27 Jun Ποιά αμερικανοκίνητη χούντα;
Του Δημήτρη Μπελαντή
«Κύριε Διευθυντά,
Είμαι ένας κεντροαριστερός πολίτης του κόσμου που χωρίς καμία οίηση ξέρει να διαβάζει και να καταλαβαίνει την ιστορία της χώρας μας. Που ξέρει, επίσης, να μην παρασύρεται από εύκολα ερμηνευτικά σχήματα του συρμού, που θολώνουν την ματιά μας εδώ και δεκαετίες.
Μας χωρίζει κάπου μια σαρανταετία από το Πολυτεχνείο και από το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας. Πίσω μας, μια ημιτελής και κοπιώδης Μεταπολίτευση, μια εποχή όλο πάθος, θόρυβο και αντάρα, διαδηλώσεις που μπλόκαραν τους δρόμους της Αθήνας για ώρες και έκοβαν την κυκλοφορία ανύποπτων πολιτών, στην πρώτη φάση της, και όλο διαχειριστική πασοκική αλαζονεία, λαϊκισμό και κρατισμό στην επόμενη. Μια εποχή όπου εκτράφηκαν όλα τα τέρατα που μας περιτριγυρίζουν, ο λαϊκισμός, η έλλειψη θεσμών, η παροχολογία, ο κρατισμός, το πελατειακό κράτος, ο αντιμειονοτικός ρατσισμός, η ρητορεία που μετατράπηκε σε νομή της εξουσίας, η καθημερινή κρυμμένη σε όλους μας Ακροδεξιά του «Εθνικού Κορμού». Μια εποχή όπου οι εργαζόμενοι στο με τα σκανδαλώδη προνόμιά τους και την περιφρόνησή τους στους άνεργους και τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, οι λεόντειες κατά των εργοδοτών συλλογικές συμβάσεις, οι κλαδικές οργανώσεις, η σύμφυση επιχειρηματικής ανομίας/μονοπωλίου και πολιτικής και η ηχηρή συνθηματολογία της ντουντούκας που κάλυψε το «βαθύ κράτος», την κομματικοποίηση, την υπερκαταναλωτική κοινωνία και την δημόσια υπερχρέωση μας έφεραν εδώ που μας έφεραν.
Μια εποχή, όπου ανδρώθηκαν τα γαλάζια και τα πράσινα κομματικοκρατικά δίκτυα, που σήμερα επιθυμούν να επαναφέρουν οι δυνάμεις του παλιού που εμφανίζονται ψευδεπίγραφα ως το καινούριο (ιδίως οι ακραίες κρατιστικές τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, που μειώνουν την μεγάλη πια δυναμική του). Όπου συκοφαντήθηκε και λοιδωρήθηκε η υγιής και η δημιουργική επιχειρηματικότητα, όπου πολλές επιχειρήσεις κατέστησαν «προβληματικές» χάρη στην σύμφυση πελατειακών επιχειρηματιών και εξουσίας και άλλες έκλεισαν λόγω των παράλογων και ανώριμων συνδικαλιστικών διεκδικήσεων. Όπου το κέρδος ενοχοποιήθηκε και αποθεώθηκαν οι ποικιλόμορφες κρατικές πρόσοδοι, που τροφοδότησαν τις ασαφείς στην Ελλάδα και πολυσθενείς κοινωνικές ταυτότητες, δηλαδή την πανταχού παρουσία των μικρομεσαίων στην θέση κάποιων δήθεν «καθαρών τάξεων». Συμβαίνει, λοιπόν, το εξής παράδοξο στην σύγχρονη Ελλάδα, οι παλιές κρατιστικές δυνάμεις, ιδίως η Κεντροαριστερά, έχουν ανανήψει θετικά και έχουν επιδοθεί σε μια θετική μεταρρυθμιστική προσπάθεια, ενώ το «βαθύ κράτος», οι μεγαλοσυνδικαλιστές και οι διαπλεκόμενοι κινούνται όλο και πιο ταχύρρυθμα προς την ενισχυμένη λόγω της οικονομικής κρίσης και των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών Αριστερά. Το παλιό γίνεται καινούριο και το καινούριο γίνεται παλιό. Και ας μην το καταλαβαίνουν αυτό πολλοί συμπολίτες μας.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να μείνουμε στην χρεωκοπημένη και πλέον επικίνδυνη διαχείριση του Σαμαρά. Πρέπει να επανέλθει η ώρα της Κεντροαριστεράς ή, αν θέλετε και σας αρέσει περισσότερο, της υγιούς Αριστεράς. Υποστηρίζοντας το νέο και χτυπώντας το παλιό εντός του πλέγματος του ΣΥΡΙΖΑ, των συμμάχων του και ιδίως των αναμενόμενων συνεργατών του.
