27 Jun ΣΥΡΙΖΑ: Ανάμεσα στο διάβολο και τη βαθιά γαλάζια θάλασσα
Του Δημήτρη Μπελαντή
Θα ξεκινήσω από το κρίσιμο ζήτημα της πολιτικής και πληροφοριακής σύγχυσης. Αυτό που βιώνουν οι πολίτες της Ελλάδας από τις αρχές Φεβρουαρίου και μετά, οπότε και επήλθε η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, είναι αυτό που οι ψυχίατροι και ιδιαίτερα το ρεύμα της Αντιψυχιατρικής έχουν προσδιορίσει ως «σύνδρομο του διπλού δεσμού» («double bind»). Αυτό σημαίνει ότι το παιδί μέσα σε μια οικογένεια λαμβάνει απολύτως αντιφατικά μηνύματα από τους γονείς του, πραγματικά ή συναισθηματικά, τα οποία καταλήγουν σε απολύτως αντίθετα συναισθηματικά ή και λογικά συμπεράσματα. Το παιδί εισπράττει ταυτόχρονα αγάπη και εχθρότητα, τρυφερότητα και απομόνωση. Όπως επισημαίνουν οι φορείς του ρεύματος της Αντιψυχιατρικής, αυτή η κατάσταση, εφόσον παρατείνεται, μπορεί να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της βαριάς ψυχικής νόσου του παιδιού στην επόμενη ζωή του και ειδικότερα στη σχιζοφρένεια, τη βασίλισσα των ψυχικών παθήσεων (dementia).
Όπως γράφω αυτές τις γραμμές, αισθάνομαι έκπληκτος που η ελληνική κοινωνία δεν έχει παραφρονήσει ήδη εντελώς. Γιατί, θα με ρωτήσετε: μα είναι απλό. Τη μια μέρα πάμε σε κάθετη ρήξη. Οι σημαίες υψωμένες. Οι κόκκινες γραμμές σε διάταξη. Η Διεθνής να απαγγέλλεται από το «Κόκκινο». Την επόμενη μέρα, ο σ. Πρόεδρος ή κάποιο άλλο κυβερνητικό στέλεχος ανοίγει μυστηριωδώς το δρόμο για την επίτευξη μιας «αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας», ίσως μάλιστα και «έντιμης». Χαρά στο Πανελλήνιο. Την τρίτη μέρα, η συμφωνία σκαλώνει και έχουμε ανάγκη ξανά από το ζωογόνο αεράκι της «ρήξης». Η κυρίαρχη τάση ξαναμιλά για τη «ρήξη» και η κομματική αντιπολίτευση πλειοδοτεί. Το εσωκομματικό μέτωπο φαίνεται να κλείνει. Την επόμενη μέρα, νέες προοπτικές για συμφωνία κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ.
Και ο πιο ενεργός και ενημερωμένος πολίτης άγεται στην αμηχανία και στη μη κατανόηση της κατάστασης. Πόσο μάλλον που η κομματική λειτουργία, για όσους/ες συμμετέχουν σε αυτήν, είναι χαλαρωμένη, ανεσταλμένη, ουσιαστικά ανύπαρκτη, και δεν διαφωτίζει, όταν συμβαίνει, ούτε διαυγάζει το τι πραγματικά γίνεται, το τι πραγματικά διακυβεύεται ούτε και καλεί σε κάποια συγκεκριμένη δράση. Άρα, το να ζητάς ενεργοποίηση και κινητοποίηση από μια κοινωνία την οποία άγεις στη σύγχυση, και μάλιστα να εξανίστασαι για την «κοινωνική παθητικότητα» ή ακόμη και την «κοινωνική αφασία», είναι ηθικά ένα ψέμα. Εδώ δεν καταφέρνεις να ενεργοποιήσεις ως ηγεσία το κόμμα σου, είναι δυνατόν να καταφέρεις, μέσα σε αυτήν την παραλυτική σύνθεση αντιφατικών πληροφοριών, να ενεργοποιήσεις την πολύπαθη (αλλά όχι αθώα) κοινωνία και την εργατική τάξη; Στην πορεία αυτού του κειμένου, θα ανακαλύψουμε μαζί και άλλα «ψέματα» ή έστω ανακρίβειες και παρασιωπήσεις.
