την έναρξη του Εμφυλίου, διάλυση των οργάνων διεύθυνσης της παραγωγής «από τα κάτω» και μη συμμετοχή τους στον πρωτοοργανωνόμενο κεντρικό σχεδιασμό ( Βέσενκα). Ήδη με την έναρξη του Εμφυλίου (1918-1919), απαγόρευση των άλλων σοβιετικών κομμάτων με τον ένα τρόπο ή τον άλλο και οριστική τους τυπική απαγόρευση το 1921. Τόσο για αντικειμενικούς λόγους ( π.χ. συντριβή φυσική της συνειδητής εργατικής τάξης στον Εμφύλιο ή διοχέτευση του υπολοίπου από την παραγωγή στην διεύθυνση του κράτους και του κόμματος) όσο και λόγω μιας ισχυρής συνείδησης «υποκατάστασης» πριν ακόμη από τον Στάλιν, ουσιαστική αποσύνθεση και διάλυση των σοβιέτ ως οργάνων εξουσίας. Ταύτιση της σοβιετικής εξουσίας το πολύ ως το 1921 με το κόμμα και ιδιαίτερα με την ηγεσία του.
Οι ΑΚ, με τρόπο πρωτοπόρο και εξαιρετικά οξυδερκή, έθεσαν το ουσιώδες πολιτικά πρόβλημα : αν δεχθείς να παρακάμψεις την εργατική τάξη τόσο στην οικονομία/παραγωγή όσο και στο κράτος και να την «υποκαταστήσεις» , θα γεννηθεί μια αντισοσιαλιστική και αντεργατική κοινωνική δύναμη, η οποία αργά ή γρήγορα θα σταθεροποιήσει την ταξική της ισχύ στην παραγωγή και στην κρατική εξουσία, θα συντρίψει την επανάσταση και δομικά αλλά και προσωπικά .Το τέλος των ηγετών του μπολσεβικισμού το 1934-1939 δεν ήταν τυχαίο κοινωνικά. Ο Μπουχάριν, μεταξύ των άλλων, πλήρωσε και το γεγονός ότι πολύ γρήγορα αποποιήθηκε τις «ελευθεριακές» απόψεις του τού 1918, για να παραμείνει στην ηγεσία του κόμματος και σε τελική ανάλυση να μετάσχει στην πολιτική εκπροσώπηση της γραφειοκρατίας.
Με τρόπο λιγότερο συγκροτημένο και λιγότερο αναπτυγμένο θεωρητικά, τα επιχειρήματα αυτά επανέρχονται στο 10ο Συνέδριο από την Εργατική Αντιπολίτευση και την Τάση του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού, όπου και καταπνίγονται. Θα υπάρξουν και στην συνέχεια μικρές ομάδες που θα τα επαναφέρουν υπό τον κίνδυνο της κρατικής καταστολής ενός σοβιετικού κράτους, που μετά τον θάνατο του Λένιν σταθεροποιεί και ενισχύει τις αυταρχικές του τάσεις πάνω στην κοινωνία αλλά και ειδικότερα πάνω στην εργατική τάξη : η ομάδα «Εργατική Ομάδα» του Γκαβρίλ Μιάσνικοφ , η ομάδα «Εργατική Αλήθεια» του φιλοσόφου και ιστορικού στελέχους των Μπολσεβίκων Αλεξάντερ Μπογκντάνοφ κ.α . Κανείς δεν θα τις ακούσει. Η Αριστερή Αντιπολίτευση, όταν πρωτοεμφανίζεται το 1923, δεν αναφέρεται καθόλου στα παραπάνω ζητήματα της «υποκατάστασης» της εργατικής τάξης από το κόμμα-κράτος της –άλλωστε, έχει υπάρξει τμήμα της πλειοψηφίας που απέρριψε αυτήν την θεματολογία στα 1918-1921. Θέτει τα σημαντικά ζητήματα της διεθνούς επανάστασης, της εσωτερικής δημοκρατίας στο κόμματων Μπολσεβίκων, της αμφισβήτησης της ΝΕΠ και της ανάγκης επιτάχυνσης της εκβιομηχάνισης. Το ποιόν ρόλο θα παίξει η εργατική τάξη σε αυτήν την εκβιομηχάνιση δεν απασχολεί άμεσα τον Τρότσκυ στην δεκαετία του 1920 .