Μια από τις αυταπάτες που συνόδεψαν την μακρά μεταπολιτευτική περίοδο και οφείλονταν κατά κύριο λόγο αλλά όχι αποκλειστικά στην Αριστερά –ας θυμηθούμε και το αλήστου μνήμης ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ– ήταν και η θεωρία της υποκίνησης όλων των δεινών από κάποιους σκοτεινούς τύπους στο «εξωτερικό». Έτσι, έκρυβαν όλοι αυτοί οι κρατιστές και οι εθνολαϊκιστές τις δικές τους ευθύνες. Το χρέος, μας λένε, οφείλεται στην επιρροή που άσκησαν οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Γερμανίας ή των ΗΠΑ ή κάποιων σκοτεινών συνωμοτικών κέντρων τύπου Μπίλντεμπεργκ και Αμπροζέττι. Ή η δήθεν ανισόμετρη αρχιτεκτονική της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ή κάποιος συνδεμένος με τους έξω συνωμοτικός ντόπιος καπιταλισμός. Ίδιον όλων των «κλειστών» και «μονιστικών» συστημάτων σκέψης, όπως ο μαρξισμός, και ιδίως των πιο ανοιχτά «συνωμοτικών» και καταστροφικών εκδοχών τους, όπως ιδίως ο δογματικός λενινισμός ή οι θεωρίες της εξάρτησης-υπανάπτυξης, που ουσιαστικά ταυτίζονται με την σχηματική, αναγωγιστική και ανεπιβεβαίωτη θεωρία του Λένιν για τον «ιμπεριαλισμό», είναι η απόδοση της κακοδαιμονίας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας σε εξωτερικές επιρροές και επιδράσεις και ακόμη η ευθύνη για όλα των ευπόρων πολιτών ανάμεσά μας.
Ακόμη και το ΚΚΕ κατάλαβε πια ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αυτές οι θεωρήσεις δεν εξηγούν ούτε τον δυναμισμό της ελληνικής οικονομίας στις δεκαετίες του 1960 και 1970 ούτε τις σημαντικές επιδόσεις της από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως τα μέσα της δεκαετίας του 2000, παρ’ όλα τα δομικά και υποκειμενικά προβλήματα που είχε γεννήσει η σύμφυση ανδρεϊσμού και λαϊκιστικής κομμουνιστικής Αριστεράς και που δικαιολογεί την έστω κάπως υπερβολική ερμηνεία που συχνά ακούγεται περί «σοβιετοποίησης της Ελλάδας» μετά το 1974. Υπάρχουν, μάλιστα, και ανήκουστες ερμηνείες, οι οποίες υποβαθμίζουν την αξία των μεγαλειωδών εκσυγχρονιστικών αναπτυξιακών εγχειρημάτων στην Ελλάδα (και ιδίως εκείνων των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη) και αποδίδουν σε αυτά τα εγχειρήματα τα δεινά που επεσσώρευσε ο κρατικοδίαιτος λαϊκισμός. Λες και ο Σημίτης ή ο Γιάννος έφταιξαν οι ίδιοι προσωπικά για το Χρηματιστήριο ή για την διαφθορά κάποιων κακών συνεργατών τους (όπως ακριβώς και η απόδοση της ευθύνης των παρανοϊκών εθνικιστών αξιωματικών του 67 στις ΗΠΑ ή στην επιρροή κάποιων επιχειρηματιών).
Άδικος και ασυνάρτητος λόγος, ο αντιεκσυγχρονιστικός –εθνολαϊκιστικός λόγος, ο οποίος συγχέει τον δυναμισμό των υγιών επιχειρηματικών ομίλων, πολλοί από τους οποίους άντεξαν με αγώνα και αγωνία την παρούσα κρίση, με τα «μη φυσικά μονοπώλια», που εξέθρεψε μια ανόσια κρατική παρέμβαση, νοθεύοντας τον ανταγωνισμό και παρέχοντας προνόμια που θα έκαναν εκείνα της εποχής του Κολμπέρ και του μερκαντιλισμού να ωχριούν, τους λεγομενους «νταβατζήδες» του Κώστα Καραμανλή.
Ως εκ τούτου, η Ε.Ε., η ευρωζώνη και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ιδίως των τελευταίων ετών, ακόμη και αν δεν υπήρχαν, από την σκοπιά της εθνικής μας αγοραίας και ανοιχτής οικονομίας θα έπρεπε να επινοηθούν και να ενεργοποιηθούν. Ακόμη και αν παραβλέψει κανείς την θετική επίδρασητης Ε.Ε. στην προστασία των μειονοτήτων, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξίας του ανθρώπου (σκεφθείτε μια Ελλάδα που δεν θα ελεγχόταν από διεθνή δικαστήρια και fora, μια χώρα μισοφασιστική, ανοιχτή στους μουτζαχεντίν του Λαϊκισμού), ακόμη και αν παραβλεπόταν η ουσιωδέστατη θετική χρηματοδότηση της Ε.Ε. για δημόσια έργα και για κοινωνικά προγράμματα, αυτό που δεν αγνοείται είναι η χρόνια παρέμβαση της Ε.Ε. στην αλλαγή του προσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας (π.χ. μετάβαση από ένα χρεωκοπημένο αντιοικολογικό και αντιπαραγωγικό βιομηχανικό μοντέλο, που στηρίζει ακόμη η τριτοδιεθνιστική Αριστερά με τα φληναφήματα τύπου Μπάτση, σε ένα μοντέλο κοινωνικής ωφέλειας και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας, όπως αυτές που χαρακτηρίζουν εν δυνάμει τον ελληνικό τουρισμό ή τις υπηρεσίες πληροφορικής και χρηματοπιστωτικών αγαθών και υπηρεσιών), η συνεχής αύξηση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της εξάπλωσής τους προς τα κάτω και η μετατροπή των κομμάτων σε πολυθεματικά και πολυσυλλεκτικά μορφώματα που αναδεικνύουν την κοινωνία των πολιτών, σέβονται τις μειονότητες και προχωρούν σε πρωτότυπες μορφές κοινωνικής συμμετοχής (π.χ. ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα και ανοιχτό κόμμα).