Βεβαίως, η ίδια η διαπραγμάτευση είναι αντικειμενικά μια δύσκολη, αντιφατική και -κάπως- συγκρουσιακή διαδικασία. Θα ήταν άδικο να επιρρίψει κανείς στην κυβέρνηση και τους διαπραγματευτές της όλα τα άδικα, τα λάθη και τις ευθύνες. Υπάρχει μια αιμοβόρα και κανιβαλική ηγεσία της Ευρωζώνης και των δανειστών που δεν ορρωδεί προ ουδενός. «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά». Δεν ζητεί μόνο το πάγωμα του προγράμματός μας αλλά και την εισαγωγή νέων μνημονιακών μέτρων όπως οι ομαδικές απολύσεις, το κούρεμα κι άλλο των συντάξεων και επιδομάτων, την παράταση όλων των ιδιωτικοποιήσεων, την κατάλυση της ελληνικής αστικής δημοκρατίας με λίγα λόγια. Πιστεύω ότι καταρχήν η κυβέρνηση διστάζει έντονα να αποδεχθεί αυτά τα νέα μνημονιακά μέτρα, γνωρίζοντας ότι αυτό μπορεί να επιφέρει το τέλος της με την ισχύουσα μορφή της. Άρα, υπάρχει -ακόμη- ένα ιδιότυπο αλλά πραγματικό πεδίο συγκρούσεων. Άρα, υπάρχουν και πραγματικές στιγμές όπου η κυβέρνηση όντως τα «στυλώνει» και άλλες στιγμές όπου η κυβέρνηση υποχωρεί.
Όμως, η αντιφατικότητα των μηνυμάτων που αποστέλλονται στην ελληνική κοινωνία και τους εργαζόμενους δεν απορρέει μόνο και αποκλειστικά από το πραγματικό πεδίο σύγκρουσης. Συνδέεται και με το φαινόμενο που επιτυχημένα έχει προσδιορισθεί ως «κοινωνία του θεάματος». Αποκρύπτεται δηλαδή ουσιαστικά ότι, πέρα από τις αντιθέσεις, υπάρχει δυστυχώς και ένα ευρύ πεδίο αντικειμενικής σύγκλισης μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών.
Ας απαριθμήσω ορισμένα πιθανότατα σημεία επαφής κυβέρνησης-δανειστών, που αναφέρονται και στη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη αλλά και στις λίστες μεταρρυθμίσεων Βαρουφάκη:
α) τη συνέχιση όλων των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν τουλάχιστον ξεκινήσει (ο ΟΛΠ και τα περιφερειακά αεροδρόμια, η μη κατάργηση του ΤΑΙΠΕΔ είναι σημαντικά τέτοια παραδείγματα)
β) την ανάγκη δήθεν παρέμβασης στο ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο περιέχει «υπερβάσεις» και πρέπει να γίνει δημοσιονομικά βιώσιμο (;;;)
γ) την ταλάντευση για τις σ.σ.ε. στο πλαίσιο των Βέλτιστων Ευρωπαϊκών Προτύπων και του ΟΟΣΑ και την αποδοχή παγώματος σημαντικών ρυθμίσεων για τα εργασιακά-ασφαλιστικά (751, αφορολόγητο, 13η σύνταξη κ.ά. )
δ) την αναδιάταξη του φορολογικού συστήματος, η οποία δεν είναι αποκλειστικά αντιπλουτοκρατική ή ορθολογική και μπορεί να σημάνει μια φοροεπιδρομή κατά της μεσαίας τάξης ή πάντως τη μη άρση άδικων μέτρων που στρέφονται κυρίως κατά των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων (π.χ. ΕΝΦΙΑ )
ε) τη συνέχιση του καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού ελέγχου πάνω στις τράπεζες.
Το συνεχές πέρασμα από το «ψυχρό» στο «θερμό» αποσιωπά ότι αυτό το πεδίο συμφωνίας πιθανότατα είναι υπαρκτό και πάγιο και η διαφωνία επεκτείνεται στο «πέραν αυτού», στην πραγματικότητα στο πιο μαύρο από το μαύρο.