Γιατί δεν εισακούσθηκαν οι ΑΚ και οι αντίστοιχες «αριστερές αντιπολιτεύσεις» ;
Οι λόγοι είναι πολλοί και , δυστυχώς, συγκλίνουν μεταξύ τους :
– Η αντίληψη του μπολσεβικισμού για την σχέση κόμματος-τάξης, η οποία εντοπίζει το στοιχείο της συνείδησης κυρίως στην «στιγμή» του κόμματος παρά στην συνολική «στιγμή» κίνησης και ανάπτυξης όλης της τάξης. Η αντίληψη αυτή αποδυναμώνεται στο «Κράτος και Επανάσταση» και στις «Θέσεις του Απρίλη», αλλά ανασυντάσσεται και ενισχύεται μετά την κατάκτηση της εξουσίας.
– Η αντίληψη της Δεύτερης Διεθνούς για την προτεραιότητα των παραγωγικών δυνάμεων, την κυριαρχία της «τεχνικής» αποτελεσματικότητας πάνω στην ανατροπή των σχέσεων παραγωγής και εξουσίασης, την προτεραιότητα στην «διεύθυνση» της παραγωγής των ειδικών και των φορέων της γνώσης ως οργάνωση και της οργάνωσης ως γνώση. Η αντίληψη αυτή επανέρχεται και επικρατεί και στην Γ’ αλλά και στην Δ’ Διεθνή. Είναι ο οικονομισμός/παραγωγισμός. Ουσιαστικά, με την εξαίρεση των ΑΚ, και πιθανόν και κάποιων αναρχικών ρευμάτων, καμία δύναμη δεν θέτει σε βάθος αυτά τα ζητήματα στην περίοδο 1918-1921. Τα θέτει έμπρακτα , αλλά χωρίς θεωρητική και πολιτική ενίσχυση, η βραχεία αντίσταση των αγωνιστών των εργοστασιακών επιτροπών στην διάλυσή τους και στην υποκατάσταση τους από τους κομισάριους και τους διευθυντές με την συνεπικουρία των «αστών ιδικών».
– Αντικειμενικές παράμετροι, όπως η παραγωγική αποσύνθεση στην μετεπαναστατική Ρωσία, η σχετική-αλλά όχι απόλυτη- καθυστέρηση της Ρωσίας εντός του παγκόσμιου καπιταλισμού , ο εμφύλιος πόλεμος που ξεκινά στα τέλη του 1918 και αρχές του 1919. Η συνεπακόλουθη στρατιωτικοποίηση της παραγωγής και της οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Τρότσκυ ως Υπουργός Πολέμου εισηγείται την στρατιωτική οργάνωση των συνδικάτων το 1921 και γράφει στην απάντησή του στον Κάουτσκυ το 1918 (“Communism and Terrorism- a reply to Karl Kautsky”, www.marxists.org, Trotsky Archive) ότι οι εργάτες και οι άνθρωποι γενικά χρειάζονται τον εξαναγκασμό για να εργαστούν (!!!).
– Αντικειμενικές παράμετροι, όπως η μη επέκταση της επανάστασης στην Δύση. Σε διαφορετική περίπτωση, αν η επανάσταση είχε νικήσει στην Δύση, τα ζητήματα της ανεξαρτησίας και της υποκατάστασης της τάξης πιθανόν θα έβαιναν προς αντιμετώπιση- αν όχι προς επίλυση- σε ένα πιο ευνοϊκό από την άποψη της εργατικής και μαρξιστικής εμπειρίας έδαφος.
– Αντικειμενικές παράμετροι, όπως η σύγκρουση του μπολσεβικισμού με το αναρχισμό ή τον αναρχοκομμουνισμό στην Κρονστάνδη.
– Τέλος, η ιδιαίτερη αντίληψη του Λένιν για την σχέση μονοπωλιακού καπιταλισμού και κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού με τον σοσιαλισμό, η οποία παίρνει ακραίες μορφές στα κείμενα που έχουμε παραθέσει.