Μιλάμε δηλαδή για το αναγκαστικά «μνημονιακό» πέρασμα από την θεσμική και οικονομική στασιμότητα στην ανάκαμψη και στον εξευρωπαϊσμό. Είναι γεγονός ότι μια συντηρητική Δεξιά, μια θνήσκουσα διεφθαρμένη Κεντροαριστερά όπως επίσης και μια πολιτική που ανέχεται την Ακροδεξιά δεν είναι το καλύτερο πολιτικό μείγμα και όχημα για να ασκηθεί αυτή η πραγματικά ευρωπαϊκή και διεθνιστική πολιτική, που κάποιοι ατυχώς υποβαθμίζουν ως «μνημονιακή». Χρειάζεται μια πραγματική πολιτική εθνικής ενότητας και μεταρρυθμιστικής επαναδιατύπωσης υπό νέο αριστερό κομματικό φορέα αλλά όχι εθνοαπομονωτικής ή εθνικιστικής τυχοδιωκτικής ροπής.
Για να έρθουμε, όμως, και στο ειδικότερο ζήτημα που αφορά την απριλιανή δικτατορία, το θέμα των ημερών μας. Υπήρξε κάποια «αμερικανική υποκίνηση» ή έστω «στήριξη»; Ας σοβαρευτούμε λίγο, ας έλθουμε στην σφαίρα της λογικής. Θετική διάθεση και κατεύθυνση που ενισχύει μια πραγματική «εθνική συνεννόηση» είναι και η μη εμμονή πια της μείζονος Αριστεράς στα απαρχαιωμένα σχήματα περί «υποτέλειας» και περί «πρωταγωνιστικού ρόλου των ΗΠΑ στην εγκαθίδρυση και παραμονή επί επτά χρόνια της δικτατορίας». Η αλλαγή της ανακοίνωσης του ΣΥΡΙΖΑ, αν τυχόν υπήρξε σκόπιμη, δείχνει μια τέτοια ωρίμανση. Εδώ, μάλιστα, έχει συμβάλει σημαντικά και ένα ρεύμα μαρξιστικής σκέψης, το οποίο, εν όψει των πραγματικών δυνατοτήτων ανάπτυξης της ελεύθερης οικονομίας στην Ελλάδα, αναγνωρίζει ρητώς μεγάλες δυνατότητες καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, παρά τα λεγόμενα «μνημόνια», και μηδενίζει την συμβολή των Η.Π.Α. τότε στην δικτατορία ή της Γερμανίας σήμερα στην διαμόρφωση του μεταρρυθμιστικού και εξυγιαντικού πλέγματος εξουσίας.
Αυτό το ρεύμα σκέψης είναι, άλλωστε, και το μόνο γνήσια προσηλωμένο στην σκέψη του συγγραφέα του «Κεφαλαίου», στον ειλικρινή θαυμασμό του Μαρξ στον δημιουργικό καπιταλισμό. Ο Μαρξ μιλά για μια καπιταλιστική ανάπτυξη που βρίσκει όριο στην εγγενή τεχνική ανάπτυξη των παραγωγικών και κερδοφόρων δραστηριοτήτων και στην πτώση του ποσοστού κέρδους, και όχι στους δήθεν περιορισμούς εκ μέρους των ολιγαρχών κάποιας δυσδιάκριτης Μητρόπολης. Κάθε καπιταλιστικός σχηματισμός ορίζεται μόνο από την εσωτερική ταξική πάλη (αν και εδώ, επίσης, έχει δοθεί υπερβολική έμφαση που παραγνωρίζει την συνθετότητα και την μικροκοινωνιολογία των ύστερων καπιταλιστικών κοινωνιών και την λετουργία και άλλων συλλογικοτήτων έναντι των τάξεων, όπως οι ομάδες ταυτότητας ή τα παραγωγικά δίκτυα -βλ. και Γκίντενς) και από τα δικά του δομικά προβλήματα.
Οι διεθνείς σχέσεις παρεμβαίνουν με ένα απολύτως δευτερεύοντα τρόπο στις εσωτερικές ταξικές αντιθέσεις και στα μπλοκαρίσματα και αδιέξοδα κάθε κοινωνίας σε κρίση. Πώς εσωτερικεύεται αυτή η παρέμβαση του «ξένου παράγοντα», αυτό είναι ένα πολύ σύνθετο ζήτημα. Ακόμη παραπάνω, ένα φαινόμενο όπως η «χούντα», είτε με γνήσια μαρξιστικούς είτε με μια γνήσια φιλελεύθερη κοινωνιολογική μέθοδο, δεν μπορεί να ορισθεί ως «ξενοκίνητο». Παρά τις ανισορροπίες δύναμης, μικρές ή μεγάλες, κάθε καπιταλισμός επεκτείνεται και επηρεάζει τους άλλους στο διεθνές πεδίο, αλλ’ εξαρτάται με αυτούς, χωρίς να υπάρχει κάποια δήθεν συσσωματική και ιεραρχική δήθεν «ιμπεριαλιστική αλυσσίδα».