Όμως, θα πει κανείς, ρήξεις και «ατυχήματα» μπορεί όντως να συμβούν όσο οι τοκογλύφοι γίνονται πιο ανελέητοι και άπληστοι και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο στην ελληνική κυβέρνηση και στον ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ, δυστυχώς, αρχίζει να αναπτύσσεται ένας δεύτερος «μύθος». Δεν θέλουμε, λέει η αφήγηση αυτή, τη σύγκρουση, αλλά αυτή θα επισυμβεί αντικειμενικά και αυτό θα είναι από μόνο του θετικό – «πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες». Η λογική της «αντικειμενικής ρήξης διά του ατυχήματος» έχει πολλά και σημαντικά αδύναμα σημεία.
Το πρώτο ζήτημα είναι το πώς θα εξηγήσεις στην κοινωνία και στο λαό ότι η θετική συμφωνία εντός της Ευρωζώνης, την οποία για χρόνια προπαγάνδιζες λαθεμένα ως σωστή γραμμή, τώρα εγκαταλείπεται και είναι αδύνατη. Θα πούμε ότι δεν ξέραμε, ότι μας εξαπάτησαν. Κανένα λογικό δικαστήριο στον κόσμο δεν θα δεχόταν αυτόν τον παιδαριώδη ισχυρισμό από κάποιον διάδικο. Συνεπώς, θα υπάρξει ένα έλλειμμα κοινωνικής συμπαράστασης λόγω της μη κατανόησης της κατάστασης και της έκπληξης που μπορεί να προκληθεί, από όσους πίστεψαν στο σενάριο της συμφωνίας – τουλάχιστον.
Το δεύτερο ζήτημα είναι το ότι δεν θα είναι κάθε «ατύχημα» και «κάθε αντικειμενική ρήξη» τελικά επωφελής για τους εργαζόμενους και τη χώρα. Λ.χ. μια παύση πληρωμών, η οποία ως σημείο εκκίνησης είναι αναγκαία και επωφελής για τη χώρα, αν δεν εκδιπλωθεί ριζικά και δεν οδηγήσει στη ρήξη με την Ευρωζώνη, στην έξοδο από το ευρώ, στη μονομερή διαγραφή του χρέους, στην εθνικοποίηση των τραπεζών και στην ανάκτηση της κυριαρχίας της κυβέρνησης πάνω στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, μπορεί να αποβεί όχι μόνο αρνητικότερη ακόμη και από τον «άτιμο συμβιβασμό», αλλά και απολύτως καταστροφική για την εργατική τάξη και το λαό. Μια πιθανή πτώχευση ή πιστωτικό γεγονός μέσα στα όρια της Ευρωζώνης και χωρίς διαγραφή του χρέους συνεπάγεται το γεγονόςότι η Ελλάδα θα γίνει απολύτως και χωρίς καμία επιφύλαξη αποικία της Ευρωζώνης, απόλυτο άθυρμα του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, κινεζοποιημένη πλήρως αγορά εργασίας και παράδειγμα υπέρ του διεθνούς καπιταλιστικού πλέγματος και κατά της αποστοίχισης από αυτό. Από αυτήν την άποψη, τοποθετήσεις, οι οποίες λαύρα κινούνται υπέρ της «ρήξης» αλλά κάνουν την πάπια για το ζήτημα της αριστερής/ταξικής εξόδου από την Ευρωζώνη, δεν βοηθάνε σημαντικά και ενισχύουν τη σύγχυση, την οποία και προανέφερα. Και μάλιστα, οι ίδιες τοποθετήσεις, ακόμη και από μέλη ή στελέχη της κομματικής αντιπολίτευσης, καταλήγουν να μην αποκλείουν μια συνεννόηση με την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ μετά από μια τέτοια ατελή ρήξη. Όμως, όπως είχε πει το 1793 ο Σεν – Ζιστ, οι επαναστάσεις που φτάνουν μέχρι τη μέση σκάβουν απλώς το λάκκο τους και φτιάχνουν το φέρετρό τους. Η άποψη της Αριστερής Πλατφόρμας για αριστερή/ εργατική έξοδο από την Ευρωζώνη, θέση που στρατηγικά τη διέκρινε από την πλειοψηφία στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ μαζί και με το ζήτημα των μορφών κοινωνικοποίησης/εθνικοποίησης τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων, έχει δικαιωθεί πλήρως. Και όμως γιατί άραγε- σήμερα που η θέση αυτή έχει δικαιωθεί πλήρως, η Αριστερή Πλατφόρμα ούτε την εξειδικεύει τακτικά με ικανοποιητικό τρόπο ούτε την κάνει σημαία της με έναν επιθετικό και ταυτόχρονα γόνιμο τρόπο (και μάλιστα αναπτύσσονται και εντός της ΑΠ ή της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ απόψεις ότι η έξοδος από το ευρώ αντικειμενικά οδηγεί σε εθνική αναδίπλωση, σε υποτίμηση της εργατικής δύναμης περαιτέρω κ.λπ.).