Κάθε εποχή επιλύει ορισμένα μόνο από τα ζητήματα που της τίθενται. Όπως όμορφα παρατήρησε σε μια συζήτησή του με τον Σαρλ Μπετελέμ ο μαοϊκός στοχαστής Ρομπέρ Λινάρ, οι Μπολσεβίκοι το 1918 δεν συνομιλούσαν ούτε με την εξέγερση του Μάη του 1968, ούτε με τα πειράματα αυτοδιαχείρισης του 20ου αιώνα, ούτε με τους «Τέσσερις της Σαγκάης» της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα. Ο ιστορικός μαρξισμός του 1918, όσο και αν αυτό δεν δικαιώνει καθόλου ιστορικά την καταστολή όσων υπερασπίσθηκαν την εργατική αυτονομία, δεν περιλάμβανε τα στοιχεία που θα μπορούσαν να απαντήσουν νικηφόρα στο πρόβλημα που τέθηκε.
Τα εξής ζητήματα για τον σύγχρονο κομμουνισμό :
-Ριζική αλλαγή συγκυρίας τα τελευταία 40 χρόνια- ολική ανασύνταξη ή τέλος του μαρξισμού και του κομμουνισμού. Αντίθεση στις ιδεολογίες-ρεπλίκες. Άρνηση των λογικών «αντίφαση πδ/πσχ» ως αντίφαση που δουλεύει για τον σοσιαλισμό και της λογικής «αύξηση της εργατικής τάξης» ως δεδομένο που δήθεν δουλεύει για τον σσοσιαλισμό χωρίς ποιοτική έρευνα και χωρίς την λογική μελέτη της σχέσης εργατική τάξη- προλεταριάτο.
– κατάργηση των «μεγάλω ν συλλογικών ταυτοτήτων» από τον καπιταλισμό. Επαναστατικότητα του μμ καπιταλισμού.
-η βαθειά δομική κρίση του κπτ δεν παράγει αναγκαστικά την επανάσταση ή την εξέγερση. Μπορεί να συνδυαστεί με μια μεγάλη περίοδο οπισθοδρόμησης ή και καταστροφής του πολιτισμού.
-Ανάγκη ανάσχεσης, επιβράδυνσης και μερικής καταστροφής πδ , αν και με διαφορετικό τρόπο από την «δημιουργική καταστροφή» του κπτ. Ο κομμουνισμός διαφορετική κοινωνική ποιότητα και όχι διαφορετική μορφή της τεχνοκρατίας. Άρνηση της στροφής στην τεχνητή νοημοσύνη και στην ανακατασκευή του ανθρώπου. Έλεγχος και λελογισμένη αξιιοποίηση.των επικοινωνιακών τεχνολογιών.
-Κατά της «προόδου»- η κομμ προοπτική δεν αποτελεί «πρόοδο» αλλά «απελευθέρωση»
– Ριζική καταστροφή των κπτ σχέσεων και της λογικής της συσσώρευσης.
– Υπεράσπιση της κοινότητας απέναντι στον ναρκισσιστικό ατομικισμό- αποκατάσταση της σχέσης με ένα αντικαπιταλιστικό ρομαντισμό- «αντιδικαιωματισμός» – τα δικαιώματα δεν έχουν νόημα χωρίς την δημοκρατία και χωρίς την κοινότητα- οργάνωση της δημοκρατίας κατά του οικουμενικού φιλελευθερισμού – η δημοκρατία στοιχείο του κομμουνισμού.
– Υπεράσπιση του δημοκρατικού και κοινωνικού έθνους και υπέρβαση της λογικής ταξικό ή εθνικό . Ο κομμουνισμός δεν σημαίνει την καταστροφή των εθνών αλλά τον εμπλουτισμό τους .
– Ενδεχομενικότητα του κομμ και περιγραφή του –από το νομοτέλεια-αδρή περιγραφή στο ενδεχόμενο –σαφής περιγραφή.
– Άρνηση του λενινιστικού/σταλινικού μοντέλου, της γραφειοκρατίας/ανάθεσης και της λογικής «κράτος= κοινωνική ιδιοκτησία».
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Ουτοπία” τ.122/2017.