Η Ελλάδα ήταν και αυτή μια μεγάλη ιμπεριαλιστική- επεκτατική δύναμη στα 1912-1913, στα 1918-1922, στην επιθετική φάση του ελληνοϊταλικού πολέμου, στις δεκαετίες του 1970 και 1990 στην Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια, στις προκλήσεις της κατά της Αλβανίας το 1950, και ακόμη περισσότερο συμπιέζοντας συστηματικά την τουρκοκυπριακή κοινότητα και τα δικαιώματα του σχετικά ασθενούς τουρκικού κράτους από το 1960 μέχρι και σήμερα-δεν χρειαζόμαστε τους antifa για να μας το θυμίζουν (βλ. και την τριλογία «Μυστικά του βάλτου του ελληνικού ιμπεριαλισμού»). Όποιος δεν το βλέπει, ανάγει όλα τα προβλήματα στην περιοχή σε έναν ασαφή και ανύπαρκτο αμερικανοτουρκικό άξονα και στην δήθεν νεοελληνική καχεξία και αγνοεί τις πρωταγωνιστικές ευθύνες του άσχετου από τις ΗΠΑ ελληνικού εθνικισμού. Και καταστρέφει τις πραγματικές και ανθηρές δυνατότητες διζωνικής/ δικοινοτικής συνεννόησης στην Κύπρο. Αυτό που δυσφημιστικά χαρακτηρίζουν κάποιοι σωβινιστικοί κύκλοι στην «Ελλκύπρο» ως δήθεν «Σχέδιο Ανάν».
21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ – ΜΙΑ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΕΡΑ, ΟΠΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΑΓΕΣ ΠΑΤΕΡΑ
Για να γυρίσουμε, όμως, στο αμερικανοκίνητο της χούντας. Τι σημαίνει, πραγματικά, αυτό; ότι οι συνταγματάρχες παρακολουθούνταν και δρούσαν με υποδείξεις του πρέσβεως Τάλμποτ και των Αμερικάνων; Ότι οι Αμερικάνοι είχαν δήθεν παρέμβει στα Ιουλιανά; Ότι η διαβόητη CIΑ κινούσε τα νήματα και επέβαλε κυβερνήσεις, κατά τις φαντασιώσεις ασόβαρων τύπων σαν τον Φίλιπ Αίητζη παλιότερα ή τον Γουίλιαμ Σνόουντεν πιο πρόσφατα; ότι οι εσωτερικές δυνάμεις στην Ελλάδα, πολιτικές και κοινωνικές, ήταν κάποια πιόνια ή υποχείρια των Αμερικάνων; Όχι, βεβαίως. Υπήρχε, κατά την γνήσια μαρξιστική σχολή, μια κρίση εξουσίας και αδυναμία κοινοβουλευτικού χειρισμού της. Υπήρχε, ενδεχομένως, και ένα μπλοκάρισμα μεταξύ «μεταρρυθμιστών αριστερών ή φιλελεύθερων» και «κρατιστών μετεμφυλιακών» μια σύγκρουση κρατισμού και κοινωνίας των πολιτών, όπως θα ήθελε μια πιο βάσιμη από τον μαρξισμό φιλελεύθερη κοινωνιολογία, σαν αυτή που βλέπει το άρθρο 16 του Συντάγματος ως συνέχεια γνήσια του μετεμφυλιακού κράτους (βλ. και τις θέσεις του ΓΑΠ).
Αν οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις το 1965 ή το 1973 δεν οδηγούνταν σε εξαλλότητες, θα νίκαγαν σταδιακά τις δεξιές κρατιστικές δυνάμεις σε βάθος χρόνου, μικρότερο ή και μεγαλύτερο. Το ίδιο θα συνέβαινε και με την συκοφαντημένη «φιλελευθεροποίηση» του Μαρκεζίνη, όπως σοφά κατανόησε τότε το ζήτημα ο Λεωνίδας Κύρκος. Όμως, το να δώσουμε μια εξαιρετική ή έστω πολύ κρίσιμη σημασία στην υποκίνηση των Αμερικάνων σημαίνει να δώσουμε βάση σε αυτό που το ημιμαθές μεταπολιτευτικό συναίσθημα –που αποδίδεται, βεβαίως, στον «λαό», αυτόν τον μόνο θεσμό κατά τον Ανδρέα Παπανδρέου-, θέλει να βρίσκουμε συνεχώς αποδιοπομπαίους τράγους σε όσα η δική μας κοινωνία ενδογενώς παρήγαγε ή παρέλειψε να παραγάγει και για τα οποία συναντά κάποια στιγμή μιαν παραδειγματική Νέμεσιν.