Δυστυχώς, η διολίσθηση του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 μέχρι και σήμερα οδηγεί στο ακόλουθο αρνητικό αποτέλεσμα: όσο η κεντρική γραμμή πάει «δεξιότερα», τόσο και η επίκριση της μειοψηφίας αναγκάζεται να εκδιπλωθεί σε μια πιο μετριοπαθή κριτική. Από την έξοδο από το ευρώ ως κεντρικό σημείο και την κοινωνικοποίηση όλων των στρατηγικών επιχειρήσεων το 2013, καταλήγουμε τώρα να απαιτούμε -και ορθώς- την εφαρμογή του μίνιμουμ προγράμματος της ΔΕΘ, και αυτό να φαντάζει και άκρως επαναστατικό. Αυτό συμβαίνει και επειδή η αντιπολίτευση δεν έχει επαρκή στρατηγική θεώρηση αλλά και επειδή η αντιπολίτευση, έχοντας χάσει ορισμένα ραντεβού με την Ιστορία, καθορίζει την ατζέντα της ετεροβαρώς σε μεγάλο βαθμό με βάση την ατζέντα της ηγετικής πλειοψηφίας του κόμματος.
Το τρίτο ζήτημα που αφορά τη ρήξη και που αμφισβητεί τη χρησιμότητα μιας απλώς «αντικειμενικής ρήξης» είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την πληρότητα-αυτάρκεια της χώρας σε ενέργεια, τρόφιμα, πρώτες ύλες, αγροτικά προϊόντα κ.λπ. Αν η κυβέρνηση είναι όντως συνεπής στο ότι θα τηρήσει τις κόκκινες γραμμές -κάτι για το οποίο αμφιβάλλω έντονα- τότε κάτι κάνει λάθος, και μάλιστα κινδυνεύει να οδηγήσει τη χώρα όχι σε μια ηρωική έξοδο αλλά σε μια τυχοδιωκτική περιπέτεια.
Και για να εντοπίσουμε και μια τρίτη ανακρίβεια/ψέμα: μια τυχοδιωκτική και ατελής ρήξη, χωρίς πολιτικό σχέδιο και μάλιστα ευκρινές, δεν είναι δήθεν απολύτως αντίθετη στον πολιτικό συμβιβασμό και ασύμβατη προς αυτόν. Μπορεί να αποτελέσει έναν πολιτικό ελιγμό έτσι ώστε μια χώρα στο επέκεινα του γκρεμού να οδηγηθεί, αφού απολαύσει κάποια 24ωρα ανεξαρτησίας, στον πιο ταπεινωτικό συμβιβασμό. Όποιος το αμφισβητεί αυτό, ας θυμηθεί την Κύπρο του 2013 μετά τον πρώτο ενθουσιασμό… Δεν είναι τυχαίο, επίσης, το ότι η ηγετική πλειοψηφία στον ΣΥΡΙΖΑ υποβάθμισε τότε τη σημασία της κυπριακής αναδίπλωσης και έφτασε στο σημείο να ασκεί κριτική ακόμη και στο ΑΚΕΛ από τα «δεξιά». Αν θυμάμαι καλά, αυτή η στάση περιλάμβανε ακόμη την τότε «Ανάσα», τους πολύ μετέπειτα «53 plus». Έκαναν ποτέ την αυτοκριτική τους;
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ
Ο Διάβολος στην πολιτική, όπως και στην ένθρησκη ζωή, μπορεί να πάρει πολλές μορφές, οι οποίες κατά κανόνα διαφέρουν στην ποσότητα και όχι στην ποιότητα. Αν αφαιρέσουμε το best case scenario της συγκυρίας, δηλαδή τη ρήξη βάσει ενός υπαρκτού πολιτικού σχεδίου -το οποίο από καιρό περιμένουμε να λάβει μια ολοκληρωμένη μορφή- καθώς και την αβέβαιη και μερικά επικίνδυνη εκδοχή της «ρήξης-ατύχημα», μένουν άλλες δύο εκδοχές: η συμφωνία με πάγωμα του εργασιακού-ασφαλιστικού προγράμματος της ΔΕΘ και η συμφωνία που θα περιλαμβάνει και πάγωμα αλλά και νέα μνημονικά μέτρα. (Ξέρω, θα μου πει κάποιος ότι υπάρχει και η συμφωνία όπου θα εφαρμόσουμε τη ΔΕΘ και θα πάρουμε και τα δισ. ευρώ από την ευρωζώνη και τους δανειστές. Επειδή δεν πιστεύω στον Άγιο Βασίλη, δεν θα ασχοληθώ με αυτήν την εκδοχή, που μου φαίνεται ως ένας ακόμη ζωτικός μύθος και ένα ακόμη παρακλάδι του Θεάματος.) Η μια αρνητική εκδοχή σημαίνει απελπιστική ήττα και η δεύτερη σημαίνει καταστροφική ήττα. Ειλικρινώς, δεν γνωρίζω τι θα μπορούσε να επιλέξει κανείς από τα δύο, αφού και τα δύο σηματοδοτούν το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ όπως τον έχουμε γνωρίσει. Τη μετατροπή του σε ένα αρχηγικό και γραφειοκρατικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της εποχής μας, δηλαδή ένα σοσιαλφιλελεύθερο στον πυρήνα του και «νεοπαπανδρεϊκό» κόμμα.