Αλλά και η Αριστερά, μην συναινώντας έγκαιρα με το Κέντρο, αποδεχόμενη την οχλαγωγία και την ωμή βία κατά των κρατικών αρχών κάποιων αυτόκλητων αγωνιστών ή και προβοκατόρων στα Ιουλιανά, δεν ήταν μια δύναμη με πολύ σημαντικές ευθύνες για την εκτροπή, την ίδια στιγμή που ο Γεώργιος Παπανδρέου ονόμαζε τον κομματικό του ναρκισσισμό και την προστασία του γιού του ως «ανένδοτο» για ιδιοτελείς λόγους; Που είναι σε όλα αυτά το «ξενοκίνητο», αν δεν εννοούμε σε αυτό το αυτονόητο από μακρυά ενδιαφέρον των ΗΠΑ για μια χώρα όπου παίζονταν στον Ψυχρό Πόλεμο σημαντικά γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Στα αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι οι Αμερικάνοι αγόρασαν βουλευτές στα Ιουλιανά; Πάμε καλά;
Είναι ξεκάθαρο ότι οι ΗΠΑ μετά το 1960 είχαν απομακρυνθεί αρκετά από την εμπλοκή στην Ελλάδα, παρακολούθησαν από μακρυά την υπόθεση της δικτατορίας, δεν την στήριξαν επ’ουδενί, τουλάχιστον όχι περισσότερο από ό,τι η Βρετανία και το Ισραήλ. Κάθε αντίθετη θεώρηση αποτελεί θεωρία συνωμοσίας, τότε για τους συλλογικά παρανοϊκούς ήταν οι ΗΠΑ του Τζόνσον και τώρα η Γερμανία της κυρίας Μέρκελ. Ατεκμηρίωτα φανταστικά πράγματα και ονειρώξεις της Μεταπολίτευσης, θέσεις που επανέρχονται για να μας κουράσουν. Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ, αρχίζει πρόσφατα να βλέπει κάποιο φως και να βγαίνει από την στενωπό του εθνολαϊκισμού. Αυτό συναρτάται και με την θέση της πλειοψηφίας του ότι η έξοδος από την ευρωζώνη είναι απόλυτη καταστροφή και θα οδηγήσει στην αναβίωση των εθνικισμών και την έξαρση των μουτζαχεντίν του εθνικισμού και των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων – αυτών των ίδιων δηλαδή που μιλάνε ακόμη για «αμερικανοκίνητη φασιστική χούντα» ή ήδη για την κακοβουλία της Γερμανίας. Ας παρατήσει η Αριστερά τα παλιά τεφτέρια του μίσους και των συνωμοσιών και ας διακρίνει μετά από τον αναγκαίο χρόνο τα επεισόδια του 67-73 με τους ορθούς φακούς. Άλλωστε, οι Αμερικάνοι λέγεται ότι στήριζαν τον βασιλιά και τους στρατηγούς, όχι τον Παπαδόπουλο και τους συνταγματάρχες, που τους έπιασαν στον ύπνο. Που είναι, λοιπόν, η περισπούδαστη αμερικανική υποκίνηση; Μήπως είναι η άλλη όψη αυτών που στα 70 μας έλεγαν να μην ακούμε ξενόφερτη μουσική ή να μην αγοράζουμε τζην και άλλα ξενόφερτα προϊόντα;
Κι ακόμη, βρε «σύντροφοι», πέρα από τις εμμονές σας όπως η αμερικανοκίνητη χούντα, δεν μας βοηθήσατε και τόσο πολύ επαγγελματικά, όσο μέναμε στην συνεπή Αριστερά, ωθώντας μας ή και εξαναγκάζοντάς μας να γίνουμε σύμβουλοι των εκσυγχρονιστών. Ξέρετε κανέναν που να επιβίωσε τρώγοντας μαρξισμό-λενινισμό;
ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΕΡΓΑΤΕΣ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ
Επίσης, η θεωρία της «αμερικανοκίνητης χούντας», που εξάπτει ως σήμερα το αγοραίο «αυθόρμητο» αντιαμερικανικό σύνθημα, με τρόπο που ασθενώς επιβιώνει παράλληλα προς το επίσης απαράδεκτο αλλά διογκούμενο αντιγερμανικό συναίσθημα, είναι μια οργανική συνιστώσα του παραδοσιακού εθνικισμού στην Ελλάδα. Μέσα από την δήθεν αντίθεση στις αμερικανικές κυβερνήσεις, που καθόριζαν τα πάντα στον πλανήτη εκτός του «παραπετάσματος», δεν γεννιέται και ένα εχθρικό συναίσθημα προς την γηραιά κυρία από το Ουινσκόνσιν, προς τον διαδηλωτή στο Σηάτλ ή προς τον έγχρωμο παρία του Μπρονξ; Αυτοί που ανέχονται τους κακούς ιμπεριαλιστές, που τους ψηφίζουν ή πάντως δεν τους ανατρέπουν, δεν ήταν συνυπεύθυνοι με τον Τζόνσον και τον Νίξον, την ίδια μάλιστα στιγμή που οι λίγοι σχετικά προοδευτικοί Αμερικάνοι διαδήλωναν κατά του Βιετνάμ; ή τι φταίει η Βαυαρή κομμώτρια ή ο Σάξονας μηχανοδηγός ή ο Θουρίγγιος πληροφορικάριος για την Μέρκελ; Όλοι αυτοί οι απλοί πολίτεςκαι εργαζόμενοι, σε όλη την Μεταπολίτευση, λοιδωρούνταν και λοιδωρούνται ακόμη με έναν ρατσιστικό και αμιγώς εθνικιστικό τρόπο από τα αριστερά δήθεν διεθνιστικά κόμματα της Μεταπολίτευσης (ιδίως τους ΚΚΕ-ΠΑΣΟΚ, εμείς του τότε Εσωτερικού δεν πέφταμε τόσο στον εθνικιστικό αντιαμερικανικό οίστρο, ήμασταν πιο κοσμοπολίτες).