Είναι αμφίβολο αν σε αυτό τα πλαίσιο η κυβέρνηση θα έχει μια σταθερή βάση κοινωνικής στήριξης πέρα από τα μέτρα ανθρωπιστικής κρίσης ή από την οππορτουνιστική συνδρομή των κλασικών μνημονιακών κομμάτων. Το ΚΚΕ θα αντιπολιτευθεί μια τέτοια κυβέρνηση, αλλά στην ουσία θα χαρεί. Όχι μόνο γιατί οι «Αποστάτες» της Αριστερής Πλατφόρμας διαψεύστηκαν ή χρεοκόπησαν, αλλά και επειδή καμία σοσιαλιστική λύση δεν θα είναι -και επί αποδείξει- εφικτή προτού φτάσουμε στο Υπερπέραν και στην Επαναστατική Αποκάλυψη.
Επιπλέον, η σύναψη συμφωνιών του α’ ή του β’ τύπου, λύσεων που οδηγούν στην Κόλαση με «αγνές προθέσεις», αντανακλά και επιβεβαιώνει-παγιοποιεί τον αρνητικό ταξικό και πολιτικό συσχετισμό δύναμης στην Ελλάδα, την Ευρώπη και διεθνώς. Παγιώνει τις μνημονιακές ρυθμίσεις, αυτές που έχουμε ήδη «σκίσει». Δεν ανοίγει το δρόμο ούτε και κερδίζει χρόνο για έναν ποιοτικά άλλο συσχετισμό δυνάμεων, ούτε και παρέχει ένα εναλλακτικό ταξικό παράδειγμα. Οι Ποδέμος είναι μακριά από εμάς και από την κυβερνητική εξουσία. Ίσως και καλύτερα. Αυτήν τη στιγμή, μόνο εμείς. Οι λαοί της Ευρώπης δεν διαθέτουν -πέρα από τα δικά τους πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά εμπόδια- μια αριστερή ριζοσπαστική ηγεσία που να μπορεί να συγκλίνει με τον ΣΥΡΙΖΑ στο ορατό μέλλον. Ούτε μια ορατή κοινωνική κινητικότητα. Το να υποστηρίξει κανείς ότι τα κόμματα του ΚΕΑ αποτελούν κάτι τέτοιο, παρά το ρεφορμισμό τους και την ευρωλαγνεία τους, παρά την παροιμιώδη αδυναμία τους να αντισταθούν στην άνοδο της εθνικιστικής Δεξιάς, μοιάζει μάλλον με κακόγουστο ανέκδοτο. Με τα πολύ μικρά κόμματα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς μας συνδέουν αρκετά θετικά, αλλά και αρκετές διαρθρωτικές αδυναμίες. Αντιθέτως, μόνο μια ρήξη στην Ελλάδα τώρα με αντινεοφιλελεύθερο-αντικαπιταλιστικό πολιτικό σχέδιο μπορεί να συνεγείρει νέες συνειδήσεις στην Ευρώπη και διεθνώς, να πυροδοτήσει την άμυνα των Γάλλων εργαζομένων κατά του νέου νομοσχεδίου για τις εργασιακές σχέσεις, να φωτίσει το δρόμο στους Γερμανούς άνεργους, να ανοίξει επαφές με τους έγχρωμους διαδηλωτές που συγκρούονται στο Φέργκιουσον και τη Βαλτιμόρη με τη φονική αστυνομία του «καλού Ομπάμα», να δώσει το χέρι στους Ιταλούς απεργούς. Μόνο μια ρήξη με πολιτικό σχέδιο και με στρατηγική εμβάθυνση μπορεί να αλλάξει ριζικά τους συσχετισμούς δύναμης στην ελληνική κοινωνία, να κάνει το 30% κατά της Ευρωζώνης 51% κατά της Ευρωζώνης και μάλιστα με αριστερό ταξικό και όχι εθνικιστικό πρόσημο, να ανατάξει τη μακρά επιδείνωση του κοινωνικού ταξικού συσχετισμού στην Ελλάδα, η οποία επιβιώνει της εκλογικής νίκης και τη μετατρέπει από νίκη του πολιτικού ριζοσπαστισμού σε νίκη της κοινωνικής απόγνωσης.
Θα διατυπωθεί εδώ άλλη μια σκέψη του «πολιτισμικού» Διαβόλου, δηλαδή της ιδεολογίας της ήττας μέσα στην Αριστερά. Η κοινωνία δεν θέλει να πάμε τόσο μακριά, μας ψήφισε για να μείνουμε στο ευρώ, μας οδηγεί στη συμφωνία, μας αποτρέπει από τους τυχοδιωκτισμούς, μας προτρέπει να είμαστε μετριοπαθείς. ΟΚ, μπορούμε να ρωτήσουμε και την κοινωνία και να αναλάβει αυτή τις ευθύνες της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο. Ως κόμμα που υποτίθεται επιχειρεί να αποκτήσει την ιδεολογική διεύθυνση μέσα στην κοινωνία και να οικοδομήσει μια εργατική αντιηγεμονία, μπορούμε να πυκνώσουμε την πολιτική στιγμή μετατρεπόμενοι σε «πρωτοπορεία», να εξηγήσουμε απλά και καθαρά ότι κάναμε ως τώρα λάθος. Ότι δεν υπάρχει ούτε «έντιμος συμβιβασμός» ούτε «αμοιβαία επωφελής λύση» με τα σκυλόψαρα της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, ότι όσα τους είπαμε πάνω σε αυτό το μοτίβο διαψεύστηκαν από τη σκληρή πραγματικότητα, ότι πρέπει να αναλάβουν ως πολίτες και ως εργαζόμενοι την ευθύνη για μια λυτρωτική διέξοδο, μέσα σε συνθήκες που άμεσα σημαίνουν «αίμα, ιδρώτα και δάκρυα». Ότι αυτός ο δρόμος δεν πάει άμεσα στο σοσιαλισμό αλλά σε μια ρήξη με το διεθνές καπιταλιστικό πλέγμα και τους υπηρέτες του που θα ακολουθηθεί και από άλλες «εθνικές» ρήξεις και θα αναδιατάξει πιθανόν τον πλανήτη. Μια πρόταση βασισμένη στην ειλικρίνεια, τη διαφάνεια, την ταξική και πατριωτική περηφάνια, τον πραγματικό εργατικό διεθνισμό. Μπορεί ο λαός να απορρίψει πρακτικά ή μέσα από μια κάλπη αυτό το σενάριο. Τότε, αυτό θα σημάνει ότι η ώρα της Αριστεράς δεν έχει έλθει ακόμη, ότι μπορούμε μόνο να διαχειριστούμε το νεοφιλελευθερισμό και το μετανεοτερικό καπιταλισμό, μόνοι μας ή με παρέα, και ότι, όπως εύστοχα το διατύπωσε πρόσφατα ο σ. Λαφαζάνης προς λύσσα κάποιων ΜΜΕ, πρέπει άμεσα να παραδώσουμε τη σκυτάλη στους φυσικούς διαχειριστές του κεφαλαίου και της κρίσης του. Άρα, καμία συμφωνία να μην υπογραφεί, αν δεν υπάρξει προηγούμενη κομματική έγκριση ή ακόμη καλύτερα προηγούμενη λαϊκή ετυμηγορία, πρακτική στο δρόμο ή εκλογική διά της κάλπης. Διαφορετικά, δεν θα δώσουμε το χέρι στους λαούς και στις κυριαρχούμενες εργατικές τάξεις αλλά στους εκμεταλλευτές, θα τους ανεβάσουμε το ηθικό και θα επιτρέψουμε να πουλήσουν αυτή τη νίκη τους στις κοινωνίες τους, επιβάλλοντας το μονόδρομο και εξηγώντας γιατί το «ακραίο» ελληνικό πείραμα ετελεύτησε τον βίον του. Όχι πρώτη φορά Αριστερά αλλά δεύτερη φορά σοσιαλδημοκρατία (και μάλιστα ηπιότερη-δεξιότερη από το πρώτο ΠΑΣΟΚ).