Επίσης, η ρατσιστική κριτική στους Αμερικάνους έσβηνε, εκτός από την ταξική, και την έμφυλη, γενετήσια, εθνοτική, φυλετική, ταυτότητας φύλου ή όποια άλλη μειονοτική ταυτοτική διάκριση μέσα στον αμερικάνικο λαό. Αυτή, άλλωστε, είναι και η γενικότερη προβληματικότητα της έννοιας «λαός», η οποία ως γιακωβίνικη ή ρουσωική ομοιογενής καθολικότητα, αγνοεί και διαλύει τις ταξικές και κυρίως τις ταυτοτικές και δικαιωματικές ορίζουσες. Οι κεντροαριστεροί και οι πραγματικοί αριστεροί και αριστερές πρέπει να ωθήσουν την άποψή τους στα άκρα: καμία ανοχή στην ολοκληρωτική έννοια του «Λαού» (Ταλμόν, Πόππερ, Ταγκιέφ, Όργουελ, Αρόν, Χάγιεκ, Αίυν Ραντ κ.π.α., όλοι τους, πέραν διαφορών, βαθιά υπερασπιστές της αντιολοκληρωτικής ελευθερίας είτε από αναρχική είτε από φιλελεύθερη θέση). Προώθηση της έννοιας της Μεγάλης Πολυπολιτισμικής Κοινωνίας στην Ευρώπη, όπου όλοι είμαστε διαφορετικοί/κές και ίσοι/ες. Που βοηθούν εδώ οι επικίνδυνοι πολιτικά και πολιτισμικά οι αντιαμερικανισμοί και οι αντιγερμανισμοί;
Που βοηθά εδώ η ισοπέδωση των κοινωνιών με ορισμένες συγκυριακές πολιτικές των κυβερνήσεων, που, μάλιστα, τότε καθορίζονταν και από τις ασφυκτικές συμπληγάδες του Ψυχρού Πολέμου; Μήπως κι εμείς ως κοινωνία δεν χρειαζόμαστε τόσο εμφατικά τον Άλλο, δεν χρειαζόμαστε δηλαδή, κατά μια έννοια, τον Γερμανό μας; Kαι στο κάτω κάτω, μια δικτατορία της Δεξιάς δεν κρατά πολύ, μια ολοκληρωτική κομμουνιστική δικτατορία πέφτει μετά από πολλές δεκαετίες, έχοντας καθημάξει την κοινωνία των πολιτών (γιατί, άραγε, κύριοι και κυρίες της παραδοσιακής Αριστεράς, τα «παιδιά του Χόνεκερ» αποδίδουν τόσο ευήκοο ούς στον φασισμό στην πρώην Ανατολική Γερμανία; «Παιδιά του Χόνεκερ» οι νεοναζί στην πρώην Ανατολική Γερμανία, παιδιά του Χόνεκερ και οι μαρξιστές και κομμουνιστές στην σημερινή ενιαία Γερμανία και αλλού. Σας εκπλήσσει;).
Τι ωραία πράγματα που επιτέλους ανακαλύπτουμε, πράγματα που φέρνουν κοντά όσους παραμείναμε πάντοτε ιδεολογικά αριστεροί, όσους αντέξαμε, υπό κακές επαγγελματικές συνθήκες και υπό την λοιδωρία των κλαδικών και των βαθειών Πασόκων, να είμαστε ως ανανεωτές αριστεροί σύμβουλοι των εκσυγχρονιστών ηγετών και ποτέ ως μέλη του εγγενώς άθλιου ΠΑΣΟΚ, και τώρα, υπό νέες συνθήκες, γυρνούμε στην ανανεωτική Αριστερά των ονείρων μας, της οποίας είμαστε και ήμασταν σαρξ εκ της σαρκός της και αίμα από το αίμα της. Ανακαλύπτουμε ξανά τον καθαρό εθνικισμό της Δεξιάς, την δημαγωγία της παραδοσιακής Αριστεράς και του παλιού ΠΑΣΟΚ, και τον νομαδικό πανέμορφο διεθνισμό μιας ομάδας ανθρώπων που δεν έχει πουθενά βιοτικούς δεσμούς αλλά κατασκευάζει καινούριους παντού και πάντοτε, όπως ωραία το περιέγραψαν οι σύγχρονοι γκουρού του διεθνισμού Νέγκρι και Χαρντ.
Επειδή δεν είμαστε κοινωνικοί εθνικιστές, δεν είμαστε άλλο τόσο και «αμερικανοκίνητοι», πράγμα που μας καταλογίζουν κάποιοι με πολλή χολή. Αμερικανοκίνητα είναι ορισμένα αμάξια υψηλού κυβισμού όπως η Κάντιλακ ή το Λέξους και όχι άνθρωποι και καθεστώτα. Για «αμερικανοκίνηση», δηλαδή για την συνεργασία των δυνάμεων προοπτικά πάντοτε της ελεύθερης δημοκρατίας μιλούν όσοι θα μας ήθελαν σήμερα να ζούμε στην Ελλάδα χρεωκοπημένοι, με εισοδήματα 200 ευρώ τύπου Βουλγαρίας (!!!!!! -σκεφτείτε κάτι τόσο φρικτό και ανύπαρκτο) και με εγκληματικότητα τύπου Ρουμανίας.
Τέλος, κλείνοντας αυτό το σημείωμα, η Αριστερά πρέπει να ξαναγίνει μια «δύναμη ευθύνης» και εύρυθμών διπλωματικών σχέσεων με τις ΗΠΑ. Δεν μπορείς να υποστηρίζεις την θετική παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα και κάποιων τίμιων προοδευτικών φωνών ακόμη και μέσα στο παρεξηγημένο Δ.Ν.Τ. στο θέμα του χρέους και των μνημονίων ενάντια στην Μέρκελ και ταυτόχρονα να προκαλείς το συναίσθημα του αμερικανικού λαού και της αμερικανικής κυβέρνησης. Δηλαδή, αν εσύ δεν «ξεχνάς», πώς θέλεις αυτοί να ξεχάσουν τα τόσα χρόνια δυσπιστίας και εχθρικότητας που εσύ άδικα και προπετώς επέδειξες εναντίον τους; Δηλαδή, αυτοί δεν θυμούνται ότι σε κάθε Πολυτεχνείο πέρναγες έξω από την πρεσβεία τους, μουτζώνοντάς τους, και αποκαλώντας τους ρατσιστικά και συλλήβδην «δολοφόνους και φονιάδες των λαών»; (είναι καλό που αυτό το σύνθημα δεν πολυακούστηκε φέτος από κάποιες πτέρυγες της Αριστεράς στην πορεία του Πολυτεχνείου). Εδώ βάλαν οι Αμερικάνοι τονΚλίντον το ’99 ως κίνηση καλής θέλησης να πάρει δυσανάλογες ευθύνες για την απριλιανή χούντα, και εμείς τους κλείνουμε την πόρτα στα μούτρα; Ανεύθυνο, πολύ ανεύθυνο.
Δηλαδή, θες μια καλή στάση της Μέρκελ και του Άσμουσεν, όταν μιλάς για πολιτική εξάρτηση από την Γερμανία (που, κατά κάποιους φιλότιμους μαρξιστές, δεν είναι παρά το αναγκαίο αποτέλεσμα της απολύτως σχετικής διαφοράς δύναμης των δυο καπιταλισμών) και πολύ περισσότερο για 4α Ράιχ και για «κατοχή της χώρας» και βρίζεις αξιοπρεπείς ηγέτες σαν τον κ. Σόιμπλε ή τον κ. Φούχτελ; Υπάρχει κατοχή χωρίς τανκς, πεζικό και κανονιοφόρους; Μάλλον, όχι, από όσο γνωρίζω. Άρα, τζάμπα εκνευρίζουμε και εξωθούμε σε αρνητικές στάσεις την γερμανική κυβέρνηση και τον γερμανικό λαό. Πρέπει να κερδίσουμε τον γερμανικό λαό, οπότε και η Μέρκελ θα στέρξει στα αιτήματα μιας υπερήφανης ελληνικής κυβέρνησης της Αριστεράς. Στους ψήφους τους δεν στηρίζεται τελικά; Κι εμείς τι κερδίζουμε με τα περί ανύπαρκτης ως θέμα «εθνικής ανεξαρτησίας», που πολώνουν εναντίον μας τους γερμανούς ψηφοφόρους και τους ιταλούς μικροομολογιούχους;
ΠΕΝΤΕ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ
Υ.Γ. 1. Υποθέτω ότι η γενναία αντιεθνικιστική απάλειψη της «αμερικανοκίνητης χούντας» από την Αριστερά στην Ελλάδα ανοίγει μεγάλα πεδία σε μια διεθνιστική και οικουμενική θέση και πλατειά συμμαχία μαζί με την εσωτερική ρύθμιση των δομικών και κοινωνικών προβλημάτων μας, για την οποία μόνοι μας εμείς ευθυνόμαστε. Και σε μια επανανάγνωση της αντίστασης στην χούντα, που θα επισημαίνει τις εθνικιστικές ρίζες της αντιχουντικής δράσης όχι άσχετες από μια μακρά κοινωνική και πολιτική ιστορική πορεία προς την Χρυσή Αυγή. Παναγούληδες, Καράγιωργες, ΚΚΕ και τότε ΚΚΕ Εσωτερικού και ΠΑΚ, και άλλοι που μιλούσαν ακατάληπτα και επιθετικά κατά των Αμερικάνων πολιτών για τις εθνικές και εαμικές ρίζες της αντιφασιστικής αντίστασης. Για να μην μιλήσουμε για τα ανεκδιήγητα περί «βίαιης τουρκικής κατοχής» στην Κύπρο και για την άρνηση του νόμιμου εγγυητικού ρόλου της Τουρκίας στην κρίση του 1974, χωρίς την άσκηση του οποίου η χούντα στην Ελλάδα θα παρατεινόταν για πολύ καιρό ακόμη και τα δικαιώματα των τουρκοκυπρίων στο νησί θα γίνονταν στάχτη και μπούρμπερι.
Υ.Γ. 2. Η προτεραιότητα της εσωτερικής ταξικής πάλης σε κάθε κοινωνίας έναντι των εξωτερικών επιβολών πρέπει να είναι απόλυτη και μονομερής και να μην ανοίγει σε εθνικιστικές/ εξαρτησιακές ρωγμές. Η Ελλάδα είναι ένας ισχυρός και –γιατί όχι- ιμπεριαλιστικός κρίκος, που αύριο μπορεί να επιβάλλει, αν χρειασθεί, μνημόνια ακόμη και στην Γερμανία (για τις ΗΠΑ, δεν το κόβω ως ώριμο ακόμη, δεν ξέρεις, όμως, τι γίνεται ). Οι δε Καστιλιάνοι Ισπανοί επιβλήθηκαν τον 16ο αιώνα στο Περού και το Μεξικό όχι λόγω των πυροβόλων όπλων τους και της απόλυτης διαφοράς δύναμης ανάμεσα στον ισπανικό και τον αζτέκικο κοινωνικό σχηματισμό αλλά ακριβώς λόγω κάποιων στρεβλοτήτων και αντιφάσεων των προκολομβιανών κοινωνιών -μεταξύ αυτών και οι μαζικές ανθρωποθυσίες. Ήταν οι υπό θυσιαστικό φάγωμα αυτοί που αντέδρασαν, διέρρηξαν τον κρατικό ιστό και έβαλαν στο παιχνίδι τους Ισπανούς του Κορτέζ και του Πιθάρο. Αλλά σε αυτό θα χρειαστεί να επανέλθουμε με περισσότερα στοιχεία.