Εδώ, όμως, μπορεί να αντιταχθεί μια άλλη τελευταία ένσταση του advocatus diaboli. Κάναμε αυτήν την πορεία, οικοδομήσαμε προσωπικές διαδρομές, βουλευτικές ή κυβερνητικές θέσεις, μακρές διαδρομές επαγγελματισμού στην πολιτική. Και δεν ήμασταν οι χειρότεροι στο κάτω κάτω. Όλα αυτά μπορούν να παραδοθούν στην πυρά και στη λήθη, όταν μάλιστα μια συμφωνία μπορεί να αναγνωσθεί κάπως και ως «επωφελής»; Όταν ο λαός μπορεί και αυτός να θέλει να «αυτοεξαπατηθεί» για να γλιτώσει τα χειρότερα; Δεν είναι καλύτερο η κυβέρνηση να «παρηγορεί» το κόμμα, το κόμμα να «παρηγορεί» το λαό και ο λαός να «παρηγορεί» τον εαυτό του μέσα στο βασίλειο της Ιδεολογίας ως ψευδούς συνείδησης; Και έτσι να την ψευτοβγάλουμε κάπως μέσα στον επικείμενο μεταδημοκρατικό καπιταλιστικό Μεσαίωνα; Δεν είναι καλύτερο να διαμορφώσουμε έναν πιο ανθεκτικό «καινούριο λαό», όπως θα μας προέτρεπε και ο Μπρεχτ;
Πρόκειται για την πρώτη ένσταση που είναι δύσκολο να απαντηθεί. Και ότι διατυπώνεται σε έγγραφο είναι ήδη δύσκολο. Ακριβώς γι’ αυτό, όμως, καταδεικνύει και σε μεγαλύτερο βάθος τον κίνδυνο πολιτικής χρεοκοπίας της Αριστεράς, ο οποίος πια μας περιβάλλει από παντού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΘΙΑ ΓΑΛΑΖΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η προοπτική μιας ρήξης με την Ευρωζώνη και με το διεθνές καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό πλέγμα σημαίνει και μια βαθιά γεωπολιτική και διεθνοπολιτική μετατόπιση. Αν η πραγματική και όχι η μυθική ρήξη στηριχθεί όχι σε καιροσκόπους του ελληνικού αστισμού αλλά στις αναξιοποίητες κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις της εργασίας και των πληγέντων μικροαστικών στρωμάτων, αν ανοιχθεί σε μορφές κοινωνικού συνεταιρισμού, διαχείρισης των κοινών και των δημοσίων πραγμάτων, σε μορφές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου και αυτοδιαχείρισης, αν ανατρέψει την επαγγελματοποίηση της πολιτικής, μπορεί να κάνει διεθνώς τη διαφορά. Μπορεί, χωρίς μορφές εξάρτησης και υποτέλειας, να συνδιαλαγεί οικονομικά με την Κούβα, τη Βενεζουέλα, άλλες πιο μετριοπαθείς λατινοαμερικανικές κρατικές μορφές, με την Ευρασιατική Ένωση -γνωρίζοντας τα όρια αυτών των καπιταλιστικών συσσωματώσεων-, τακτικά ακόμη και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες εντός ή εκτός της Ε.Ε. βάσει ειδικών σχέσεων, λαμβάνοντας υπόψη και το ζήτημα της πιθανόν αναγκαίας εξόδου και από την Ε.Ε.. Μπορεί και πρέπει να βγει άμεσα από το ΝΑΤΟ, από τον ΟΑΣΕ, από τον ευρωστρατό και από κάθε άλλο ιμπεριαλιστικό πλέγμα και να αποφύγει την εμπλοκή σε στρατιωτικές περιπέτειες και σε ιμπεριαλιστικές επιρροές και τριβές. Σίγουρα, αυτό το σενάριο μας βάζει σε βαθιά αχαρτογράφητα νερά. Στα νερά αυτά θα κυκλοφορούν, εκτός από εμάς, και λογιών λογιών σκυλόψαρα. Από την «αλβανοποίηση της χώρας», από το οικονομικό κρατικό και διακρατικό σαμποτάζ, από την κερδοσκοπική επίθεση και την έξοδο από τη διεθνή αγορά ως ακόμη και σε καταστάσεις αποσύνθεσης, ρατσισμού/φασισμού, εσωτερικής κοινωνικής έντασης, μεγάλης εγκληματικότητας ή και θερμών επεισοδίων με γειτονικά κράτη ή και ένοπλων ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Τίποτε από αυτά δεν μπορεί να αποκλεισθεί εξαρχής. Το ξαναείπαμε και το ξαναλέμε: αίμα, ιδρώτας και δάκρια για απρόβλεπτο διάστημα.Επίσης, θα χρειαστεί να επιταχυνθεί η διαδικασία σοσιαλιστικής αναμόρφωσης και μετασχηματισμού του κρατικού μηχανισμού και διάλυσης εκείνων των δομών που θα καταστούν εμπόδια και ανασχετικές δυνάμεις για την πορεία της χώρας. Όλα αυτά αποτελούν δυνατότητες και κινδύνους εντός πάντοτε της Βαθιάς Γαλάζιας Θάλασσας.
Eντός της Επικράτειας του Διαβόλου, όλα μοιάζουν πιο γυαλιστερά και πιο βιώσιμα – οι «εταίροι» μας διώχνουν τα σκυλόψαρα. Όμως, το συμβόλαιο με τον Διάβολο έχει σαφείς και ετεροβαρείς όρους για τους κυριαρχούμενους, όπως είχα επισημάνει και στο βιβλίο μου «Αριστερά και εξουσία» πριν από έναν χρόνο: στρατηγική ήττα του αριστερού πειράματος στην Ελλάδα και την Ευρώπη, νίκη της διαχείρισης, μονόδρομος διεθνώς, επιδείνωση του ταξικού συσχετισμού, πιθανή αποτυχία του πολέμου θέσεων και της κυβέρνησης της Αριστεράς ως εφαλτηρίου ενός μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος, πιθανή στρατηγική αποτυχία της ίδιας της σύλληψης του «δημοκρατικού δρόμου» ως αντισυστημικού δρόμου και της ίδιας της σύλληψης του Μεταβατικού Προγράμματος και του Ενιαίου Μετώπου: η αρχικά θετική ελληνική ιδιομορφία μπορεί να μετατραπεί σε διεθνή πληγή και τραύμα. Στρατηγικές που απέτυχαν μέσα σε ενάμιση αιώνα θα χρειαστεί αν όχι να εγκαταλειφθούν, πάντως να επανεξετασθούν ριζικά. Πιθανόν να μπαίνουμε σε μια εποχή απρόβλεπτων εντάσεων και ακατανόητων εμφύλιων συρράξεων.
Όπως καταλαβαίνουμε όλοι και όλες, οι διακυβεύσεις μοιάζουν να είναι τεράστιες. Και μάλιστα, οι μάχες μπορεί να χαθούν όχι γιατί είμαστε αδύναμοι/ες αλλά γιατί δεν τις δώσαμε καν. Όμως, αν τελικά χάσουμε, ποιος θα πάρει αυτήν την κολοσσιαία ιστορική ευθύνη; Και τι «θα πάει να πει στη Δικαιοσύνη», όπως τραγουδούσε παλιά ο Σαββόπουλος; Το πρόβλημα δεν είναι τα κεφάλια που (δεν) θα πέσουν, αλλά τα κεφάλια που θα σκύψουν.
Υ.Γ. Ο τίτλος του άρθρου πηγάζει από ένα έργο του Νίκου Καββαδία, το οποίο μετέτρεψε σε μια έξοχη ταινία η Μάριον Χένζελ το 1995.
Πηγή: www.rproject.gr. Το είδα: Παρασκευή 8 Μαΐου 2015, http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=20500:belantis&catid=71:dr-kinitopoiisis&Itemid=278
Μέλος της Κ.Ε. του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.