Υ.Γ. 3. Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι τόσο σαθρές, ώστε α) γιατί να μην ισχύει η θεωρία και η δημιουργική διεύρυνση κάποιων ιδιαίτερων -συμπαθών- ελληνικών ακροαριστερών κύκλων ότι την δικτατορία του 67 επέβαλαν στη χώρα μας οι ρώσοι σοσιαλιμπεριαλιστές αντί για τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές; Επίσης, β) υπάρχει και η θεωρία του διαβόητου συγγραφέα και πρώην ποδοσφαιριστή Robert Icke ότι τους συνταγματάρχες του 1967 υποκίνησαν μεγάλες τερατόμορφες εξωγήινες σαύρες από τον Δέλτα του Κενταύρου, που ζουν μεταμορφωμένες σε ανθρώπους ανάμεσά μας και δια των Ιλλουμινάτων κυβερνούν τον Πρόεδρο και το Κογκρέσσο των ΗΠΑ —αναμένεται και η έκδοση του νέου σχετικού βιβλίου- μπεστ σέλλερ του Icke στα ελληνικά σύντομα. Γιατί η «αμερικανική υποκίνηση» είναι πειστικότερη από την εξωγήινη υποκίνηση ή την σοσιαλιμπεριαλιστική υποκίνηση; Υπάρχει, τέλος, και η θεωρία της δράσης των UFO, ως κατασκευών μιας υστεροναζιστικής βάσης στην Αρκτική μετά το 1946. Και αυτή δεν είναι πολύ κακή σε σύγκριση με τις μεταπολιτευτικές αυθαίρετες «μηχανορραφίες της CIA», που ανακαλύπτονταν στα σέβεντις πίσω από κάθε γωνία. Κλείνω εδώ και εκφράζω την χαρά μου για ένα διανοητικό επίτευγμα/ υπέρβαση της σύγχρονης Αριστεράς στην Ελλάδα. Ας τελειώνουμε οριστικά με τις θεωρίες συνωμοσίας και ετεροκαθορισμού και ας απολαύσουμε το κρασί της ελληνοαμερικανικής αλληλεγγύης και την μπύρα της ελληνογερμανικής συνεννόησης. Έτσι, θα βγούμε σίγουρα από τα μνημόνια.
Υ.Γ. 4. Όσα λέω εδώ είναι ένα σχετικά συνεκτικό επιχείρημα μέσα στην σύγχρονη Αριστερά ή Κεντροαριστερά, όσο συνεκτικά μπορούν να είναι ακόμη τα αριστερά ή κεντροαριστερά επιχειρήματα, τέλος πάντων. Αν κάποιος έχει ένα ριζικά άλλο επιχείρημα, κανείς δεν του απαγορεύει να πάρει κάποια επιμέρους υλικά και από εμένα . Δεν θα τον επέκρινα για τούτο, αρκεί να χρησιμοποιήσει το επιχείρημα για την υποστήριξη μιας Αριστεράς/Κεντροαριστεράς της ευθύνης και να αναφερθεί σε εμένα ως πηγή του. Η άρνηση μιας θέσης συναντάται με την άρνηση της άρνησης σε ένα ανώτερο επίπεδο. Βεβαίως, δεν εννοούμε εδώ κυρίως τις σαύρες του Icke.
Υ.Γ. 5. Υπάρχουν και κάποιοι μαρξιστές που θεωρούν ότι ο ελληνικός καπιταλισμός γνώρισε φάσεις ενδογενούς ανάπτυξης, εσωτερικής ισχύος και αυτοτέλειας, μπερδεύοντας, όμως, αυτό το επιχείρημα και αλλοιώνοντάς το με την θέση περί οικονομικής και πολιτικής ανισομετρίας και ανισοδυναμίας ακόμη και μεταξύ των ανεπτυγμένων καπιταλισμών και επαναφέροντας τελικά την σύγχυση περί ιμπεριαλιστικής αλυσσίδας. Είναι λυπηρό που αυτοί οι μαρξιστές αμφισβητούν περιορισμένα και όχι ως το τέλος την λενινιστική θέση ή την θεωρία μητρόπολης-περιφέρειας (που είναι πάνω κάτω το ίδιο ακριβώς πράγμα) και επανακάμπτουν τελικά στα περί «υποτέλειας» και «εθνικής ανεξαρτησίας». Το βαθειά κρυμμένο σαράκι του «αριστερού εθνικισμού» βγαίνει και σε αυτούς ακόμη στην επιφάνεια. Έτσι, καταργούν την όποια αξία έχει η κριτική τους στην παλιά αριστερή θεωρία της «εξάρτησης». Κρίμα!. Περιμέναμε περισσότερα από αυτά τα ανήσυχα πνεύματα. Φάνηκε, όμως, ότι δεν είναι κάτι πολύ περισσότερο από δειλοί στον στοχασμό τους και αναποφάσιστοι άνθρωποι, εισάγοντας αμφίβολες διακρίσεις και «ενδιάμεσες απόψεις» και καταστρέφοντας τις καθαρές αντιθέσεις μεταξύ των απόψεων, που τόσο μας βόλεψαν για πολλά χρόνια, τόσο τους κεντροαριστερούς όσο και τους αριστερούς διαφόρων κατευθύνσεων.
Με εκτίμηση,
Ένας κεντροαριστερός πολίτης»
* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι μέλος της Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ
Δημοσίευση σε blog
Αρχική Δημοσίευση: ΙΣκρα Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014, http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=18611:belanths-xoynta&catid=72:dr-ekdilosis&Itemid=279
Αναδημοσίευση: Αποικία ορεινών Μανιταριών http://www.tomtb.com/amerikan-jouda-hellas-dbelant-6024/